«Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα»
26 Σεπτεμβρίου 2012Για το θέμα της μοναρχίας του Θεού, είπαμε αρκετά. Αρκετά λέω και δεν εννοώ ανάλογα με τη σπουδαιότητα του θέματος -γιατί αυτό είναι εντελώς αδύνατο να το κατορθώσει η θνητή ανθρώπινη φύση- αλλά όσο μπορούσαν να προσεγγίσουν οι ασθενείς μας δυνάμεις. Σας ανέφερα και για τις θεολογικές και ηθικές διαστροφές της πολύμορφης πλάνης των ασεβών και άθεων αιρετικών και των οπαδών τους. Και αφού αποτινάξαμε μακριά μας τα σιχαμερά και δηλητηριώδη για την ψυχή κηρύγματά τους και αναφέραμε όλα όσα έχουν σχέση με αυτούς -όχι για να βλαφτούμε, αλλά για να τους αποστραφούμε περισσότερο- ας έρθουμε πάλι στα δικά μας. Ας δεχτούμε μέσα μας τις σωτηριώδεις αλήθειες της πίστεως και προσθέτοντας στο δόγμα της μοναρχίας του Θεού το στοιχείο της πατρότητάς Του, ας πιστεύουμε σε Ένα Θεό Πατέρα. Δεν πρέπει μονάχα να πιστεύουμε σε Ένα Θεό, αλλά να δεχόμαστε με βαθειά ευσέβεια ότι Αυτός είναι και Πατέρας του Μονογενούς Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Γιατί με αυτή την πίστη φρονούμε ανώτερα απ’ ό,τι πίστευαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι στα δόγματα λένε ότι πιστεύουν σε Ένα Θεό -μήπως όμως και Αυτόν δεν τον αρνήθηκαν πολλές φορές με την ειδωλολατρεία; – δεν παραδέχονται όμως ότι Αυτός είναι και ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και πιστεύουν, αντίθετα από τους προφήτες τους, οι οποίοι είπαν στις θείες Γραφές:«Ο Κύριος μου είπε, είσαι Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα» (Ψαλμ. 2, 7). Μέχρι σήμερα αντιμάχονται λυσσαλέα και συνάζονται εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού του (Πρβλ. Ψαλμ, 2, 2), έχοντας την εντύπωση ότι μπορούν να συμφιλιωθούν με το Θεό-Πατέρα, χωρίς να πιστεύουν και να ευλαβούνται τον Υιό. Δεν γνωρίζουν ότι κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μονάχα διά του Υιού (Πρβλ. Ιωάν. 14, 6), ο οποίος λέει: «Εγώ είμαι η θύρα» (Ιωάν. 10, 9) και «Εγώ είμαι η οδός» (Ιωάν. 14, 6). Εκείνος που εγκαταλείπει την οδό που οδηγεί στον Πατέρα και αρνείται τη θύρα, πώς θα αξιωθεί να εισέλθει στον Πατέρα; Και αντιλέγουν σ’ αυτά που λέει ο ογδοηκοστός όγδοος Ψαλμός: «Αυτός θα με επικαλεστεί και θα μου πει. Είσαι Πατέρας μου, Θεός μου και βοηθός που μου εξασφαλίζει τη σωτηρία. Και εγώ θα τον καταστήσω πρωτότοκο και θα τον αναδείξω πιο ένδοξο απ’ όλους τους βασιλείς της γης» (Ψαλμ. 88,27-28). Αν επιμένουν ότι αυτά έχουν ειπωθεί για το Δαβίδ ή το Σολομώντα ή κάποιον άλλον από τους μεταγενεστέρους, ας μας αποδείξουν πως ο θρόνος Εκείνου, που αυτοί προφητεύουν, είναι αιώνιος σαν τις ημέρες του ουρανού, (Πρβλ. Ψαλμ. 88, 30) και σαν τον λαμπρό ήλιο ενώπιον του Θεού (Πρβλ. Ψαλμ. 88, 37) και σαν τη σελήνη που δημιουργήθηκε για να φωτίζει αιώνια (Ψαλμ. 88,38). Και πως δεν αλλάζουν γνώμη, μελετώντας αυτό που είναι γραμμένο στον Ψαλμό: «Σε γέννησα από τους κόλπους μου και από αυτή την ουσία μου, πριν από τ’ αστέρια και τον αυγερινό» (Ψαλμ. 109, 3) και το: «Θα παραμένει μαζί και θα βασιλεύει αιώνια, όπως ο ήλιος, και θα προηγείται από τη σελήνη και θα υπερέχει από αυτή για γενεές γενεών» (Ψαλμ. 71,5), τα οποία, αν τα αποδώσουμε σε κάποιον άνθρωπο, θα είναι πράξη που θα φανερώνει απόλυτα θεληματική άγνοια των πραγμάτων.
