Εσχατολογικές πλάνες των Πεντηκοστιανών [Β]

9 Νοεμβρίου 2012

Η επταετία του Αντιχρίστου και η μεγάλη θλίψη

Μία δεύτερη επί μέρους εσχατολογική πλάνη των Πεντηκοστιανών είναι η διδασκαλία τους η σχετική με την επταετή κυριαρχία επάνω στη γη του Αντιχρίστου. Διδάσκουν ότι όταν ο Χριστός αρπάξη την Εκκλησία του, για να την φυλάγη κάπου στα μεσούρανα, τότε θα φύγη από τη γη το Άγιο Πνεύμα και έτσι θα ανοιχθή ο δρόμος για την έλευση του Αντιχρίστου, ο οποίος θα κυριαρχήση επί επτά χρόνια. Για μεν την πρωτάκουστη θεωρία της φυγής του Αγίου Πνεύματος στηρίζονται στον αινιγματικό λόγο του αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς, «Και γαρ το κατέχον οίδατε…Το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται»[36], ενώ τον επίσης καινοφανή ισχυρισμό τους για την επταετή κυριαρχία του Αντιχρίστου τον συμπεραίνουν εντελώς αυθαίρετα από την την γνωστή προφητεία των 70 εβδομάδων του προφήτου Δανιήλ[37].  Υποστηρίζουν ακόμη ότι κατά την περίοδο αυτή θα συμβούν διάφορια γεγονότα, όπως, η εγκατάσταση του Αντιχρίστου στον Ναό του Σολομώντος, τον οποίο θα ξανακτίσουν οι Εβραίοι, η επανασύσταση του Μωσαϊκού Νόμου και της νομικής λατρείας, η συνέχιση της αναγέννησης των ανθρώπων με την καθοδήγηση κάποιων ποιμένων, το σφράγισμα με τον αριθμό 666 όσων δηλώσουν υποταγή στον Αντίχριστο και οι διωγμοί όσων αρνούνται να λάβουν το σφράγισμα, η μεγάλη θλίψη των πιστών, η οποία θα προέλθη από κλιματολογικές και γαιολογικές καταστροφές και από τον μαρτυρικό θάνατο όσων αρνούνται να προσκυνήσουν την εικόνα του Αντιχρίστου, που θα γίνουν και οι Άγιοι της επταετίας, η επιστροφή των Ισραηλιτών στον Χριστό, από τους οποίους οι 144 χιλιάδες θα γίνουν άγιοι και στο τέλος η τέλεση των γάμων του αρνίου και της νύμφης.

Όλη αυτή η εφευρηματική ανθρώπινη κατασκευή για για την επταετή κυριαρχία του Αντιχρίστου εγείρει πολλά εύλογα και αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία έχει καταγράψει στο βιβλίο του ο κ. Κόκορης, όπως:

-Γιατί να αναστηθούν οι νεκροί και να αρπαχθούν, εφ’ όσον ως νεκροί δεν κινδυνεύουν από τους διωγμούς του Αντιχρίστου; Και γιατί να αναστηθούν μόνον οι πιστοί της Καινής Διαθήκης και όχι οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης;

-Τι θα αναγκάση το Άγιο Πνεύμα να φύγη από τη γη, ώστε να ανοιχθή ο κλειστός μέχρι τότε δρόμος για τον ερχομό του Αντιχρίστου; Και πως η υπόθεση αυτή συμβιβάζεται με την υπόσχεση του Χριστού ότι με την παράκλησή του ο Πατήρ θα δώση στους μαθητές του τον άλλον Παράκλητον, για να μένη μαζί τους εις τον αιώνα (Ιω.14,16);

-Αφού θα φύγη το Άγιο Πνεύμα από τη γη, πως θα αναγεννούνται οι άνθρωποι χωρίς αυτό; Πως θα βαπτίζονται στο Άγιο Πνεύμα και πως θα λαμβάνουν τα χαρίσματα (γλωσσολαλία, προφητεία κλπ);

