Εσχατολογικές πλάνες των Πεντηκοστιανών [Α]

2 Νοεμβρίου 2012

Εσχατολογικές πλάνες των Πεντηκοστιανών στο φως της Ορθοδοξίας 

Θα ήθελα εξ αρχής να επισημάνω μία δυσκολία  στην διαπραγμάτευση του θέματος, που μου έχει ανατεθεί, και αυτή έχει σχέση με την εύρεση αποκρυσταλλωμένων δογματικών θέσεων των Πεντηκοστιανών. Είναι πάγια η συνήθειά τους να μην δημοσιεύουν την δογματική τους διδασκαλία σε συγκροτημένα εγχειρίδια, αλλά να αρκούνται μόνο σε μία γενική ομολογία πίστεως και σε διάσπαρτες σχετικές αναφορές στους λόγους και στα άρθρα των εντύπων τους. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, εκμεταλλευόμενοι την άκρατη δογματική σχετικοκρατία της εποχής μας, ισχυρίζονται πως οι ίδιοι είναι «μη δογματικοί», πως τάχα δεν έχουν δόγματα, αλλά αρκούνται στα όσα είναι γραμμένα στις Άγιες Γραφές.

Στην πραγματικότητα όμως έχουν τα δικά τους δόγματα και τα υποστηρίζουν επίμονα, για να περιχαρακώσουν την αιρετική τους Ομολογία και να διατηρήσουν στα μέλη τους ζωντανή την συνείδηση για την ξεχωριστή τους ταυτότητα1. Με αυτές τις προϋποθέσεις εμείς είμαστε αναγκασμένοι να συλλέξουμε από τις διάσπαρτες πληροφορίες τα απαραίτητα στοιχεία και να καταγράψουμε κάπως συστηματικά τις δογματικές θέσεις των Πεντηκοστιανών για τα έσχατα, οι οποίες παρουσιάζουν και μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις από ομάδα σε ομάδα, και να επισημάνουμε τις πλάνες τους, για να τις θέσουμε κάτω από το φως της παραδεδομένης θεολογίας της μιας Εκκλησίας.

ΒΑΣΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ

Η πρώτη και βασική πλάνη των Πεντηκοστιανών για τα έσχατα έχει σχέση με αυτήν την ταυτότητα των εσχάτων και τον τρόπο προσεγγίσεώς τους. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε, όταν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως, Πως βλέπουν τα έσχατα οι Πεντηκοστιανοί; Πως τα περιγράφουν; Πως τα ερμηνεύουν; Τι είναι τελικά τα έσχατα για τους Πεντηκοστιανούς; Από την προσεκτική μελέτη των λόγων τους και των κειμένων τους διαπιστώνουμε ότι:

Α. Όλες οι αναφορές τους σε γενικά και επί μέρους ζητήματα των εσχάτων τα εμφανίζουν απογυμνωμένα από το θεολογικό μυστήριο. Παρακολουθώντας κάποιος τα όσα  σχετικά με τα έσχατα λέγουν και γράφουν, εύκολα σχηματίζει την εντύπωση ότι πρόκειται για απλοποιημένα ενδοκοσμικά και ανθρωποκεντρικά σενάρια, στηριγμένα σε παρεμηνευμένες βιβλικές περικοπές και εμπλουτισμένα με πολύ ανθρώπινη φαντασία, χωρίς καμμία αίσθηση του μυστηρίου.