Οι Ιουδαίοι όμως, αφού έτσι το θέλουν, ας πλανώνται, πάσχοντας από τη συνηθισμένη τους απιστία πάνω σ’ αυτά και σε παρόμοιε ρητά. Εμείς προσκυνώντας ένα Θεό, τον Πατέρα του Χριστού, αποδεχόμαστε την αληθινή πίστη -γιατί είναι ασεβές και απαράδεκτο να αρνούμαστε την Πατρότητα, που σχετίζεται άμεσα με την γέννηση, σε Εκείνον που έχει χαρίσει σε όλους την ικανότητα να γεννούν. Και πιστεύουμε σε Ένα Θεό Πατέρα, ώστε, πριν να εκθέσουμε κάθε άλλη διδασκαλία περί του Χριστού, να εδραιώνεται από τώρα στις ψυχές των ακροατών η πίστη για τον Μονογενή Υιό, η οποία δεν είναι δυνατόν ούτε κατά το ελάχιστο να αποσυσχετίζεται από όλα, όσα αναφέρονται ή θα αναφερθούν στο Θεό-Πατέρα.
Γιατί μόλις εκφράσεις τη λέξη Πατέρας, έρχεται αμέσως στο νου σου και ό Υιός. Ακριβώς όμοια, μόλις εκφράσεις τη λέξη Υιός, αμέσως εννοείς και τον Πατέρα. Γιατί, αν είναι Πατέρας, οπωσδήποτε είναι Πατέρας του Υιού. Και αν είναι Υιός, οπωσδήποτε είναι Υιός ενός Πατέρα. Για να μη νομίσει κανείς λαθεμένα και ασεβώς ότι έχει δευτερεύουσα θέση ο Μονογενής Υιός, επειδή λέμε: «Σε Ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης, των ορατών όλων και των αοράτων» και μετά προσθέτουμε το: «Σε Ένα Κύριο Ιησού Χριστό». Γι’ αυτό, πριν από την αναφορά εκείνων των κτισμάτων, ονομάσαμε το Θεό-Πατέρα, ώστε, όταν έχουμε στο νου τον Πατέρα, να φέρνουμε στο νου μας και τον Υιό. Γιατί είναι απόλυτα σίγουρο ότι μεταξύ του Πατέρα και του Υιού δεν μπορεί να παρεμβληθεί ούτε κάποια πράξη ούτε κάποιο άλλο δημιούργημα, που να επηρεάζει τη σχέση Τους και την ισοτιμία Τους, μέσα στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
Ο Θεός λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι καταχρηστικά είναι Πατέρας πολλών. Αλλά στην πραγματικότητα είναι φυσικός Πατέρας μόνο του Μονογενούς Υιού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Δεν έγινε Πατέρας σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά είναι πάντοτε Πατέρας του Μονογενούς Υιού. Γιατί δεν άλλαξε γνώμη κι έγινε μετά Πατέρας, ενώ πρώτα ήταν άκληρος, αλλά πριν από κάθε άλλη υπόσταση και πριν από κάθε άλλη ζωή, πριν από τη δημιουργία του χρόνου και των αιώνων, ο Θεός έχει το αξίωμα της πατρότητας. Και σεμνύνεται περισσότερο γι’ αυτό παρά για όλα τα υπόλοιπα αξιώματά Του. Δεν έγινε Πατέρας κάτω από την επιρροή κάποιου πάθους, ούτε με κάποια συνουσιαστική εμπλοκή Του με άλλο πρόσωπο, ούτε χωρίς τη Βούληση και τη Γνώση Του, ούτε με τον τρόπο της απόρροιας, ούτε μετά από κάποια μείωσή Του ή αλλοίωσή Του -γιατί κάθε δώρημα τέλειο κατεβαίνει από τον ουρανό, σταλμένο από τον Πατέρα και Δημιουργό των φωτεινών σωμάτων. Μέσα σ’ Αυτόν και από Αυτόν