π. Βασίλειος Θερμός: Για μια καλύτερη κατανόηση του φαινομένου των εξαρτήσεων

7 Σεπτεμβρίου 2012

(Ομιλία στο Ηράκλειο, σε εκδήλωση της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης, παρουσία του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου)

 Το θέμα μας σήμερα αποτελεί μια εντυπωσιακή αντίφαση του σύγχρονου ανθρώπου. Συγκεκριμένα, μας απασχολεί η προθυμία του για εξαρτήσεις στην καρδιά μιας εποχής η οποία έχει με κόπο κατακτήσει και τώρα απολαμβάνει την πανηγυρική διακήρυξη της ανεξαρτησίας του! Το παράδοξο έγκειται δηλαδή στο γεγονός ότι όσο προοδεύει η εξωτερική ανεξαρτησία του ανθρώπου από δεσμευτικούς παράγοντες (τυραννίες κάθε είδους), τόσο περισσότερο εφευρίσκονται τρόποι δέσμευσης της εσωτερικής ελευθερίας του.

Έχω τη γνώμη ότι βοηθά στην μελέτη του φαινομένου των εξαρτήσεων η γενικώτερη «μακροσκοπική» τους θεώρηση ως ενιαίου προβλήματος, έτσι ώστε να αναζητηθούν πολιτισμικές και ψυχολογικές αιτίες. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να προσεγγίζονται αποσπασματικά και με ανεπαρκή μέτρα. Κατά καιρούς μάλιστα ακούγονται απόψεις που προσπαθούν να εξηγήσουν την αύξησή τους, οι οποίες όμως επικαλούνται συνήθως ένα και μοναδικό αίτιο, π.χ. άλλοι την αποδίδουν στην αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας μας, άλλοι στην αμέλεια της πολιτείας και της αστυνομίας, άλλοι στην προϊούσα ηθική φθορά της εποχής κ.ο.κ.

Ενώ όλες οι παραπάνω ερμηνείες εμπεριέχουν αλήθεια, αισθάνομαι ότι δεν έχουμε αναπτύξει στον ευρύτερο κοινωνικό (αλλά και εκκλησιαστικό) χώρο μια βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου. Έτσι στερούμαστε της δυνατότητας για πολύπλευρη και επιτυχημένη δράση, τόσο προληπτική όσο και θεραπευτική.

Ποιά είναι η κλινική σημασία των εξαρτήσεων από ψυχιατρικής πλευράς κατ’ αρχήν; Η εμπειρία δείχνει πως αυτές έχουν τη δυνατότητα να αποβούν για τον ψυχισμό κάτι από τα ακόλουθα:

1) Τρόπος έκφρασης τής κατάθλιψης και ταυτόχρονα μέσο «παρηγοριάς» από αυτήν,

2) Αυτοσχέδια αγχόλυση, ανάλογης κλινικής σημασίας με τη χρήση ουσιών,

3) Έκφραση καταναγκαστικής παθολογίας με τη μορφή της συλλογής πληροφορίας η αγορών η ηδονής,

4) Σε οριακές προσωπικότητες αυταπάτη ότι απέκτησαν ταυτότητα και ότι την τροποποιούν κατά βούληση,

5) Κανάλια διοχέτευσης τής διαστροφικής παθολογίας.

Συνεπώς, ένας τόσο διαφορετικός πληθυσμός, για να συγκλίνει στην ίδια συμπεριφορά της εξάρτησης, αναγκαστικά χρειάζεται και άλλης τάξεως συνθήκες, δηλαδή μη κλινικές, που θα λειτουργήσουν ως «οργανωτές». Και αυτές οι συνθήκες είναι σύγχρονοι κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες, που έχουν αναμφίβολα πολλαπλασιαστή σε ασύλληπτο βαθμό σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.

Ενώ το φαινόμενο της εξάρτησης υπήρχε σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, οι ρίζες της πρόσφατης διόγκωσής του πρέπει να αναζητηθούν στο πέρασμα από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα. Συγκεκριμένα, αυτό αντιστοιχεί στο πέρασμααπό τον λόγο στην εμπειρία, από την πειθώ στη σαγήνη.

Στους νεωτερικούς χρόνους το κέντρο βάρους βρίσκεται στη διάνοια η οποία πρέπει να πεισθή, ενώ κατά την μεταμοντέρνα εποχή βρίσκεται στο οπτικό νεύρο και στις υπόλοιπες αισθήσεις οι οποίες πρέπει να διεγερθούν. Έτσι είναι προφανές ότι ανοίγει ο δρόμος για την ψυχοδυναμική της εξάρτησης αφού αυτή αποτελεί μη ορθολογικό γεγονός.

