Η Μικρασιατική Εκστρατεία
22 Οκτωβρίου 20121. Ο προθάλαμος της Εκστρατείας
Η Μικρασιατική Εκστρατεία διήρκεσε τρία δραματικά όσο και επικά έτη. Ξεκίνησε τον Μάιο 1919 και έληξε τον Σεπτέμβριο 1922. Από την έναρξή της μέχρι και την τελική έκβασή της κινήθηκε, εξελίχθηκε και έληξε χωρίς ποτέ να υπάρχει ενιαίο συγκροτημένο στρατιωτικό, πολιτικό και συνολικά στρατηγικό εθνικό σχέδιο με συγκεκριμένο στόχο σε συγκεκριμένο χώρο. Ούτε ενιαία ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, είχε. Ούτε συμμάχους, τέλος.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία εξελίχθηκε βάσει αποφάσεων, που, στον εκάστοτε συγκεκριμένο χρόνο, ελήφθησαν αποσπασματικά και συχνά συναισθηματικά επηρεαζόμενες ισχυρά από τις καθεμιά φορά διαφορετικές συγκυρίες, τις εναλλασσόμενες διεθνείς ισορροπίες και τις σταθερές αλλ’ όχι πάντοτε ρεαλιστικές επιθυμίες των Ελλήνων ηγετών και πολιτών.
Προθάλαμος της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 και ο αμέσως επόμενος Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918, οι οποίοι διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έθεσαν θέμα διαδόχων της κρατών και κρατικών συμφερόντων στα εδάφη της.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι διπλασίασαν τα εδάφη και τον πληθυσμό του ελληνικού κράτους, κραταίωσαν την πεποίθηση όλων των Ελλήνων στην ακατανίκητη δύναμη των ελληνικών όπλων και χρύσωσαν στην εθνική συνείδηση το δίδυμο αστέρι της Μεγάλης Ιδέας Βενιζέλος – Κωνσταντίνος. Στο εικονοστάσι των Αγίων του ο Ελληνισμός, ελεύθερος και ακόμη αλύτρωτος, τοποθέτησε τις δαφνοστεφανωμένες λιθογραφίες του μεγαλοφυούς Πρωθυπουργού του και του Στρατηλάτου Βασιλέως του.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε την έκρηξη του διδύμου αστεριού στο σύμπαν του Ελληνισμού, έφερε σε μετωπική σύγκρουση Βενιζέλο – Κωνσταντίνο, εναλλάξ σε κάθε εικονοστάσι ο ένας έμεινε «άγιος» και ο αντίπαλος του «διάβολος», δίχασε το ‘Εθνος αλλά και το έφερε στο στρατόπεδο των νικητών όπου οι Έλληνες έκριναν ότι οι μεγάλες προσδοκίες τους στη διαλυομένη ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν οπωσδήποτε εθνικά δικαιώματά τους μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση, σεβαστά και υποχρεωτικά για τους συμμάχους τους.
Το 1915 ο λαοπρόβλητος Πρωθυπουργός έκρινε ότι το ύψιστο συμφέρον του κράτους και το μέλλον του αλυτρώτου Ελληνισμού, σε συνδυασμό με τις διαμορφούμενες διεθνείς συμμαχίες, επέβαλλε στην Ελλάδα να εξέλθει αμέσως στον ακόμη αμφίρροπο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά το πλευρό της Τριπλής Συνεννοήσεως (Triple-Entente), δηλαδή της γνωστής ως Αντάντ συμμαχίας της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που μάχονταν εναντίον της Τριπλής Συμμαχίας Γερμανίας, Αυστρουγγαρίας και Ιταλίας, στην οποία είχε προσχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία και, αμέσως μετά, η Βουλγαρία, ενώ με την Αντάντ βρίσκονταν επίσης η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία.
Ο λαοφιλής Βασιλεύς Κωνσταντίνος, που η σύζυγος του Βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Γερμανού Αυτο-κράτορος (Κάιζερ, δηλαδή Καίσαρος) Γουλιέλμου, πίστευε ότι τα ίδια ακριβώς εθνικά συμφέροντα υπαγόρευαν στην Ελλάδα αυστηρή ουδετερότητα. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε σπουδάσει στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, πίστευε στο αήττητο του γερμανικού στρατού και θεωρούσε βασιλικό δικαίωμά του να διευθύνει την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα της χώρας.
