Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ. Οι ελληνικές ρίζες της χριστιανικής Ευρώπης
7 Αυγούστου 2012Συλβαίν Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ. Οι ελληνικές ρίζες της χριστιανικής Ευρώπης, μετ. Φ. Γαϊδατζή- Φ. Μπούμπουλη, εκ. Ολκός, Αθήνα 2009, σελ. 300.
Καθηγητής της μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών, ο Σ. Γκουγκενέμ επιχειρεί στην μελέτη αυτή να δείξει ότι ο εξελληνισμός της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν προϊόν της βουλήσεως των Ευρωπαίων, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι προς την κατεύθυνση του εξελληνισμού της δεν συνεισέφερε σχεδόν τίποτε ο αραβομουσουλμανικός πολιτισμός.
Με αναφορές στα σωζόμενα χειρόγραφα που προέρχονται από τα εργαστήρια αντιγραφής των μεσαιωνικών μοναστηριών δείχνει στο Α’ κεφάλαιο του βιβλίου ότι η ιατρική, η ρητορική, η ιστορία και η φιλοσοφία ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως τα μεσαιωνικά κέντρα πολιτισμού, που βρίσκονται στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Γαλλία, ακόμη και στην Ιρλανδία. Η μεταφραστική εργασία από τα ελληνικά στα λατινικά συνεχίζεται «χωρίς διακοπή σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα» (σ. 54), γεγονός που οδηγεί στην διαπίστωση ότι «οι σχέσεις της λατινικής Ευρώπης με την ελληνική Αυτοκρατορία ήταν σημαντικότερες απ’ ο,τι υποθέταμε μέχρι σήμερα» (σ. 58).
Ακολουθεί το Β’ κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας δείχνει ότι ουδέποτε το Βυζάντιο «έχασε το νήμα που το συνέδεε με τους κλασικούς συγγραφείς» (σ. 89). Ιδαίτερη αναφορά κάνει ο Γκουγκενέμ στους Σύρους χριστιανούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών κειμένων στην αραβική, τονίζοντας ότι «οι Σύροι χριστιανοί, Νεστοριανοί ή Μονοφυσίτες, βρίσκονταν στην πηγή του αραβομουσουλμανικού γραπτού πολιτισμού» (σ. 95).
Το Γ’ κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο αβαείο του Μον-Σαιν-Μισέλ, το οποίο, από τον 10ο μέχρι τον 13ο αι., υπήρξε σημαντικό κέντρο γνώσης. Εκτενής είναι η αναφορά του συγγραφέα στον Ιάκωβο της Βενετίας, ο οποίος μετέφρασε μεγάλο αριθμό βιβλίων του Αριστοτέλους από τα ελληνικά στα λατινικά (σσ. 116-134).
Το επόμενο κεφάλαιο (Δ’) θίγει το κρίσιμο ζήτημα της σχέσεως της ελληνικής κληρονομιάς με το Ισλάμ. Όσον αφορά την φιλοσοφία, ο καθηγητής Γκουγκενέμ διατυπώνει την άποψη ότι «ο ελληνικός ορθολογισμός δεν μπόρεσε να διεισδύσει στον πολιτικό κόσμο και την κοινωνία του Ισλάμ» (σ. 162). Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρουσία του Αριστοτέλους στο Ισλάμ στον τομέα της πολιτικής, της ηθικής και της μεταφυσικής είναι ανύπαρκτη. Ομοίως και στην περίπτωση του ελληνορωμαϊκού δικαίου, επισημαίνει ότι «το ρωμαϊκό δίκαιο δεν επηρέασε με κανένα τρόπο το ισλαμικό νομικό σύστημα» (σ. 174). Αντιθέτως προς ο,τι υποστηρίζεται μετ’ εμφάσεως στην έρευνα, ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι «ο μεσαιωνικός χριστιανικός κόσμος και ο μουσουλμανικός δεν είχαν τίποτε κοινό» (σ. 175).
Στο εξαιρετικώς ενδιαφέρον πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του έργου του ο συγγραφέας, αφού επισημάνει τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του χριστιανισμού και του μουσουλμανισμού, τονίζει την απόσταση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τον ισλαμικό κόσμο (σσ. 179-209). Αποτιμά δε ότι «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός παρέμεινε ελληνιορωμαϊκής και εβραιοχριστιανικής έμπνευσης» (σ. 215).
Σε μία τελική εκτίμηση, ο συγγραφέας δείχνει με πειστικό τρόπο ότι ο αραβομουσουλμανικός πολιτισμός παρέμεινε ξένος τόσο στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, όσο και στην χριστιανική κοσμοαντίληψη, στοιχεία τα οποία βοήθησαν στην συγκρότηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι τοποθετήσεις και προσεγγίσεις του συγγραφέα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένες και σαφείς. Πάντως δεν είναι βέβαιο ότι οι διαπιστώσεις του βιβλίου είναι πράγματα αυτονόητα, διότι αυτά, στην μετανεωτερική εποχή μας και στην πολυπολιτισμική κοινωνία μας, για ευνοήτους λόγους, ασχέτους προς την επιστήμη, αποσιωπώνται ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια.