Αυγουστίνος Ιππώνος (+430). Ο μέγιστος εκκλησιαστικός Πατέρας της Δύσεως

9 Δεκεμβρίου 2012

1. Ο ιερός Αυγουστίνος υπήρξε ο μέγιστος και ο πολυγραφότερος των εκκλησιαστικών πατέρων και θεολόγων της Δύσεως και τεράστιας επιδράσεως συγγραφέας στον δυτικό χριστιανισμό. Πολυτάλαντος και μεγαλοφυής, κυριάρχησε στην μεσαιωνική σκέψη (θεολογία, φιλοσοφία, μεθοδολογία), κυρίως μέχρι την εποχή (ΙΒ  – ΙΓ  αἰ.), κατά την οποία ο Αριστοτελισμός υιοθετήθηκε – στην θέση του Πλάτωνα και του Νεοπλατωνισμού – ως το απόλυτο όργανο οικοδόμησης και απόδειξης της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Βέβαια, μέσω  κυρίως των Φραγκισκανών (Bonaventura κ.α.) συνέχισε να επηρεάζει βαθιά την ρωμαιοκαθολική περισσότερο -αλλά και την προτεσταντική αργότερα- θεολογική σκέψη, ενώ κοινωνιολόγοι, πολιτειολόγοι και ιστορικοί της φιλοσοφίας ανατρέχουνε πάντοτε στα κείμενά του. Η δυτική, γενικά, θεολογία είναι αδιανόητη χωρίς την συνεχή παρουσία του Αυγουστίνου, θετικά περισσότερο αλλά και αρνητικά. Στην χριστιανική Ανατολή για αιώνες ο Αυγουστίνος έμεινε σχεδόν άγνωστος και γι’ αυτό η επίδρασή του υπήρξε μηδαμινή έως μηδενική.

2. Από το 386 περίπου έως το τέλος της ζωής του (+430) έγραψε περισσότερα από 100 έργα (εκτός από τις εκατοντάδες των Ομιλιών), με σκοπό: να απολογηθεί για την μεταστροφή του στην Εκκλησία και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητα της αποφάσεώς του αυτής˙ να καταπολεμήσει τους εθνικούς και τους Μανιχαίους, που αρχικά τον είχανε προσελκύσει˙ να ανατρέψει τους Δονατιστές και τους Πελαγιανούς, που νόθευαν την διδασκαλία της Εκκλησίας η απειλούσανε την ενότητά της˙ να οικοδομήσει τους πιστούς επιλύοντας πρακτικά προβλήματα ηθικής και πνευματικής ζωής˙ να αναλύσει και να υποστηρίξει την δογματική διδασκαλία˙ να εξηγήσει την σχέση της σώζουσας Εκκλησίας (civitas Dei) και του κοσμικού κράτους (civitas terrena) στην ιστορία˙ και να ερμηνεύσει την αγ. Γραφή.

3. Όλ’ αυτά προϋποθέτουνε συνδυασμό πολλών ενδιαφερόντων, αλλά και ικανοτήτων, θεωρητικών και πρακτικών. Στο άθλημα του συνδυασμού επιδόθηκε ο Αυγουστίνος με σχετική μόνο επιτυχία. Κυρίαρχο ρόλο στο πνεύμα του έπαιζαν τα πρακτικά ζητήματα της ζωής και πρώτιστα η σχέση της ψυχής με το ύψιστο αγαθό, τον Θεό, χάριν της μακαρίας ζωής (vita beata). Tό θέμα τούτο, με νοησιαρχικές κυρίως προϋποθέσεις, τον συγκινούσε από τα νεανικά χρόνια της θητείας στα κείμενα του Κικέρωνα (και δη στο χαμένο του έργο Hortensius), του Varro κ.α. Πρόκειται, δηλαδή, για την λαϊκή φιλοσοφία και την φιλοσοφική ηθική, που με τον θρησκεύοντα νεοπλατωνισμό τον είχανε διαποτίσει βαθύτατα και που με το κλίμα τους θα στοχάζεται έως το τέλος της ζωής του.

Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι το κατεξοχήν θεολογικό θέμα που τον απασχόλησε ήτανε η θεία χάρη, πως αυτή ενεργεί στον άνθρωπο και ποία σχέση έχει με την ανθρώπινη βούληση. Τον Μανιχαϊσμό καταπολέμησε προβάλλοντας την ελευθερία της βουλήσεως. Μετά ο Πελάγιος και οι παρεκκλίσεις του λειτούργησαν μόνο ως αφορμή, ώστε να ασχοληθεί πάλι και πάλι με το κρίσιμο θέμα της ελευθερίας της βουλήσεως και της θείας χάριτος, ώστε να χαρακτηρισθεί doctor graciae (διδάσκαλος της χάριτος). Έτσι διατύπωσε αντιφατικές μεταξύ τους απόψεις: Πριν γίνει επίσκοπος υποστήριζε ότι η πίστη και το να πράττει κανείς το καλό ανήκει στις δυνατότητες, που ο Θεός έδωσε σε όλους τους ανθρώπους (Exp. quorund. prop. ep. Rom. c. 68). Από το 396 υποστήριζε ότι η βούληση του ανθρώπου είναι απ’ αρχής προορισμένη για το καλό η το κακό και δεν μπορεί να αλλάξει (De lib. arbitrio 3, 3, 8). Καταπολεμώντας κακοδοξίες έφθασε και ο ίδιος σε θεολογικές – δογματικές παρεκκλίσεις.

4. Όταν φιλοσοφεί, κυρίως θεολογεί με απώτερο σκοπό την καθαρότητα της πίστεως˙ και όταν θεολογεί, συχνά φιλοσοφεί με σκοπό να πείσει για την ηθική ζωή των πιστών και την ανωτερότητα των ηθών της Εκκλησίας σε σχέση με τα ήθη αιρετικών ή εθνικών – ειδωλολατρών. Αυτά μπορεί να τα διαπιστώσει κανείς εύκολα ιδιαίτερα στα δύο μεγάλα του έργα, το De Trinitate (Περί της Τριάδος) και το De civitate Dei (Περί της πολιτείας του Θεού), τα οποία οι ερευνητές χαρακτηρίζουν «συστηματικά», μολονότι στερούνται οργανωμένης και συνεπούς δομής κι επιχειρηματικής ακρίβειας. Τούτο όμως είναι προτιμότερο (στα θεολογικά έργα) από την δουλική υποταγή σε μεθόδους και σχήματα σχολαστικά. Τέτοια υποταγή, στον βαθμό που συμβαίνει, τον οδηγεί στην ψευδαίσθηση ότι μπορεί ν’απαντήσει ορθά όχι μόνο σε όσα προβλήματα προκαλούσανε οι θεολογικές παρεκκλίσεις της εποχής του, αλλά και σε όσα, κατά την γνώμη του, θα ολοκλήρωναν την διδασκαλία του χριστιανισμού.

5. Τον πειρασμό αυτόν δεν απέφυγε ο Αυγουστίνος, αλλά είχε αρκετή αυτογνωσία και ταπεινοφροσύνη, ώστε περί το 400 να δέχεται καλόπιστη κριτική από τους αναγνώστες του (De Trinitate A 1, 1) και τρία  έτη πριν από τον θάνατό του, το 427, να γράψει το έργο Retractationes (Αναθεωρήσεις). Ήδη στον Πρόλογο (1) του έργου αυτού εξηγεί ότι τα κείμενά του γράφηκαν σε μακρά σειρά ετών και ότι ο ίδιος, γνωρίζοντας την εξελικτική πορεία της σκέψεώς του, προβαίνει τώρα σε κάποιες αναθεωρήσεις η διορθώσεις ορισμένων προγενέστερων απόψεών του. Έτσι το έργο αυτό αποτελεί unicum, μοναδική περίπτωση, στην εκκλησιαστική γραμματεία. Φθάνει στο σημείο να σημειώνει ο συντάκτης του με γενναιότητα ότι δεν χρειάζεται να διαβάζονται όλα και δη τα πρώτα κείμενά του, διότι τα έγραφε «προοδεύοντας».

Πηγή: Περιοδικό «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»