Διαφωνώντας με την εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου ο Βενιζέλος παραιτείται 20 Φεβρουαρίου 1915 και τον διαδέχονται αλλεπάλληλες βασιλικές κυβερνήσεις μέχρι τις εκλογές της 31ης Μαίου 1915, που κερδίζει ο Βενιζέλος και επανέρχεται Πρωθυπουργός αλλά σε λίγους μήνες ο Βασιλιάς διαλύει τη Βουλή και επα-ναπροκηρύσσει εκλογές. Προκύπτει, έτσι, συν τοις άλλοις, ανοικτή συνταγματική κρίση. Η ρήξη κατέστη μετωπική μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών αλλά, τώρα πια, και μεταξύ των οπαδών τους. Διχάζεται το ‘Εθνος ενώ γύρω του μαίνεται ο πόλεμος.
Εν προκειμένω κρίνεται χρήσιμο να επισημανθούν δύο κρίσιμες, αλλά αφημένες στη λήθη, απόψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου για τα προνόμια του Βασιλέως και για το πολίτευμα.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, απευθυνόμενος προς τον αθηναϊκό λαό που στην πλατεία Συντάγματος απαιτούσε Συντακτική Συνέλευση, για να περιορίσει τις βασιλικές εξουσίες, ο Βενιζέλος διεκήρυσσε: «Ισχυρότατον παράγοντα όπως συνέχη την Πολιτείαν από πάσης παρεκτροπής, το συνταγματικόν πολίτευμα τάσσει τον Βασιλέα. Ιστάμενος ούτος επί της κορυφής της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδος, ανώτερος των μεταβαλλομένων συμφερόντων της εκάστοτε στιγμής, έχων τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του Βασιλικού Οίκου αλληλένδετα προς τα υψηλότερα ιδανικά (…) έχει μεν εις χείρας αυτού μεγάλην δύναμιν όπως πράττη το καλόν αλλά έχει και κολοσσιαίαν αυτόχρημα δύναμιν όπως αποτρέπη το κακόν».
Μετά ενενήντα έτη, ιστορικοί επιστήμονες καθηγητές αποτιμούν από την απόσταση του χρόνου τις πολιτειακές αυτές θέσεις του Βενιζέλου ως εξής1:
«Με αυτό ο Βενιζέλος προσκαλούσε τον ανώτατο άρχοντα να παίξει ρόλο στο πολίτευμα, σε αντίθεση με την άποψη του Χαριλάου Τρικούπη ότι ο Βασιλιάς δεν μπορούσε να αναμιγνύεται στην πολιτική αλλά όφειλε να υπακούει στη δεδηλωμένη (πλειοψηφία της Βουλής) και να αποφεύγει αυθαιρεσίες στο κοινοβούλιο. Ο Βενιζέλος, αναβαθμίζοντας τη λειτουργία του ανώτατου άρχοντα στο πολίτευμα, θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο που αργότερα θα προκαλούσε μεγάλα πολιτειακά προβλήματα (…) Το αποτέλεσμα για το πολίτευμα ήταν εκρηκτικό γιατί ένας ισχυρός ανώτατος άρχων και ένας ισχυρός πρωθυπουργός δεν ήταν δυνατόν παρά να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα του 1916».
Στις 22 Απριλίου 1917, ένα μόλις μήνα πριν την εκθρόνιση και αποχώρηση του Κωνσταντίου, ο Ελ. Βενιζέλος, σε επιστολή του από τη Θεσσαλονίκη προς τον ‘Αθω Ρωμάνο, πρεσβευτή της Ελλάδος στο φιλικό του Παρίσι, γράφει2:
«Αν η Ρωσία αποδεχθή το δημοκρατικόν πολίτευμα, ουδένα κίνδυνον παρουσιάζει δι’ ημάς η αποδοχή της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος. Ουχ ήττον φρονώ ότι αρίστη δια τα συμφέροντα ημών λύσις θα ήτο η διατήρησις του σημερινού πολιτεύματος με Βασιλέα λαμβανόμενον εκ του βασιλικού οίκου της Αγγλίας. Αλλ’ εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, τότε δεν νομίζω ότι απομένει άλλη λύσις παρά η Δημοκρατία».
Είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος, έχοντας ήδη ειλημμένη την απόφαση της Γαλλίας να εκθρονίσει με τον γαλλικό στρατό και στόλο τον Κωνσταντίνο, επιθυμούσε να συνδέσει περισσότερο τα συμφέροντα της Αγγλίας με τα ελληνικά.
Τότε η Γαλλία, ήδη Δημοκρατία, επιθυμούσε να επιβάλει Δημοκρατία και στην Ελλάδα, ενώ στην εμπόλεμη ακόμη Ρωσία επικρατούσε η κυβέρνηση Κερένσκυ.
Το 1915 γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Λήμνο και τη Θεσσαλονίκη όπου αποβιβάζουν στρατεύματα 250.000 ανδρών και η βασιλική κυβέρνηση αποσύρει το Ε’ Σώμα Στρατού πλην μιας Μεραρχίας περιορισμένης υπό επιτήρηση στο Καραμπουρνού.
Το κόμμα των Φιλελευθέρων απέχει από τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 οπότε ψηφίζουν μόνον 280.000 άρρενες πολίτες ενώ στις εκλογές του Μαΐου 1915 είχαν ψηφίσει 714.000.
Αμέσως μετά οι Αγγλογάλλοι καταλαμβάνουν την Κέρκυρα. Στις 13 Μαΐου 1916 η βασιλική κυβέρνηση παραδίδει το οχυρό Ρούπελ της Μακεδονίας στους Βουλγάρους και σε μια διμοιρία Γερμανών οι οποίοι αργότερα αιχμαλωτίζουν όλο το Δ’ Σώμα Στρατού της Καβάλας. Οι άνδρες του μεταφέρονται στη Γερμανία στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Γκαίρλιτς. Στην Καβάλα εισέρχονται οι Βούλγαροι.
Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Σαράιγ κηρύσσει σε κατάσταση πολιορκίας τη Θεσσαλονίκη όπου συγκροτούνται τρία αλλεπάλληλα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας κατά του Κωνσταντίνου υπό τη βενιζελική Επιτροπή Εθνικής Αμύνης. Με την ανοικτή προστασία των γαλλικών στρατευμάτων στις 16 Αυγούστου 1916 η επιτροπή κηρύσσει το Κίνημα Εθνικής Αμύνης στο οποίο ανταποκρίνεται ο Βενιζέλος που 26 Σεπτεμβρίου 1916 φθάνει από την Κρήτη και σχηματίζει την προσωρινή κυβέρνηση της τριανδρίας, που αποτελούν ο προσωρινός Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, ο ένδοξος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Στο κίνημα, που ελέγχει τη Δυτική Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής, προσχωρούν και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, αλλά η προσωρινή κυβέρνησή του δεν θα αναγνωρισθεί μέχρι τέλους de jure αλλά μόνον de facto από τους συμμάχους της.
Η Ελλάδα έχει χωρισθεί σε δύο ελληνικά και μεταξύ τους εμπόλεμα κράτη: το «κράτος των Αθηνών» και το «κράτος της Θεσσαλονίκης». 21 Οκτωβρίου 1916 ο Αμυνίτης λοχαγός, τότε, Νικόλαος Πλαστήρας επιτίθεται στην Κατερίνη και, μετά από πολύνεκρες ελληνο-ελληνικές μάχες, προσαρτά την Πιερία στο «κράτος της Θεσσαλονίκης», το οποίο εντωμεταξύ σχηματίζει Μεραρχίες Εθνικής Αμύνης και τις στέλνει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Τον Νοέμβριο γαλλικός στόλος καταπλέει στο Φάληρο, βομβαρδίζει την Αθήνα με στόχο τα ανάκτορα και αποβιβάζει αγήματα εναντίον των οποίων ανοίγουν πυρ οι ‘Ελληνες: νεκροί 194 σύμμαχοι και 82 ‘Ελληνες. Επακολουθεί πογκρόμ κατά των βενιζελικών: τουλάχιστον 32 βενιζελικοί δολοφονούνται.
