O ρόλος του θυμού – Ο συστημικός θεραπευτής μπροστά στη διαστρέβλωση της πίστης, ως ψυχοπαθολογική εκδήλωση

15 Οκτωβρίου 2012

Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να απευθυνθούν σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, με στόχο την ψυχοθεραπεία, αρκετές φορές προβάλλουν την προσωπική τους ψυχοπαθολογία με όρους θρησκευτικότητας. Ο ενοχοποιημένος θυμός τους αποκαλείται υπομονή, η αποεπένδυση από τη συντροφική σχέση ονομάζεται ασκητισμός, η άκριτη εφαρμογή της συμβουλής του πνευματικού παρουσιάζεται σαν υπακοή, η αποφυγή ανάληψης ευθύνης και η φυγή μπροστά στις δύσκολες αναπτυξιακές φάσεις της οικογένειας μεταμφιέζεται σε κλήση προς το μοναχισμό.

Στην εισήγησή μου θα παρουσιάσω μία περίπτωση οικογένειας, στην οποία μια αρετή χρησιμοποιείται σαν λογικοφανής αιτία για μια δυσλειτουργική στάση ζωής ή συμπεριφορά.

             Υπομονή ή ενοχοποιημένος θυμός;

            Ο κ. Σταμάτης είναι 42 ετών, απόφοιτος τεχνικού λυκείου και εργάζεται ως ηλεκτρολόγος.

            Η σύζυγός του, Σοφία,  31 ετών, απόφοιτη της τετάρτης δημοτικού, είναι οικιακή βοηθός και εργάζεται τα τελευταία ένα ως δύο χρόνια. Παλιότερα είχε εργαστεί περιστασιακά, καθώς ο κ. Σταμάτης προτιμούσε να είναι αφοσιωμένη στην ανατροφή των παιδιών τους.

            Έχουν τρία παιδιά. Τη Χαρούλα, 13 ετών, η οποία τελείωσε την Α΄ Γυμνασίου (μ.ο.17 – 18) και τους δίδυμους Λευτέρη και Γιάννη, οι οποίοι τελείωσαν τη Β΄ Δημοτικού και είναι επίσης καλοί μαθητές.

Η μητέρα είχε τα τελευταία τρία χρόνια εξωσυζυγικές σχέσεις και δεν μεριμνούσε για τα παιδιά της. Σε αυτό το διάστημα οι γονείς ουσιαστικά δεν ζούσαν ως ζευγάρι, αφού ο πατέρας (μέχρι πρόσφατα που μετακόμισαν) είχε εγκατασταθεί στο δωμάτιο των παιδιών και κοιμόταν εκ περιτροπής σε μονό κρεβάτι με ένα από τα παιδιά του. Περιγράφεται απουσία εμπιστοσύνης, ήδη από την αρχή της σχέσης τους.

Πριν αποταθεί στην υπηρεσία μας, ο κ. Σταμάτης είχε συνεργασία με δύο κοινωνικές λειτουργούς, σε διαφορετικές δημόσιες υπηρεσίες, εκ των οποίων η δεύτερη ήταν η παραπέμπουσα. Αιτία της συνεργασίας με αυτές τις υπηρεσίες ήταν η βίαιη συμπεριφορά της μητέρας (η οποία στην παιδική της ηλικία είχε επίσης κακοποιηθεί στην πατρική της οικογένεια) προς τα παιδιά και ιδιαίτερα προς τη Χαρούλα και γενικότερα η απαξιωτική συμπεριφορά της προς αυτά. Πρόσφατα συνέβη το τελευταίο περιστατικό ξυλοδαρμού της Χαρούλας, μετά το οποίο ο πατέρας πήρε τα παιδιά και έφυγε από το σπίτι. Στο παρελθόν η Χαρούλα έχει νοσηλευθεί δύο φορές στο Παίδων  και έχει εξεταστεί από ιατροδικαστή. Είναι φοβισμένη και ζητάει προστασία από τον πατέρα. Δεν θέλει πια να ακούει μουσική, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια έχει αρχίσει «να κόβει τα χέρια της».

