Αποτρέποντας την καταστροφή

23 Ιανουαρίου 2013
don_up copy

Καλλιτεχνική απεικόνιση της πρόσκρουσης της διαστημοσυσκευής Χιντάλγκο σε αστεροειδή, με στόχο την αλλαγή της πορείας του και την αποφυγή σύγκρουσης με τη Γη. Σε πρώτο πλάνο το διαστημόπλοιο Σάντσο, που παρατηρεί την επιχείριση. (πηγή: ESA)

Στις 13 Ιανουαρίου του 2010 ένας διαστημικός βράχος στο μέγεθος μιας πολυκατοικίας πέρασε «ξυστά» από τη Γη μας σε απόσταση 120.000 χιλιομέτρων. Τέτοιου είδους προσπεράσματα είναι φυσικά κάτι το συνηθισμένο, εφ’ όσον υπάρχουν περίπου δύο εκατομμύρια παρόμοιοι διαστημικοί επιδρομείς που δυνητικά θα μπορούσαν να συγκρουστούν με τον πλανήτη μας, αφού οι διαστημικοί αυτοί βράχοι προσπερνάνε τη Γη κατά μέσον όρο μία φορά κάθε βδομάδα. Οι αποστάσεις των προσπερασμάτων όμως αυτών δεν προμηνύουν κανένα κίνδυνο για τον πλανήτη του ανθρώπου. Θα μπορούσατε φυσικά να αναρωτηθείτε: «Τι γίνεται αν…;». Είναι δυνατόν άραγε να μεταβληθεί η τροχιά ενός αστεροειδούς, ο οποίος βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με τη Γη και, εάν ναι, με ποιο τρόπο;

Η γήινη ατμόσφαιρα φυσικά μπορεί να μας προστατέψει αρκετά από την εισβολή αντικειμένων με διάμετρο μέχρι 50 μέτρα. Από τους αστεροειδείς όμως που διασχίζουν την τροχιά της Γης υπάρχουν συνολικά 500.000 αντικείμενα με διάμετρο από 50 έως 100 μέτρα και άλλοι 200.000 με διάμετρο πάνω από 100 μέτρα, ενώ περίπου 500-1.000 απ’ αυτούς έχουν μέγεθος πάνω από ένα χιλιόμετρο. Είναι προφανές, με άλλα λόγια, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν για την επιβίωση του ανθρώπινου γένους αυτού του είδους οι διαστημικοί εισβολείς είναι πραγματικός. Γι’ αυτό εξάλλου και διάφορες διαστημικές υπηρεσίες και ερευνητικά κέντρα σε όλο τον κόσμο σαρώνουν συστηματικά τον έναστρο ουρανό σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν όλα εκείνα τα «επικίνδυνα» ουράνια σώματα και να υπολογίσουν την τροχιά τους, προκειμένου να καταγράψουν εκείνα που θα αποτελέσουν κίνδυνο για το μέλλον. Γιατί, όπως είπαμε, το ερώτημα δεν είναι τόσο εάν θα χτυπηθεί στο μέλλον η Γη από κάποιον αστεροειδή, αλλά πότε.

Εάν υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε την απάντηση στο «πότε», υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να εμποδίσουμε την καταστροφή;

Αρκετά σενάρια έχουν προταθεί μέχρι σήμερα από τους επιστήμονες. Σύμφωνα με ορισμένους, η παρουσία και μόνο μιας διαστημοσυσκευής σε τροχιά γύρω από κάποιον επικίνδυνο αστεροειδή αρκεί, αφού η βαρυτική της έλξη, αν και ελάχιστη, θα είναι ικανή σε βάθος χρόνου να μεταβάλλει την τροχιά του, ακριβώς όσο χρειάζεται.

Άλλες, εξίσου «ήπιες» μέθοδοι μεταβολής της τροχιάς ενός αστεροειδούς περιλαμβάνουν το χρωματισμό της επιφάνειάς του με ειδική ανακλαστική ή απορροφητική μπογιά προκειμένου να μεταβάλλουν την πίεση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας του Ήλιου, ή ακόμη και τη χρήση ειδικών κατόπτρων, τα οποία, εστιάζοντας τις ακτίνες του Ήλιου πάνω στον αστεροειδή, θα ατμοποιήσουν ποσότητα από την ύλη του.

