To στυγερό έγκλημα στις ΗΠΑ – Συνέντευξη με τον καθηγητή Αλέξανδρο Κακαβούλη

21 Δεκεμβρίου 2012

 Συζητάμε με τον καθηγητή Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Αλέξανδρο Κακαβούλη, για το έγκλημα που συντάραξε όλη την υφήλιο, πριν από λίγες ημέρες σε σχολείο των ΗΠΑ.

– Ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι συγκλονισμένη με το απάνθρωπο έγκλημα στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Ποια είναι η δική σας, έστω και εξ αποστάσεως, γενική τοποθέτηση;

Το τραγικό γεγονός που συνέβηκε πριν από λίγες μέρες σε δημοτικό σχολείο της Πολιτείας Κονέκτικατ των ΗΠΑ, με θύματα 20 παιδιά ηλικίας 6-7 ετών και 6 εκπαιδευτικούς, δικαιολογημένα συγκλόνισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και προκαλεί τον γενικό αποτροπιασμό των ανθρώπων. Κάθε υγιής και εχέφρων άνθρωπος φέρει στον ψυχισμό του ζωηρή και έντονη την αγάπη για την ανθρώπινη ζωή, του εαυτού του και των άλλων, ως το πιο πολύτιμο αγαθό, και  αντιδρά με ιδιαίτερα έντονες και έκδηλες ψυχοσωματικές καταστάσεις, συναισθηματικού πόνου, βαθιάς λύπης, αγανάκτησης και απογοήτευσης, για κάθε απώλειά της, πολύ περισσότερο όταν αυτή συμβαίνει ομαδικά σε αθώα μικρά παιδιά και σε νέους ανθρώπους πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντος. Τότε και η συμμετοχή του στη μεγάλη οδύνη που δοκιμάζουν τα συγγενικά πρόσωπα των θυμάτων (γονείς, σύζυγοι, φίλοι, συνεργάτες) είναι ακόμη πιο έντονη και η συμπάθεια του προς αυτά ακόμη πιο μεγάλη.

Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι πιο πολύ ο προβληματισμός που ακολουθεί για το γεγονός που συνέβηκε ή πρέπει να απασχολήσει, προπάντων τους άμεσα ή έμμεσα υπευθύνους. Να αναζητηθούν δηλαδή τα αίτια, να αναλυθούν οι  συνέπειες, να θεραπευθούν οι πληγές και να αναληφθούν άμεσα και συντονισμένα τα κατάλληλα μέτρα από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Να επιστρατευθεί το άμεσο ενδιαφέρον της πολιτείας, της επιστημονικής κοινότητας, των κοινωνικών θεσμών και των πνευματικών φορέων της  κοινωνικής, ηθικής και πνευματικής καλλιέργειας και παιδείας στην οικογένεια, το σχολείο και την ευρύτερη κοινωνία.

 Μη διαθέτοντας όμως περισσότερες πληροφορίες πέρα από εκείνες που μας έρχονται από τα μέσα ενημέρωσης, η δική μας προσέγγιση στον προβληματισμό αυτό, αναπόφευκτα είναι μια «εξ αποστάσεως» εκτίμηση που στηρίζεται  κατά κύριο λόγο στην επιστημονική ερμηνεία  για την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, παρά στην απαραίτητη σαφή γνώση των πραγματικών δεδομένων που δεν διαθέτουμε. Περιστατικά τέτοιου είδους ακραίας ανθρώπινης συμπεριφοράς, εξάλλου, παρά την τραγικότητά τους και τον αποτροπιασμό που προκαλούν, αποτελούν για την επιστημονική έρευνα τις μακάβριες περιπτώσεις μελέτης που μπορεί, ωστόσο, να οδηγήσουν σε εποικοδομητικά συμπεράσματα για τη λήψη αποφασιστικών μέτρων και για μεγάλες αλλαγές προς το καλύτερο.