Ωστόσο, ο κ. Σταμάτης είχε αποφασίσει να  κάνει «υπομονή» και να συγχωρεί τη γυναίκα του, «περιμένοντας πως εκείνη θα καταλάβαινε το λάθος της και θα άλλαζε συμπεριφορά». Άλλωστε και ο πνευματικός του τον είχε συμβουλέψει ότι: «όποιος συγχωρεί είναι κερδισμένος». Αυτό που ονόμαζε υπομονή δεν είχε, δυστυχώς, καμιά σχέση με το αποτέλεσμα της προσέγγισης του Θεού, που συνδυάζεται με αντανάκλαση «της απέραντης εκτίμησης για όλα τα όντα», όπως περιγράφεται από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν. Ήταν μάλλον μια στάση παθητική, μια στάση ανοχής απέναντι σε ένα μοντέλο συμπεριφοράς που του ήταν ακατανόητο.

Μέσα από τη συνεργασία μας διαπίστωσα ότι, σε όλη τη διάρκεια του γάμου του, δυσκολευόταν εξαιρετικά να εκφράσει μια προσωπική επιθυμία ή να αφουγκραστεί τις επιθυμίες της γυναίκας του. Η πλήρης αφοσίωση στο καθήκον του εργαζόμενου πατέρα, συνδυασμένη με συνειδητή παραμέληση του εαυτού του και ασυνείδητη παραμέληση της σχέσης με τη γυναίκα του, ήταν για εκείνον ύψιστη αρετή. Επίσης, ο θυμός που αισθανόταν για τη συμπεριφορά της γυναίκας του προς τα παιδιά τους, δεν ήταν δυνατόν να εκφραστεί, σαν να ήταν ασυμβίβαστος με το πρότυπο του ήπιων τόνων ανθρώπου και πιστού χριστιανού, που είχε διδαχθεί στην πατρική του οικογένεια και που προσπαθούσε να καλλιεργήσει ως ενήλικας. Ωστόσο, αυτή η στάση όχι μόνο δεν βοήθησε τη σχέση του με τη σύζυγό του ή τη σχέση της μητέρας με τα παιδιά, αλλά αντίθετα η προοδευτική επιδείνωση της συμπεριφοράς της κ. Σοφίας, που έφθασε στο επίπεδο της κακοποίησης, οδήγησε  τον πνευματικό του να τον ενθαρρύνει στην απομάκρυνση από το σπίτι, για το καλό των παιδιών.

Μαζί αναρωτηθήκαμε αν η ήπια στάση του ήταν πραγματική υλοποίηση της αρετής της υπομονής. Αν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να αφουγκραστεί το θυμό που ένιωθε, τον οποίο σωματοποιούσε, χάνοντας διαρκώς βάρος, μήπως θα είχε κατορθώσει να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της γυναίκας του και να διερευνήσει τα αίτια του δικού της θυμού, οδηγούμενος τελικά, μαζί της, στην ανακάλυψη όσων ήταν σημαντικά για τη ζωή του καθενός τους;

Λέει ο Μ. Βασίλειος: … και εις πολλά έργα αρετής μας είναι κατάλληλον το ιδίωμα τούτο της ψυχής, ο θυμός, όταν προθύμως παρέχει τας υπηρεσίας του εις τα παραγγέλματα της ψυχής, και όταν είναι σύμμαχος του λογικού εις τον αγώνα κατά της αμαρτίας… Είναι, δηλαδή, ο θυμός νεύρον της ψυχής, το οποίο δίδει εις αυτήν δύναμιν, δια την εκτέλεσιν των καλών έργων…. Πρέπει, νομίζω, να επιδεικνύωμεν την ιδίαν φροντίδα και σπουδήν δια την αγάπην της αρετής, όπως και μίσος δια την αμαρτίαν. Εις τούτο ακριβώς ο θυμός είναι χρησιμώτατος.  Έτσι, βεβαίως, και ο θυμός, όταν πρέπει, και καθώς πρέπει κινούμενος, ανδρείαν προξενεί και υπομονήν και εγκράτειαν. Εναντίον δε του ορθού λόγου, της λογικής, ενεργών, γίνεται μανία και τρέλλα. Δια τούτο και μας νουθετεί ο ψαλμωδός: «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Μ. Βασιλείου Ομιλία Ι΄ κατά οργιζομένων, μετάφρ. Π. Ι. Νίκα, εκδ. «Ωφελίμου Βιβλίου»). Σύμμαχος, δύναμη, αιτία ανδρείας, υπομονής και εγκράτειας, λοιπόν, ο πολύτιμος, αλλά τόσο παρεξηγημένος θυμός μας…

Αλλά και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στην Κλίμακα αναφέρεται στο «ωφέλιμο τέκνο» του θυμού, ως εξής: «Είδα ανθρώπους που άναψαν από τη μανία του θυμού και έβγαλαν από μέσα τους σαν έμετο τη μακροχρόνιο μνησικακία τους. Έτσι με το ένα πάθος απηλλάγησαν από το άλλο! Και η μακροχρόνια λύπη τους διελύθη! Διότι εκείνος που τους ελύπησε ή εζήτησε συγχώρησι ή έδωσε τις απαιτούμενες εξηγήσεις.