Συνοπτικά διδάσκουν2: ότι σύντομα για τον καιρό μας ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος αναλήφθηκε στους ουρανούς, θα έλθη στον κόσμο μας, για να αρπάξη την εκκλησία του, δηλαδή τους πιστούς κεκοιμημένους μόνον της Καινής Διαθήκης και τους ζώντες πιστούς της αληθινής εκκλησίας, δηλαδή τους αναγενημένους και βαπτισμένους στο άγιο Πνεύμα Πεντηκοστιανούς. Όλοι αυτοί θα σταθούν στο Βήμα της Κρίσεως του Θεού, για να προσδιορισθή ο βαθμός της ανταμοιβής, που θα λάβουν. Αμέσως μετά θα φύγη το άγιο Πνεύμα από τον κόσμο, με αποτέλεσμα να είναι ανεμπόδιστη η είσοδος στον κόσμο του Αντιχρίστου, ο οποίος θα επικρατήση και θα κυριαρχήση για επτά χρόνια. Σ’ αυτή την περίοδο επάνω στη γη θα γίνη η μεγάλη Θλίψη. Στο τέλος της επταετίας του Αντιχρίστου θα αναστηθούν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης μαζί με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και όλοι όσοι μαρτύρησαν κατά την περίοδο της φοβερής επταετίας. Με την λήξη της κυριαρχίας του Αντιχρίστου ο Ιησούς Χριστός θα επανέλθη στη γη για να βασιλεύση επάνω σ’ αυτήν για χίλια χρόνια έχοντας ως πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, ενώ θα επανασυσταθή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και θα επανέλθη η ισχύς του Μωσαϊκού Νόμου. Με την λήξη της χιλιετούς βασιλείας θα αναστηθούν και όλοι οι κακοί και ασεβείς, για να κριθούν και να κατακριθούν. Αυτή θα είναι η Κρίση του Μεγάλου λευκού Θρόνου, διαφορετική από την κρίση του Βήματος του Χριστού. Σχετικά με την αιώνια ζωή, τον παράδεισο και την κόλαση οι Πεντηκοστιανοί απλώς αναφέρονται σ’ αυτά ως βιβλικές μαρτυρίες, χωρίς τουλάχιστον φαινομενικά να εξηγούν πως τα αντιλαμβάνονται.

Όλες οι λεπτομέρειες του εσχατολογικού σεναρίου κατοχυρώνονται από τους Πεντηκοστιανούς με την παράθεση πολλών αγιογραφικών χωρίων, τα οποία ερμηνεύουν οι ίδιοι, παραβλέποντας τελείως την ερμηνευτική παράδοση των είκοσι περίπου αιώνων.  Ωσάν να ήσαν οι πρώτοι και οι μόνοι που χρησιμοποιούν την Αγία Γραφή! Από αυτήν και μόνη τη δομή του σεναρίου και έχοντας υπ’ όψιν μας την μακραίωνη ερμηνευτική παράδοση της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, μπορούμε να αντιληφθούμε μαζί με τα λογικά παράδοξα, τις αντιφάσεις και τις αναντιστοιχίες των γεγονότων, τις αντιβιβλικές θέσεις, και αυτή την αίσθηση της απουσίας μυστηρίου. Είναι ολοφάνερο ότι το σενάριο των Πεντηκοστιανών για τα έσχατα δομείται με βάση, όχι την μυστηριακή αποκάλυψη του Θεού, αλλά την ανθρώπινη σκέψη, και αυτήν επηρεασμένη από την ανθρωποκεντρική Δυτική λογική, ιδιαίτερα αυτήν των προτεσταντών, από όπου έλκουν την «πνευματική» τους καταγωγή.

Λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψιν μας ότι τα αγιογραφικά χωρία, τα οποία αναφέρονται στην αιώνια βασιλεία του Θεού, στον παράδεισο και στην κόλαση, εκείνοι τα χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την χιλιετή επί της γης βασιλεία του Χριστού, και ότι τις εικόνες και τους αριθμούς, που αναφέρονται σε υπερφυσικά γεγονότα, τα εκλαμβάνουν ως φυσικά μεγέθη3, κατανοούμε καλύτερα πως απογυμνώνουν τα έσχατα από την αίσθηση του μυστηρίου. Επί πλέον με τον όλο τρόπο σκέψεως δείχνουν ότι δεν έχουν ούτε υπόνοια ότι τα έσχατα, ο παράδεισος και η κόλαση, αποτελούν κατάσταση, που δημιουργείται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού και διαφοροποιείται από την θετική η αρνητική στάση του ανθρώπου. Εκλαμβάνουν τα έσχατα πάντοτε ως κτιστή πραγματικότητα, με αποτέλεσμα η προσέγγισή τους να είναι εκ βάσεως τελείως λανθασμένη, πλανεμένη.