 – Είστε σε θέση να κάνετε ένα ψυχογράφημα του δράστη;

Μια τέτοια άγρια φονική συμπεριφορά είναι απίθανο να εκδηλωθεί από ένα υγιές ψυχοσωματικά πρόσωπο. Το πρώτο καυτό ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι ποια ήταν η κατάσταση του νεαρού δράστη και πώς έφτασε σε αυτή την αποτρόπαιη πράξη. «Ψυχογράφημα» με την επιστημονική σημασία του όρου δεν είναι δυνατόν να γίνει. Αυτό θα προέκυπτε μέσα από μια συστηματική επεξεργασία και αξιολόγηση των  δεδομένων για την όλη ψυχοσωματική και πνευματική του κατάσταση και το ιστορικό της ανάπτυξης του, της ζωής και συμπεριφοράς του μέσα στο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Από τα λίγα, ωστόσο, στοιχεία, που μας έρχονται ως δημοσιογραφικές πληροφορίες, φαίνεται ότι η πράξη του, μια από τις σπάνιες και ασυνήθιστες εγκληματικές ενέργειες, έγινε επίσης από μια σπάνια διαταραγμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Θα πρέπει τα στοιχεία που τη συνθέτουν να αναζητηθούν σε βεβαρημένες πιθανόν κληρονομικές προδιαθέσεις και σε ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις από το οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Οι μέχρι τώρα πληροφορίες, ότι η μητέρα του δασκάλα, ήθελε να τον «κλείσει» σε ψυχιατρείο, ο χωρισμός των γονέων, η σχέση αλληλεξάρτησης παιδιού και μητέρας, οι φοβίες της μητέρας για επερχόμενο τέλος του κόσμου, η ψυχαναγκαστική εμμονή της στη διατήρηση ολόκληρου οπλοστασίου στο σπίτι τους, μαρτυρούν μια σύμπτωση αρνητικών δεδομένων, κληρονομικών και περιβαλλοντικών. Η αλληλεπίδραση των δεδομένων αυτών στην καθημερινή ζωή, κατέληξαν σε μια κορύφωση των οδυνηρών καταστάσεων στην ψυχή του νέου, κυρίως φόβου και απόγνωσης, που τον οδήγησαν σε μια στιγμιαία, τυφλή και ανεξέλεγκτη πράξη θανάτου. Το μόνο που του απέμενε ήταν να θανατώσει και να θανατωθεί, προφανώς για να εκδικηθεί άλλους και να απαλλαγεί ο ίδιος από την ανυπόφορη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει.

Πώς βλέπετε να επηρεάζουν οι κοινωνικοί και οι ατομικοί-ψυχολογικοί λόγοι τις προθέσεις του δράστη;