Πιο βίαιες μέθοδοι αναχαίτισης ενός αστεροειδούς περιλαμβάνουν τη χρήση πυρηνικών βομβών, με τον κίνδυνο βέβαια να τον διαμελίσουν σε πολλά μικρότερα κομμάτια, τα οποία θα βομβάρδιζαν τον πλανήτη μας με εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα.

Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν ότι η πρόσκρουση στον αστεροειδή μιας διαστημοσυσκευής-βολίδας αρκεί για να μεταβάλει την τροχιά του. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ήδη η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος (ESA) με την αποστολή «Δον Κιχώτης» (Don Quijote), η οποία θα αποτελείται από δυο διαστημόπλοι, το «Σάντσο» (Sancho) και το «Χιντάλγκο» (Hidalgo). Το «Σάντσο», που θα εκτοξευτεί πρώτο, είναι ένα τροχιακό παρατηρητήριο που θα συλλέξει όσο τον δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τον αστεροειδή, καθώς θα περιφέρεται γύρω του, προτού το πιο ογκώδες «Χιντάλγκο» προσκρούσει πάνω του, σε μια προσπάθεια να διαπιστωθεί εάν είναι δυνατό και κατά πόσο να μεταβληθεί η τροχιά του με αυτό τον τρόπο.

Προκειμένου όμως να στεφθεί με επιτυχία η οποιαδήποτε προσπάθεια αναχαίτισης ενός αστεροειδούς, θα πρέπει το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τον εντοπισμό του μέχρι την προβλεπόμενη σύγκρουσή του με τον πλανήτη μας να είναι αρκετά μεγάλο, ώστε να έχουμε το χρόνο να αντιδράσουμε. Κι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αφ’ ενός μεν πρέπει να υπάρχουν ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες μικροί αστεροειδείς σε σχετικά μικρές αποστάσεις από τη Γη, τους οποίους δεν έχουμε ακόμη εντοπίσει, ενώ από τους περίπου 1.000-1.200 αστεροειδείς με μέγεθος άνω του 1 χιλιομέτρου, που εικάζεται ότι υπάρχουν, έχουμε ανακαλύψει περίπου τους 900. Γι’ αυτό και η NASA σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το τηλεσκόπιο LSST, που κατασκευάζεται στη Χιλή, προκειμένου να εντοπίσει το 90% των επικίνδυνων για τη Γη αστεροειδών, μεγέθους άνω των 140 μέτρων. Υπολογίζεται μάλιστα ότι με την έναρξη της λειτουργίας του LSST το 2014-15 η προσπάθεια αυτή θα ολοκληρωθεί μέσε σε μια δεκαετία.

Η ανάγκη να καταγραφούν τα ουράνια αυτά σώματα είναι επιτακτική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Γιατί έτσι θα μπορούσαμε, ίσως, να προφυλάξουμε τη Γη μας από μια καταστροφική σύγκρουση ενός αστεροειδούς ή ενός κομήτη. Στα ειδικά εργαστήρια Σάντια και Λος Αλαμος των ΗΠΑ, τα διάφορα σενάρια των ηλεκτρονικών υπολογιστών μας πληροφορούν ότι η σύγκρουση της Γης μ’ έναν αστεροειδή αρκετά μεγάλο, είτε αυτός πέσει στην ξηρά είτε στη θάλασσα, θα ήταν καταστροφική.

Η πτώση στον Ατλαντικό ωκεανό ενός σχετικά μικρού αστεροειδούς, με διάμετρο 350 μέτρα, θα κατέστρεφε τελείως τις παραλίες και των δυο πλευρών του Ατλαντικού, σε βάθος δεκάδων χιλιομέτρων, με τη δημιουργία τσουνάμι ύψους περίπου 100 μέτρων. Τέτοιου είδους συγκρούσεις όμως συμβαίνουν μία φορά στα 100.000 χρόνια.

Η πιθανότητα όμως μιας σύγκρουσης με τοπικές μόνο καταστροφές, σαν εκείνη που συνέβη στην περιοχή της Τουνκούσκα, έχει πιθανότητες 33% να συμβεί μέσα στα επόμενα 100 χρόνια.

Πηγή: Αποσπάσματα από το άρθρο: «Σε Τροχιά Σύγκρουσης», Διονύσης Σιμόπουλος και Αλέξης Δεληβοριάς,  Γεωτρόπιο Ελευθεροτυπίας, Τεύχος 512, 6 Φεβρουαρίου 2010.