Η θρησκευτική ελευθερία, η προστασία της και η Ευρώπη

17 Δεκεμβρίου 2012

Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί ιερό, ανθρώπινο, ουσιαστικό, αδιαπραγμάτευτο και παγκόσμιο δικαίωμα, το οποίο έχει αναγνωρισθεί τόσο από τα ευρωπαϊκά όσο και από τα διεθνή όργανα.

Συγκεκριμένα, η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την οποία υιοθέτησε ο Ο.Η.Ε. το 1948 (Άρθρο 2 και 18), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), την οποία υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950 (Άρθρο 9) και η Ευρωπαϊκή Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στην Συνθήκη της Λισσαβόνας (Άρθρο 10) αποτελούν βασικά κείμενα αναφοράς στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Μεταξύ άλλων σημειώνουν ότι η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί την κορυφή όλων των υπολοίπων ελευθεριών και έχει άμεση σχέση με όλες τις υπόλοιπες ελευθερίες και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι λαοί και τα έθνη αποτελούνται από πιστούς. Μάλιστα οι στατιστικοί αριθμοί δείχνουν ότι στο μέλλον η αναλογία των πιστών θα αυξηθεί σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα περάσει από το 84,8% (το 2000) στο 86,8% (το 2025) και θα φθάσει το 88,1 % (το 2050). Χωρίς να θέλουμε να αξιολογήσουμε την ποιότητα αυτής της θρησκευτικότητας των απανταχού πιστών, αυτό σημαίνει σε αριθμούς, μεταξύ άλλων, ότι οι πιστοί ανά τον κόσμο θα αυξηθούν από 6,8 δισεκατομμύρια (το 2025) στα 7,8 δισεκατομμύρια (το 2050) (βλ. Περιοδικό Diplomatie, Νο 48, 2011). Οι πιστοί, οι οποίοι ανήκουν στους Χριστιανούς, θα συνεχίσουν να αυξάνονται, κυρίως στην Αφρική, (περίπου 33,4% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2025 και 34,3% το 2050), ακολουθούν οι μουσουλμάνοι (από 22,8% το 2025 θα φθάσουν το 25% το 2050) και οι Ινδουιστές (από 13,4% το 2025 στο 13,2 % το 2050).

Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, όπου σημειώνεται το τελευταίο διάστημα μια ιδιαίτερη αυξητική εχθρική στάση απέναντι στις θρησκείες, σε πολλά κράτη και κοινωνίες της Ευρώπης, θα μπορούσε να διαστρεβλώσει τον πραγματικό ρόλο των θρησκειών εκτός Ευρώπης. Όπως επισημαίνει ο Καθηγητής José Casanova «οι θρησκείες δεν θα εξαφανισθούν… και είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην μετανεωτερική περίοδο που διανύουμε» (Βλ. περισσότερα Κ. Ζορμπάς, Πολιτική και Θρησκείες, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σελ. 7-10).

Λαμβάνοντας υπόψη τη νέα γεωπολιτική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την εξωτερική πολιτική της, είναι προς όφελος της ιδίας, σε ότι αφορά την εξωτερική πολιτική της, να αποφύγει τις τυχών παρεξηγήσεις με την πλειοψηφία άλλων τρίτων Χωρών, όπου οι κοινωνίες είναι άκρως θρησκευόμενες και ευαίσθητες, ώστε να μην θεωρείται ως μια ξένη παρέμβαση πολιτικής φύσης στο εσωτερικό της Χώρας. Είναι σημαντικό να υπάρχει μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της θρησκείας στον κόσμο για την καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων ή ακόμη και στην επίλυση των διαφόρων κοινωνικοπολιτών συγκρούσεων. (Βλ. τον Τόμο Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Διαπολιτισμικότητα και Θρησκεία στην Ευρώπη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2012).

Δυστυχώς, σήμερα, η θρησκεία, πολλές φορές, χρησιμοποιείται για να εξυπηρετηθούν κυρίως τα πολιτικά και ηγεμονικά συμφέροντα των διαφόρων ιδεολογιών (εργαλειοποίηση της θρησκείας). Η πρόσφατη Έκθεση για το Αφγανιστάν (2012), η οποία δημοσιεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Γραφείο για το Άσυλο (European Asylum Support Office), υπογραμμίζει την κακή χρήση της θρησκείας από τους Ταλιμπάν ως προς την στρατολόγηση νέων μελών και ειδικά των παιδιών (βλ. αναλυτικά http://www.easo.europa.eu). Είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσει κανείς παρόμοιες περιπτώσεις και σε άλλα μέρη του κόσμου, ακόμη και εντός της Ευρώπης, όπου η θρησκεία αποτελεί ένα απλό εργαλείο για να συντηρήσει την πολιτική εξουσία και να εξυπηρετήσει ακραίες πολιτικές.