-Εφ’ όσον μέχρι το τέλος της κυριαρχίας του Αντιχρίστου δεν θα έχουν αναστηθεί οι άγιοι της Π. Διαθήκης και οι άγιοι της επταετίας του Αντιχρίστου και δεν θα ευρίσκονται στην ηρπαγμένη εκκλησία, πως θα γίνουν οι γάμοι του Αρνίου με την Νύμφη; Δεν θα συμμετέχουν όλοι οι πιστοί σ’ αυτούς τους γάμους;

Αξίζει επί πλέον να σημειώσουμε ότι «το κατέχον»  και «ο κατέχων» του Β  Θεσ. 2,6 μόνον με ερμηνευτική και θεολογική αυθαιρεσία μπορούν να ταυτιστούν με το Άγιο Πνεύμα, πολύ δε περισσότερο να εξαχθή από την αναφορά τους το συμπέρασμα ότι το Άγιο Πνεύμα θα εγκαταλείψη τον κόσμο. Αν και από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια προτάθηκε μία τέτοια ερμηνεία, αυτή απορρίφθηκε και έγινε αποδεκτή η ερμηνεία του Αγίου Χρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία «το κατέχον» είναι η Ρωμαϊκή εξουσία, που εκφράζεται με την Σύγκλητο, και «ο κατέχων» ο ρωμαίος αυτοκράτορας των ημερών εκείνων, ο Κλαύδιος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Νέρων. Ο τελευταίος είναι εκείνος «ο οποίος αποδυνάμωσε την Σύγκλητο, δηλαδή ‘το κατέχον’ και ανακήρυξε τον εαυτό του απόλυτο δικτάτορα. Στο πρόσωπο αυτό, που η ιστορία το ζωγραφίζει με τα μελανώτερα χρώματα, βλέπουμε πράγματι να επαληθεύονται όλα εκείνα τα στοιχεία, που ο απόστολος Παύλος προφήτευσε ως γνωρίσματα του Αντιχρίστου»[38].

Εντελώς  αυθαίρετος και παντελώς αστήρικτος, επίσης, είναι ο ισχυρισμός των Πεντηκοστιανών ότι η επταετής διάρκεια της εξουσίας του Αντιχρίστου προκύπτει από την γνωστή προφητεία του Δανιήλ για τις 70 εδομάδες, από τις οποίες η τελευταία, κατ’ αυτούς, αναφέρεται στην επτάχρονη κυριαρχία του Αντιχρίστου. Όλη η ερμηνευτική εκκλησιαστική παράδοση συμφωνεί ότι η προφητεία αυτή αφορά όχι στον χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας, η οποία είναι μαρτυρημένα άγνωστη, αλλά στην Πρώτη Παρουσία του Χριστού και ιδιαίτερα στην σταυρική του Θυσία[39].