Τον επόμενο χρόνο στρατός και ναυτικό της Γαλλίας επιβάλλουν πλήρη αποκλεισμό στο «κράτος των Αθηνών», αποβιβάζουν πολεμικά αγήματα στον Πειραιά και στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνουν τον Ισθμό της Κορίνθου την άνοιξη 1917 και στις 29 Μαΐου εκθρονίζουν τον Κωνσταντίνο, που αναχωρεί αυθημερόν οικογενειακώς στο εξωτερικό αρνούμενος να παραιτηθεί από τον θρόνο αλλά αποδεχόμενος να τον διαδεχθεί ο δευ-τερότοκος γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος αναλαμβάνει την επόμενη ημέρα και σε επιστολή του προς τον ακόμη Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διακηρύσσει: «Πεποιθώς επί τας αγαθάς προθέσεις των Δυνάμεων θα συνεργασθώ ειλικρινώς μετ’ αυτών».
Ο Βενιζέλος καταπλέει 7 Ιουνίου 1917 στον Πειραιά επάνω στο γαλλικό καταδρομικό Jurien de la Graviere όπου παραμένει έξι ακόμη ημέρες και στις 13 του μηνός ορκίζεται Πρωθυπουργός ενώπιον του Βασιλέως Αλεξάνδρου.
Το «κράτος των Αθηνών» έχει αλωθεί, η Ελλάδα ξαναγίνεται ένα ενιαίο κράτος αλλά ο στρατός της και ο λαός παραμένει βαθιά διχασμένος σε δύο αλληλομισούμενες μερίδες βενιζελικών – κωνσταντινικών και το τίμημα είναι πολύ βαρύ. Θα ακολουθεί και θα υποθηκεύει μοιραία τη Μικρασιαστική Εκστρατεία.
Οι βενιζελικοί εκκαθαρίζουν το κράτος από τα «βασιλικά μιάσματα». Ιδού ένας απολογισμός3:
Τριάντα επιφανείς πολιτικοί, ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι εξορίζονται στο Αιάκιο της Κορσικής, γενέτειρα του Μεγάλου Ναπολέοντος. Ανάμεσά τους ο εθναπόστολος Ίων Δραγούμης, βουλευτής Φλωρίνης, ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης και ο συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς. Αυτοί οι τρεις, μαζί με τον αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν πασά, 26 Οκτωβρίου 1912, είχαν υπογράψει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες.
Άλλοι τριάντα περιορίζονται κατ’ οίκον υπό φρουρά. Ανάμεσά τους δύο πρώην Πρωθυπουργοί και έξι πρώην υπουργοί.
Καθαιρούνται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι Μητροπολίτες μέλη της Ιεράς Συνόδου που είχαν αναθεματίσει τον Βενιζέλο.
Απολύονται, παρ’ ότι ισόβιοι, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου και 570 ακόμη δικαστές. Απολύονται 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι.
Αποστρατεύονται 1.600 μόνιμοι αξιωματικοί και άλλοι 700 τίθενται σε διαθεσιμότητα. Απομακρύνεται, έτσι, το 40% των μονίμων στελεχών του στρατού.
Αποστρατεύονται 300 μόνιμοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού: το 30% του συνόλου.
Διαλύεται ουσιαστικά η Βασιλική Χωροφυλακή όπου αποστρατεύονται 3.000 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και χωροφύλακες. Αναλαμβάνει η πιστή Κρητική Χωροφυλακή.
Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, επαναφέρονται οι πλείστοι αποστρατευθέντες αντιβενιζελικοί αξιωματικοί αλλά στο εμπόλεμο στράτευμα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα επετηρίδος, πολεμικής εμπειρίας και, ακόμη, ποιότητος. Προκαλούν, επίσης, στην πρώτη γραμμή του μετώπου έριδες, υπονομευτικές για την κρίσιμη περίοδο, με τους παραμένοντες αξιόμαχους έμπειρους βενιζελικούς συναδέλφους τους και συμμαχητές τους.
Καθ’ όλη τη Μικρασιατική Εκστρατεία, μόνον ένας στους τέσσερις αξιωματικούς ήσαν απόφοιτοι της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων. Το 80% των αξιωματικών προέρχονταν από τις τάξεις των μονίμων υπαξιωματικών, οι οποίοι κέρδισαν τα γαλόνια τους κατά κανόνα επί του πεδίου της τιμής, όπως οι περιώνυμοι βενιζελικοί συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης και πολλοί άλλοι.
Το 1914 οι κάτοικοι της Ελλάδος ανέρχονταν σε 4.732.936 άτομα.
Παλαιά Ελλάδα (απογραφή 1907) κάτοικοι 2.631.952.
Νέες Χώρες (απογραφή 1913) κάτοικοι 2.101.014.