Σε τι συνίσταται η μετανεωτερικότητα την οποία διανύουμε; Έχει γίνει παράλληλη, σχεδόν συνώνυμη, με την κοινωνία του θεάματος και του κυβερνοχώρου. Η κοινωνία του θεάματος έχει αποικίσει τη σύνολη καθημερινότητά μας, με απώτερη φιλοδοξία να αναγκάσει το ψυχικό όργανο να της παραδοθή. Η τεχνολογία έχει επιτρέψει εν τω μεταξύ μια ασύλληπτη για το παρελθόν πρόσβασή μας στις ποικίλες παραλλαγές του θεάματος.

Παράλληλα μία άλλη πραγματικότητα που είχε προηγουμένως αναπτυχθή κατά τον εικοστό αιώνα επέτρεψε και αυτή με τη σειρά της να διαμορφωθή αυτή η γενικώτερη ευπάθεια προς τις εξαρτήσεις. Πρόκειται για την κοινωνία τής αφθονίας, στην οποία τα εξαρτησιογόνα αντικείμενα (ουσίες, ψώνια, δραστηριότητες) παρέχονται σε ποσότητες και με εύκολη πρόσβαση.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων επέφερε αλλοιώσεις και στον ανθρώπινο ψυχισμό, τουλάχιστον σε εκείνους τους ψυχισμούς οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από κάποια ευαλωτότητα βιολογικής προδιάθεσης.

Πράγματι, στο φαινόμενο των εξαρτήσεων αναδεικνύεται ολόκληρη η ψυχοσωματική διάσταση του ανθρώπου. Για παράδειγμα, είναι παρατηρημένο ότι ευνοείται η εξαρτητική συμπεριφορά σε προσωπικότητες που έχουν εντονώτερο το στοιχείο είτε τής παρορμητικότητας είτε τής καταναγκαστικής εμμονής, προδιαθέσεις και οι δύο με βιολογική προέλευση.

Αλλά θα φτωχαίναμε το φαινόμενο αν περιοριζόμαστε στην θετικιστική μείωσή του απλά σε μια οργανικότητα. Παρά τους έντονους πειρασμούς που προέρχονται από την ίδια την σύγχρονη ψυχιατρική και την ψυχολογία να σκεφτόμαστε μόνο βιολογικά, οι εξαρτήσεις ξεδιπλώνουν τη πραγματική τους φύση όταν αντιμετωπιστούν ως πολυπαραγοντικά προβλήματα, δηλαδή ωςστάσεις που πηγάζουν από τη συνθετότητα της ανθρώπινης φύσης. Και ως τέτοια απαιτούν και την ψυχολογική και την κοινωνικοπολιτισμική θεώρηση.

Στην ψυχολογική προσέγγιση κεντρική σημασία κατέχει η έννοια του ελέγχου. Στις εξαρτήσεις το υποκείμενο παλεύει σκληρά με τον έλεγχο ο οποίος καθίσταται έμμονη ιδέα. Αυτή η πάλη λαμβάνει δύο μορφές συνήθως. Η μία έγκειται στη διαμόρφωση συνθηκών τέτοιων που να επιτρέπουν πράγματι τον έλεγχο. Για παράδειγμα, το εξαρτημένο από τις αγορές άτομο ελέγχει την πραγματικότητα που το περιβάλλει ικανοποιώντας όλες τις επιθυμίες του, όπως επίσης και ο εξαρτημένος από το φαγητό. Επί πλέον αρκετοί από τους εξαρτημένους από πρόσωπα επιτυγχάνουν να τα ελέγξουν επιβάλλοντας τη βούλησή τους και εκμαιεύοντας τις συμπεριφορές που θέλουν.

Μια άλλη παραλλαγή εντοπίζεται στους εξαρτημένους οι οποίοι αγωνίζονται για τήν φαντασίωση του ελέγχου. Εδώ ανήκουν οι εξαρτημένοι από ουσίες οι οποίοι συνήθως αναπτύσσουν τη γνωστή υπερβολική αυτοπεποίθηση που τους κάνει να ισχυρίζονται πως δεν είναι εξαρτημένοι και όποτε θέλουν είναι ικανοί να σταματήσουν τη χρήση, άρα έχουν τον έλεγχο. Ακόμη, σε αυτούς που βαυκαλίζονται με τη φαντασίωση του ελέγχου ανήκουν και οι εξαρτημένοι από τον κυβερνοχώρο (είτε από την πορνογραφία είτε από τα διαδικτυακά παιγνίδια), αφού σχηματίζουν την αυταπάτη ότι θέτουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους το αντικείμενο της επιθυμίας τους (ποθητή γυναίκα, εχθρό κτλ).