Πρόσφατα η Εκκλησία της Ελλάδος επεσήμανε ότι «η ευρωπαϊκή ιστορία μάς διδάσκει ότι αι χρηματοοικονομικαί κρίσεις έχουσι πάντοτε μίαν ανθρωπιστικήν και κοινωνικήν διάστασιν, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήση εις πολιτικήν κρίσιν. Από κοινού μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος λαμβάνομεν επίσης σοβαρώς υπ’ όψει τας πολιτικάς και κοινωνικάς επιπτώσεις του διογκουμένου ρατσισμού και εξτρεμισμού εν Ελλάδι. Νέφη καταιγίδος συγκεντρώνονται εις τον ορίζοντα και δεν είναι δυνατόν ούτε να αγνοηθούν ούτε να εξορκισθούν…» (Δελτίο Τύπου, 10.12.2012).

Ακόμα και αν αποφεύγουμε να μιλήσουμε για το θέμα των θρησκευτικών διώξεων στη μία ή την άλλη περιοχή, οι πράξεις αυτές θυμίζουν σκοτεινές εποχές του παρελθόντος, που όλοι ελπίζαμε ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Επίσης, πέρα από τις τρομακτικές κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες για τις κοινωνίες, όπου διαπράττονται, έχουν και εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα των κρατών που τις υποθάλπουν ή τις διαπράττουν, καθώς και στην εικόνα του πολιτισμού και της θρησκείας τους, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η πρόσφατη ευρωπαϊκή βιβλιογραφία επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Το βιβλίο «Το Σύνταγμα της Ευρώπης» (La Constitution de l’ Europe, έκδ. Gallimard, Paris 2012) του Juergen Habermas, η πολεμική των Daniel Cohn-Bendit και Guy Verhofstadt, «Ευρώπη στάσου όρθια» (Debout l’ Europe, έκδ. Actes Sud, Brussels 2012) ή το βιβλίο της Sylvie Goulard και του Mario Monti «Η Δημοκρατία στην Ευρώπη» (De la démocratie en Europe. Voir plus loin, έκδ. Flammarion, Paris, 2012), ακόμη και τα βιβλία «Ο αγγελιοφόρος της Ευρώπης» (Le messager de l’ Europe) του Robert  Menasse ή «Η κρίση που έρχεται» (La crise qui vient. La nouvelle fracture territorial, έκδ. Seuil, Ρaris, 2012) του Laurent Davezies και πολλών άλλων πολιτικών, ακαδημαϊκών ή φιλοσόφων κάνουν την ίδια διαπίστωση: η κρίση πρέπει να ερμηνευθεί ως μια ευκαιρία για μια απαραίτητη εκβάθυνση και προβληματισμό της Ευρώπης για τις ανθρώπινες αξίες.

Παρόλα αυτά, οι παραπάνω συγγραφείς δεν παρέχουν καμία θετική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα πώς θα εξηγήσουν συγκεκριμένα στον ευρωπαίο «πολίτη» (που κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος το νέο ‘φάντασμα’ στην Ευρώπη) τα επόμενα βήματα προς μια κοινή ευρωπαϊκή φορολογική πολιτική, τον προϋπολογισμό της λιτότητας, το ενδιαφέρον για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη κ.ά.

Λαμβάνοντας υπόψη το παρατεινόμενο άγχος των πολιτών και την αποστροφή τους για νέα «οράματα» και «ιδέες» είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο φόβος θα επιτρέψει την εμφάνιση ακραίων εθνικιστικών τάσεων με άμεσες επιπτώσεις και στο θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι αναγκαίο να ξεπεράσουμε την έννοια της θρησκευτικής ανοχής (tolérance religieuse) και να αποδεχθούμε εκείνη της θρησκευτικής ελευθερίας. Δηλαδή να εγκαταλείψουμε μια περιορισμένη και αρνητική προοπτική της θρησκείας και να υιοθετήσουμε την θετική προοπτική της.

Ενώ η θρησκευτική ανοχή δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στη θρησκευτική πλειοψηφία και τις μειονότητες και ενθαρρύνει τις θρησκευτικές διακρίσεις ενάντια στις μειοψηφίες, η θρησκευτική ελευθερία ενισχύει το Κράτος του δικαίου και εγγυάται τους κοινούς κανόνες συνύπαρξης των πολιτών, προάγοντας μια ανοικτή κοινωνία με ισότιμα μέλη. Η ελευθερία της θρησκείας εγγυάται επίσης την ποικιλομορφία και τον πλουραλισμό στην κοινωνία, η οποία αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της Δημοκρατίας, όπως ορθά υποστηρίζεται, εδώ και δεκαετίες, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα δύο άκρα – θρησκευτικός ή πολιτικός φονταμενταλισμός και ιδεολογικός λαϊκισμός – είναι επιζήμια σε κάθε κοινωνία και υποθηκεύουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας.

Ήλθε η ώρα της Ευρώπης, όπως αυτό επισημάνθηκε ποικιλοτρόπως και κατά την απονομή του Βραβείου Nobel στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Oslo, 10.12.2012), νε ενεργήσει και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα, ιδιαίτερα σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής (European External Action Service), ώστε να ενισχυθεί άμεσα η ελευθερία της θρησκείας. Όπως έχει δηλώσει επανειλημμένως η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Catherine Ashton ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την ανάγκη για να ενισχύσει την πολιτική της στα θέματα της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταγγέλλει επίσημα κάθε μορφή βίας και προσβολής ενάντια στους πολίτες με διαφορετική θρησκεία ή ομολογία…»  (Strasbourg, Speech 11/32, 19.1.2011).