“Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα”

23 Σεπτεμβρίου 2012

Κατά παρέκκλιση από το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής Α´ Λουκά, ο απόστολος σήμερα από την προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου είναι σε σχέση με την εορτή που εορτάζει η Εκκλησία μας, τη σύλληψη του αγίου Iωάννου του Προδρόμου στη γαστέρα της μητέρας του Eλισάβετ. Πρόκειται για εορτή που έχει αγιογραφική προέλευση, αφού ο ευαγγελιστής Λουκάς καταγράφει το περιστατικό της αναγγελίας, από τον αρχάγγελο του Κυρίου στον πατέρα του Ιωάννη ιερέα Ζαχαρία, της γεννήσεως του υιού του από τη στείρα γυναίκα του Eλισάβετ. Κι η Εκκλησία μας είδε ακριβώς τον παραλληλισμό: όπως η στείρωση της Eλισάβετ δεν την εμπόδισε να γεννήσει τον Ιωάννη, γιατί ο Θεός θέλησε κάτι τέτοιο, έτσι κι η στείρωση της Εκκλησίας –αυτό τονίζει ο απόστολος στους Γαλάτες στο ανάγνωσμα-  όσο βρισκόταν σε ανενεργή κατάσταση μέχρι την έλευση του Ιησού Χριστού, δεν την εμπόδισε να γεννήσει τους υιούς του Θεού, γιατί ακριβώς ο Θεός και πάλι ευδόκησε τούτο. Με τα λόγια μάλιστα του προφήτη Ησαΐα:  «εὐφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα…». Να ευφραίνεσαι εσύ η Εκκλησία, η οποία πριν έλθει ο Χριστός και πριν δοθεί το Άγιον Πνεύμα ήσουν στείρα και δεν γεννούσες παιδιά.

    1.  Ο απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει καταρχάς στο συγκεκριμένο κείμενο τη στενή σχέση μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με την έννοια ότι πολλά πρόσωπα και γεγονότα της Πρώτης συνιστούν προτυπώσεις και προεικονίσεις της Δευτέρας. Θέλουμε να πούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη στην κεντρική της άρθρωση και προοπτική αποτελεί μία προφητεία για την Καινή: είτε άμεσα με τις προφητείες των προφητών είτε έμμεσα με πρόσωπα και γεγονότα (σαν ένα είδος προφητείας χωρίς λόγια – ό,τι χαρακτηρίζεται προεικόνιση και προτύπωση) η Παλαιά Διαθήκη προαναγγέλλει τον ερχομό του Ιησού Χριστού, δηλαδή της Καινής Διαθήκης, γεγονός που τόνιζε και ο ίδιος ο Κύριος:  «ὅ,τι έγραψαν ο Μωϋσής και οι προφήτες για Εμένα το έγραψαν». Από την άποψη αυτή η Παλαιά Διαθήκη είναι προσανατολισμένη στην Καινή και χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί να κατανοηθεί. Γι᾽ αυτό και αφενός η Εκκλησία πάντοτε μιλώντας για την  Αγία Γραφή αναφερόταν εξίσου και ισότιμα τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, αφετέρου χαρακτήριζε ως εκτός της αλήθειας εκείνους που επέλεγαν τη μία εις βάρος της άλλης.

   2.  Ετσι, στο προκείμενο ανάγνωσμα, τα τέκνα του Αβραάμ, ο Ισμαήλ από τη δούλη του  Άγαρ και ο Ισαάκ από την κανονική γυναίκα του Σάρρα,  αποτελούσαν τέτοιες προτυπώσεις και προεικονίσεις για την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη αντίστοιχα. Ο Ισμαήλ προφήτευε τους Ιουδαίους της Παλαιάς Διαθήκης, εκείνους δηλαδή που σχετίζονταν με την επίγεια Ιερουσαλήμ και θεωρούνταν ως τέκνα που προήλθαν με φυσικό τρόπο, συνεπώς δούλευαν στην ανθρώπινη φθορά,  ο Ισαάκ προφήτευε τα μέλη της Εκκλησίας, τους χριστιανούς, εκείνους δηλαδή που σχετίζονταν με την υπόσχεση του Θεού ότι θα είναι τα γνήσια παιδιά του και οι κληρονόμοι της Βασιλείας Του, συνεπώς μετείχαν στην υπέρβαση κάθε φθοράς και αμαρτίας.   Ου μη γαρ κληρονομήσει ο υιός της παιδίσκης μετά του υιού της ελευθέρας. Με άλλα λόγια η σωτηρία δεν θα είναι γεγονός φυσικό και αυτού του κόσμου, αλλά γεγονός υπέρ φύσιν ως καρπός επεμβάσεως του ίδιου του Θεού, συνεπώς όλοι καλούνταν να γίνουν τέκνα της ελευθέρας, της Σάρρας, δηλαδή της Εκκλησίας.

