Συνέδριο Βιοηθικής του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC)

25 Αυγούστου 2012

Στις 25-27 Απριλίου 2012 έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο μοναστηριακό κέντρο Notre-Dame du Chant d’ Oiseau στις Βρυξέλλες, επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Επαύξηση της ανθρώπινης φύσης: Θρησκευτικές και Ηθικές προσεγγίσεις μέσα από τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό». Το συνέδριο διοργανώθηκε από την Ομάδα Βιοηθικής της Επιτροπής «Εκκλησία και Κοινωνία» του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC) με συνδιοργανωτές το Γραφείο των Συμβούλων Ευρωπαϊκής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (BEPA), την Ομάδα Αποτίμησης των Εφαρμογών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (STOA) και την Επιτροπή των Συνόδων των Επισκόπων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας  (COMECE). Συμμετείχαν ευρωβουλευτές, στελέχη των Ευρωπαϊκών Θεσμικών Οργάνων, των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, εκπρόσωποι Εκκλησιών, καθώς και εξειδικευμένοι επιστήμονες από διακεκριμένα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας συμμετείχαν ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ, ο οποίος ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών πραγματοποίησε την έναρξη του συνεδρίου, ο καθηγητής ιατρικής του Α.Π.Θ. κ. Σταύρος Μπαλογιάννης, μόνιμο μέλος της επιτροπής βιοηθικής του Συμβουλίου και ο γράφων, ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Γραφείο της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσώπησε ο δρ Κωνσταντίνος Ζορμπάς. Αναγνώστηκε επίσης η εισήγηση του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Ανέστη Κεσελόπουλου, ο οποίος είχε προσκληθεί ως ομιλητής, ωστόσο απουσίασε λόγω κωλύματος.

Πριν την παρουσίαση των εξειδικευμένων εισηγήσεων, ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ, κατά την εναρκτήρια ομιλία του, επεσήμανε την ανάγκη αναζήτησης της βάσης για την ηθική προσέγγιση της επαύξησης-βελτίωσης της ανθρώπινης φύσης, με  τεχνικά μέσα, στην βιβλική ανθρωπολογία και ιδιαίτερα στην διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, όσον αφορά τη στάση του ανθρώπου απέναντι στο δένδρο της γνώσεως και το δένδρο της ζωής. Την εισήγησή του ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης έκλεισε με τις εξής προτάσεις-παροτρύνσεις:

1.    Σε ένα τόσο λεπτό και περίπλοκο ζήτημα πρέπει να συνδυαστεί ο σεβασμός στα μυστήρια της ζωής με την βαθύτερη δυνατή κατανόηση των μηχανισμών της λειτουργίας της.

2.    Να γίνει αποδεκτό ότι η ανθρώπινη φύση δεν αποτελείται μόνον από φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά και από ψυχή, νου, συναισθήματα και πνεύμα.

3.    Να αναγνωρίσει ο άνθρωπος ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να απατηθεί και να παρεκτραπεί κατά την αναζήτησή του να μεγιστοποιήσει την γνώση του.

4.    Να αποδεχθεί την αλήθεια ότι είναι αδύνατον να τα γνωρίζει όλα, ωστόσο, μπορεί να διευρύνει την γνωστική του δυνατότητα με την μελέτη της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης γνώσης με έναν ολιστικό και βιωματικό τρόπο.

5.    Η δύναμη της προσευχής και της νήψεως μπορεί να βοηθήσει διαχρονικά στην εξεύρεση προτάσεων προς το όφελος της ανθρωπότητας.

6.    Η νηφαλιότητα και η ταπείνωση είναι απαραίτητα στοιχεία κατά την προσέγγιση τέτοιων ζητημάτων.

7.    Η αναζήτηση συγχώρεσης για την διάπραξη λαθών από την ανθρωπότητα, όταν αποτυγχάνει στον αρχικό της στόχο, συνιστά καταφύγιο ελπίδας και παρηγοριάς.

Στην συνέχεια έλαβε χώρα η εισήγηση του καθηγητή κ. Ανέστη Κεσελόπουλου, την οποία ανέγνωσε ο καθηγητής κ. Μπαλογιάννης. Ο κ. Κεσελόπουλος διαχώρισε την πλαστική από την κοσμητική χειρουργική με την γενετική μηχανική στα κύτταρα για βελτίωση και προσπάθησε να συνδέσει την κάθε μία από τις εφαρμογές με ξεχωριστά ηθικά προβλήματα. Μίλησε και για την αναπλαστική χειρουργική, αποτιμώντας την θετικά λόγω του θεραπευτικού χαρακτήρα της. Την διαχώρισε από την κοσμητική χειρουργική, για την οποία είπε ότι έχει άλλου είδους ηθική προβληματική και βαρύτητα, επισημαίνοντας την εμπορευματοποίηση της βελτίωσης. Αναφέρθηκε, επίσης, και στην βελτιωτική παρέμβαση των ψυχολογικών και διανοητικών χαρακτηριστικών,  την οποία έκρινε ως ιδιαιτέρως προβληματική λόγω του ότι εμπλέκει την παρεμβολή της τεχνολογίας στην ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης.

