Γιατί αποκαλείται «Νέας Ιουστινιανής» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου; (3)
1 Ιανουαρίου 2013Δ’
Την ευκαιρία της κατά τον επισημότερο και μονιμότερο τρόπο επιτεύξεως του σκοπού του, αλλά και της εξουδετερώσεως των αντιδράσεων της Νέας Ρώμης και του πέμπτου τη τάξει μητροπολίτου της, του επισκόπου Κυζίκου, έδωσε στον φιλόδοξο αυτοκράτορα η νέα οικουμενική σύνοδος που ο ίδιος συνεκάλεσε στο παλάτιο του Τρούλλου από τα τέλη του 691 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 692. Με αυτή ο νέος Ιουστινιανός εκωδικοποίησε οριστικά το εκκλησιαστικό δίκαιο, κατά τον ίδιο τρόπο που και ο μέγας προκάτοχός του είχε κωδικοποιήσει το ρωμαϊκό δίκαιο. Κείμενα όπως, λογουχάρη, το προοίμιο του Γ’ κανόνα δείχνουν την απομίμηση να εκτείνεται ακόμη και στην φρασεολογία και το ύφος. Μέχρι σήμερα η ανατολική εκκλησία διοικείται βασικά από τον κανονικό κώδικα του δευτέρου Ιουστινιανού. Η σύνοδός του υπήρξε η μεγαλύτερη της ιστορίας σε αριθμό συνοδικών πατέρων, από τους οποίους όμως πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, ήσαν τιτουλάριοι στην ουσία επίσκοποι, που διαβιούσαν έξω από τις ιστορικές επαρχίες τους, τις οποίες όχι λίγοι ούτε καν μπόρεσαν να επισκεφθούν ποτέ. Τα πλήγματα των βαρβαρικών επιδρομών, σλαβικών και δή αραβικών, ήσαν εμφανή. Ο ΛΕ’ κανόνας της Συνόδου φθάνει να ομιλεί για επισκόπους στων οποίων τις εκκλησίες δεν υπελείφθησαν καν κληρικοί.
«Ένας από τους έξ επήρειας βαρβαρικής έξω των οικείων επαρχιών διάγοντας επισκόπους» εμφανίζεται από την Σύνοδο στον ΛΘ’ κανόνα της να είναι και ο «επίσκοπος της Κυπρίων νήσου», αρχιεπίσκοπος Κωνστάντιας Ιωάννης. Λέγω εμφανίζεται, διότι η Σύνοδος γνωρίζει, έξ ού και η διφορούμενη διατύπωση, ότι η περίπτωση του Κύπρου είναι ιδιαίτερη, αφού δεν εξεδιώχθη από τους βαρβάρους, αλλά μεταφέρθηκε έξω από την επαρχία του από τον αυτοκράτορα τον ίδιον.
«Του αδελφού και συλλειτουργού ημών Ιωάννου, του της Κυπρίων νήσου προέδρου, άμα τω οικείω λαώ επί την Ελλησπόντιον επαρχίαν, διά τε τάς βαρβαρικάς εφόδους, διά τε το της εθνικής ελευθερωθήναι δουλείας και καθαρώς τοις σκήπτροις του χριστιανικωτάτου κράτους υποταγήναι, της ειρημένης μεταστάντος νήσου, προνοία του φιλάνθρωπου Θεού και μόχθω του φιλοχρίστου και ευσεβούς ημών βασιλέως, συνορώμεν, ώστε ακαινοτόμητα διαφυλαχθήναι τα παρά των εν Εφέσω το πρότερον συνελθόντων θεοφόρων πατέρων τω θρόνω του προγεγραμμένου ανδρός παρασχεθέντα προνόμια, ώστε την Νέαν Ιουστινιανούπολιν το δίκαιον έχειν της Κωνσταντιέων πόλεως, και τον έπ’ αυτή καθιστάμενον θεοφιλέστατον επίσκοπον πάντων προεδρεύειν των της Ελλησποντίων επαρχίας, και υπό των οικείων επισκόπων χειροτονείσθαι κατά την αρχαίαν συνήθειαν (τα γαρ εν εκάστη εκκλησία έθη και οι θεοφόροι ημών πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι), του της Κυζικηνών πόλεως επισκόπου υποκειμένου τω προέδρω της ειρημένης Ιουστινιανουπόλεως, μιμήσει των λοιπών απάντων επισκόπων των υπό τον λεχθένα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ιωάννην, υφ’ου χρείας καλούσης και ο της αυτής Κυζικηνών πόλεως επίσκοπος χειροτονηθήσεται».