   3. Η υπέρβαση της στείρωσης της Ελισσάβετ με την επέμβαση του Θεού που καθιστά καρποφόρο στα σπλάχνα της το σπέρμα του Ζαχαρία -ό,τι αποτελεί το περιεχόμενο της σημερινής εορτής- κατανοείται από την παραπάνω προοπτική που αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος. Και η Ελισσάβετ, όπως και η Σάρρα – Eκκλησία, δέχεται την ενέργεια της χάρης του Θεού και γεννά εκείνον που θα χαρακτηριστεί ως ο Πρόδρομος του ενσαρκωθέντος Θεού και θα υπηρετήσει στο σωτηριώδες και απολυτρωτικό έργο Του. Κι αυτό σημαίνει ότι η στείρωσή της πέραν ασφαλώς φυσικών αιτίων είχε πνευματικό χαρακτήρα: συνιστούσε την εκ Θεού απαραίτητη προετοιμασία που απαιτείτο για τον ερχομό ενός μεγάλου προφήτη. Σαν την ασφυκτική συμπίεση που υπάρχει σ᾽ ένα ελατήριο, προκειμένου όταν αφεθεί να διοχετεύσει μεγάλη ενέργεια. Κατά συνέπεια, η υπέρβαση της στείρωσης της Ελισσάβετ δεν γίνεται για να κάνει ο Θεός απλώς το χατίρι σε μία καλή και πιστή δούλη Του –χωρίς να αποκλείεται κι αυτό:  εἰσηκούσθη η δέησίς σου λέει ο αρχάγγελος στον Ζαχαρία– αλλά για να υπηρετηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Η σύλληψη του ᾽Ιωάννη από την Ελισσάβετ με θαυμαστό τρόπο παραπέμπει πια στην εκ Παρθένου σύλληψη του Υιού του Θεού. Κάτω από την προοπτική της γέννησης του Ηλίου κατανοείται και η γέννηση του λύχνου του  Ηλίου. Το απολυτίκιο της ημέρας δεν μας αφήνει περιθώρια παρανόησης:  «Ιδού γαρ συνέλαβες (Ελισάβετ) Ηλίου λύχνον σαφώς, φωτίζειν τον μέλλοντα πάσαν την οικουμένην, αβλεψίαν νοσούσαν» ( Να λοιπόν, συνέλαβες Ελισάβετ το λυχνάρι του  Ήλιου, το οποίο πρόκειται να φωτίζει με καθαρότητα όλη την οικουμένη που έπασχε από τύφλωση).

   4. Κι εκτός από το θεολογικό βάθος της εορτής της συλλήψεως του Ιωάννη: την απαρχή της διακονίας της σωτηρίας του κόσμου εν προσώπω ᾽Ιησού Χριστού, η εορτή έχει πνευματικές και ηθικές προεκτάσεις και για εμάς: αφενός για μία ακόμη φορά μας υπενθυμίζει τον σκοπό της παρουσίας του ᾽Ιωάννη στον κόσμο – τη μετάνοια ως δρόμο αποδοχής του Χριστού και σχέσης μαζί Του, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να σωθεί, δηλαδή να βρει τον Θεό, χωρίς προσωπική αλλαγή με αγώνα κατά της αμαρτίας, αφετέρου η στειρότητα που ζει πολλές φορές ο χριστιανός στην πνευματική του ζωή, ένα είδος πνευματικής ξηρασίας, δεν έχει πάντα αρνητικό χαρακτήρα.  Αν δεν συνιστά καρπό χαλάρωσης και αμέλειας, αποτελεί την προϋπόθεση για πλούσια γέννα, το σημάδι που δείχνει την επικείμενη επομβρία του Πνεύματος του Θεού. Η σύλληψη του αγίου Ιωάννη συνιστά έτσι μία εορτή ελπίδας και πίστεως στον Θεό, ο Οποίος δεν βραδύνει τον ερχομό Του σ᾽ εκείνον που επιμένει εν ταπεινώσει, σαν τον άγιο Ζαχαρία και την αγία Ελισάβετ.