Σε άκρα αντίθεση με τις ενδοκοσμικές και λογοκρατούμενες αντιλήψεις και θεωρίες των Πεντηκοστιανών για τα έσχατα, η Ορθόδοξη θεολογία των θεωμένων αγίων πατέρων της Εκκλησίας προσεγγγίζει αυτά ως αποκεκαλυμμένο μυστήριο. Είναι συνήθης ο χαρακτηρισμός των επί μέρους εσχατολογικών γεγονότων ως μυστηρίων από αυτούς τους συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Η Βασιλεία του Θεού αποκαλύπτεται ως σειρά μυστηρίων4. Τα σχετικά με την εμφάνιση του Αντιχρίστου και όσα θα συμβούν κατά την Δευτέρα παρουσία του Χριστού παραδίδονται από τον απόστολο Παύλο ως μυστήριο5. Αλλά και εσχατολογικά γεγονότα που περιγράφονται στην Αποκάλυψη του ευαγγελιστού Ιωάννου έχουν το όνομα μυστήριον6. Είναι δε ιδιαίτερα διαφωτιστική η αποκαλυπτική εμπειρία του αποστόλου Παύλου, ο οποίος «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι»7. Για την Ορθόδοξη Θεολογία η κατάσταση των εσχάτων είναι πραγματικότητα που δημιουργείται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού8 και ανάλογα με την θετική η αρνητική στάση του ανθρώπου. Όμως οι Πεντηκοστιανοί ούτε καν υποπτεύονται την ύπαρξη ακτίστων ενεργειών του Θεού.

Β. Οι Πεντηκοστιανοί προσεγγίζουν τα έσχατα ανεξάρτητα από τα άλλα γεγονότα της θείας Οικονομίας και από την παραδεδομένη εκκλησιαστική τους ερμηνεία. Στο αυτόνομο και ανεξάρτητο σενάριό τους για τα έσχατα, όπως το αναφέραμε παραπάνω, δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την βιβλική Θεολογία, κοσμολογία, ανθρωπολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, σωτηριολογία και εκκλησιολογία. Στους λόγους τους για τα έσχατα δεν βρίσκει κανείς κάποια αναφορά για την σύνδεσή τους μὲ τα παραπάνω γεγονότα. Βέβαια οι αιρετικές τους αντιλήψεις για την ερμηνεία των γεγονότων αυτών της θείας Οικονομίας υπάρχουν πάντοτε ως υπόβαθρο, όταν διαμορφώνουν τις θέσεις τους για τα έσχατα. Ο ανεξαρτητοποιημένος αυτός τρόπος προσεγγίσεως των εσχάτων από τους Πεντηκοστιανούς έρχεται σε αντίθεση με την μέθοδο της Ορθοδόξου Θεολογίας, η οποία εξετάζει τα έσχατα σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα γεγονότα της θείας Οικονομίας και τα εντάσσει όλα σε ένα ενιαίο και αρμονικό όλον.