δεν υπάρχει αλλοίωση και μεταβολή σαν αυτές που φέρνει η αλλαγή της ημέρας και της νύχτας. (Ιακ. 1, 17). Είναι τέλειος Πατέρας που γέννησε τέλειο Υιό και που έχει παραδώσει σ’ Εκείνον τα πάντα. Γιατί, όπως είπε ο Κύριος «μου έχουν παραδοθεί τα πάντα από τον Πατέρα μου» (Ματθ. 11, 27), Αυτός τιμάται από το Μονογενή Υιό: «Εγώ τιμώ τον Πατέρα» (Ιωάν. 8, 49), λέει ο Υιός. Και πάλι: «Όπως εγώ τήρησα τις εντολές του Πατέρα και μένω στην αγάπη Του» (Ιωάν. 15, 10). Λέμε λοιπόν κι εμείς μαζί με τον Απόστολο: «Ας είναι ευλογητός ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Πατέρας του ελέους και της ευσπλαχνίας και Θεός κάθε παρηγοριάς και ανακούφισης» (Β΄ Κορ. 1,3). Και «Γονατίζουμε εμπρός στον Πατέρα, από τον οποίο όλα τα αγγελικά τάγματα στον ουρανό και όλα τα γένη των ανθρώπων στη γη παίρνουν το όνομα της φυλής και της πατριάς τους» (Εφεσ. 3, 14), δοξάζοντας Αυτόν μαζί με το Μονογενή Υιό. Γιατί: «αυτός που αρνείται τον Πατέρα αρνείται και τον Υιό» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 2, 22). Και πάλι: «Αυτός που ομολογεί τον Υιό έχει και τον Πατέρα» (Α΄ Ιωάν. 2, 23), «γνωρίζοντας ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος. Και ότι η ομολογία αυτή δοξάζει το Θεό-Πατέρα» (Φιλ. 2,11).
Προσκυνούμε λοιπόν τον Πατέρα του Χριστού, το Δημιουργό του ουρανού και της γης, το Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Πρβλ. Γεν. 3, 6) προς τιμή του οποίου και αυτός εδώ απέναντί μας ο Ναός έχει οικοδομηθεί. Δεν θα ανεχθούμε τους αιρετικούς, που αποχωρίζουν την Παλαιά από την Καινή Διαθήκη. Αλλά θα πιστέψουμε στο Χριστό που λέει για το Ιερό: «Δεν γνωρίζετε ότι πρέπει να είμαι στο σπίτι του Πατέρα μου;» (Λουκ. 2, 49). Και πάλι λέει: «Πάρτε αυτά από εδώ και μη μεταβάλλετε το σπίτι του Πατέρα μου σε εμπορικό κατάστημα» (Ιωάν. 2, 16). Με αυτά όλα ομολογούσε πολύ καθαρά ότι και ο πριν Ναός, που βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, ήταν σπίτι του Πατέρα Του. Και αν κανείς, εξαιτίας της απιστίας του, θέλει να πάρει περισσότερες αποδείξεις, σχετικά με το ότι ο Πατέρας του Χριστού είναι ο ίδιος με τον Δημιουργό του κόσμου, ας τον ακούσουν πάλι που λέει: «Δύο σπουργίτια δεν πουλιούνται αντί δέκα λεπτών; Και όμως ούτε ένα από αυτά δεν θα πέσει νεκρό στη γη, χωρίς να το επιτρέψει ο Πατέρας μου ο ουράνιος» (Ματθ. 10,29). Και το: «Κυττάξτε και δέστε ότι τα πετεινό του ουρανού ούτε σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε συγκεντρώνουν τροφές στις αποθήκες. Και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει» (Ματθ. 6, 26). Και ακόμα το: «ο Πατέρας μου μέχρι τώρα εργάζεται κι εγώ επίσης εργάζομαι» (Ιωάν. 5, 17).