Το γεγονός ότι το συνέδριο άρχισε με θεολογικές τοποθετήσεις από τον ορθόδοξο χώρο, έδωσε ένα ιδιαίτερο στίγμα και κατεύθυνση για τις επόμενες συζητήσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να απομακρυνθούν από την θεολογική διάσταση του ζητήματος. Ενδεικτικές για τον γόνιμο προβληματισμό, πού προκάλεσαν εξαρχής οι ορθόδοξες θέσεις, ήταν οι ερωτήσεις και τοποθετήσεις πολλών από τους συνέδρους οι οποίες ακολούθησαν.

Κατόπιν ακολούθησαν οι εισηγήσεις των εξειδικευμένων επιστημόνων από τον χώρο της βιοφυσικής, της βιοτεχνολογίας, της νευρολογίας και της ψυχολογίας.

Στην αρχή παρουσιάστηκε από τον καθηγητή Dekker, του Ολλανδικού Πανεπιστημίου Delft, η τεχνική επαύξησης των ανθρώπινων δυνατοτήτων μέσα από την συνεργασία μεταξύ νανοτεχνολογίας και βιολογίας, από την οποία προκύπτει ο νέος κλάδος της νανοβιολογίας. Επισημάνθηκε ο κίνδυνος της  μηχανοποίησης της ανθρώπινης ζωής. Αναφέρθηκε ότι ο άνθρωπος,  ως σωματική οντότητα, έχει και μηχανική διάσταση, αλλά ως ύπαρξη δεν εξαντλείται σε αυτήν. Ως βασική ηθική αρχή θεωρήθηκε η αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως διακηρύσσεται, και η οποία πρέπει να είναι απαραβίαστη. Αναγνωρίστηκε, ωστόσο, η αδυναμία της συμβατικής ηθικής να δώσει απαντήσεις και προβλήθηκε η ανάγκη αναδρομής στην οντολογία του ανθρώπου.

Η δεύτερη εισήγηση, από τον Δρ. Kipke του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης, πραγματεύτηκε το ζήτημα της βελτίωσης και ενδυνάμωσης των ψυχολογικών χαρακτηριστικών μέσω της στοχευμένης φαρμακολογικής τόνωσης του νευρικού συστήματος (neuro – enhancement). Ερευνώνται οι δυνατότητες για επαύξηση της μνήμης, της συγκέντρωσης, της διαχείρισης του αυτοελέγχου και της αυτοεκτίμησης. Βασικοί στόχοι της τεχνικής-φαρμακολογικής παρέμβασης στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι η βελτίωση της αυτοαντίληψης, της δυνατότητας για αυτοπραγμάτωση και αυτοεκπλή-ρωση, καθώς και της εξεύρεσης νοήματος σε κάθε πτυχή της ζωής. Έως τώρα, αυτά αποτελούσαν στόχους της μεθόδου της  επιστήμης της ψυχολογίας, η οποία ονομάζεται αυτοδιαμόρφωση (self-formation). Ο εισηγητής συνέκρινε, και μερικώς εξίσωσε, ηθικά την ψυχολογική μέθοδο με την φαρμακολογική παρέμβαση. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η πρώτη είναι ήπια ενώ η δεύτερη σαφώς παρεμβατική, χωρίς προς το παρόν να μπορούμε να εκτιμήσουμε  πιθανές παρενέργειες. Το κύριο ερώτημα που τέθηκε κατά την συζήτηση ήταν εάν και κατά πόσον μία τέτοιου είδους παρέμβαση προάγει η φαλκιδεύει την ανθρώπινη ελευθερία.

Οι εισηγήσεις συνέχισαν την επόμενη μέρα στα κτίρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την προεδρία του Ιταλού ευρωβουλευτή Vittorio Prodi. Παρουσιάστηκαν, κατ ἀρχήν, από μέλη της Ομάδας Αποτίμησης των Εφαρμογών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (STOA) δύο προγράμματα με τους τίτλους «Επαύξηση της ανθρώπινης φύσης» και «Δημιουργώντας τέλεια ζωή».

