Για την πολιτική της γλώσσας
9 Δεκεμβρίου 2012Αξιωματικώς γίνεται δεκτό ότι η κληρονομία των προηγουμένων γενεών πρέπει να είναι σεβαστή από τις επόμενες. Επειδή η κληρονομία αφορά σε αξίες (όπως η γλώσσα) που αντέχουν στον χρόνο, είναι ιστορικώς άδικο και ηθικώς ανέντιμο να αμφισβητούνται και να διαγράφονται αυτές και μάλιστα με αποφάσεις πολιτικές.
Βεβαίως στην περίπτωση αυτή λησμονείται ότι «η γλώσσα είναι μία οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας» (Κ. Καστοριάδης). Αλλά είναι και πολιτικώς ανέντιμο να επιβάλλεται η δήθεν «πολιτική απόφαση» περί της γλώσσας μας στον λαό.
Είναι γνωστή η ληφθείσα πολιτική απόφαση (ελληνική βουλή, 1982) για την καθιέρωση του λεγομένου «μονοτονικού συστήματος». Με αφορμή την απόφαση αυτή, ο Καθηγητής Ι. Θ. Θεοδωρακόπουλος είχε παρατηρήσει ότι «οι γλωσσικοί νομοθέτες δεν έχουν καμμία αρμοδιότητα και ανακόπτουν απλώς την εξέλιξη του γλωσσικού μας πολιτισμού». Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται, αν και χωρίς την σχετική νομοθετική κατοχύρωση, η υιοθέτηση της αποδόσεως των ελληνικών λέξεων με λατινικούς χαρακτήρες (πρόταση παλαιότερη, που είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά από τον βουλευτή Δημήτρη Γληνό).
Και ενώ η γλώσσα μας κακοποιείται καθημερινά, έρχεται σήμερα η πρόταση Κυπρίου ευρωβουλευτού περί της απλοποιήσεως της ορθογραφίας των ελληνικών λέξεων. Δεν θα εξετάσω αν τα κίνητρά του έχουν να κάνουν με την ατομική του προβολή, με μία διάθεση πρωτοτυπίας, η με την «αγάπη» του για την ελληνική γλώσσα. Όσον αφορά την σκέψη του ότι η απλοποίηση της ελληνικής γλώσσας «καθίσταται αναγκαία μέσα στα πλαίσια μιας τάσης ενωτικής πορείας των γλωσσών στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αυτή μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως μία ακόμα ισοπεδωτική λογική είτε ως μία ακόμα ένδειξη παραφροσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτική για την γλώσσα εκφράζεται με την γλώσσα της πολιτικής, εν τέλει μ’ ένα λόγο ξύλινο και ασήμαντο. Αλλά είναι και ιδιαζόντως τραγικό η πολιτική για την γλώσσα να διατυπώνεται μεν «εν ονόματι του λαού», αλλά «ερήμην του λαού».
Εάν γίνει δεκτό ότι οι ιδιαιτερότητες της ιστορίας και της γλώσσας συνιστούν τον «τόπο» μας, τότε αυτός ο «τόπος» δεν είναι απλώς μία γεωγραφική έκταση. Προφανώς αυτός ο «τόπος» δεν φυλάσσεται με πολιτικές αποφάσεις και με στρατιωτικές δυνάμεις αλλά με την συνείδηση του λαού. Εάν ο λαός δεν επιθυμεί να διαφυλάξει τον «τόπον» του, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Άλλωστε ο ίδιος ο Ιmm. Kant είχε διερωτηθεί: «πως οι μακρινοί απόγονοί μας θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το φορτίο της ιστορίας που πρόκειται να τους αφήσομε ύστερ’ από μερικούς αιώνες;» (Δοκίμια, μετ. Ε. Π. Παπανούτσου, Αθήνα 1971, σ. 41).
Και μία τελευταία παρατήρηση. Είναι επιβεβλημένη απέναντι σ’ αυτούς που ασεβούν στην γλωσσική μας παράδοση, ήτοι τους επαγγελματίες της πολιτικής, τους κήρυκες της δημοκρατίας και της προόδου, αλλά και τους θεράποντες των ελληνικών γραμμάτων, η αντίσταση, ως ένα μέγεθος πολιτιστικό, με τρόπο γνήσιο και όχι ρητορικό. Στο πλαίσιο αυτό, προϋποτίθεται «μία επανάσταση στο φρόνημα του ανθρώπου» (Imm. Kant, Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνο, μετ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 2007, σ. 95), για να μιλήσω και πάλι με την ορολογία του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου.
(Φωτ: Νίκος Λουπάκης)