Ο κανόνας, ένα από το σπουδαιότερα μνημεία της ιστορίας της Κύπρου και από τα πλέον ενδιαφέροντα της εκκλησιολογίας του ανατολικού κανονικού δικαίου, χρήζει εξονυχιστικού υπομνηματισμού, πράγμα που δεν είναι του παρόντος, αφού η κλεψύδρα ήδη με πιέζει. Το κείμενο είναι άκρως διπλωματικό, σίγουρα προϊόν πολλών συζητήσεων και συμβιβασμών μεταξύ του βασιλέως, του οποίου την βούληση υλοποιεί, και των συνοδικών πατέρων, που στην πλειονότητά τους συναινούν, όχι όμως χωρίς ν’ αφίνουν πολλές θύρες ανοικτές. Ανίκανοι να δικαιολογήσουν θεολογικά το πρωτοφανές αυτό γεγονός, το αιτιολογούν ιστορικό – ανάγοντάς το έτσι στην οικονομία, «ού γάρ, υπό του της ανάγκης καιρού της ακριβείας περιγραφείσης, ο της οικονομίας όρος περιορισθήσεται», καθώς απεφάνθησαν στον ΛΖ΄ κανόνα, προθάλαμο του ΛΘ’. Η όλη διατύπωση, η δαιδαλώδης σύνταξη της περιόδου εκφράζουν την απορία αυτή και αποπνέουν έναν αέρα προσωρινότητας, όσον αφορά τον Κύπρου, μονίμου όμως υποταγής όσον αφορά τον Κυζίκου, στον οποίο αφιερώνεται ειδικά το τέλος του κειμένου. Ο Ιουστινιανός Β’ εγνώριζε ότι και αν ακόμη ο Κύπρου επιστρέψει κάποτε στην ιστορική του έδρα, η αρχή του κανόνος «τα… εν εκάστη εκκλησία έθη… οι θεοφόροι ημών πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι» θα μπορούσε, σε συνδυασμό με τον ΛΗ’ κανόνα να εξασφαλίσει για πάντα την πρωτοκαθεδρία της πόλης του έναντι της Κυζίκου, της οποίας η η έδρα εχήρευε ή ο μητροπολίτης αρνήθηκε να υπογράψει τα Πρακτικά της Συνόδου, αφού πουθενά η υπογραφή του δεν φαίνεται. Εκτός αν η πρόταση «υφ’ ού χρείας καλούσης κτλ.» αποτελεί συγκαλυμμένη απειλή προς εξοργισμένο επίσκοπο, που μόλις υπέβαλε παραίτηση, την οποία, ωστόσο, η Σύνοδος ελπίζει ότι θ’ αποσύρει. Προς αποφυγή διανοίξεως των ασκών του Αιόλου, η Σύνοδος τονίζει ότι ο προκαθήμενος της Κύπρου μετοίκισε μαζί με το λαό του, έτσι ώστε οι άλλοι διάφοροι επίσκοποι τιτουλάριοι, χωρίς ποίμνια, να μην τρέφουν ψευδαισθήσεις. Ο ΛΘ’ κανόνας, άλλωστε, προετοιμάζεται καταλλήλως από τους προηγούμενούς του κανόνες. Γι’ αυτό και η ορθή ερμηνεία του είναι αδύνατη, αν δεν αναγνωρισθεί μέσα και στην ιστορική συνάφεια που ανέλυσα έως τώρα και στην κειμενολογική συνάφεια των τριών προηγουμένων κανόνων της Πενθέκτης. Η αποτυχία των βυζαντινών και νεώτερων ιστορικών και κανονολόγων, εδώ ακριβώς έγκειται. Την ορθή οδό, παρά τις θετικιστικές και πολιτειοκρατικές υπερβολές του, διάνοιξε, χωρίς διαδόχους, το 1913 ο Ρώσος ιστορικός Πλάτων Π. Σόκολωφ σε δέκα σελίδες της εισαγωγής του έργου του για τους Έλληνες μητροπολίτες Ρωσίας.
Ο ΛΣΤ’ κανόνας της Συνόδου επικυρώνει το υπάρχον καθεστώς «περί της των πατριαρχών τιμής», ικανοποιώντας έτσι την βασιλίδα Πόλη, της οποίας εξασφαλίζει τα ίσα πρεσβεία με την παλαιά Ρώμη, σε αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων βεβαίως, για την επικείμενη απόσπαση της πέμπτης της μητροπόλεως και την εγκατάσταση αυτοκέφαλου εκκλησίας προ των ιδίων των πυλών της.