Αλλά για να μη νομίσει κανείς από αφέλεια ή από δολιότητα ότι ο Χριστός είναι ισότιμος με τους δίκαιους ανθρώπους, επειδή ο Ίδιος λέει «ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας» (Ιωάν. 20,17), πρέπει να ξεχωρίσουμε ότι το μεν όνομα του Πατέρα είναι ένα, αλλά είναι ποικιλότροπη η δύναμη της ενέργειάς Του. Και επειδή ο Υιός είχε διακριτική γνώση αυτής της αλήθειας, είπε για να μας βεβαιώσει: «Πορεύομαι στον Πατέρα μου και Πατέρα σας». Δεν είπε «στον Πατέρα μας», αλλά το ξεχώρισε και αφού τόνισε πρώτα τη δική Του σχέση «προς τον Πατέρα μου», πράγμα που συμβαίνει «κατά φύσιν», μετά πρόσθεσε και το «στον Πατέρα σας», πράγμα που συμβαίνει «κατά θέσιν». Γιατί, αν και αξιωθήκαμε να λέμε στις προσευχές μας «Πατέρα μας ουράνιε» (Ματθ. 6, 9), αυτή η δωρεά είναι καρπός της φιλανθρωπίας του Θεού. Δεν τον ονομάζουμε Πατέρα, επειδή γεννηθήκαμε «κατά φύσιν» από τον ουράνιο Ποτέρα. Αλλά καταξιωνόμαστε να τον λέμε Πατέρα επειδή μετατεθήκαμε με τη μεσολάβηση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, λόγω της ανέκφραστης φιλανθρωπίας Του, από τη δουλεία στην υιοθεσία, χάρη στην πατρική Του δωρεά.
Αν θέλει κάποιος να μάθει με ποιά έννοια ονομάζουμε εμείς το Θεό-Πατέρα, ας ακούσει τον καλό παιδαγωγό Μωυσή ο οποίος λέει: «Δεν σε έκαμε αυτός ο Ίδιος ο Πατέρας σου δικό Του παιδί, δεν σου έδωσε την ύπαρξη και δεν σε έπλασε;» (Δευτ. 32, 6). Ας ακούσει ακόμα τον προφήτη Ησαΐα που λέει: «Και τώρα Κύριε, είσαι Πατέρας μας κι εμείς είμαστε λάσπη, όλοι ήμαστε δημιουργήματα των χεριών Σου» (Ησ. 64, 8). Δήλωσε λοιπόν πολύ καθαρά η προφητική χάρη ότι δεν Τον ονομάζουμε Πατέρα «κατά φύσιν», αλλά «κατά χάριν» και «κατά θέσιν».
Για να γνωρίσεις καλύτερα ότι στις θείες Γραφές δεν ονομάζεται πατέρας μονάχα ο φυσικός πατέρας, άκουσε τι λέει ο Παύλος: «Αν έχετε χίλιους παιδαγωγούς κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες. Γιατί με τη χάρη που μου έδωσε η κοινωνία και η σχέση μου με το Χριστό , διά του Ευαγγελίου, εγώ σας γέννησα πνευματικά» (Α΄ Κορ. 4,15). Ο Απόστολος Παύλος έγινε πατέρας των Κορινθίων, όχι επειδή τους γέννησε κατά σάρκα, αλλά επειδή τους δίδαξε και τους αναγέννησε κατά το πνεύμα: «Εγώ ήμουνα πατέρας των αδυνάτων» (Ιώβ 29,16) . Πατέρα ονόμασε τον εαυτό του ο Ιώβ όχι γιατί γέννησε τους πάντες, αλλά γιατί έγινε κηδεμόνας τους. Και Αυτός ο Ίδιος ο Μονογενής Υιός του Θεού, κατά την ώρα της Σταυρώσεώς Του, ενώ βρισκόταν κατά το σώμα προσηλωμένος στο Σταυρό, όταν είδε τη Μαριάμ, την κατά σάρκα μητέρα Του και τον πιο αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη, είπε σ’ εκείνον: «Ιδού η μήτηρ σου». Και προς τη Μαριάμ: «Ιδού ο Υιός σου» (Πρβλ. Ιωάν. 19, 26-27), διδάσκοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την φιλοστοργία και ξεκαθαρίζοντας εκείνο που ο Ευαγγελιστής Λουκάς είπε έμμεσα, δηλαδή το: «Και θαύμαζαν ο πατέρας και η μητέρα Του» (Λουκ. 2,23). Αυτό ακριβώς το ρητό αρπάζουν οι μαθητές των αιρετικών και λένε ότι γεννήθηκε από άνδρα και γυναίκα. Όπως ακριβώς η Μαρία ονομάστηκε μητέρα του Ιωάννη για τη φιλοστοργία και όχι για τη γέννηση, έτσι και ο Ιωσήφ ονομαζόταν πατέρας του Χριστού, όχι γιατί τον γέννησε – γιατί όπως λέει το Ευαγγέλιο «δεν ήρθε σε συζυγική σχέση μαζί της ποτέ και συνεπώς και μέχρι που γέννησε τον πρωτότοκο υιό της» (Ματθ. 1, 25)- αλλά γιατί τον κηδεμόνευσε κατά την ανατροφή Του.