 Η χιλιετής επί της γης Βασιλεία του Χριστού

Μία τρίτη εσχατολογική πλάνη των Πεντηκοστιανών είναι εκείνη για την χιλιετή επί της γης βασιλεία του Χριστού, η οποία σε μας είναι γνωστή περισσότερο ως διδασκαλία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, από όπου εκείνοι έλαβαν και το όνομα Χιλιασταί. Όμως την ίδια πλανεμένη πίστη πρεσβεύουν και άλλοι αιρετικοί, μεταξύ των οποίων και οι Πεντηκοστιανοί. Έχοντας ως βάση κυρίως το 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως του ευαγγελιστού Ιωάννου οι Πεντηκοστιανοί συμπληρώνουν το εσχατολογικό τους σενάριο με την χιλιετή βασιλεία του Χριστού. Ο Χριστός, μετά την αρπαγή της εκκλησίας και την παραμονή μαζί της κάπου στα μεσούρανα κατά την περίοδο της επταετίας του Αντιχρίστου, αντί να πορευθή προς τον πατέρα του στον ουρανό, θα έλθη στη γη – και αυτή θα είναι η Δευτέρα Παρουσία του – θα εγκαταστήση τον θρόνο του στην Ιερουσαλήμ, που θα γίνη η πρωτεύουσά του, και θα βασιλεύση επάνω στη γη ως απόλυτος κυρίαρχος για χίλια χρόνια. Σ’ αυτήν την Βασιλεία θα περάσουν όσοι πιστοί επιζήσουν από τους διωγμούς του Αντιχρίστου, καθώς και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, που τότε θα αναστηθούν. Οι υπήκοοι της χιλιετούς Βασιλείας θα ζουν με κάθε άνεση και χωρίς θλίψεις τη φυσική ζωή. Θα τρώνε, θα πίνουν, θα τεκνοποιούν, θα πεθαίνουν. «Ο φυσικός κόσμος θα μεταμορφωθή. Το κλίμα θα είναι ιδανικό. Τα άγρια θηρία θα εξημερωθούν. Η διάρκεια της ζωής θα είναι μεγαλύτερη. Τα δένδρα θα εξασφαλίζουν τροφή και φάρμακα (Ησ. 30,23)». Τότε δεν θα ισχύη το Ευαγγέλιο, διότι η περίοδος της χάριτος θα έχη λήξη. Ο Χριστός θα κυβερνά «εν ράβδω σιδηρά» (Ψαλμ. 2,9). Δηλαδή θα τιμωρή αμείλικτα κάθε παραβάτη. Επίσης ο διάβολος θα είναι δεμένος και το Άγιο Πνεύμα δεν θα είναι παρόν. Στο τέλος της Βασιλείας αυτής ο Χριστός θα αναστήση και όλους τους κακούς και ασεβείς, για να τους οδηγήση στην κόλαση[40].

Η ρίζα της χιλιαστικής πλάνης στους Πεντηκοστιανούς, εκτός από τους μύχιους πόθους των εμπνευστών και των οπαδών τους για απαλλαγή από κάθε δυσκολία στον παρόντα βίο, για κυριαρχία και για απόλαυση υλικών αγαθών, ευρίσκεται και στην αδυναμία τους να κατανοήσουν ότι πολλές φορές στις Άγιες Γραφές οι εικόνες και οι αριθμοί έχουν συμβολικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα δε στο βιβλίο της Αποκαλύψεως. Όπως ερμηνεύουν οι άγιοι πατέρες, τα χίλια έτη δεν εννοούνται κυριολεκτικά. Αντίθετα, δηλώνουν το τέλειο, το ολοκληρωμένο. Σε τελική ανάλυση τα χίλια έτη είναι το άλλο όνομα της αιώνιας ζωής, της Βασιλείας του Θεού, της ζωής του πιστού μέσα στην Εκκλησία.

Η αιώνια ζωή η Βασιλεία των ουρανών ως κατάσταση, που δημιουργείται με τις άκτιστες ενέργειές του Θεού, είναι τέλεια, ολοκληρωμένη. Όμως η συμμετοχή των πιστών σ’ αυτήν γίνεται σταδιακά. Στο πρώτο στάδιο συμμετέχουν με την άφεση των αμαρτιών, την υιοθεσία και τις άλλες πνευματικές ευλογίες, που απολαμβάνουν μετά το βάπτισμα μέσα στην Εκκλησία, όσο βρίσκονται στον παρόντα βίο, αλλά με τον κίνδυνο, εάν δεν προσέξουν, να χάσουν τις ευλογίες αυτές. Στο δεύτερο στάδιο, μετά τον θάνατο, οι πιστοί γεύονται τις ευλογίες της Βασιλεία του Θεού, χωρίς τον κίνδυνο της έκπτωσης, αλλά μόνον με την ψυχή, χωρίς το σώμα. Και στο τρίτο στάδιο, μετά την ανάσταση των σωμάτων συμμετέχουν στην αιώνια ζωή για πάντα και με πληρότητα με την ψυχή και το σώμα μαζί[41].  Με τα χίλια έτη, λοιπόν, εκφράζεται η ολοκληρωμένη αιώνια ζωή στο πρώτο στάδιο συμμετοχής των πιστών σ’ αυτήν. Έτσι κατανοείται η πρώτη ανάσταση ως ανάσταση από τα πάθη και ζωή μέσα στη θεία χάρη της Εκκλησίας κατά τον παρόντα βίο, η δεύτερη ανάσταση ως βίωση της παρουσίας του Θεού ως ενδόξου φωτός με την ανάσταση των σωμάτων κατά την Δευτέρα Παρουσία, ο πρώτος θάνατος ως προσωρινή στέρηση της θείας χάριτος με την έκπτωση στον παρόντα βίο και ο δεύτερος θάνατος ως μόνιμη βίωση από τον αμετανόητο αμαρτωλό της παρουσίας Θεού ως πυρός κατακαίοντος μετά τον φυσικό θάνατο και την Τελική Κρίση.