Ο ΛΖ’ κανόνας διασφαλίζει τώρα την αυθεντία των επισκόπων οι οποίοι ένεκα των βαρβαρικών επιδρομών δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις έδρες τους, διακρίνοντας επισκοπική χειροτονία και δικαιοδοσία και επιτρέποντας ουσιαστικά – αδιανότητο για την πρώτη εκκλησία – την ύπαρξη επισκόπων χωρίς ποίμνιο (ήδη, υπενθυμίζω, ο ΛΕ’ κανόνας ομίλησε για επισκόπους χωρίς κλήρο).
Ο ΛΗ’ κανόνας, σε ένα απρόσμενο για τον αμύητο άλμα, αλλά απόλυτα αναγκαίο για τον Ιουστινιανό Β’ βήμα, παραπέμποντας στον ΙΖ’ κανόνα της Δ’ Οικουμενικής συνόδου, τον οποίο, αυστηρώς ομιλούντες, παρερμηνεύει, ορίζει ότι η εκκλησιαστική τάξη οφείλει να ακολουθεί την πολιτική, ώστε «ει τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις… τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών πραγμάτων η τάξις ακολουθείτω». Η υπόθεση κερδήθηκε. Ο συνδυασμός του ΛΖ’ με τον ΛΗ’ επιτρέπει πιά τον ΛΘ’ κανόνα, που τίτλο θα έπρεπε να έχει λάβει όχι «περί του επισκόπου της Κυπρίων νήσου», αλλά «περί του επισκόπου της νέας Ιουστινιανουπόλεως».
Ο Κύπρου Ιωάννης «άμα τω οικείω λαώ», όχι έχοντας εγκαταλείψει την έδρα του (πράγμα που θα επέβαλλε την καθαίρεσή του), αλλά «προνοία του φιλανθρώπου Θεού» έχοντας μεταφερθεί από τον φιλόχριστο και ευσεβή βασιλέα από την νήσο του στην Ελλησπόντιο επαρχία, μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τον ΛΖ’ κανόνα, αφού η μετοίκησή του έγινε και ένεκα των βαρβαρικών επιδρομών και – η Σύνοδος γνωρίζει ότι αυτές συνέβησαν σαράντα τόσα χρόνια πριν και αναζητεί να περισώσει τις επιφάσεις (και αν ακόμη υποτεθεί ότι κάποιες εχθροπραξίες και υπονομεύσεις των σπονδών του 689 συνέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια) – για να ελευθερωθεί ο άνδρας και το ποίμνιό του από την δουλεία στους απίστους και να υποταγεί «καθαρώς» στα σκήπτρα του «χριστιανικωτάτου κράτους». Νοείται η συνεπικυριαρχία Βυζαντίου και Ισλάμ επί της Κύπρου, που λογίζεται ανάξια για το μεγαλείο του αρχιεπισκόπου, μολονότι, αυτό αποσιωπάται, ολοκληρωτικά κάτω από το Ισλάμ βρίσκονταν ήδη οι τρεις από τους πέντε πατριάρχες.
Η τοπική εκκλησία – «ο θρόνος» – δεν είναι μία γεωγραφική έννοια, αλλά μία έμψυχη οντότης, ο επίσκοπος «άμα τω οικείω λαώ». Και είναι η τοπική εκκλησία σε τόσο βαθμό «παροικούσα εν τω κόσμω», ώστε μπορεί να ταξιδεύει και να επιζεί όχι μόνο μέσα στον χρόνο, αλλά και μέσα στον χώρο, ακόμη και μέσα στις επαρχίες και τα όρια άλλων εκκλησιών. Αφού, λοιπόν, διατηρούνται, βάσει και του ΛΖ’ κανόνα, τα δίκαια και η αυθεντία του Κύπρου, ο οποίος τώρα έχει έδρα την Νέα Ιουστινιανούπολη στον Ελλήσποντο, όλα τα προνόμια της Κύπρου περιέρχονται εκ μεταθέσεως στην Νέα Ιουστινιανούπολη, η οποία με την σειρά της, από τώρα έχει «το δίκαιον της Κωνσταντιέων πόλεως» (αυτή είναι η ανάγνωση όλων των αρχαίων χειρογράφων και του Πορφυρογέννητου [Κωνσταντινέων]. «Το δίκαιον της Κωνσταντινουπόλεως» αποτελεί παραφθορά της μεταγενέστερης «κοινής» παραδόσεως, που εμφανίζεται με τους κανονολόγους του IB’ αιώνα).
