Γιατί αποκαλείται «Νέας Ιουστινιανής» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου; (1)

29 Δεκεμβρίου 2012

Είχα παλαιότερα γράψει ότι, όσον αφορά «το κοινόν και το κύριον» και πέρα από το ατομικό, το τυχαίο και το καιρικό, η ταυτότητα της Κύπρου προσδιορίζεται από την γεωγραφία, την ιστορία και την εκκλησία της. Η ζωντανή δηλαδή Κύπρος,-αυτή για την οποία οι Κύπριοι πηγαίνουν στον θάνατο, είναι ένας χώρος, μία ιστορία και μία εκκλησία. Το επεισόδιο με το οποίο επέλεξα ν’ ασχοληθώ απόψε – η μεταφορά του αρχιεπισκόπου Κύπρου και του λαού του στον Ελλήσποντο από τον Ιουστινιανό Β’ το 691 – απειλεί να θέσει τέρμα στην ύπαρξη της Εκκλησίας Κύπρου, διαγράφοντας την γεωγραφία της και αλλάζοντας την αρχαία κοίτη του ρού της ιστορίας της. «Έξαλλη πτυχή της Ιστορίας» το απεκάλεσε ο τελευταίος μελετητής των αραβικών πηγών της μεσοβυζαντινής περιόδου της κυπριακής ιστορίας, ενώ ο τελευταίος ερευνητής των ελληνικών πηγών το εχαρακτήρισε ως «μυστηριώδη υπόθεση». Θα ήμουν ευτυχής, αν η διάλεξη αυτή έθετε – όπως και ελπίζω ότι θα θέσει – τις απαρχές της λύσεως του ιστορικού τούτου αινίγματος, το οποίο θα μπορούσε να είχε τον Ζ’ αιώνα μεταβάλει ριζικά και αμετάκλητα τα πεπρωμένα της Κύπρου.

Α’

Το έσχατο ερώτημα συνιστούν ασφαλώς τα κίνητρα και οι προθέσεις του Ιουστινιανού Β’. Ποιοί ήσαν οι λόγοι του αυτοκράτορα και σε τι αποσκοπούσε μετοικίζοντας τους Κυπρίους, αφ’ ενός, στον Ελλήσποντο, μεταθέτοντας τα προνόμια του αρχιεπισκόπου Κύπρου από την εκκλησία Κωνστάντιας στην εκκλησία της Νέας Ιουστινιανουπόλεως, άφ’ ετέρου.

Προκειμένου να εξευρεθεί η ορθή απόκριση στο ερώτημα αυτό, θα χρειαστεί να διαλευκανθούν πολλά ζητήματα, μερικά από τα οποία η ολοσχερής έλλειψη η αποσπασματικότητα των ιστορικών μαρτυριών καλύπτει – και πιθανόν για πάντα θα καλύπτει – με σκότος. Πότε ακριβώς έγινε ο εκτοπισμός των Κυπρίων και πότε η επιστροφή; Μετακινήθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός ή μέρος μόνο, και ποιό; Ο αρχιεπίσκοπος έφυγε μόνος ή συνοδευόμενος από τους επισκόπους του; Έφυγε πράγματι εκούσια ή εξαναγκάστηκε από τον αυτοκράτορα να το πράξει; Επέστρεψε διότι το ήθελε ή αποπέμφθηκε από την Νέα Ιουστινιανούπολη; Ποιά επιτέλους ήταν και που ακριβώς βρισκόταν η μυστηριώδης αυτή Νέα Ιουστινιανούπολις; Η μετάθεση των δικαίων της Κωνστάντιας σε αυτή εσήμαινε ή όχι κατάργηση της Εκκλησίας Κύπρου;