Αυτό σας το εξηγήσαμε, μια κι έγινε λόγος, θα προσθέσουμε δε και μια άλλη μαρτυρία που θα δείχνει πως καταχρηστικά ο Θεός ονομάζεται Πατέρας των ανθρώπων. Αυτό που λέγεται μέσα στο βιβλίο του προφήτη Ηοαΐα και αναφέρεται στο Θεό, δηλαδή το: «Εσύ είσαι ο Πατέρας μας, γιατί ο Αβραάμ δεν μας γνώρισε» (Ησ. 63, 16) και η Σάρρα δεν κοιλοπόνεσε για μας. Άραγε θέλετε να ακούσετε και άλλα πάνω σ’ αυτό; Όταν ο Ψαλμωδός λέει: «Θα ταραχθούν και θα τρομάξουν προ του προσώπου Του. Γιατί Αυτός είναι Πατέρας των ορφανών και υπερασπιστής των χηρών» (Πρβλ, Ψαλμ. 67, 5-6). Άραγε, δεν είναι ολοφάνερο ότι, όταν ο Θεός ονομάζεται Πατέρας των παιδιών, που πρόσφατα έχασαν τους κατά σάρκα πατέρες τους, ονομάζεται έτσι, όχι γιατί τα γέννησε, αλλά γιατί τα φροντίζει και τα υπερασπίζει; Αλλά, όπως είπαμε, των μεν ανθρώπων καταχρηστικά ονομάζεται Πατέρας. Όμως μόνο του Χριστού είναι ο Θεός-Πατέρας «κατά φύσιν» και όχι «κατά θέσιν». Και των μεν ανθρώπων είναι Πατέρας, μέσα στα πλαίσια του ιστορικού χρόνου, του Χριστού όμως είναι προαιώνιος Πατέρας, καθώς και ο Ίδιος είπε: «Και τώρα δόξασέ με Συ, Πατέρα, πλησίον Σου με τη δόξα που είχα κοντά Σου, προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος» (Ιωάν. 17, 5).
Πιστεύουμε λοιπόν «εις ένα Θεό Πατέρα», που είναι ανεξιχνίαστος και ανεκδιήγητος. Σ’ Εκείνον, τον οποίο «δεν είδε ποτέ κανένας άνθρωπος, ο Μονογενής Υιός μονάχα μας τον φανέρωσε» (Ιωάν. 1,18). «Γιατί Εκείνος που είναι σταλμένος από το Θεό, Αυτός έχει δει το Θεό» (Ιωάν. 6, 46). Σ’ Εκείνον του οποίου «το πρόσωπο βλέπουν ακατάπαυστα οι άγγελοι στον ουρανό» (Πρβλ. Ματθ. 18,10). Και το βλέπουν καθένας ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση. Η πλήρης όμως και καθαρή θεωρία του Θεού-Πατέρα επιφυλάσσεται στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα.