Αντιθέτως είδα άλλους που κατά τρόπο απαράδεκτο έδειξαν ότι ήσαν δήθεν μακρόθυμοι. Έτσι με τη σιωπή εναποθήκευσαν μέσα τους τη μνησικακία. Αυτούς τους ελεεινολόγησα περισσότερο από τους πρώτους, διότι με το μελάνι (της μνησικακίας) έδιωξαν από την ψυχή τους το περιστέρι (την ειρήνη δηλαδή και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος)» (Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Η΄ Περί Αοργησίας). Ακόμα, λοιπόν, και η αδέξια έκφραση του θυμού θεωρείται από τον άγιο συγγραφέα προτιμότερη από την προσποιητή μακροθυμία. Πόσο, μάλλον, αν ο άνθρωπος έχει ασκηθεί να αναγνωρίζει το θυμό του και να τον εκφράζει, όχι «σαν έμετο», αλλά με τρόπο που διασφαλίζει τον αυτοσεβασμό του και το σεβασμό στο πρόσωπο του συνομιλητή του.

Και συνεχίζει ο Άγιος Ιωάννης: «Όπως ο πυρετός του σώματος είναι μεν ένας κατ’ ουσίαν, αλλά έχει πολλές αφορμές που τον δημιουργούν, έτσι και η εμφάνισις και η έξαψις του θυμού, καθώς βέβαια και των άλλων παθών μας, οφείλονται σε πολλές και διάφορες αιτίες. Γι’ αυτό και είναι αδύνατο να ορίσωμε τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσεώς των. Έχω δε την γνώμη ότι ο τρόπος της θεραπείας πρέπει να επαφίεται περισσότερο στην επιμέλεια και στη φροντίδα των ίδιων των ασθενών. Η δε αρχή της θεραπείας θα είναι να γνωρίσει ο ασθενής την αιτία του πόνου και της οδύνης του. Και εφ’ όσον ευρεθή η αιτία, τότε εμείς που ασθενούμε θα πάρωμε την κατάλληλη αλοιφή από την πρόνοια του Θεού και τους πνευματικούς ιατρούς μας».

Η αναγνώριση του θυμού ως ωφέλιμου συναισθήματος (αντί εξ ορισμού βλαβερού πάθους), το οποίο έχουμε να εξετάζουμε προσεκτικά, προκειμένου να ανακαλύψουμε αρχικά τα αίτια που το προκαλούν και στη συνέχεια, συν Θεω, τη θεραπεία τους, ήταν μια αποκάλυψη για τον κ. Σταμάτη και ταυτόχρονα δυνατότητα να αρχίσει, σταδιακά, να δεσμεύεται με νέους όρους απέναντι στον εαυτό του, στον πατρικό του ρόλο, στη σχέση με την πρώην σύζυγό του, αλλά και με τους ανθρώπους γενικότερα στη ζωή του.

 Η αποκατάσταση των συναισθημάτων στην αρχική τους θέση και με τον ορισμένο από το Θεό προορισμό τους, σε συνδυασμό με την ικανότητα διαφοροποίησης της προσωπικής αδυναμίας από τις αρετές της πίστης μας, φέρνουν στο νου μου την έννοια της αυθεντικότητας, όπως αναφέρεται σε μια ομιλία του επισκόπου Νικολάου (Μεσογαίας και Λαυρεωτικής), ο οποίος είχε πει: «η αυθεντικότητα βοηθεί το χριστιανό να λειτουργεί διαρκώς στο μεθόριο Θεού και ανθρώπου, της λογικής και του μυστηρίου, της θεϊκής αγάπης και του ανθρώπινου πόνου, της ελευθερίας και της υπακοής».

 (Oμιλία στο 5ο Συνέδριο Ορθόδοξων Ψυχοθεραπευτών / Βόλος, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012)