Η άγνοια απέδωσε τον εκπατρισμό των Κυπρίων στην κατάληψη δήθεν της Κύπρου από τους Άραβες, η έχθρα προς τη δυναστεία του Ηρακλείου την επέγραψε σε παράνοια του τελευταίου των Ηρακλείδων. Η πρώτη ερμηνεία είναι εκτός συζητήσεως σήμερα (γι’ αυτό και δεν θα επιμείνω σε αυτή), αφού όχι μόνο δεν μπορεί να στηριχτεί στις πηγές, αλλά έρχεται και σε πλήρη αντίθεση προς όλες τις πηγές, ελληνικές, αραβικές, συριακές. Τα περί φρενοβλαβείας του Ιουστινιανού Β’ ανάγονται στην εχθρική πηγή της εποχής των Ισαύρων, που είχαν κάθε συμφέρον να μελανώσουν την δυναστεία που διαδέχτηκαν. Από την πηγή εκείνη άντλησε η Χρονογραφία του Θεοφάνους, η οποία ό,τι έχει να πει για την μετοικεσία των Κυπρίων είναι το εξής:

«Τούτω τω έτει» [το 6183 από κτίσεως κόσμου] την προς Αβιμέλεχ ειρήνην Ιουστινιανός εξ ανοίας έλυσεν και γαρ την Κυπρίων νήσον αλόγως μετοικίσαι εσπούδασε και το σταλέν χάραγμα παρά Αβιμέλεχ νεοφανές όν και μηδέποτε γεγονός ου προσεδέξατο πλήθος δε Κυπρίων περώντων κατεποντίσθη, και από αρρώστιας ώλοντο• και οι λοιποί εστράφησαν εις Κύπρον».

Από τον Θεοφάνη μέσω Παύλου του Διακόνου η παράδοση επιβιώνει μέχρι τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό. Θα μου επιτρέψετε – αφού μάλιστα η διάλεξη αυτή συμπίπτει με έκθεση παλαιών βιβλίων που αφορά άμεσα τον Κυπριανό – να διαβάσω ολόκληρη την δραματική αυτόχρημα παράγραφο που αφιερώνει στην εκτόπιση των Κυπρίων ο εθνικός ιστορικός της νήσου:

«Αλλά τι: ιδού άλλη δυστυχεστάτη καταστροφή της Νήσου, όχι υπό των Αρράβων, και βαρβάρων, αλλ’ από της οιήσεως και φρενολήπτου, και ακατάστατου γνώμης του καλού βασιλέως προερχομένη. Ο Ιουστινιανός με πρόφασιν, πως ο Αβιμέλεχ δεν του έστειλε τα νομίσματα τυπωμένα με εικόνα της Κωνσταντινουπόλεως (τότε διότι άρχισαν οι Άγαρηνοί να υπερηφανεύωνται, και να τυπώνουσι μονέδα) εταράχθη, και λύει την ειρήνην μετά του Αβιμέλεχ, τω έκτω χρόνω της βασιλείας του. Προστάσσει ο λαός της Κύπρου να μετατόπιση, και να μετοικίση εις τους τόπους όπου εξουσίαζεν, ειδέ παραιτείται αυτήν εις τάς χείρας των Αγαρηνών αβοήθητον. Τί θέλεις να κάμουν οι δυστυχείς Κύπριοι; Τρέχουσιν εις τα πλοία με βίαν γυναίκες, άνδρες, παιδία, γέροντες εκ πάσης ηλικίας, και τάξεως, στριμώνονται,στενοχωρούνται εις αυτά, και από την βίαν άλλοι μεν ενταφιάζονται εις το πέλαγος, άλλοι δε εκ στενοχώριας αρρωστούσι, και πολλοί αποθνήσκουσι, και άλλοι της ζωής το γλυκύ προκρίνοντες της βαρβάρων τυραννίας, επιστρέφουσιν ημίθνητοι εις την ελεεινήν Πατρίδα, μόλις, λέγω, το πολυστημόριον κατήντησεν εις το στενόν της Καλλιουπόλεως, ένθα και εκατοίκισεν έως της Κυζίκου».