Ύστερα από αυτά, η εκκλησιαστική τάξη είναι ζήτημα διοικητικό. Ο ΛΗ’ κανόνας την νέα «εκ βασιλικής εξουσίας» καινισθείσα πρωτεύουσα της Ελλησποντίου επαρχίας επιβάλλει και ως εκκλησιαστική μητρόπολη της ιδίας επαρχίας, σε αντικατάσταση της Κυζίκου. Ο Νέας Ιουστινιανουπόλεως, «κατά την αρχαίαν συνήθειαν» της Κύπρου, η οποία τώρα είναι δικό του προνόμιο, χειροτονείται από τους «οικείους επισκόπους» του, που δεν είναι οι δώδεκα επίσκοποι της Κύπρου (ή τουλάχιστον μόνο αυτοί), αλλά οι δώδεκα – σύμπτωση αριθμών – επίσκοποι του Ελλησπόντου. Και χειροτονεί αυτός εκείνους, ακόμη και τον άλλοτε μητροπολίτη Κυζίκου, ο οποίος – επαναλαμβάνεται, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία – υπόκειται στον Νέας Ιουστινιανουπόλεως.
Ποιοί λόγοι προκάλεσαν τις μετακινήσεις των Κυπρίων στην Θράκη ή την Παμφυλία, καθώς το έχω δηλώσει, δεν γνωρίζουμε σήμερα. Πεποίθησή μου, όμως, είναι ότι ο Ιουστινιανός Β’ τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωάννη και τον λαό της Κωνστάντιας μετέφερε στην Αρτάκη – Νέα Ιουστινιανούπολη με μόνο σκοπό να καταστήσει αυτοκέφαλη την εκκλησία της επωνύμου του πόλεως, είτε διά του δικαίου της μεταθέσεως (jus tranlationis) είτε, σε περίπτωση επιστροφής του Κύπρου στην ιστορική του έδρα, διά της δημιουργίας νομικού προηγουμένου και εθιμικού δικαίου.
Αλλ’ όμως τί απέγιναν οι επίσκοποι των άλλων κυπριακών πόλεων, πλην της Κωνστάντιας; Ασφαλώς, όπως ορθά συνεπέρανε ήδη από το 1875 ο Φ. Γεωργίου, παρέμειναν στην Κύπρο μαζί με τα ποίμνιά τους. Υπαγόμενοι στον Ελλησπόντιο αρχιεπίσκοπο της Νέας Ιουστινιανουπόλεως; Θα το υπέθετα αυτό, παρά την δυσκολία των αποστάσεων. Το 536 ο Μέγας Ιουστινιανός δεν είχε θέσει την Κύπρο, μαζί με τις Κυκλάδες, την Καρία, την Δευτέρα Μοισία και την Σκυθία, υπό την εξουσία του Ιουστινιάνειου κοιαίστωρος, με έδρα την Οδησσό; Συνένωση παραδοξότερη αυτής του νέου Ιουστινιανού, και ταλαιπωρία όχι δώδεκα επισκόπων, αλλά όλων των Κυπρίων, που για να κριθούν δευτεροβάθμια θα έπρεπε να ταξιδέψουν μέχρι την σημερινή Βάρνα της Βουλγαρίας.
Ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει μόνο η υπογραφή του Ιωάννη στα επίσημα πρακτικά της Πενθέκτης. Εκεί, ο αρχιεπίσκοπος του οποίου όλα τα σωζόμενα μολυβδόβουλλα υποδηλώνουν τον τίτλο ως «αρχιεπισκόπου Κύπρου», υπογράφει αμέσως μετά τους πατριάρχες ως: «Ιωάννης ανάξιος επίσκοπος Νέας Ιουστινιανουπόλεως» – τίποτε περί Κύπρου ή Κωνστάντιας. Ίσως ο αυτοκράτορας (που υπέγραψε πρώτος διά κινναβάρεως) να μην ικανοποιόταν με τίποτε άλλο. Αφού οι Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν ήταν προσωπικά παρόντες, ο Κύπριος άλλοτε μοναχός (αυτό υποδηλώνει το επίθετο «ανάξιος») στην πραγματικότητα υπέγραψε κατά την τελική συνεδρία της Συνόδου τρίτος μετά τον αυτοκράτορα και τον Κωνσταντινουπόλεως Παύλο. Ίσως η Κύπρος να εφάνταζε πιά πολύ μακρινή, άσημη ή μιξοβάρβαρη… Όχι η Κωνστάντια ήταν η Νέα Ιουστινιανούπολις (καθώς νομίστηκε αργότερα) αλλά η Νέα Ιουστινιανούπολις ήταν Νέα Κωνστάντια.