Κατά την παρουσίαση του πρώτου προγράμματος, από τον κ. Coenen του Πανεπιστημίου της Καρλσρούης, δόθηκε ο ορισμός της «επαύξησης της ανθρώπινης φύσης» ως «κάθε τροποποίηση η οποία στοχεύει στην βελτίωση των ατομικών ανθρώπινων επιδόσεων, η οποία επιτυγχάνεται με επιστημονικής και τεχνολογικής προέλευσης παρεμβάσεις στο ανθρώπινο σώμα». Έγινε διαχωρισμός μεταξύ παρεμβάσεων μη επαυξητικού χαρακτήρα (π.χ. πρόληψης και αποκατάστασης ασθενειών), επαυξητικού χαρακτήρα για θεραπευτικούς σκοπούς και επαυξητικού χαρακτήρα για μη θεραπευτικούς σκοπούς. Την STOA, κατά την μελέτη της, απασχόλησαν σε βάθος οι τεχνικές της γονιδιακής θεραπείας, της γονιδιακής ενίσχυσης (gene doping), του σχεδιασμού της εμβρυϊκής ζωής, η φαρμακολογική νευροεπαύξηση και η περίπτωση της βαθείας διέγερσης του εγκεφάλου (DBS). Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην διαπίστωση ότι τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει αντιμετωπίζονται μόνον μεταξύ ειδικών, αλλά σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Επισημάνθηκε η προβληματική που προκύπτει από την εμπορευματοποίηση της ιατρικής και την ιατρική αντιμετώπιση (medicalisation) των κοινωνικών προβλημάτων. Ο εισηγητής εξήρε την συμβολή των θρησκειών και ιδιαίτερα των Χριστιανών θεολόγων και Εκκλησιαστικών προσώπων στην ανάδειξη και αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων.

Ο επόμενος εισηγητής, Δρ. van Est του Ινστιτούτου Ράτεναου της Ολλανδίας, έθεσε ως αφετηρία της παρουσίασής του τις τέσσερις  επαναστάσεις στον χώρο της επιστήμης και της τεχνο-λογίας που έλαβαν χώρα στον 20ο – 21ο  αιώνα: την επανάσταση της βιοτεχνολογίας, της ανάλυσης και χρήσης των υλικών, της πληροφορικής και της γνωσιακής επιστήμης μελέτης του  νου (cognitive science). Οι εξελίξεις στα τέσσερα αυτά επιστημονικά πεδία τα οδηγούν σε σύγκλιση και συνεργασία. Αυτή η σύγκλιση  εκδηλώνεται με δυό τρόπους. Αφενός η βιολογία εξελίσσεται σε τεχνολογία και αφετέρου ακολουθείται η αντίστροφη πορεία όπου η τεχνολογία μεταβάλλεται σε βιολογία. Έτσι προκύπτουν δυό μεγάλοι κατευθυντήριοι άξονες στον χώρο της βιοτεχνολογίας.

Ο πρώτος αφορά την εισβολή της τεχνολογίας στους ζωντανούς οργανισμούς, σε εύρος και βάθος, μέσω της γενετικής παρέμβασης και τροποποίησης, της δημιουργίας οργανισμών με συνθετικό γονιδίωμα, την δημιουργία συνθετικών οργάνων και ιστών μέσω της γενετικής μηχανικής, την τεχνική παρέμβαση στις λειτουργίες του εγκεφάλου και γενικότερα στις λειτουργίες  του νευρικού συστήματος. Ο δεύτερος κατευθυντήριος άξονας, στον οποίο κινείται η σύγχρονη τεχνο-επιστημονική επανάσταση, αφορά την δημιουργία τεχνολογικών προϊόντων, η λειτουργία οι αντιδράσεις και τα χαρακτηριστικά των οποίων, θα προσομοιάζουν, αντιγραφικά, με μορφές ζωντανών οργανισμών.

Αναγνωρίζεται ότι ορισμένες από τις προαναφερθείσες εξελίξεις είναι ήδη οικείες στο άκουσμά τους από τις κοινωνίες, άλλες όμως είναι παντελώς άγνωστες. Και στις δυό περιπτώσεις οι κοινωνίες εναποθέτουν ελπίδες, αλλά εκφράζουν και επιφυλάξεις, αγωνίες και ηθικά ερωτηματικά. Ως πρόταγμα, τέθηκε η πάση θυσία διαφύλαξη και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Επίσης τέθηκαν «επί τάπητος» ζητήματα δεοντολογικά και ρυθμιστικά όπως αυτά της ασφάλειας, της ιδιωτικότητας, της σωματικής ακεραιότητας και της πληροφορημένης συναίνεσης. Τέλος, ειπώθηκε ότι ανακύπτουν και ερωτήματα θεμελιώδους φύσεως και οντολογίας όπως το τι συνιστά ζωή, η διαχωριστική γραμμή υγείας και ασθένειας, η σχέση εγκεφάλου και μηχανής, η αλληλεπίδραση ανθρώπου και μηχανής. Η βιοηθική καλείται να μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από τις καθαρά βιολογικές επιστήμες στη νέα αυτή σύγκλιση πεδίων, η οποία γεννά πολύ περισσότερα και πιο περίπλοκα ζητήματα.

Οι επόμενες συζητήσεις αφορούσαν τοποθετήσεις από πλευράς της βιοηθικής και των θρησκευμάτων.