Η χριστιανική εσχατολογία μπορεί να κατανοηθή από την ορθή  περί της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου διδασκαλία. Η δημιουργία του ανθρώπου  «κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν»9 και η τοποθέτησή του μέσα στον παράδεισο του Θεού10 μας οδηγεί να προσδιορίσουμε τα έσχατα ως ανακαίνιση της κτίσεως και ως κατάσταση ομοιώσεως του ανθρώπου με τον Θεό11. Το ίδιο συμβαίνει και με την Χριστολογία και την σωτηριολογία. Η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού με σκοπό την θέωση του ανθρώπου, όπως συμπεραίνουν από βιβλικές μαρτυρίες οι άγιοι Ειρηναίος και Αθανάσιος12, μας οδηγεί πάλι στην ίδια κατεύθυνση13. Έσχατα σε τελική ανάλυση για τους αγίους πατέρες είναι η ολοκλήρωση της σωτηρίας14. Η Ορθόδοξη θεολογία παραλαμβάνει και παραδίδει ένα Θεό αυθύπαρκτο, αναλλοίωτο και με κύριο γνώρισμα την αγάπη. Έτσι μορούμε να προσεγγίσουμε τα έσχατα ως εσχάτη αποκάλυψη της αναλλοίωτης αγάπης του Θεού, η οποία για μεν τους δικαίους και μετανοημένους θα είναι δοξαστική, για δε τους αμετανοήτους κολαστική15. Από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία μαθαίνουμε ότι τα έσχατα είναι το πλήρωμα του εκκλησιαστικού σώματος, όπως θαυμάσια το εκφράζει ο άγιος Χρυσόστομος, «Τότε πληρούται η Κεφαλή, τότε τέλειον σώμα γίνεται, όταν ομού πάντες ώμεν συνημμένοι και συγκεκολλημένοι»16. Τέλος, με την βοήθεια της Ορθόδοξης Πνευματολογίας αντιλαμβανόμαστε ότι με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος δίδεται η δυνατότητα της συμμετοχής των μελών της Εκκλησίας στα έσχατα.

Οι Πεντηκοστιανοί όμως, αγνοώντας η υποτιμώντας την παραδεδομένη Ορθόδοξη θεολογία και θεολογώντας όχι «αλιευτικώς», αλλά «αριστοτελικώς»17, αδυνατούν να προσεγγίσουν τα έσχατα στην ουσία τους και να τα αντιληφθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις. Κι αυτό συμβαίνει περισσότερο, διότι αδυνατούν να βιώσουν τα έσχατα στον παρόντα βίο. Αφ’ ενός μεν τα βλέπουν όλα μελλοντικά, αφ’ ετέρου δε στερούνται της αληθινής λατρευτικής μυστηριακής ζωής. Όλα τα εσχατολογικά τους σενάρια ομιλούν μόνον για το μέλλον, χωρίς καμμία πραγματική σύνδεση των εσχάτων με το παρόν και χωρίς καμμία δυνατότητα των ιδίων να τα βιώσουν στο παρόν, εφ’ όσον είναι ανύπαρκτη  γι αυτούς η αληθινή μυστηριακή λατρεία. Όμως για την Ορθόδοξη θεολογία τα έσχατα αποτελούν ολοκληρωμένη πραγματικότητα ήδη υπάρχουσα. Κατά τον άγιο Χρυσόστομο τα έσχατα είναι «το όλον», «το παν», «τα ουράνια πράγματα τα πάσης μεταβολής ανώτερα»18, τα οποία δεν είναι άλλο παρά η βασιλεία του Θεού, την οποία μας βεβαιώνει ότι έχουμε από αυτόν τον βίο. «Ώστε εντεύθεν ήδη την βασιλείαν έχεις, αν ευδοκιμής…»19. Αυτή την εσχατολογική πραγματικότητα την βιώνουμε στο παρόν ως μέλη του ενός σώματος της Εκκλησίας, στο οποίο μετέχουν «οι πανταχού της οικουμένης και όντες και γενόμενοι και εσόμενοι»20 και ιδιαίτερα στη Θεία Λειτουργία, στην οποία ομολογούμε, απευθυνόμενοι στον ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού, «Συ… ουκ απέστης πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγες και την βασιλείαν σου εχαρίσω την μέλλουσαν»21.  Το ‘ανήγαγες’ καό εχαρίσω’ χρησιμοποιείούνται σε χρόνο αόριστο. Ήδη έχουμε λάβει και βιώνουμε τα έσχατα ως δεδομένο δώρο του Θεού, καθόσον με την ανάληψη του Θεανθρώπου η ανθρωπίνη φύση μας ευρίσκεται στα δεξιά του θρόνου του Θεού.

ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ

Ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε κάποιες επί μέρους εσχατολογικές πλάνες των Πεντηκοστιανών. Μία από αυτές ευρίσκεται στο κυρίαρχο εσχατολογικό τους δόγμα για την αρπαγή της Εκκλησίας.

Η αρπαγή της Εκκλησίας

Οι Πεντηκοστιανοί απομονώνουν μία λεπτομέρεια από την αποκαλυπτική περιγραφή του αποστόλου Παύλου για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και την ανάγουν σε ανεξάρτητο εσχατολογικό γεγονός και κυρίαρχο δόγμα της πίστεώς τους. Αναφερόμενος στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ο απόστολος Παύλος γράφει στους Θεσσαλονικείς: «ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον, έπειτα εμείς οι ζώντες οι περιλοιπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα»22.

 Στηριγμένοι στην απομονωμένη αυτή λεπτομέρεια της όλης περιγραφής, οι Πεντηκοστιανοί δημιουργούν με την φαντασία τους και με την επιστράτευση άλλων παρερμηνευμένων βιβλικών χωρίων23 την περί αρπαγής της εκκλησίας δογματική τους διδασκαλία. Συσχετίζουν την αρπαγή αυτή με προφητείες των αγίων Γραφών και με σύγχρονα ιστορικά γεγονότα.  Αποκόπτουν ακόμη την «αρπαγή» από την μοναδική Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και την τελική Κρίση του κόσμου, με τα οποία γεγονότα αυτή συνδέεται άμεσα στα βιβλικά κείμενα24. Παρεμβάλλουν αυθαίρετα ανάμεσα στην θεωρούμενη αρπαγή και στα αποκεκαλυμμένα αυτά γεγονότα την «επταετή» κυριαρχία επί της γης του Αντιχρίστου με την μεγάλη θλίψη των πιστών και την επίγεια χιλιετή βασιλεία του Χριστού. Επί πλέον τοποθετούν τα γεγονότα αυτά στο προσεχές για μας μέλλον. Απαξιώνοντας όλη την ερμηνευτική παράδοση πολλών αιώνων, στην οποία κανένα έρεισμα για τέτοιου είδους αρπαγή δεν υπάρχει, επιμένουν να διαλαλούν την πρωτοφανή θεωρία τους. Παράδειγμα η παλαιότερη αποστροφή του λόγου τους: «Να μια εικόνα των πραγμάτων. Σήμερα έχουμε 1990. Τα σημεία των καιρών και οι περισσότερες προφητείες της Βίβλου έχουν εκπληρωθεί. Ο Κύριος είναι έτοιμος να κατεβεί στη γη. Πρώτα όμως πριν κατεβεί στη γη θα σαλπίσει και θα μαζέψει στον αέρα όλους τους πιστούς για να μη βρεθούν στα δεινά και στις μεγάλες καταστροφές που θα γίνουν στη βασιλεία του Αντιχρίστου»25.

Η δικαιολογία ότι η αρπαγή θα γίνη για να απαλλαχθούν οι πιστοί από τις θλίψεις και τους διωγμούς του Αντιχρίστου δεν έχει βάση σε κανένα από τα αναφερόμενα χωρία. Ακόμη και αυτός ο λόγος του Χριστού, όπως τον διασώζει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «Αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρώ δεόμενοι ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του Υιού του ανθρώπου»26, δεν επιτρέπει τέτοιο συμπέρασμα, διότι συνδέει τα μέλοντα να συμβούν με την περίοδο από την εποχή των Αποστόλων μέχρι την τελική Κρίση και όχι με την υποτιθέμενη «αρπαγή». Το ίδιο ισχύει και με τον άλλο λόγο του αποστόλου Πέτρου, «Ήξει δε η ημέρα ως κλέπτης εν νυκτί»27. Κι αυτό γίνεται φανερό από την ανάγνωση ολοκλήρου του χωρίου, το οποίο οι Πεντηκοστιανοί παραθέτουν πάντοτε κολοβωμένο και ερμηνευμένο με φανταστικές δικές τους προεκτάσεις28. Ολόκληρο το χωρίο έχει ως εξής: «Ήξει η ημέρα ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία καυσούμενα λυθήσονται και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται». Η καταστροφή του παρόντος κόσμου κατά την ημέρα αυτή αποκλείει την συνέχεια του ερχομού του Αντιχρίστου και της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη, και επομένως έχει σχέση με την ημέρα της τελικής κρίσεως και όχι με την αρπαγή, όπως την εννοούν οι Πεντηκοστιανοί.

