Όσπρια: Σύγχρονα προβλήματα και προοπτικές ανάπτυξης της καλλιέργειάς τους στην Ελλάδα (α’ μέρος)

12 Δεκεμβρίου 2012

Η διαιτητική αξία των οσπρίων αποκτά συνεχώς αυξανόμενη αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς νεότερες επιστημονικές μελέτες έχουν καταδείξει σημαντικές ευεργετικές επιδράσεις τους στην υγεία του ανθρώπου.

Συγκεκριμένα, τα όσπρια είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, οι οποίες βοηθούν στη μείωση της χοληστερόλης στο αίμα και στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας, συμβάλλουν στην υγεία της καρδιάς (προστασία από στεφανιαία και καρδιαγγειακή νόσο), όχι μόνο λόγω των φυτικών ινών, αλλά και λόγω των σημαντικών ποσοτήτων φυλλικού οξέος και μαγνησίου, ενώ περιέχουν πρωτεΐνες υψηλής διαιτητικής αξίας, σίδηρο, ασβέστιο, βιταμίνες κ.ά.

Παρόλα αυτά, τα όσπρια καλλιεργούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε πολύ μικρές εκτάσεις, ενώ συνεχίζουν να παραμένουν η κύρια πηγή πρωτεΐνης στη διατροφή των αναπτυσσόμενων χωρών («το κρέας του φτωχού»).

Στην Ελλάδα τα σπουδαιότερα όσπρια που καλλιεργούνται ως ξηρικά είναι η φακή, το ρεβίθι, το κουκί και η φάβα (λαθούρι), ενώ το φασόλι κυριαρχεί στην κατηγορία των ποτιστικών οσπρίων. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της καλλιέργειας των οσπρίων στη χώρα μας είναι η μικρή σε έκταση καλλιέργειά τους, με συνέπεια την ελλειμματική παραγωγή που δεν μπορεί να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της κατανάλωσης. Σήμερα, περίπου το 90-95% της κατανάλωσης σε φακές εισάγεται από τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Τουρκία, το 65-70% της κατανάλωσης σε ρεβίθια από το Μεξικό και την Τουρκία και το 55-60% της κατανάλωσης σε φασόλια εισάγεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Αργεντινή.

Οι Ανασταλτικοί παράγοντες

Οικονομικοί παράγοντες

Το υψηλό κόστος παραγωγής σε συνδυασμό με τις τιμές παραγωγού που παραμένουν σχετικά χαμηλές, αποτελεί ένα από τα κυριότερα προβλήματα των παραγωγών οσπρίων στη χώρα μας, καθώς οι τιμές των σπόρων, λιπασμάτων, γεωργικών φαρμάκων κ.λπ. έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Στη διατήρηση του υψηλού κόστους παραγωγής συντελεί και η ουσιαστική έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης της καλλιέργειας των οσπρίων, σε αντίθεση με τα σιτηρά. Τέλος, αρνητικός παράγοντας για την καλλιέργεια είναι οι χαμηλές τιμές των εισαγόμενων οσπρίων που τα καθιστούν πιο ανταγωνιστικά από τα εγχώρια.

Προβλήματα καλλιέργειας

Ένα σοβαρό πρόβλημα που έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, είναι η δυσκολία αντιμετώπισης των πλατύφυλλων ζιζανίων, κυρίως στις ξηρικές καλλιέργειες οσπρίων, λόγω της απόσυρσης από την αγορά πολλών ζιζανιοκτόνων που χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπισή τους. Με δεδομένο μάλιστα, ότι τα όσπρια δεν έχουν μεγάλη ανταγωνιστική ικανότητα απέναντι στα ζιζάνια, οι απώλειες στην απόδοση είναι ιδιαίτερα σημαντικές.

Τυποποίηση – Εμπορία

Η κακή τυποποίηση του τελικού προϊόντος είναι ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των οσπρίων. Δυστυχώς, υπάρχει σύγχυση στις έννοιες τυποποίηση και απλή συσκευασία του προϊόντος. Ο καταναλωτής παίρνοντας στα χέρια του το τελικό προϊόν ενδιαφέρεται για την ομοιομορφία του περιεχομένου ως προς το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα. Επίσης, οι ανησυχίες του καταναλωτή σε θέματα διατροφής απαιτούν τη βελτίωση του τυποποιημένου προϊόντος με αναγραφή πληροφοριακών στοιχείων για το προϊόν.

Το φαινόμενο της «Ελληνοποίησης» των οσπρίων επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Αν και η ελληνική παραγωγή των οσπρίων δεν καλύπτει τη ζήτηση, συχνά ποσότητες ελληνικών οσπρίων παραμένουν απούλητες στις αποθήκες των παραγωγών, διότι ένα μέρος των εισαγόμενων οσπρίων «βαφτίζονται» ελληνικά. Δυστυχώς οι έλεγχοι, κυρίως στη διάθεση του «χύμα» προϊόντος, δεν είναι επαρκείς και έτσι παρατηρούνται αυτά τα ανεπιθύμητα φαινόμενα.

Καταναλωτικά Πρότυπα

Οι καταναλωτικές προτιμήσεις σε συνδυασμό με την έλλειψη σωστής προβολής συχνά επηρεάζουν την εμπορικότητα των ελληνικών ποικιλιών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μικρόσπερμο ρεβίθι «Αμοργός». Το ρεβίθι «Αμοργός» είναι μια ποικιλία που δημιουργήθηκε στο Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών (ΙΚΦ & Β) με εξαιρετικά αγρονομικά (υψηλή απόδοση, ανθεκτικότητα στην ασκόχυτα, αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες) και ποιοτικά (βραστικότητα, γεύση, χρώμα) χαρακτηριστικά. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της ανθεκτικότητας στην ασκόχυτα δε γίνονται εφαρμογές μυκητοκτόνων, με αποτέλεσμα μειωμένο κόστος παραγωγής για τον αγρότη και μηδενική χημική επιβάρυνση του προϊόντος για τον καταναλωτή.

Η «Αμοργός» όμως «υστερεί» στο προ βρασμού μέγεθος, ένα άνευ αξίας αγρονομικό χαρακτηριστικό. Για το λόγο αυτό δεν προτιμάται από τους καταναλωτές, ιδιαίτερα των μεγάλων αστικών κέντρων, σε σχέση με τα αμφιβόλου ποιότητας εισαγόμενα μεγαλόσπερμα ρεβίθια. Αποτέλεσμα είναι να μένει αναξιοποίητη μια ποικιλία, η οποία θα μπορούσε να καλύψει σημαντικές εκτάσεις και μεγάλο μέρος των αναγκών της κατανάλωσης ρεβιθιών.