Το γεγονός είναι σπάνιο, όχι όμως και εντελώς απρόβλεπτο και αναπότρεπτο. Για τους ατομικούς – ψυχικούς παράγοντες έγινε ήδη λόγος. Καμιά όμως ιδιαιτερότητα στην ψυχοσύνθεση ενός προσώπου και καμιά  διατάραξη της ψυχικής του υγείας  δεν μπορεί από μόνη της να θεωρηθεί η κύρια αιτία του κακού που έγινε. Πιθανόν η κατάσταση του δράστη να μειώνει κατά πολύ την ευθύνη που φέρεται να έχει. Η κύρια ευθύνη θα πρέπει επομένως  να αναζητηθεί, κατά κύριο λόγο, στο περιβάλλον, οικογενειακό και κοινωνικό.  Η πρώτη μέριμνα που όφειλαν να έδειχναν, οι γονείς πρωτίστως, αλλά και τα άλλα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος που βρέθηκαν κοντά στο νέο, θα έπρεπε να ήταν η έγκαιρη διάγνωση της  κατάστασης της ψυχικής του υγείας και η λήψη των μέτρων για την ενδεδειγμένη ψυχοθεραπεία και την πρόληψη περαιτέρω επιδείνωσης. Συγχρόνως να του εξασφαλίσουν ένα περιβάλλον φροντίδας και σχέσεων αγάπης  και στοργής. Αν αυτό δεν έγινε, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα, η ευθύνη βαρύνει τους γονείς κατά κύριο λόγο, χωρίς να αγνοείται ότι πιθανόν να υπήρχε και σε αυτούς κάποια αδυναμία τους να το πράξουν, είτε από άγνοια, είτε από υπερβολική αποστροφή στον κοινωνικό στιγματισμό, είτε από αποτυχία δημιουργίας αρμονικών σχέσεων, είτε από ακατανόητες προσωπικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις, είτε ακόμη και ένεκα της διαταραγμένης ήδη συζυγίας τους και της προβληματικής ψυχοσύνθεσής τους. Στις περιπτώσεις αδυναμίας της οικογένειας, η ευθύνη μεταφέρεται αρχικά στο ευρύτερο συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, από το οποίο, σε μια κατά τεκμήριο πολιτισμένη και  καλλιεργημένη κοινωνία,  αναμένεται το ενδιαφέρον για τον άλλο και η κάλυψη αναγκών μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης και θετικών διαπροσωπικών σχέσεων. Αν και αυτό δεν υπάρχει, τότε η ευθύνη μεταφέρεται στην πολιτεία, η οποία δεν κατορθώνει να οργανώνει τη λειτουργία του κράτους και των θεσμών και να παρέχει παιδεία, σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να δημιουργείται το κατάλληλο οικογενειακό και κοινωνικό κλίμα, που θα μειώνει στο ελάχιστο ή και θα αποτρέπει τελείως την εμφάνιση παρόμοιων περιστατικών.

Το τραγικό αυτό γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς απρόβλεπτο μια και η κατάσταση του νέου και της οικογένειάς του δεν είναι δυνατόν να είχε διαφύγει της προσοχής όλων των προσώπων που βρέθηκαν κοντά τους: συγγενείς, συμμαθητές, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι, γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί. Είναι απίθανο να μην είχε επισημανθεί από όλους αυτούς, έστω και λίγο, η σοβαρότητα της κατάστασης του νέου και της οικογένειάς του και να μην πέρασε, έστω και φευγαλέα, από τη σκέψη τους ο κίνδυνος να ξεσπάσει κάποτε σε κάποια τραγική εξέλιξη. Υπάρχει επομένως, ανάλογη ευθύνη σε όσους σιώπησαν και σε όσους, ενώ μπορούσαν, δεν έκαναν κάτι να θεραπευθεί το κακό στη ρίζα του. Γιατί δεν επεσήμαναν το πρόβλημα ή, το χειρότερο, το γνώριζαν αλλά το έκρυβαν ή, και το ακόμη χειρότερο το γνώριζαν και το υπέθαλπαν με τη δική τους στάση και συμπεριφορά. Το περιστατικό επομένως μπορεί να ερμηνευθεί και ως ένα κραυγαλέο σύμπτωμα μιας κοινωνίας ψυχρής, εγωκεντρικής, αποστασιοποιημένης από τον «πλησίον», γυμνή από τη ζεστασιά και τη θαλπωρή της αγαπητικής  επικοινωνίας και σχέσης μεταξύ των ανθρώπων.

– Όπως αναφέρατε, από τα δημοσιεύματα φαίνεται ότι η μητέρα του δράστη τον είχε εισαγάγει σε ένα κόσμο φοβικό (καθώς περίμενε το τέλος του κόσμου) και γενικότερα είχε καθορίσει την προσωπικότητά του. Πιστεύετε ότι ενδέχεται η ίδια να φέρει σημαντικό μέρος της ευθύνης για την πράξη του;

