Ο χριστιανισμός στην Ευρώπη του 21ου αι. Προβλήματα και προοπτικές

2 Νοεμβρίου 2012

Στον 21ον αι. πλέον, και μάλιστα σε μία εποχή όπου αναβιώνει το θρησκευτικό φαινόμενο και οι διάφορες, αμφιβόλου προελεύσεως, θρησκευτικές εμπειρίες, αναζητείται ο ρόλος του χριστιανισμού και των χριστιανών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία ιδιαιτέρως για την Ευρώπη, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι, κατά μία άποψη, η γηραιά ήπειρος θεμελιώθηκε πάνω στις αρχές της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, του ρωμαϊκού δικαίου και της χριστιανικής διδασκαλίας. Εν συνεχεία θα συζητηθούν ορισμένα χαρακτηριστικά της σύγχρονης χριστιανικής Ευρώπης που προβληματίζουν τον σκεπτόμενο, όχι μόνον χριστιανό, άνθρωπο.

Κατ’ αρχάς, ένα βασικό στοιχείο, αποτρεπτικό πολλές φορές της βιώσεως της χριστιανικής αλήθειας, αν και όχι νεοφανές, είναι η έντονη εκκοσμίκευση του χριστιανισμού η, καλύτερα, των χριστιανών, ορθοδόξων και ετεροδόξων, υπό την μορφή της πλήρους αποδοχής των συγχρόνων συνθηκών η της μινιμαλιστικής δογματικής συνειδήσεως. Εδώ επιβάλλεται να τονισθεί ότι το σχήμα «παράδοση- πρόοδος» εφαρμόζεται, εσφαλμένως επί της χριστιανικής αλήθειας, καθ’ όσον αυτή δεν είναι ιδεολόγημα, μονομερώς πολιτική ή κοινωνική διδασκαλία. Κρίνεται σκόπιμο να υπομνησθεί η τοποθέτηση του N. Berdiaeff ότι «ο χριστιανισμός οφείλει να είναι συγχρόνως ελεύθερος από τον κόσμο, επαναστατικός εν σχέσει με τον κόσμο και γερμένος μ’ αγάπη πάνω στον κόσμο» (Πνεύμα και πραγματικότητα, μετ. Αντ. Χατζηθεοδώρου, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1968, σ. 200).

Εξ άλλου, είναι ευνόητο ότι η εκκοσμικευμένη αντίληψη περί του χριστιανισμού συνδέεται με την ιδεολογικοποίησή του. Διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί στην Ευρώπη, όπως και αλλού, πολλοί από τους οποίους διαθέτουν αξιόλογη μόρφωση, βιώνουν και προβάλλουν την χριστιανική αλήθεια υπό την μορφή μιας, ακόμη, ακαδημαϊκής (φιλολογικής, αρχαιολογικής κ.α.) γνώσεως.

Παράλληλα η σύγχρονη ερμηνευτική, προσαρμοζόμενη δήθεν στις απαιτήσεις των καιρών, έχει μετατρέψει τον χριστιανισμό σε ιδεολόγημα, και μάλιστα ψυχολογικής η ψυχιατρικής υφής, που απλώς παρεμβαίνει σε σύγχρονα προβλήματα ατομικής ψυχολογίας. Αν η θρησκεία χρησιμοποιείται για να αποκαλυφθούν τα υποκειμενικά βιώματα η αν τα υποκειμενικά βιώματα χρησιμοποιούνται για να τονισθεί το θρησκευτικό βίωμα, αυτά είναι ζητήματα- εφαρμογές ενός ψυχολογισμού στον χριστιανισμό.

Προφανώς αυτή η τάση απομακρύνει τον άνθρωπο από τον χριστιανισμό ως νόημα βίου, ως οντολογική πραγματικότητα, διαφορετική οπωσδήποτε από τις διάφορες θρησκευτικές εμπειρίες η αντιλήψεις.

Επειδή τα ιστορικά και τα κοινωνικά δεδομένα έχουν άρδην μεταβληθεί, δεν μπορεί να γίνει πλέον λόγος για μία επιστροφή στην beata ignorantia του πρώιμου χριστιανισμού. Αλλά, εάν η Ευρώπη θέλει ένα χριστιανισμό κατά τα μέτρα και τις προοπτικές της, ένα εκκοσμικευμένο και ιδεολογικοποιημένο χριστιανισμό, τότε δεν αναζητεί ένα νόημα βίου. Ίσως αναζητεί απλώς ένα «ένδυμα» για να καλύψει την «πνευματική» της ένδεια.

Εάν η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, επιθυμεί ένα χριστιανισμό με ρεαλιστικό χαρακτήρα, θα πρέπει να ξεκινήσει από μία διαφορετική οντολογική αφετηρία, ήτοι την εκκλησιαστικοποίηση των χριστιανών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κατανοείται ότι ο ρεαλισμός του χριστιανισμού είναι ο ρεαλισμός της μυστηριακής ζωής που προσφέρει η Ορθοδοξία.

Γι’ αυτό και σήμερα, στην Ευρώπη του 21ου αι., η Ορθοδοξία «καλείται να δώσει απάντηση στα ερωτήματα των ετεροδόξων από το έσχατο βάθος της συνεχούς καθολικής εμπειρίας της και να προσφέρει στη δυτική ετεροδοξία όχι μία ανασκευή αλλά μία μαρτυρία και την αλήθεια της ορθοδοξίας», όπως είχε κάπου τονίσει παλαιότερα ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ευθύνη.)