Η κ. Nuňez, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ramon Lull της Βαρκελώνης, επιχείρησε μία γενική βιοηθική και κριτική ανασκόπηση όλων των πτυχών του ζητήματος της επαύξησης της ανθρώπινης φύσης. Προέβαλε την ανάγκη διευκρίνισης και  οριοθέτησης των όρων θεραπεία, βελτίωση και επαύξηση. Επεσήμανε ότι η γνώση, από μόνη της, δεν συνιστά και δεν παράγει ηθική, γι’ αυτό υπάρχει πάντοτε η ανάγκη να μπαίνουν όρια στην χρήση της. Τόνισε, ιδιαίτερα, τον κοινωνικό χαρακτήρα των βιοηθικών ζητημάτων και την ανάγκη αλληλεγγύης προς τις αδύναμες κοινωνικά και οικονομικά κοινωνικές ομάδες. Επεσήμανε ότι αποτελεί αφροσύνη να επενδύονται τεράστια ποσά στην έρευνα, με σκοπό την επαύξηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών και να παρακάμπτονται βασικές ανάγκες υγείας σε μεγάλα πληθυσμιακά κομμάτια της ανθρωπότητας.

Ο αρχιραββίνος του Βελγίου Albert Guigui παρουσίασε τις θέσεις της εβραϊκής θρησκείας για την ανθρώπινη επαύξηση. Η ομιλία του βασίστηκε στην βιβλική ανθρωπολογία και στην διήγηση της γενέσεως υπό το πρίσμα της ταλμουδικής παράδοσης. Υποστήριξε ότι ο Θεός δημιούργησε έναν όχι απόλυτα τέλειο κόσμο για να μπορέσει ο άνθρωπος να τελειωθεί μέσα σε αυτόν και ο κόσμος να τελειωθεί δια του ανθρώπου. Έτσι, λοιπόν, κάθε πράξη του ανθρώπου και εν προκειμένω, κάθε ηθική του επιλογή στα ζητήματα βιοηθικής, πρέπει να γίνεται με κριτήριο κατά πόσον επιτρέπει στον άνθρωπο να ζήσει την καλύτερη δυνατή ζωή κοντά στον Θεό. Το βασικό αίτημα προς την επιστημονική πρόοδο είναι να μην συντελεί στην καταστροφή της δημιουργίας, αλλά να επιτρέψει μέσα από την χρήση της να βοηθηθούν όσοι έχουν ανάγκη.

Ο Δρ. Omar van den Broek, γενικός γραμματέας της βελγικής μουσουλμανικής κοινότητας, παρουσίασε την ισλαμική προσέγγιση στο ζήτημα με βάση τις αρχές του κορανίου και του σουφισμού. Ανέπτυξε τις θέσεις του υπό το πρίσμα της ιστορικής αλληλεπίδρασης δύσης και μουσουλμανικού κόσμου κατά την μετάδοση της ιατρικής γνώσης και σκέψης.

Από την ορθόδοξη πλευρά, την τοποθέτηση στα ζητήματα βιοηθικής, ανέλαβε ο καθηγητής της Νευρολογίας και Δρ. Θεολογίας κ. Σταύρος Μπαλογιάννης. Ο καθ. Κ. Μπαλογιάννης έκανε μία συνολική παρουσίαση για τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί το νόημα της ζωής η ορθόδοξη θεολογία. Βασικές έννοιες, επάνω στις οποίες ανέπτυξε την εισήγησή του, ήταν η ζωή ως δώρο Θεού, η θέωση του ανθρώπου, η μετοχή του ανθρώπου στη ζωή του Θεού και η δυνατότητα του ανθρώπου να ζει ως πρόσωπο που εικονίζει τον Θεό. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην έννοια της συμμετοχής του ανθρώπου στον Σταυρό του Χριστού ως μόνου ενδεδειγμένου τρόπου πνευματικής αντιμετώπισης του πόνου και της ασθένειας. Κατόπιν ο εισηγητής προχώρησε στην περιγραφή της έννοιας της ασθένειας κάτω από το ολιστικό πρίσμα της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου. Ως βάσεις αναζήτησης απαντήσεων στα ζητήματα βιοηθικής προέβαλε την αρετή της διακρίσεως, την αυτοπαράδοση του ανθρώπου στα χέρια του Θεού και την συνεχή κοινωνία με την Εκκλησία.