Ο σύγχρονος ιστορικός δεν συμφωνεί βεβαίως. Αρχίζοντας την εξιστόρηση της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ (685-95, 705-11) ο Γεώργιος Οστρογκόρσκη γράφει:

«Όπως ο πατέρας του το ίδιο και αυτός ήταν μόλις δεκαέξη χρονών, όταν ανέλαβε την εξουσία. Δεν τον διέκρινε η οξεία σύνεση και ισορροπημένη κρίση, που χαρακτηρίζουν τον αληθινό πολιτικό άνδρα. Ήταν μάλλον εμπαθής, φύση αυθόρμητη, που έμοιαζε περισσότερο με τον αμφιταλαντευόμενο χαρακτήρα του παππού του. Είχε το αυταρχικό πνεύμα που χαρακτήριζε όλους τους εκπροσώπους της δυναστείας του Ηρακλείου, το οποίο εκδηλώθηκε, όπως και στην περίπτωση του Κώνστα Β’, με καταπιεστικό δεσποτισμό, χωρίς αναστολές και ανοχή. Το ίδιο το όνομά του του δημιουργούσε πολλές υποχρεώσεις αλλά και μεγάλους πειρασμούς. Με πρότυπο τον Ιουστινιανό Α’, ποτισμένος με το αίσθημα του μεγαλείου της αυτοκρατορικής εξουσίας του, ο νεαρός αυτός ανώριμος και ασταθής κυβερνήτης παρασυρόταν συχνά από άκρατη φιλοδοξία και μανία για δόξα. Ο αχαλίνωτος δεσποτισμός και η άκρατη εριστικότητά του τον παρέσυραν συχνά σε πράξεις που κηλίδωσαν το όνομά του στα μάτια των συγχρόνων και μεταγενεστέρων και εμπόδισαν ακόμη και τους νεώτερους ιστορικούς να εκτιμήσουν σωστά το έργο του. Ωστόσο ο Ιουστινιανός Β’ ως γνήσιος εκπρόσωπος της δυναστείας του Ηρακλείου, ήταν προικισμένος με σαφή αντίληψη των αναγκών του κράτους».

Και ο ιστορικός του Ζ’ βυζαντινού αιώνα Α. Ν. Στράτος, χωρίς ν’ αποκρύβει τη βιαιότητα και ωμότητα του Ιουστινιανού Β’ (που την αποδίδει στην κληρονομική αρά των Ηρακλείδων από την επιληπτική πρώτη σύζυγο του Λίβυος Φαβία Ευδοκία), τον αποκαλεί γενναίο, τολμηρότατο, δραστήριο, θεοσεβή, με πολλά χαρίσματα και μεγάλα προσόντα, για να συμπεράνει: «Ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος, αλλά από τον οποίον έλειπε εντελώς το μέτρον».

Είχα άλλοτε αναλύσει αλλού τους γεωπολιτικούς λόγους που το 689 επέβαλαν στον αυτοκράτορα αυτόν την ουδετεροποίηση και συνεπικαρπία της Κύπρου με το χαλιφάτο, μέσα στα γενικά πλαίσια της συνθήκης μεταξύ του και του Α’μπντ αλ-Μάλεκ. Εδώ θα προσθέσω ότι πεποίθησή μου είναι πως ο Ιουστινιανός Β’, παρά την αποφασιστική νίκη του μεγάλου πατέρα του Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου κατά των αραβικών ορδών του Μ’αουΐα το 678 (και η οποία, μαζί με τις νίκες των Λέοντος Γ’ το 718 και Καρόλου Μαρτέλου το 732, έσωσε την Ευρώπη από τον μουσουλμανικό κατακλυσμό), και ένεκα ακριβώς του θανάσιμου κινδύνου που διέτρεξε για τέσσερα χρόνια πριν την νίκη η ιδία η Κωνσταντινούπολη, πρώτη προτεραιότητα της πρώτης βασιλείας του είχε θέσει την διαπαντός απομάκρυνση του ενδεχομένου νέας πολιορκίας της πρωτεύουσας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαραίτητες προϋποθέσεις ήσαν: (α) η μετατόπιση του δυτικού συνόρου πέραν της Θράκης, όπου το είχαν ωθήσει οι Σλάβοι, (β) η θωράκιση των Στενών, (γ) η εποίκηση των περιχώρων της πρωτεύουσας (Ελλησπόντου, Βιθυνίας, Θράκης) με στρατιωτικό πληθυσμό. Η στρατηγική της αυτοκρατορίας όφειλε σε αυτό τον σκοπό να επικεντρωθεί και έναντι αυτού όφειλαν να υποχωρήσουν όλα τα συμφέροντα στην περιφέρεια, αφού ο εχθρός, καθώς απέδειξε η τρομερή βασιλεία του Μ’αουΐα και η άλωση των νήσων (αρχίζοντας από την Κύπρο το 649), την Κωνσταντινούπολη είχε ως τελικό στόχο. Η διάσωση της βασιλεύουσας εσήμαινε για τον Ιουστινιανό Β’, διάδοχο του Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, διάσωση της αυτοκρατορίας και εχέγγυο της εν καιρώ ανακτήσεως των εδαφών της.