Στην τυχόν υποβόσκουσα ψυχική διαταραχή του παιδιού πιθανόν να επέδρασε καταλυτικά και η διαταραγμένη προσωπικότητα της μητέρας του, καθώς και το υπαρξιακό κενό και το ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε από την απουσία του πατέρα μέσα από την οικογενειακή κοινότητα. Και εδώ έρχεται ο ρόλος όχι μόνο της μητέρας, αλλά και του πατέρα, από τη λειτουργία των οποίων ως συζύγων και ως γονέων, σε κάθε περίπτωση, εξαρτάται άμεσα και αποφασιστικά η ομαλή ανάπτυξη και η ψυχική υγεία των παιδιών τους. Οι σχέσεις αγάπης,  φροντίδας και ζεστής επικοινωνίας μέσα στην οικογενειακή κοινότητα και οι καλοί ψυχικοί δεσμοί του παιδιού και με τους δύο γονείς του, όχι μόνο του εξασφαλίζουν το ασφαλές και κατάλληλο περιβάλλον να αναπτυχθεί σε ολοκληρωμένο και υγιές πρόσωπο, αλλά και μπορεί να μειώνουν την επίδραση από  βεβαρημένες γονιδιακές καταβολές. Θεμελιώνεται τότε και συγκροτείται ο ψυχικός του κόσμος, ώστε να είναι ανθεκτικός και απρόσβλητος και από τις πιο αρνητικές συνθήκες και επιδράσεις που θα αντιμετωπίσει στην πορεία της ανάπτυξής του.  Αντίθετα, όταν διαταράσσεται ο ιστός των οικογενειακών δεσμών, ιδιαίτερα των γονέων μεταξύ τους και του παιδιού με τον καθένα απ’ αυτούς, μάλιστα στη μικρή του ηλικία, τότε εμφωλεύει ο κίνδυνος διατάραξης της ψυχικής του υγείας, η οποία εκδηλώνεται στη μετέπειτα ζωή του.

Μετά από αυτά τα δεδομένα, καταστάλαγμα  της ψυχολογικής έρευνας, είναι σαφές ότι η μητέρα του νέου ασφαλώς και είχε «καθορίσει την προσωπικότητα του». Ο φοβικός και ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της προφανώς είχε μεταγγίσει στο παιδί της, μέσω της μίμησης και ταύτισής του προς το πρόσωπό της, πιο πολλά αρνητικά παρά θετικά χαρακτηριστικά της. Και το μορφωτικό της επίπεδο ως δασκάλας ακόμη  δεν την ανέστειλε να ασκεί την αρνητική της επίδραση. Δεν είναι ευδιάκριτος  ο βαθμός της ευθύνης της. Χαρακτηριστικό διαταραγμένων προσώπων είναι συχνά και η αδυναμία τους να έχουν αυτεπίγνωση του ποιοί είναι και πώς συμπεριφέρονται. Περισσότερο νομίζω, η ευθύνη βαρύνει τους άλλους γύρω της, που άφησαν να λειτουργήσει επί μακρόν τόσο αρνητικά η συγκεκριμένη σχέση μητέρας και παιδιού.

– Εκτιμάτε ότι η συγκεκριμένη πράξη αφορά τις συνθήκες ζωής στη συγκεκριμένη (αμερικανική) κοινωνία, στη δυτική κοινωνία γενικότερα ή είναι κάτι που μπορεί να εκδηλωθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε;