Επειδή λοιπόν το έφερε ο λόγος και επειδή μου ξανάρθαν στο νου αυτά που πριν από λίγο είπαμε, με τα οποία ο Θεός ονομάστηκε Πατέρας των ανθρώπων, μένω έκπληκτος μπροστά στην αγνωμοσύνη των ανθρώπων. Γιατί ο μεν Θεός από την άφατη φιλανθρωπία Του καταδέχτηκε να ονομαστεί Πατέρας των ανθρώπων. Εκείνος που βρίσκεται στον ουρανό, αυτών που βρίσκονται στη γη. Εκείνος που δημιούργησε τους αιώνες, αυτών που ζουν στα πλαίσια του χρόνου. Εκείνος που «κρατάει στην παλάμη του τη γη» (Πρβλ. Ησ. 40, 18), αυτών «που μοιάζουν με τις ακρίδες της γης» (Πρβλ. Ησ. 40,2). Ενώ ο άνθρωπος, αφού εγκατέλειψε τον ουράνιο Πατέρα, είπε στο ξύλο: «Εσύ είσαι πατέρας μου». Και στο λιθάρι: «Εσύ με γέννησες» (Ιερ. 2, 27). Και νομίζω ότι γι’ αυτό το λόγο λέει ο Ψαλμωδός προς την ανθρωπότητα: «Να ξεχάσεις το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου» (Ψαλμ. 44, 11), τον πατέρα που διάλεξες σύμφωνα με τη διεστραμμένη θέλησή σου και τον έκαμες δικό σου, για να σε οδηγήσει στην καταστροφή.
Όχι μονάχα ξύλα και πέτρες αλλά και τον ίδιο το σατανά, που θανατώνει την ψυχή, θέλησαν μερικοί να έχουν ως πατέρα. Σ’ αυτούς με ελεγκτικό τρόπο έλεγε ο Κύριος: «Εσείς πράττετε τα έργα του πατέρα σας» (Ιωάν. 8, 41). Ο διάβολος βέβαια δεν είναι φυσικός πατέρας των ανθρώπων αλλά γίνεται πατέρας τους «κατά απάτην». Γιατί, όπως με την ευσεβή διδασκαλία, ο Απόστολος Παύλος ονομαζόταν πατέρας των Κορινθίων (Πρβλ. Α΄ Κορ. 4,15), έτσι και ο διάβολος ονομάζεται πατέρας εκείνων που με τη θέλησή τους τρέχουν κοντά του και θεληματικά συμμορφώνονται με το θέλημά του. Δεν θα ανεχθούμε αυτό που λένε οι κακοί ερμηνευτές του χωρίου: «από αυτό γνωρίζουμε τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του διαβόλου» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 3, 10), που ισχυρίζονται και δέχονται σαν να υπήρχαν μερικοί άνθρωποι οι οποίοι είναι εκ φύσεως σωσμένοι ή εκ φύσεως καταδικασμένοι. Γιατί δεν ερχόμαστε αναγκαστικά σ’ αυτή την αγία υιοθεσία, αλλά γιατί το θέλουμε. Ούτε ο Ιούδας ήταν εκ φύσεως γέννημα του διαβόλου και της απώλειας (Ιωάν. 17, 12). Αν ήταν έτσι, δεν θα έδιωχνε στην αρχή, με το όνομα του Ιησού Χριστού, τους δαίμονες, αφού «ο σατανάς δεν βγάζει σατανά» (Μάρκ, 3, 23). Ούτε πάλι ο Απόστολος Παύλος θα γινόταν από διώκτης Απόστολος. Αλλά η υιοθεσία εξαρτάται από τη θέλησή μας, όπως είπε και ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Όσοι τον δέχτηκαν τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του θεού, σ’ αυτούς δηλαδή που πιστεύουν στο Όνομά Του» (Ιωάν. 1, 12). Όχι λοιπόν πριν από την πίστη, αλλά με την πίστη, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, αξιώθηκαν να γίνουν παιδιά του Θεού.