Η περίπτωση αυτή της ψευδαίσθησης του ελέγχου νομίζω ότι αξίζει να συγκεντρώσει περισσότερο την προσοχή μας διότι συνδέεται με το ζήτημα τής σχέσης. Ανοίγει μπροστά μας την ανικανότητα η την απροθυμία του εξαρτημένου ατόμου για αληθινή και ουσιαστική σχέση. Μια τέτοια σχέση είναι προφανές πως δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνει έλεγχο του άλλου· αντίθετα, είσοδος σε σχέση σημαίνει κάποιου βαθμού αυτοπαράδοση στη διαδικασία αλλαγής μέσω του άλλου, σημαίνειεκούσια άρνηση να ελέγξεις τον άλλο αφού αυτό θα σήμαινε έλλειψη σεβασμού και άρα έλλειψη αγάπης.

Έτσι η αύξηση των εξαρτήσεων στην εποχή μας υπαινίσσεται κάποιου βαθμού αναπηρία στη διαμόρφωση και διατήρηση υγιών σχέσεων. Συνεπώς ένα έλλειμα αγάπης προκύπτει εδώ, τουλάχιστον ως προς το αποτέλεσμα αφού είναι πιθανό η πρόθεση για σχέσεις αγάπης να είναι εντονώτερη στην εποχή μας. Έτσι αναδεικνύεται ένα τραγικά μεγάλο χάσμα, αφού το αίτημα να αγαπηθή κάποιος αυξάνεται δραματικά, αλλά και ο φόβος μπροστά στην αγάπη επίσης.

Η ψευδαίσθηση του ελέγχου παρέχει μια φαντασίωση παντοδυναμίας, η οποία υπήρξε ανέκαθεν πολύ δημοφιλής για τον άνθρωπο. Εκείνος ο οποίος θα χρησιμοποιήσει την εξάρτηση για να αισθανθή παντοδύναμος, ως αντιστάθμισμα σε κάποιο ναρκισσιστικό τραύμα, το κάνει επειδή η φαντασίωση παρέχει μεγαλύτερη απόλαυση από την πραγματικότητα. Εδώ είναι αναγκαία η διάκριση ανάμεσα στην απόλαυση και στη χαρά, άγνωστη για πολλούς, μια άγνοια στην οποία βασίζεται ο μηχανισμός της εξάρτησης.

Δεν θα ήταν σωστό να ισχυριστούμε ότι το εξαρτημένο άτομο έχει προσδεθή στο αντικείμενο που το ελκύει. Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι το εξαρτημένο άτομο έχει προσδεθή συναισθηματικά στη διαδικασία αναζήτησης και ανεύρεσης του αντικειμένου αυτού. Δηλαδή στην έντονη ψυχοσωματική εμπειρία, σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «αδρεναλίνη». Αυτό ακριβώς είναι και το χαρακτηριστικό που καθιστά την εξάρτηση μια αυτοερωτική διαδικασία. Κέντρο αναφοράς είναι η αίσθηση και εμπειρία του ίδιου του υποκειμένου.

Αν αυτά συμβαίνουν σε κάθε είδους εξάρτηση, δραματικό είναι όταν λαμβάνουν χώρα σε εξαρτήσεις από πρόσωπα. Ενώ τότε απέναντι βρίσκεται ένας πραγματικός άλλος, με σάρκα και οστά, στην ενδοψυχική πραγματικότητα αυτός ο άλλος δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν, υπάρχει μόνο ως καμβάς και ως πρόσχημα για να ξαναπαιχτή για μια ακόμη φορά το παιγνίδι του «κυνηγιού» και της ανεύρεσης εκείνης που σημαίνει είτε καθυπόταξη είτε εξασφάλιση, ανάλογα σε ποιά πλευρά της «σχέσης» έχει τοποθετηθή κανείς.

Αληθινή σχέση είναι συνώνυμη με την ελευθερία. Όταν έχει εγκατασταθή φόβος μπροστά στην ελευθερία, που συνιστά διαχρονικό πειρασμό της ανθρώπινης φύσης, κυρίαρχο μέλημα του ψυχισμού γίνεται η αποφυγή του τραύματος, η της επανάληψής του αν υπάρχει σχετική δυσάρεστη εμπειρία. Αυτό με τη σειρά του γεννά την ανάγκη καταφυγής και υποταγής σε ένα άλλο «εγώ» το οποίο δομείται φαντασιακά ώστε να παρέχει την ψευδαίσθηση ελέγχου: είτε στο άτομο από το οποίο κανείς εξαρτάται, είτε στο τεχνητό «εγώ» του υπολογιστή, είτε στην προσωποποιημένη ουσία κ.ο.κ. Εδώ χρειάζεται να θυμηθή κανείς και τις εξαρτήσεις από πρόσωπα, οι οποίες αναπτύσσονται τόσο στο πλαίσιο του ζευγαριού όσο και σε νοσηρές ομάδες όπως οι σέκτες.

Εξ άλλου η κατάρρευση των ιδεολογιών, μεταξύ των οποίων και των θρησκευτικών, άφησε ένα κενό όχι μόνο στον χώρο των ιδεών. Πρωτίστως δημιούργησε κενό στον ψυχισμό το οποίο έλαβε τη μορφή του υπαρξιακού κενού, ακόμη και της ψυχοπαθολογίας. Ένα συγκροτημένο σύστημα ιδεών έχει τη δύναμη να μετουσιώνει (στην καλύτερη περίπτωση) η να νομιμοποιεί (στη χειρότερη) στοιχεία που ο ψυχισμός θεωρεί απαράδεκτα, διοχετεύοντάς τα σε συλλογικές σκοπιμότητες. Χωρίς την ιδεολογία ο ψυχισμός μένει έκθετος μπροστά στις διαλυτικές και επιθετικές ενορμήσεις του, για τις οποίες η ιδεολογία αποτελούσε ένα λειτουργικό άλλοθι (όχι πάντα χωρίς κακές συνέπειες βέβαια). Η ανάγκη λοιπόν υπέρβασης του υπαρξιακού κενού η και χάους καταλήγει αναπόφευκτα σε τεχνικές ψευδοπλήρωσής του μέσω αντικειμένων η εμπειριών.

Εννοείται ότι πραγματική πλήρωση δεν συμβαίνει ποτέ με τον τρόπο της εξάρτησης, γι’ αυτό και πολύ σύντομα μετά την πρώτη απόλαυση ο ψυχισμός πιέζει για επανάληψη της εμπειρίας σαν το αέναο βασανιστήριο του Σίσυφου. Άλλωστε σε αυτή την επαναληπτικότητα βασίζεται όλη η δύναμη της εξάρτησης.

Αυτά τα δύο στοιχεία χρειάζεται να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα όταν συναντούμε την εξάρτηση από εκκλησιαστικά πρόσωπα. Εδώ βλέπει κανείς πράγματι την υψηλή συχνότητα με την οποία συναντώνται τόσο το ιστορικό ενός ατομικού ψυχικού τραύματος (εξ αιτίας του οποίου το πρόσωπο διστάζει να συνδεθή με ουσιαστική σχέση προτιμώντας την εξάρτηση) όσο και η απουσία θεολογίας το κενό της οποίας πασχίζει να καλύψει η απόλαυση που αντλεί ο εξαρτημένος από ένα άλλο πρόσωπο.

Συμπερασματικά, η εξάρτηση αποτελεί οπωσδήποτε νόσο του συγκεκριμένου προσώπου, αλλά ταυτόχρονα και νόσο του πολιτισμού μας, ακόμη και του συγκεκριμένου συλλογικού κλίματος στο οποίο ανήκει κάποιος (οικογένεια, σέκτα, Εκκλησία κ.α.). Μας υπενθυμίζει με αρνητικό τρόπο πως πρέπει να λειτουργεί φυσιολογικά η ανθρώπινη φύση και μας χρεώνει με μια γενικώτερη διαβούλευση για τις μορφές δημόσιας και ιδιωτικής ζωής τις οποίες οργανώνουμε. Ειδικά για την Εκκλησία μας παρακινεί να αναστοχαστούμε πάνω στην αληθινή πνευματική ζωή και να αναμετρηθούμε με την μνημειώδη αλήθεια ότι «όπου το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία» (Β  Κορ. 3: 17).

 Προτάσεις για μελέτη

 -π. Αθανασίου Γκίκα, Το πρόβλημα των ναρκωτικών και η αντιμετώπισή του από μέρους της Εκκλησίας, εκδ. Τέρτιος

-Α. Κοκκέβη, Γ. Κίτσος, Α. Φωτίου, Εφηβεία: συμπεριφορές και ψυχοκοινωνική υγεία, εκδ. Βήτα

-Ζαν Μπωντριγιάρ, Η καταναλωτική κοινωνία, εκδ. Νησίδες

-Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ζωή για κατανάλωση, εκδ. Πολύτροπον

-Κατερίνας Μάτσα, Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές: το αίνιγμα της τοξικομανίας, εκδ. Άγρα

-Τόμας Έρικσεν, Η τυραννία της στιγμής: γρήγορος και αργός χρόνος στην εποχή της πληροφορίας, εκδ. Σαββάλας

-π. Βασιλείου Θερμού, Οι δικοί μου οι ξένοι, εκδ. Εν πλω

-του ιδίου, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω

-του ιδίου, Οδύνη Σώματος Χριστού, εκδ. Ακρίτας

-του ιδίου, Το αναδυόμενο νεανικό πρόσωπο μέσα στο τοπίο των νέων τεχνολογιών της εικόνας και της επικοινωνίας, Σύναξη, τ. 109

Πηγή: e-theologia.blogspot.gr/