Επί πλέον η δικαιολογία αυτή είναι αντιβιβλική και αντίθετη με το ασκητικό και θυσιαστικό φρόνημα όλων των εκλεκτών του Θεού. Μία απλή ανάγνωση των Αγίων Γραφών είναι ικανή να μας πείση γι’ αυτό. Ο Ιησούς Χριστός προειδοποιεί τους μαθητές του για τους διωγμούς και τις θλίψεις, που τους αναμένουν: «παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και συναγωγάς..»29, «παραδώσει αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον»30, «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»31. Ο ίδιος επίσης παραγγέλλει σε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν να αρνηθούν τον εαυτό τους και να σηκώσουν τον σταυρό τους32, ενώ μακαρίζει τους δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης33. Εάν ισχύη ο παραπάνω ισχυρισμός των Πεντηκοστιανών, τότε «όσοι πιστεύουν ότι θα (και επιδιώκουν να) αρπαχθούν μακρυά από τις δοκιμασίες, δεν θα έχουν γίνει εχθροί του σταυρού του Χριστού (Φιλιπ. 3,18) και δεν θα έχουν κενώσει τον σταυρό του Χριστού (Α Κορ. 1,17);»34. Και ακόμη, τι νόημα θα είχε η διαβεβαίωση του Χριστού ότι «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται»;35

Η διδασκαλία των Πεντηκοστιανών για αρπαγή, όπως παρατηρεί ο π. Αλέξιος Καρακαλλινός είναι στην πραγματικότητα μία επέκταση της φίλαυτης πίστεώς τους ότι αυτοί δικαιούνται προνομιακή μεταχείριση από τον Θεό, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τους προφυλάξη από αρρώστειες και δυσκολίες με θαυματουργικές παρεμβάσεις. Εκπλήσσει επίσης το γεγονός ότι, με όσα ασχολούνται και υποστηρίζουν, δεν ενδιαφέρονται τόσο να αποφύγουν την αιώνια κόλαση, όσο τις εγκόσμιες θλίψεις!