Ανάμεσα στους κατοίκους των Νέων Χωρών, 135.000 μουσουλμάνοι εγατέλειψαν οικειοθελώς τη Μακεδονία μέχρι το 1918, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Με την ανταλλαγή έφυγαν και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι.
Λόγω των πολέμων 1912-1918 και των διωγμών είχαν μετακινηθεί ή διωχθεί εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Ρωμυλία και τα παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας. Το 1918 είχαν επιστρέψει σταδιακά, ανάλογα προς τις πολεμικές επιχειρήσεις, στη Μακεδονία 140.000 και στο σύνολο της Θράκης άλλοι 131.000 πρόσφυγες.
Έτσι, πριν ξεκινήσει η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ελλάδα αντιμετώπιζε ήδη οξύτατο προσφυγικό πρόβλημα. Μόνον στους καταλόγους των προς περίθαλψη προσφύγων το 1915 κιόλας ήσαν εγγεγραμμένοι 117.484 άποροι.
Για τις πολεμικές επιχειρήσεις 1912-1918 δαπανήθηκαν τεράστια ποσά που δανείσθηκε η Ελλάδα. Επίπλέον η διχασμένη χώρα ήταν υποχρεωμένη να καλύπτει, με νέα δάνεια, και τις ιδιαίτερα αυξημένες αμυντικές δαπάνες προς υπεράσπιση των απελευθερωμένων χωρών που ενόπλως διεκδικούσαν στη Μακεδονία οι Βούλγαροι, στα νησιά του Αιγαίου οι Οθωμανοί και στην Ήπειρο οι Ιταλοί για λογαριασμό των Αλβανών
Μεταξύ 1914-1918 υπολογίσθηκε ότι το μεγαλύτερο, αλλ’ όχι όλο, μέρος των πολεμικών δαπανών ανήλθε στο αστρονομικό, για τότε, ποσό των 1.982.896.650 δραχμών, ίσων με 79.315.866 αγγλικές λίρες στερλίνες4.
Το σύνολο των ελληνικών δανείων, την ίδια περίοδο, ανήλθε μόνον σε 1.115.000.000 δραχμές. Το υπόλοιπο καλύφθηκε με βαριές ειδικές φορολογίες, κυρίως έμμεσες, που επιβάρυναν υπέρμετρα τις ασθενέστερες λαϊκές οικογένειες που, επί πλέον, οι περισσότεροι άνδρες τους ήσαν επί χρόνια επιστρατευμένοι. Και θα παρέμεναν μέχρι το 1923 επιστρατευμένοι —όσοι δεν σκοτώθηκαν ούτε έμειναν ανάπηροι.
Οι πλουσιότερες τάξεις είχαν θησαυρίσει από τους πολέμους αλλά αρνήθηκαν πεισματικά και αποτελεσματικά να συμμετάσχουν αναλογικά στο τεράστιο βάρος της Πατρίδας!
Το δημόσιο χρέος μεγάλωνε και παράλληλα μεγάλωνε το δημόσιο έλλειμμα. Στα τέσσερα τελευταία χρόνια οι τιμές τετραπλασιάσθηκαν.
Ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στα αμερικανικά Πανεπιστήμια της Τζιώρτζια, του Μισισιπή και της Μέμφις, συμπεραίνει5:
«Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα βγήκε από τον πόλεμο βαριά χρεωμένη, με το νόμισμά της στα πρόθυρα της καταστροφής, τη βασική οικονομική δομή της χωρίς ποιοτικές αλλαγές, ένα απαρχαιωμένο φορολογικό σύστημα που έπεφτε στους ώμους εκείνων που δεν ήταν σε θέση να το σηκώσουν, με μεγάλες περιοχές κατεστραμμένες, ένα οξύ προσφυγικό πρόβλημα και, πάνω από όλα, με μια πόλωση των πολιτικών δυνάμεων που προμήνυε συμφορές, χωρίς κανένα φωτεινό σημάδι στον ορίζοντα εκτός από την αναμενόμενη ικανοποίηση των εδαφικών της διεκδικήσεων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Αυτή η αποκαρδιωτική πραγματικότητα υπήρξε ο αληθινός προθάλαμος της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
- Θάνος Βερέμης – Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς, Η σύγχρονη συνέχεια, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 541.
- Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών και Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 43-47
- Ιστορία Ελληνικού Εθνούς, οπου ανωτ., σελ. 47-50