Αυτή λοιπόν την αλήθεια, έχοντας στο νου μας, ας επιμεληθούμε και ας στηρίξουμε τη διαγωγή μας σε πνευματικές βάσεις, για να αξιωθούμε να λάβουμε την υιοθεσία του Θεού. Γιατί «όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι παιδιά του Θεού» (Ρωμ. 8, 14). Δεν θα μας ωφελήσει καθόλου να πάρουμε το όνομα των χριστιανών, αν δεν έχουμε και αντίστοιχα έργα, μήπως ειπωθεί και σε μας το: «αν είσαστε παιδιά του Αβραάμ θα κάνατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιωάν. 8, 39). «Γιατί εφόσον επικαλούμαστε ως Πατέρα το Θεό, ο οποίος κρίνει τον καθένα μας, χωρίς προσωποληψία, αλλά σύμφωνα με τα έργα του, να συμπεριφερθούμε και να περάσουμε το χρόνο της προσωρινής αυτής κατοικίας μας στη γη με φόβο Θεού» (Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 1, 17). Ας μην αγαπάμε τον κόσμο ούτε τα κοσμικά πράγματα. Γιατί «όταν κανείς αγαπάει τον κόσμο, δεν έχει μέσα του την αγάπη του Θεού-Πατέρα» (Α΄ Ιωάν. 2,15). «Ώστε, παιδιά μου αγαπητά, ας δοξάσουμε τον ουράνιο Πατέρα μας, προσφέροντάς Του έργα αγαθά, για να δουν τα καλά μας έργα οι άνθρωποι και να δοξάσουν τον ουράνιο Πατέρα μας» (Ματθ. 5,16)10. «Ας αποθέσουμε όλη τη μέριμνά μας σ’ Αυτόν» (Α΄ Πέτρ. 5, 7), «γιατί γνωρίζει ο Πατέρας μας τι μας χρειάζεται» (Πρβλ. Ματθ. 6, 8).
Αφού τιμάμε τον επουράνιο Πατέρα μας, ας τιμήσουμε και τους κατά σάρκα γονείς μας. Επειδή με το Μωσαϊκό νόμο και με τους προφήτες ο ίδιος ο Θεός το όρισε αυτό λέγοντας: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ευοδωθεί η ζωή σου και να μακροημερεύσεις πάνω στη γη» (Πρβλ. Εξ. 20, 12). Αυτό το παράγγελμα ας το προσέξετε πολύ όσοι από σας, που βρισκόσαστε τώρα εδώ, έχετε τον πατέρα σας και τη μητέρα σας: «Τα παιδιά να υπακούουν σε όλα τους γονείς τους» (Εφεσ, 6, 1) γιατί αυτό είναι ευάρεστο στον Κύριο. Δεν είπε ο Κύριος «εκείνος που αγαπάει τον πατέρα του και την μητέρα του δεν είναι άξιός μου» – ας μην παρεξηγήσουμε από άγνοια αυτό που ειπώθηκε πολύ καλά και το ερμηνεύσουμε κακά – αλλά πρόσθεσε το «περισσότερο από εμένα» (Πρβλ. Ματθ. 10, 37). Γιατί όταν οι επίγειοι πατέρες μας εναντιώνονται στον επουράνιο Πατέρα μας, τότε έχει εφαρμογή το παραπάνω ρητό. Όταν όμως οι γονείς μας δεν μας εμποδίζουν στην ευσέβειά μας και από αγνωμοσύνη τους καταφρονούμε, λησμονώντας τις ευεργεσίες που δεχτήκαμε από αυτούς, τότε έχει εφαρμογή το ρητό που λέει: «Εκείνος που κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα του να τιμωρείται με θάνατο» (Πρβλ. Ματθ. 15, 4: Εξ. 20, 16 και Λευιτ. 20, 9).
Η πρώτη αρετή της ευσέβειας των Χριστιανών είναι το να τιμούν τους γονείς, να αμείβουν τους κόπους εκείνων που τους γέννησαν και να τους προσφέρουν, όσο μπορούν, ό,τι τους χρειάζεται για την ανάπαυσή τους. Γιατί όσα πολλά κι αν τους προσφέρουμε, δεν μπορούμε να τους γεννήσουμε, όπως αυτοί μας γέννησαν. Ώστε και αυτοί με την απόλαυση της ανάπαυσης που θα τους προσφέρουμε, να μας στηρίξουν με τις ευλογίες τους, τις οποίες «ο πανούργος Ιακώβ με καλή προαίρεση και με έξυπνο τρόπο απέσπασε από τον πατέρα του» (Πρβλ. Γεν. 27, 36). «Έτσι αφού δεχτεί ο ουράνιος Πατέρας μας την αγαθή μας προαίρεση, ας μας καταξιώσει να λάμψουμε σαν τον ήλιο, μαζί με τους δικαίους στη Βασιλεία του Πατέρα μας» (Πρβλ. Ματθ. 13, 43). Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα, μαζί με το Μονογενή Υιό, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και το Άγιο και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, «Κατηχήσεις», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέα. Κατήχηση Ζ΄, σ. 148-158)