Ο δρ Brendan McCarthy ανέπτυξε τις θέσεις της Προτεσταντικής Θεολογίας. Εξ  ἀρχῆς διευκρίνισε ότι, λόγω του πλήθους των προτεσταντικών εκκλησιών, είναι αδύνατον να παρατεθεί μία ενιαία προτεσταντική θεώρηση της τεχνικής επαύξησης της ανθρώπινης φύσης. Μπορεί, ωστόσο, να γίνει λόγος για κοινά  αποδεκτές θέσεις εντός του Προτεσταντισμού, θέσεις οι οποίες είναι και γενικότερα αποδεκτές και από τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Για την πλήρη ηθική αποτίμηση της επαύξησης της ανθρώπινης φύσης, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη τα κίνητρα, που οδηγούν σε αυτήν, τα μέσα που χρησιμοποιούνται, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα και οι πιθανές συνέπειες σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο. Ο εισηγητής έθεσε το ερώτημα: κατά την παρέμβαση του ανθρώπου στην κτίση ποια είναι η διαχωριστική γραμμή που τον μεταβάλλει από συν-δημιουργό σε βιαστή της; Επεσήμανε ότι στην σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη, στην οποία περιλαμβάνεται και η προτεσταντική, διακρίνονται δύο θεωρήσεις του ανθρώπου ως είδους. Η στατική θεώρηση, που τον διαχωρίζει σαφώς από ολόκληρη την δημιουργία, και η πιο δυναμική – εξελικτική θεώρηση, η οποία τον θεωρεί ως μέρος του όλου και ως συνέχεια. Αυτοί, που ανήκουν στην πρώτη, απορρίπτουν ή δέχονται με δυσκολία τις επαυξητικές παρεμβάσεις. Οι οπαδοί της δεύτερης είναι περισσότερο ανοικτοί σε αυτές. Ο Προτεσταντισμός, στην ηθική θεώρησή του, κινείται στην βάση των Γραφών, οι οποίες πάντοτε είχαν περίοπτη θέση, καθώς και της ορθολογικής σκέψης, ως αποτέλεσμα της σχέσης του με τον Διαφωτισμό. Αποκάλυψη – ανθρώπινος λόγος, το εκ της πτώσεως κακό και η καλοσύνη, που αντανακλά στην κατ’ εικόνα δημιουργία, αποτελούν τα δίπολα μέσα στα οποία κινείται η προτεσταντική ηθική σκέψη.

Οι επόμενες συνεδρίες ασχολήθηκαν με επιμέρους ζητήματα, αναφορικά με την ανθρώπινη επαύξηση, τόσο στο φιλοσοφικό και θεολογικό επίπεδο, όσο και στο τεχνικό, ιατρικό, ατομικό και κοινωνικό.

Ο δρ. Körtner, διακεκριμένος καθηγητής Ηθικής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έθεσε ως θεμέλιο της βιοηθικής προβληματικής την άποψη ότι η ηθική, και ιδιαίτερα η βιοηθική, δεν είναι τίποτε άλλο από μία εφαρμοσμένη ανθρωπολογία. Το ερώτημα τι πρέπει να κάνω, στο τέλος, πάντοτε, καταλήγει στο να αναρωτιέμαι ποιος είμαι. Η ανάπτυξη και οι υποσχέσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας μᾶς θέτουν μπροστά σε ερωτήματα, άγνωστα στο παρελθόν και μπροστά σε μία νέα μορφή ανθρωπολογίας, την ανθρωποτεχνολογία. Πολλοί διανοητές κάνουν λόγο για την σταδιακή παρέλευση της εποχής των ανθρώπων και για την έλευση και επικράτηση των μετά-ανθρώπων  (transhumans), των οποίων οι δυνατότητες θα έχουν επαυξηθεί και τα χαρακτηριστικά θα έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε ελάχιστα χαρακτηριστικά θα θυμίζουν τους ανθρώπους του παρελθόντος. Η χριστιανική ανθρωπολογία αντιτάσσει τον «Καινό Άνθρωπο» στον νέο μετα-άνθρωπο. Επισημαίνεται, εξάλλου, ο κίνδυνος απόδοσης εσχατολογικών χαρακτηριστικών της ιατρικής και της βιοϊατρικής τεχνολογίας, πράγμα που συντελεί στην απολυτοποίηση και την ειδωλοποίησή τους. Η απολυτοποίηση αυτή στο παρελθόν οδήγησε σε ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ο Φιλανδός δρ Nikkinen, Λέκτωρ Προτεσταντικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, συνέδεσε την θεώρηση της επαύξησης του ανθρώπου με τον τρόπο με τον οποίον η θεολογία θεωρεί την ανθρώπινη πρόοδο. Ο Αύγουστος Κοντ πρώτος, καθώς και η μετέπειτα σκέψη του Διαφωτισμού αποσυνέδεσαν την έννοια της προόδου και του προορισμού του ανθρώπου από οτιδήποτε μεταφυσικό. Παραπέμποντας στον γνωστό βυζαντινολόγο J.B. Bury, είπε ότι ο υπεραισιόδοξος κοσμικός προοδευτισμός αποτελεί το νόθο έκγονο μίας θεολογικής υπεραισιόδοξης ανθρωπολογίας. Το τελικό ερώτημα είναι, αν η επαύξηση του ἀνθρώπου αποτελεί όντως πρόοδο. Για να απαντηθεί, όμως, το ερώτημα αυτό, πρέπει πρώτα να καθοριστούν οι όροι «επαύξηση», «επιστημονική πρόοδος» και «ιατρική πρόοδος». Το καθήκον αυτό δεν μπορεί να ανατεθεί μόνον σε ιατρικούς, πολιτικούς η νομικούς κύκλους. Πρέπει να συμπεριλάβει τις ανησυχίες, τις μεταφυσικές αντιλήψεις και την θρησκευτική πίστη των κοινωνιών, στις οποίες απευθύνεται.

