«Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις»
27 Οκτωβρίου 2012Το ποιήμα που ακολουθεί είναι του Μικρασιάτη Γιώργου Σεφέρη και σύμφωνα με τον Πέτρο Μεχτίδη περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την περιοχή και τα τραγικά γεγονότα του 1922.
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα: πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί.
Κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά,
κάποτε δεν τα βρίσκει. Το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια.
Οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ αηδόνι, μήτε για τον κορυδαλλό,
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
Ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα.
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας, αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν,
μ’ εκείνους που έφυγαν,
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά από σπίτια.
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά,
σα σταματήσω. Ακόμη,
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο, χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδυνήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να’ ρθει, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να’ ρθει να μ’ αποχαιρετήσει.
Ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη, βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη, Ρόδο, Συρακούσες, Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα:
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω από τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα,
σαν τα γυμνώσεις.