  1. Βλ. «Τα δόγματα των μη δογματικών» στο βιβλίο του π. Αλεξίου Καρακαλλινού, Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν, σ. 212-220
  2. Την σχετική διδασκαλία τους αντλούμε από τα έντυπά τους (εφημερ., Χριστιανισμός, φυλλάδιο, Η Πεντηκοστή στην Ελλάδα κλπ), από απομαγνητοφωνημένες ομιλίες και από τις συλλογές του μακαριστού π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου στο βιβλίο του, Οι Πεντηκοστιανοί και η Ορθοδοξία, του Δημ. Κόκορη, στο βιβλίο του, Πεντηκοστιανισμός, αίρεση και πλάνη, και της αδ. Αντωνίας μοναχής, στο βιβλίο της, Νεοπεντηκοστιανοί στην Ελλάδα.
  3. Όπως συμβαίνει με τις περιγραφές του προφήτου Ησαïου (11,5-9), καθώς επίσης με την πόλη Ιερουσαλήμ και τους αριθμούς 7, 1000, 144.000, που αναγράφονται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως (1,12,16,20.  5,1.  8,2,6 κ. α. ).
  4. Βλ. Ματθ. 13,11. Μρκ. 4,11. Λκ. 8,10
  5. Βλ. Β΄  Θεσ. 2,7
  6. Βλ. Απ. 1,20. 10,7. 17,5
  7. Β΄  Κορ. 12,4
  8. Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Παράδεισος και κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση (www.users.uoa.gr). «Η εμπειρία του παραδείσου η της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό (π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως ‘πυρ καταναλίσκον’. Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη ‘φωτιστική’  θέα του Θεού (παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13.8: ‘ου ζητεί τα εαυτής’)».
  9. Γεν. 1,26
  10. Γεν. 2,8
  11. Β΄  Κορ. 5,17, «Ώστε ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά».
  12. Αγίου Ειρηναίου,…… Αγίου Αθανασίου, Περί ενανθρωπήσεως, 54,3,1
  13. Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, ένθ’ ανωτ.. «Σ’ αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ’ Ομιλία περί Β’ Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι  χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας . Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει:  Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα (δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται’».
  14. Βλ. Fr. Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 358-382
  15. Μητρ. Ιεροθέου, Εμπερική Δογματική κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τ. Β , σ. 479
  16. Αγ. Χρυσοστόμου, Εις Εφεσίους 3,2. PG 62,26
  17. Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Περί ειρήνης, 12. PG 35,1164
  18. Εις Εφεσίους 2,2. PG 62,19 και Εις Εφεσίους 1,1. PG 62,11
  19. Αγ. Χρυσοστόμου, Εις Β Κορινθίους 10,2. PG 61,469
  20. Αγ. Χρυσοστόμου, Εις Εφεσίους 10,1. PG 62,75
  21. Ευχή της Αγίας Αναφοράς στη Θεία Λειτουργία του Αγίου Χρυσοστόμου
  22. Α΄  Θεσ. 4,16-17
  23. Χρησιμοποιούν τα χωρία Ιω. 14,2-3, «Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν.Και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν» και  Μτθ. 24,40, «τότε δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραλαμβάνεται και ο εις αφίεται», τα οποία σαφώς αναφέρονται στην μία και μόνη Δευτέρα Παρουσία.
  24. Βλ. το 25ο κεφάλαιο από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όπου η αποκάλυψη του Χριστού για την Δευτέρα Παρουσία και την Τελική Κρίση καθώς και η Παραβολή των δέκα παρθένων. Ενδεικτικός επίσης είναι και ο αποστολικός λόγος, από την προς Εβραίους Επιστολή, «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9,27). Καταλυτικός εναντίον των απόψεων των Πεντηκοστιανών είναι και ο λόγος του Χριστού, όπως διασώζεται στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. «Αλλ’ εν εκείναις ταις ημέραις, μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται…και όψονται τον Υιόν του Θεού. Και τότε αποστελεί τους αγγέλους αυτού και επισυνάξει τους εκλεκτούς εκ των τεσσάρων ανέμων, απ’ άκρου της γης έως άκρου του ουρανού» (Μρκ. 13,24-27)
  25. Βλ. Δημ. Κοκόρη, Πεντηκοστιανισμός, σ. 212
  26. Λκ. 21,36
  27. Β΄ Πε. 3,10
  28. Βλ. Δημ. Κοκόρη, Πεντηκοστιανισμός, σ. 217, «Θέλει δε έλθει η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί (Β Πετ. 3, 10),. Θα πάρει τα πολύτιμα, όχι τα άχρηστα η τα σκουριασμένα πράγματα, αλλά το χρυσάφι, τα διαμάντια. Έτσι και ο Κύριος θα πάρει τους χριστιανούς που λάμπουν σαν τα πολύτιμα πετράδια και όχι αυτούς που ζουν μέσα στην αμαρτία η στον βίο της αμέλειας»
  29. Μτθ. 10,16-18
  30. Μτθ. 10,21-22
  31. Ιω. 16,33
  32. Μτθ. 16,24-25
  33. Μτθ. 5,4
  34. π. Αλεξίου Καρακαλλινού, Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν, σ. 251
  35. Μτθ. 24,13