Η Δρ. Schardien, Καθηγήτρια της Προτεστανικής Σχολής του Γερμανικού Πανεπιστημίου του Hildesheim, έθεσε ως αφετηρία της  εισηγήσεώς της την διαπίστωση ότι ο Χριστιανισμός, αναφορικά με την βελτίωση της ζωής, έχει να πει πολλά. Σε πολλά σημεία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης αναφέρεται ότι οι πιστοί θα τύχουν μίας ζωής ανώτερης σε πολλά επίπεδα, με κορυφαίο το μήνυμα της Ανάστασης και της Αιωνιότητας. Ορισμένοι, μάλιστα, θεολόγοι στη Δύση θεώρησαν την βιοτεχνολογία ως ένα απαραίτητο βήμα της ανθρωπότητας προς την σωτηρία, ώστε να ανακτήσει ο άνθρωπος το απολεσθέν από την πτώση κάλλος. Πολλοί αντέδρασαν σε αυτές τις ιδέες αντιλέγοντας ότι πρόκειται για παρερμηνεία των χωρίων τα οποία μιλούν με μεταφορές ή για μία πνευματική ζωή. Άλλοι, πάλι, εξέφρασαν την άποψη ότι η Γραφή δεν είναι δυνατόν να μιλά συνεχώς για κάποιο είδος μακρινής ζωής παραβλέποντας την επιθυμία του ανθρώπου να βιώσει μία ζωή υγείας, αρμονίας και ομορφιάς στην γη. Όλες αυτές οι απόψεις καταδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι να κρίνει κανείς τα βιοηθικά ζητήματα βασισμένος στον βιβλικό λόγο. Επεσήμανε εξάλλου την ανάγκη εμβάθυνσης και ανάλυσης του αγγλικού όρου enhancement, ο οποίος δεν έχει απόλυτο νοηματικό αντίστοιχο στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες με αποτέλεσμα να μεταφράζεται κατά το δοκούν και να δημιουργούνται κάποιες παρεξηγήσεις κατά τον βιοηθικό διάλογο.

Έναν διαφορετικό τόνο στις εισηγήσεις έδωσε η δρ. Kremser, καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Ψυχανάλυσης και Ψυχοθεραπείας του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Αναφέρθηκε στο ανθρώπινο σώμα και ιδιαίτερα το γυναικείο ως αποδέκτη των συνεχών πολιτισμικών αλλαγών και αντιλήψεων. Η απαίτηση των καιρών, και ιδιαίτερα της σημερινής εποχής, για συγκεκριμένου τύπου εμφάνιση του ανθρώπινου και ιδιαίτερα του γυναικείου σώματος, επηρεάζει κατά τρόπο καταλυτικό την αντίληψη και τον ψυχισμό των ανθρώπων για την εξωτερική τους εμφάνιση και τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν. Αυτό γίνεται πολλές φορές αιτία κατάθλιψης σε παθολογικό βαθμό, στην οποία στατιστικά είναι περισσότερο επιρρεπείς οι γυναίκες. Η βελτίωση και η επαύξηση των ιδιοτήτων  του γυναικείου σώματος είτε για λόγους υγείας είτε για λόγους κοσμητικής γίνονται αιτία εκμετάλλευσης από εταιρείες με σκοπό το κέρδος. Η δρ. Kremser καταλήγει λέγοντας ότι,τελικά, η ευγονική προοπτική της επαύξησης υπερτερεί στις συζητήσεις σε σχέση με τις θεραπευτικές προοπτικές της, οι οποίες είναι αμφιλεγόμενες ως προς τα πιθανά οφέλη, και αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί στην  τελική ηθική αποτίμηση, στην βάση των διαφόρων αξιακών συστημάτων.