Η εκστρατεία του 687/8, η διάνοιξη της Εγνατίας και η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έθεσε σε επαναλειτουργία τον δυτικό πνεύμονα της Πόλης. Η δημιουργία του θέματος της Ελλάδος εσήμαινε για τον νικηφόρο Ιουστινιανό Β’ την επίτευξη του πρώτου στόχου του προς τον τελικό σκοπό, ενώ, ταυτόχρονα, ο δαμασμός των Σλάβων του παρείχε το απαραίτητο ανθρώπινο υλικό για τον εποικισμό των περιχώρων της πρωτεύουσας. Η θεραπεία της δημογραφικής αποψίλωσης των επαρχιών γύρω από την βασιλίδα και η θαλάσσια θωράκιση της Προποντίδας αποτελούσαν ένα δίπτυχο. Εσωτερική και εξωτερική άμυνα αποδείχθηκαν απολύτως αλληλένδετες στην περίπτωση των νησιών και των παραλίων ηπειρωτικών ζωνών, όπου η απουσία πεζικού αχρήστευε τις επιχειρήσεις του στόλου και, αντίστροφα, η απουσία στόλου αχρήστευε τον στρατό και την οχύρωση της ξηράς.

Ο εχθρός ερχόταν από τον νότο, επρώτευε λοιπόν η άμυνα του νοτίου στενού και της νοτίας ακτής της Προποντίδας. Το 684 οι Άραβες επέτυχαν να διαπεράσουν το στενό της Αβύδου, δείχνοντας ότι, για όποιον κατόρθωνε να νικήσει τη μοίρα του στόλου που το εφύλαγε, το εγχείρημα ήταν δυνατό. Η Κύζικος, το τελευταίο μεγάλο λιμάνι πριν την βασιλεύουσα, αποδείχθηκε παράδοξα ο επόμενος μεγαλύτερος κίνδυνος. Οι Άραβες την κατέστρεψαν και, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπόρεσαν να διαχειμάζουν ήσυχα στο λιμάνι της, εκστρατεύοντας κάθε άνοιξη κατά της Κωνσταντινουπόλεως, που απείχε τώρα μόλις πενήντα τόσα ναυτικά μίλια από την βάση τους. Η απειλή επανάληψης του μοιραίου αυτού κινδύνου έπρεπε να εξαλειφθεί. Άν παρ’ ελπίδα κατόρθωνε ξανά κάποιος να διαβεί το στενό της Αβύδου, θα έπρεπε να είναι δυνατό ν’ ανακόπτεται από κάποια άλλη βάση, προτού θέσει υπό τον έλεγχό του τον κόλπο της Κυζίκου.

Η ιδία η Κύζικος απεδείχθη από τα πράγματα ανίκανη να εκπληρώσει το λειτούργημα αυτό, διότι μετά τους σεισμούς του 543 ήταν, αμετάκλητα πιά, μια πόλη σε παρακμή, αλλά κυρίως διότι ευρίσκετο στο βάθος του Κυζικηνού κόλπου, στον ισθμό της ομώνυμης χερσονήσου. Ό,τι εχρειάζετο ήταν μία νέα πόλη, κάστρο και ναύσταθμος μαζί, στα βορειοδυτικά της χερσονήσου, ώστε να ελέγχει και τον κόλπο, και την διάβαση από την μικρασιατική ακτή στην ευρωπαϊκή, και κυρίως την θαλάσσια οδό από τα Δαρδανέλλια στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ εισέρχεται στην σκηνή η Κύπρος.

(Συνεχίζεται)

Πηγή: Ιερομ. Παύλος (Βενέδικτος) Εγγλεζάκης, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, «Κύπρος, Νέα Ιουστινιανούπολις», Έκτη Ετήσια διάλεξη Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1990