Οι Πεντηκοστιανοί όμως οπλισμένοι μόνον με τα φυσικά ανθρώπινα χαρίσματα και στερημένοι των πνευματικών χαρισμάτων δεν μπορούν να αντιληφθούν τις πνευματικές αυτές πραγματικότητες των ακτίστων ενεργειών του Θεού, με αποτέλεσμα να παραμένουν προσκολλημένοι στο γράμμα και στους φυσικούς αριθμούς και να πλάθουν μυθώδεις ιστορίες για βασίλεια, που οι ίδιοι ονειρεύονται.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι εσχατολογικές πλάνες των Πεντηκοστιανών αποτελούν μόνον μία ομάδα από το σύνολο των πλανεμένων δογμάτων τους, που καλύπτουν όλο το φάσμα των αποκεκαλυμμένων αληθειών της Πίστεως. Ειδικά για τα έσχατα οι Πεντηκοστιανοί εμφορούνται από «την απόλυτη καλβινιστική αιτιοκρατία, που διακηρύττει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάση στη σωτηρία του με άλλον τρόπο, εκτός από το να τοποθετήση τον εαυτό του μέσα στην συγκεκριμένη αυτή ‘εκκλησία των σεσωσμένων’, η οποία πρόκειται να αρπαχθή από τον κόσμο, για να αποφύγουν οι πιστοί τις θλίψεις και τους διωγμούς του Αντιχρίστου»[42].

Η Ορθόδοξη θεολογία αντιτίθεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει τις εσχατολογικές δοξασίες των Πεντηκοστιανών, «όχι μόνον διότι η συλλογιστική τους είναι σαθρή και η εξήγησή τους αφελής, αλλά πρωτίστως διότι οι δοξασίες αυτές είναι θεραπευτικά λανθασμένες. Αντί να θεραπεύσουν τον αλαζονικό νου του ανθρώπου και την γεμάτη ιδιοτέλεια καρδιά του, αυτές απλώς επιδένουν το βαθύ τραύμα με τις αποστειρωμένες γάζες της απάτης»[43], ώστε τελικά να στερούν από τους οπαδούς τους, που κι αυτοί είναι πλάσματα του Θεού, την ζωντανή ελπίδα για την αιωνιότητα.

36. Β  Θεσ. 2,6-7

37. Δαν. 9,24-27

38. Στέργιου Σάκκου, Ο αντίχριστος και το 666, σσ. 47-50

39. Βλ. π. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄ , τ.16, σσ. 124-132

40. Δημ. Κόκορη, Πεντηκοστιανισμός, σσ. 246-252

41.Βλ. Στέργιου Σάκκου, Πολυγραφημένα Μαθήματα στην Αποκάλυψη, Μάθημα 42 (Απ. 20,1-10)

42. π. Αλεξίου Καρακαλλινού, Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν, σ. 248

43. π. Αλεξίου Καρακαλλινού, Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν, σ. 252