Η  δρ. Krug, ιατρός νευρολόγος στο νοσοκομείο Charité του Βερολίνου και θεολόγος, παρουσίασε παραδείγματα επαύξησης και βελτίωσης διανοητικών και ψυχικών ιδιοτήτων ασθενών που υποβλήθηκαν στην μέθοδο της βαθείας διέγερσης του εγκεφάλου (DBS). Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την θεραπευτική αντιμετώπιση σοβαρών νευρολογικών παθήσεων όπως η  νόσος  Parkinson και η επιληψία. Κατά την εφαρμογή της διαπιστώθηκαν παράπλευρα οφέλη, όπως η ενδυνάμωση της μνήμης, η αντιμετώπιση της κατάθλιψης κ.α. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές να εξετάσουν την χρήση της για επαύξηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ωστόσο, συνοδεύεται, πολλές φορές, από γνωστές παρενέργειες και  εικάζεται ότι υπάρχουν και άλλες οι οποίες παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες.

Ο Δρ. Bruce, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ηθικής Edin-ethics του Εδιμβούργου, ξεκίνησε με το ερώτημα εάν με την επαύξηση της ανθρώπινης φύσης επιχειρείται ένας ανασχεδιασμός της δημιουργίας του Θεού. Αν και δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα σε θεραπευτικές και μη θεραπευτικές εφαρμογές, ωστόσο, είναι οφθαλμοφανές ότι οι προοπτικές και η συζήτηση οδηγούν αρκετά πιο μακριά από την καθαρά ιατρική χρήση της. Από την στιγμή που ο άνθρωπος αναζητά την σωτηρία του με τεχνολογικά μέσα και μακριά από τον Θεό, να καταστεί δηλαδή, ένας μετα-άνθρωπος, αυτό οδηγεί σε ανθρωπολογικές και ηθικές παρεκτροπές με θρησκευτικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, για την ασφαλή ηθική αποτίμηση της επαύξησης του ανθρώπου είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε ολιστικά κριτήρια και όχι απλά να εξετάσουμε αποσπασματικά την πράξη. Ο Θεός, σημειώνει, δεν  ενδιαφέρεται να δημιουργήσει έναν υπεράνθρωπο, αλλά να σώσει κάθε άνθρωπο. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή και η χριστιανική στάση απέναντι στον πόνο και την ασθένεια. Μολονότι ο χριστιανός δεν τα επιδιώκει, η ιστορία δείχνει ότι η καρτερία και η πίστη οδήγησε πολλούς να ανακαλύψουν μέσα στον πόνο την αγάπη και την φροντίδα του Θεού για τον άνθρωπο.

Στο ερώτημα εάν υπάρχουν βελτιώσεις της ανθρώπινης φύσης, οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές μέσα από την προσπάθεια για επαύξηση, απαντά ως εξής: Το ερώτημα είναι σύνθετο. Ωστόσο, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι η  επαύξηση και οι βελτιώσεις που θα επιφέρει, δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν πάντοτε στο καλό. Η αύξηση της δυνατότητας νυκτε-ρινής όρασης για παράδειγμα, μπορεί να με βοηθήσει στην ασφαλέστερη οδήγηση, μπορεί όμως και να με ωθήσει στο να οδηγώ πιο γρήγορα και ανεύθυνα. Άρα, πάλι, υφίσταται η παράμετρος της ηθικής ευθύνης και της παιδείας που την προϋποθέτει. Αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση η επαύξηση της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «μεσσίας» που θα λύσει τα  κοινωνικά ή καθημερινά προβλήματα. Τα κίνητρα, τα οποία ωθούν στην αναζήτηση και προσφυγή στην επαύξηση της ανθρώπινης φύσης ποικίλλουν και μπορεί να είναι: πρακτικά, ανταγωνιστικά, εγωιστικά, αισθητικά ή και αλτρουιστικά. Πάντως, είναι μέγα λάθος αν κάποιος θεωρήσει ότι μέσω της τεχνολογίας θα μπορέσει να πετύχει ηθική ή πνευματική επαύξηση.

Την τρίτη ημέρα του συνεδρίου τα μέλη χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες εργασίας με σκοπό την αξιολόγηση των εισηγήσεων και την κατάθεση απόψεων ή παρατηρήσεων, οι οποίες καταγράφηκαν και κατατέθηκαν στα πρακτικά με σκοπό να εκδοθούν. Ο γράφων συμμετείχε στην ίδια ομάδα εργασίας μαζί με τον καθηγητή κ. Σταύρο Μπαλογιάννη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παρατηρήσεις και οι τοποθετήσεις από ορθοδόξου πλευράς να αποτυπωθούν στο ίδιο έγγραφο και να εκφραστούν με τρόπο ενιαίο, από την κ. Wardman, εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Ουαλίας, η οποία είχε και την ευθύνη σύνταξης του κειμένου της ομάδας εργασίας.

Ο κ. Μπαλογιάννης εξέφρασε την άποψη ότι η επαύξηση της ανθρώπινης φύσης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν εμποδίζει την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, δεν προάγει την ανθρώπινη ματαιοδοξία γίνεται εις δόξαν Θεού και επ’ αγαθώ της ανθρωπότητας.