Ε’
Τα θεία, μολοντούτο, κελεύσματα δεν ακολουθούν πάντα τις ανθρώπινες βουλές. Τρία χρόνια μετά, προς το τέλος του 695, ο Νέος Ιουστινιανός εκθρονίστηκε από τον Βένετο στρατηγό της Ελλάδας Λεόντιο, ρινοτομήθηκε και εξορίστηκε στην Χερσώνα. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κατέρρευσαν για πάντα. Όταν, μετά δέκα έτη, θα επανερχόταν στον θρόνο για άλλα έξη χρόνια, δεν θα ήταν παρά το εκδικητικό φάντασμα του εαυτού του. Η άδεια εκλογής μητροπολίτου Κυζίκου το 706 εσήμαινε την οριστική εγκατάλειψη του ονείρου της Νέας Ιουστινιανουπόλεως. Ο αυτοκράτορας επέλεξε τον λόγιο κληρικό της Αγίας Σοφίας Γερμανό, περίφημο μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο, χρόνια πριν, το 668, ο πατέρας του είχε ευνουχίσει, ως γιο του πατρικίου Ιουστινιανού, συγγενούς του που υπήρχε υποψία ότι ενείχετο στον φόνο του δικού του πατέρα, αυτοκράτορος Κώνσταντος Β’. Ζητούσε ίσως έτσι την θεία εξιλέωση για τις αμαρτίες του πατέρα του που επίστευε ότι τον παίδευαν; Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι στον γιό του, που απέκτησε στην εξορία, έδωσε το όνομα του θείου του Τιβερίου, τον οποίο ο πατέρας του ερινοτόμησε το 681 για να εξασφαλίσει στον ίδιο – ρινότμητο τώρα και αυτόν – την διαδοχή…
Επτά χρόνια πριν, το 699, ο δρουγγάριος (ναύαρχος) των Κιβυρραιωτών Αψίμαρος, που είχε εκθρονίσει τον προηγούμενο χρόνο τον ελλαδικό Λεόντιο και, υποστηριζόμενος από τον στόλο και τους Πράσινους, ανέβηκε στον θρόνο με το όνομα επίσης του παλιού εκλεκτού των ανατολικών για την βασιλεία, θείου του Ιουστινιανού Τιβερίου, αποφάσισε τον επαναπατρισμό των Κυπρίων. Η όλη αμυντική πολιτική του Ιουστινιανού Β’ αντιστρεφόταν τώρα και είναι ήδη φανερή η αντίθεση Μικράς Ασίας και Ελλάδας, η οποία τόσο έντονα γίνεται αντιληπτή στην αμέσως επομένη εικονομαχική περίοδο της ιστορίας του Βυζαντίου (ας θυμηθούμε ότι ο πρόεδρος της Ιέρειας το 754 Εφέσου Θεοδόσιος ήταν γιός του Αψιμάρου-Τιβερίου, όπως και ο πρώτος που αντιστάθηκε στον εισηγητή της εικονομαχίας Λέοντα Γ’ ήταν ο εκλεκτός και συγγενής του Ιουστινιανού Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως).
Η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ότι οι Κύπριοι επέστρεψαν από την Νέα Ιουστινιανούπολη το 699 (επτά έτη μετά την Πενθέκτη Σύνοδο), δεν συντρέχει λόγος ν’ αμφισβητηθεί – καθώς έγινε κάποτε – όταν μάλιστα αποτελεί την μόνη πηγή που έχουμε στην διάθεσή μας. Η ενέργεια του Τιβερίου Β’ εσήμαινε πιθανώς απομάκρυνση από τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως ενδεχομένου ερείσματος του έκπτωτου Ιουστινιανού, ο οποίος τώρα από την Χαζαρία, όπου είχε διαφύγει, εκινείτο συνεχώς προς ανάκτηση του θρόνου του ή, εξ αντιθέτου, εσήμαινε ικανοποίηση των συντρόφων Πρασίνων Κυπρίων, που ήθελαν να επιστρέψουν στην γή τους, ή που τους ήθελαν να επιστρέψουν οι αδελφοί τους στην Κύπρο. Σίγουρα εσήμαινε τον απαραίτητο για την στερέωση του νέου αυτοκράτορα κατευνασμό των Αράβων με την επιστροφή στην αυστηρή και ειλικρινή τήρηση των σπονδών του 689. Η συμφωνία αμοιβαίου επαναπατρισμού των Κυπρίων από το χαλιφάτο και την αυτοκρατορία είναι αρκετά εύγλωττη.
Τί τελικά απέμεινε για τους Κυπρίους από την μετοικεσία στον Ελλήσποντο, που σκοπό είχε όχι την Κύπρο πρωταρχικά, αλλά την Νέα Ιουστινιανούπολη; Παράδοξα, όταν η περιπέτεια που προς στιγμή απείλησε με αποικιοποίηση την αυτόχθονη κυπριακή εκκλησία έληξε, το μόνο που ο ΛΘ’ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου παρέμεινε να διακηρύττει εσαεί, είναι η απερίφραστη και κανονολογικά τελεσίδικη απόφαση του ότι το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου είναι ακατάλυτο, διότι τα προνόμια, τα οποία της ανεγνώρισε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο είναι «ακαινοτόμητα», δηλαδή αναφαίρετα, ως, ακριβώς, ανεγνωρισμένα από οικουμενική σύνοδο. Εννιακόσια σχεδόν χρόνια έπειτα, ο πρώτος Κύπριος αρχιεπίσκοπος της Τουρκοκρατίας θα πρόσθετε στον τίτλο του, ευγνώμονα όσο και ακίνδυνα, το λατινογενές «Νέας Ιουστινιανής», έχοντας, μαζί με τους υστέρους Βυζαντινούς, εγκαταλείψει τον ελληνοπρεπή, και ιστορικά ορθό, τύπο «Ιουστινιανούπολις».
Με την δύση του Ζ’ αιώνα η Εκκλησία Κύπρου εισερχόταν στην μεσοβυζαντινή περίοδο της ιστορίας της, ενώ η Αρτάκη επέστρεφε στο παλαιό όνομα που της έδωσαν αιώνες πριν οι Μιλήσιοι. Η ιστορία των αμέσως επομένων αιώνων θα εδικαίωνε τον διορατικό Ιουστινιανό Β’. Η Αρτάκη σύντομα ενίκησε την Κύζικο, που από τον ΙΑ’ αιώνα ήδη εγκαταλείφθηκε ολοσχερώς. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Κυζίκου εγκαταστάθηκε τελικά εκεί, δυνατότητα που δεν είχε υπολογίσει ο νέος Ιουστινιανός. Η πόλη έμεινε βασικά ελληνική μέχρι το 1922. Τελευταίος Κυζίκου υπήρξε ο πολύς Καλλίνικος Δελικάνης, ο οποίος πέθανε αργότερα ως Εφέσου. Οι Αρτακηνοί οι ίδιοι μεταφέρθηκαν στην Εύβοια, όπου, επτά χιλιόμετρα από την Χαλκίδα, ζουν μέχρι σήμερα στην Νέα Αρτάκη. Η Ελλησπόντια πόλη, που κάποτε έγινε για επτά χρόνια έδρα του αρχιεπισκόπου Κύπρου με το ένδοξο όνομα Νέα Ιουστινιανούπολις, δόθηκε από την Τουρκία στους Βεγγάζιους και Τουρκοκρήτες πρόσφυγες. Τα δύο πανάρχαια σεβάσματά της, οι εικόνες της Θεοτόκου Φανερωμένης και της Θεοτόκου της Αρτάκης, βρίσκονται τώρα στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Η Κωνστάντια, από την άλλη, δεν είναι σήμερα παρά αξιοδάκρυτα ερείπια, συντετριμμένα μάρμαρα, ιερές αναμνήσεις. Τύχη των ανθρωπίνων πραγμάτων…
Ο ποιμενάρχης της Κύπρου, ωστόσο, από την νέα πρωτεύουσα του τόπου, συνεχίζει ν’ αρχιεπισκοπεύει αυτοκέφαλος, σύμβολο εμμονής, συνέχειας, ανάστασης. Για να υπενθυμίζει, καθώς η Παναγία της Αρτάκης από το Φανάρι, και την μετάθεση των σαλευομένων ως πεποιημένων και την ύπαρξη της ουρανίου ασάλευτου βασιλείας.
Πηγή: Ιερομ. Παύλος (Βενέδικτος) Εγγλεζάκης, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, «Κύπρος, Νέα Ιουστινιανούπολις», Έκτη Ετήσια διάλεξη Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1990.