Οι «συνθήκες ζωής» σε μια κοινωνία ασφαλώς και επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τη ζωή και συμπεριφορά των μελών της. Μια γενικότερη θέση υποστηρίζει ότι, με τη σημερινή ραγδαία ανάπτυξη της μετακίνησης των ανθρώπων, της πληροφόρησης και της  τηλεπικοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα συνταρακτικό κοινωνικό γεγονός που συμβαίνει σε ορισμένο σημείο πάνω στη γη, δεν είναι εντελώς άσχετο με επιδράσεις που έρχονται έμμεσα και από κοινωνίες  πολύ πιο  πέρα από τη συγκριμένη κοινωνία, στην οποία  συνέβη. Μιλώντας για το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έλαβε χώρα το συγκεκριμένο τραγικό γεγονός, θα πρέπει να αναζητηθεί το επίπεδο και η ποιότητα λειτουργίας των παραμέτρων που λειτουργούν και διαμορφώνουν καθοριστικά τη ζωή και συμπεριφορά των ανθρώπων, εντός και εκτός της οικογένειας. Η ποιοτική λειτουργία μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας, το επίπεδο και η ποιότητα των συνθηκών διαβίωσης και η επαρκής κάλυψη των βιοτικών αναγκών, η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής και  αξιοπρέπειας  από κάθε κίνδυνο κακοποίησης της, η ποιότητα της λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας, η οργάνωση και η παροχή ποιοτικής παιδείας σε όλες τις ηλικίες, η καλλιέργεια αξιών που ανυψώνουν το πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο και νοηματίζουν τα αγαθά και τη ζωή των ανθρώπων είναι τα βασικά στοιχεία μιας κοινωνίας, από την οποία δεν αναμένονται ακραία φαινόμενα σαν αυτό ομαδικής αφαίρεσης  της ανθρώπινης ζωής. Σε κάθε κοινωνία, επομένως, που στερείται αυτά τα ποιοτικά στοιχεία οργάνωσης και λειτουργίας, είναι ενδεχόμενο να παρουσιαστούν παρόμοια περιστατικά. 

– Θα λέγατε ότι ζούμε σε μια κοινωνία βίας ή ότι πάντοτε υπήρχαν ανάλογα φαινόμενα, που δεν έπαιρναν όμως τη μαζική δημοσιότητα που αποκτούν σήμερα;

Το κακό, ως ανθρώπινη επιθετικότητα, υπάρχει μέσα στην αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, κυρίως ως αποτυχία του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αν ληφθεί υπόψη η πράξη του Κάϊν, τότε δεν μπορούμε να σκεφθούμε περίοδο που δεν υπήρξαν λίγο- πολύ ξεσπάσματα επιθετικότητας σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινωνία. Στην εκμετάλλευση αυτής της αδυναμίας, εξάλλου, μπορεί να αναζητηθεί και η βαθύτερη αιτία των τοπικών συγκρούσεων και των πολέμων.

Η σημερινή εποχή ωστόσο, ενοχοποιείται για αυξημένη επιθετικότητα που μπορεί να φτάνει και σε συμπτώματα μιας ομαδικής σφαγής, επειδή ακριβώς έχουν δημιουργηθεί συνθήκες μέσα στις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να αγαπήσει ούτε να αγαπηθεί. Η στέρηση της αγάπης τον φτάνει στα όρια της αντοχής του, πέρα από τα οποία η συμπεριφορά του μπορεί να γίνει απρόβλεπτη. Νιώθει ότι ζει σε μια κοινωνία μοναξιάς και απομόνωσης, που δεν βρίσκει τη ζεστασιά και τη δύναμη της ανθρώπινης επικοινωνίας, που δεν τον στηρίζει μια σταθερή και γνήσια σχέση. Δεν βιώνει και δεν χορταίνει την αγάπη από τη στιγμή που γεννιέται και γι αυτό μένει ανίκανος και ο ίδιος να αγαπήσει, να έχει πραγματικούς φίλους, να στραφεί στο Θεό, να βρει νόημα στην πίστη, να ερωτευθεί γνήσια και με προοπτική τη συζυγία και την οικογένεια. Στερείται των βασικών για να έχει δυνατή θέληση, σταθερή ελπίδα και αμείωτη  αισιοδοξία για τη ζωή. Κάτι δηλαδή από αυτά που μαρτυρείται ότι μπορεί να βιώνει ο πιστός ως συνειδητό μέλος της  Ορθόδοξης Εκκλησίας.

– Σας ευχαριστούμε!

Σας ευχαριστώ κι εγώ!