Ο γράφων, ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος τοποθετήθηκε στα εξής τρία σημεία:

         Α. Αναφέρθηκε στην σημασία της έννοιας της αξιοπρέπειας στην βιοηθική, όπως αυτή φάνηκε στο συνέδριο, ωστόσο, επεσήμανε την ρευστότητα ως προς την νοηματοδότηση και την χρήση του όρου. Τόνισε ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την ορθόδοξη θεολογία, έχει ιδιαίτερη αξία από την στιγμή που συνδέεται με τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί του ανθρώπου ως Προσώπου – Υποστάσεως. Η ορθόδοξη θεώρηση του ανθρώπου ως Προσώπου-Υποστάσεως κατ’ εικόνα της Τρισυποστάτου Θεότητος προσδίδει στην έννοια της αξιοπρέπειας ένα περιεχόμενο οντολογικό και βαθύ. Δεν βλέπει τον άνθρωπο, μόνο, ως μέλος μίας συγκεκριμένης κοινωνίας, που του αναγνωρίζει αξία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά τον τοποθετεί στην προοπτική της αιωνιότητας μέσα από την οποία καταξιώνεται και η χωροχρονική του παρουσία στον κόσμο.

         Β. Στο πολυσυζητημένο ζήτημα σχετικά με την αναζήτηση ορίων ανάμεσα στις θεραπευτικές και ευγονικές εφαρμογές της επαύξησης, ο γράφων επεσήμανε ότι πρώτα πρέπει να οριστεί τι είναι ασθένεια. Προς την κατεύθυνση αυτή, πρότεινε την αναδρομή την 55η ερωταπόκριση των Όρων κατά πλάτος του Μ. Βασιλείου, όπου ο ιερός πατήρ μέσα από τις αρχές της βιβλικής ανθρωπολογίας και της ασκητικής παράδοσης ορίζει τι είναι ασθένεια και πως πρέπει ο άνθρωπος να τοποθετείται απέναντι στην χρήση της ιατρικής, την οποία θεωρεί δώρο του Θεού στον βαθμό που δεν απολυτοποιείται και δεν ειδωλοποιείται από τον άνθρωπο.

         Γ.  Ως τρίτο σημείο, στο οποίο δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή κατά το συνέδριο, προέβαλε ο γράφων την συμβολή και τον ρόλο των γονέων στην απόφαση για επαυξητική – βελτιωτική παρέμβαση στο γονιδίωμα του παιδιού το οποίο πρόκειται να γεννηθεί. Κατά πόσον δηλαδή έχουν το δικαίωμα οι γονείς να αποφασίσουν τον παρεμβατικό ετεροκαθορισμό της γενετικής ιδιοσύστασης του παιδιού τους. Η απόφαση αυτή πρόκειται να επηρεάσει ανεπίστροφα την εξέλιξη του παιδιού και των απογόνων του, χωρίς το ίδιο ποτέ να μπορεί να ερωτηθεί γι’ αυτό. Υφίσταται δηλαδή ζήτημα σύγκρουσης της ελευθερίας των γονέων στις αναπαραγωγικές τους αποφάσεις με την μελλοντική ελευθερία του παιδιού σχετικά με την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

         Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι παρατηρήσεις από ορθοδόξου πλευράς έτυχαν ευμενών σχολίων, αποτέλεσαν αφορμές γόνιμου διαλόγου και αποτυπώθηκαν χωρίς περικοπές στο τελικό κείμενο της ομάδας εργασίας στην οποίαν συμμετείχαμε.

         Στη συνέχεια, συγκλήθηκαν όλες οι ομάδες εργασίες και ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα και οι κρίσεις τους. Τέλος, το προεδρείο της Ομάδας Βιοηθικής του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών παρέμεινε για την σύνταξη και έκδοση ενός σύντομου κοινού ανακοινωθέντος, το οποίο αναρτήθηκε και στην επίσημη ιστοσελίδα του Συμβουλίου.

         Η γενική εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι το συνέδριο ως προς τους στόχους του στέφθηκε με επιτυχία. Οι εισηγήσεις ήταν υψηλού επιπέδου, η ενημέρωση σε νέες ανακαλύψεις σπουδαία, ο διάλογος ιδιαίτερα γόνιμος, η προβληματική πολυεπίπεδη και ο σεβασμός της διαφορετικότητας των απόψεων ακέραιος. Γνώμη όλων των συνέδρων, η οποία αποτυπώθηκε και στο επίσημο ανακοινωθέν, είναι ότι η επαύξηση της ανθρώπινης φύσης μέσω της τεχνολογίας είναι ένα ζήτημα που γεννά ηθικές, κοινωνικές και πνευματικές προκλήσεις, επάνω στο οποίο οι εκκλησίες πρέπει σοβαρά να προβληματιστούν και να τοποθετηθούν.

Νικόλαος Κόϊος

Επίκουρος Καθηγητής

της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης