Η επιστροφή μου στο Χριστιανισμό
20 Ιανουαρίου 2013(Lin Yutang, Καθηγητής Παν/μίου)
Πολύς κόσμος μ’ έχει ρωτήσει, γιατί, εγώ που διεκήρυσσα πως είμαι ειδωλολάτρης, ξαναγύρισα στον Χριστιανισμό.
Η εξήγηση δεν είναι απλή, γιατί η Θρησκεία είναι ένα αυστηρά προσωπικό ζήτημα. Ωστόσο, πολύς κόσμος, είμαι βέβαιος, έχει αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες όπως κι εγώ, στην προσπάθειά του να βρει μια θρησκεία που να τον ικανοποιεί. Γιατί κανείς νουνεχής άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος, όταν ζει μια ζωή παραμελημένη. Επίμονα ζητεί παραμυθία σε μια ενοποιημένη πίστη —πέστε τη φιλοσοφία ή θρησκεία— που να του εξηγεί τα κίνητρά του, τις πράξεις του και τον προορισμό του.
Πάνω από 30 χρόνια η μόνη μου θρησκεία ήταν ο ανθρωπισμός: η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος, καθοδηγούμενος από την λογική, ήταν αυτάρκης. Ότι η πρόοδος, μόνο στη γνώση, θα έφερνε αυτόματα και έναν καλύτερο κόσμο. Όμως, αφού έγινα μάρτυρας της προόδου του υλισμού του 20ου αιώνα και των έργων των εθνών που ζούσαν χωρίς Θεό, είμαι πεπεισμένος πως ο ανθρωπισμός δεν είναι αρκετός —ότι ο άνθρωπος, γι’ αυτή την ίδια του την επιβίωση, έχει ανάγκη επαφής με μια Δύναμη μεγαλύτερη και έξω από τον εαυτό του. Και αυτός είναι ο λόγος που γύρισα πάλι στον Χριστιανισμό. Θέλω να ξανανοιώσω την γνώση εκείνη και την αγάπη του Θεού που με τόση καθαρότητα και απλότητα δίδαξε ο Ιησούς.
Για να εξηγήσω την θέση μου, νομίζω πως είναι αναγκαία λίγα λόγια για την καταγωγή μου. Είμαι Χριστιανός τρίτης γενιάς. Ο πατέρας μου ήταν εφημέριος σ’ ένα μακρινό χωριό, ψηλά πάνω στα βουνά, σε μια κοιλάδα που την έλεγαν Πόα – α, 60 μίλια από την νοτιοανατολική ακτή της Κίνας. Την παιδική μου ηλικία την πέρασα θαυμάσια εκεί —κοντά στον Θεό και στο μεγαλείο του Θεού. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο με την ομορφιά των νεφών στις οδοντωτές βουνοκορφές. Στο γκριζογάλανο απαλό χρώμα που έπαιρναν τα βοσκοτόπια, με την δύση του ήλιου. Στον ήχο του κελαρύσματος του ρυακιού. Αναφέρω αυτά τα πράγματα γιατί οι αναμνήσεις αυτές έχουν μια στενή σχέση με την θρησκεία μου. Με κάνανε να μην αγαπώ όλα τα πράγματα που είναι τεχνητά και πολύπλοκα, κατασκευασμένα από τον άνθρωπο και μικρά.
Το δεύτερο πράγμα ήταν η οικογενειακή μου ζωή στην παιδική μου ηλικία. Το σπίτι μας, ήταν ένα σπίτι που θρήσκευε και ήταν γεμάτο με χριστιανική απλότητα και αγάπη. Και η ζήτηση για μάθηση ήταν απεριόριστη. Μπορεί να φαίνεται φανταστικό, σ’ ένα μακρινό χωριό, σε μια εποχή όπου η επίκληρη χήρα αυτοκράτειρα κυβερνούσε την Κίνα, το ότι ο πατέρας μου μού μιλούσε για το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και της Οξφόρδης και μόνο με μισοαστεία μου φανέρωνε την ελπίδα του πως μπορεί να σπουδάσω εκεί κάποια μέρα. Είμαστε μια οικογένεια ονειροπόλων.
Όταν, πραγματικά, πήγα στο Κολλέγιο, στην Σαγκάη, στην αρχή σπούδαζα για να γίνω ιερέας —με την δική μου εκλογή. Έπειτα, με στενοχωρούσε ό,τι μου φαινόταν σαν θεολογική απάτη. Στασιαστικός ενάντια στο δόγμα, παρ’ όλο που πίστευα ακόμη στον Θεό, εγκατέλειψα την ιερωσύνη και την εκκλησία. Ο Emerson περιέγραψε σωστά την θέση μου όταν είπε πως δεν αποκτά κανείς την γνώση του Θεού με τους ψυχρούς τύπους αλλά « στο μονοπάτι του κήπου μπορεί » (by the garden path you may). Έτσι έμεινα έξω από την εκκλησία και βραδυπορούσα μέσα στον κήπο αναζητώντας ακόμη το σωστό μονοπάτι.
Κι άλλες δυνάμεις δούλευαν για να με μυήσουν προς την ειδωλολατρεία. Μετά το κολλέγιο, πήγα να διδάξω στο Τσίνγκ Χούα, κοντά στο Πεκίνο. Όπως οι πιο πολλοί από τους αποφοίτους των ιεραποστολικών σχολείων, έτσι κι εγώ, είχα πολύ λίγη γνώση για τις Κινεζικές λαϊκές παραδόσεις. Στην παιδική μου ηλικία είχα μάθει πως οι σάλπιγγες του Ιησού του Ναυή γκρέμισαν τα τείχη της Ιεριχώς. Κανείς όμως δεν μου είχε πει πως τα δάκρυα της χήρας του Τσι Λιάνγκ έλυωσαν και ξεκαθάρισαν ένα τμήμα του Μεγάλου Τείχους της Κίνας. Αφού άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τις δόξες του Πεκίνου και με μια αυθεντική Κινεζική κοινωνία, ντρεπόμουνα, για λογαριασμό μου, με την άγνοια που είχα και ρίχτηκα στη μελέτη της Κινεζικής φιλολογίας και Φιλοσοφίας. Δυσανασχετούσα με την χριστιανική μου παιδεία και ό,τι είχε σχέση με αυτή.
Θυμάμαι πως η αποφασιστική αποκοπή μου έγινε όταν ένας από τους συναδέλφους μου, μου έκανε μια επίκληση που την στήριζε στο ιδανικό του Κομφουκίου για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «θα είμαστε καλοί άνθρωποι απλώς επειδή είμαστε ανθρώπινα όντα». Ο Κομφουκισμός τονίζει την ευγένεια, αφοσίωση, εκτέλεση του καθήκοντος και τέλος, μια ταπεινή στάση προς την ζωή —πίστη στην νοημοσύνη και στην αυτοτελείωση του ανθρώπου με την παιδεία. Οι δοξασίες αυτές —που έμοιαζαν με τον ανθρωπισμό που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη— έγιναν, τώρα, δικές μου.
Για πολλά χρόνια ήμουνα ικανοποιημένος με την πίστη αυτή στη δύναμη του λογικού του ανθρώπου να καλυτερέψει τον εαυτό του και να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Έπειτα, κάτω από την επιφάνεια της ζωής μου μια ανησυχία άρχισε να υφέρπει που ήταν αποτέλεσμα της σκέψης και της εμπειρίας. Είδα πως η αυξανόμενη πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, δεν φαινόταν να τον κάνει περισσότερο όμοιο με τον Θεό. Γινόταν περισσότερο έξυπνος, αλλ’ είχε όλο και λιγότερη από την νηφαλιότητα ενός που στεκόταν μπροστά στον Θεό. Η σύγχρονη ιστορία έχει δείξει, πόσο επικίνδυνα άγριος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος, ακόμη κι όταν έχει προοδεύσει αρκετά από άποψη υλική και τεχνολογική.
Καθώς η πίστη μου στον ανθρωπισμό άρχισε, έτσι, να παρακμάζει, εγώ όλο και περισσότερο ρωτούσα τον εαυτό μου: «Υπάρχει μια θρησκεία που να ικανοποιεί τον σύγχρονο μορφωμένο άνθρωπο;»
Υπάρχουν κι άλλες θαυμάσιες ηθικές διδασκαλίες και θρησκευτικά συστήματα της Ανατολής. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι ο Βουδισμός και ο Ταοϊσμός. Αλλά κι αυτά απέτυχαν στο να μου δώσουν τις απαντήσεις. Ο Βουδισμός, μια θρησκεία της ευσπλαχνίας, βασίζεται στην φιλοσοφία ότι όλος αυτός ο αισθητός κόσμος είναι μόνο μια πλάνη. Η Βουδιστική εξήγηση για την ανθρώπινη ζωή είναι « ο οίκτος γι’ αύτη ». Και το στοιχείο της άλλης εγκοσμιότητας, του να στρέφει κανείς τα νώτα στον παρόντα κόσμο —ένα στοιχείο που είναι παρόν σε όλες τις θρησκείες του κόσμου— στον Βουδισμό γίνεται σχεδόν μια έμμονη ιδέα.
Ο Ταοϊσμός διδάσκει έναν απλό σεβασμό για ένα «άμορφο», «ακατονόμαστο», απατηλό αλλά πανταχού παρόν Τάο, που είναι ο Θεός, του οποίου οι νόμοι μυστηριωδώς και αναπόφευκτα κυβερνούν το σύμπαν. Η έμφασή του στην πραότητα και την ταπείνωση προσεγγίζουν την επί του Όρους Ομιλία. Ο Λάο – Τσε, ο προφήτης του Ταοϊσμού, φθάνει σε μεγάλα όψη σαν διδάσκαλος. Αλλ’ η έκκληση: πίσω στη φύση, και: προσέχετε στη Πρόοδο, που είναι σύμφυτα στον Ταοϊσμό, με δυσκολία βοηθεί στη λύση των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου.
Θαρρώ πως όλο τούτο τον καιρό γύριζα, ασυναίσθητα, όλο και περισσότερο προς την Χριστιανική Θρησκεία της παιδικής μου ηλικίας. Ωστόσο, η δογματική προσέγγιση με δυσκόλευε, όπως έχει δυσκολέψει, πιστεύω, και πολλούς σύγχρονους ανθρώπους, ν’ ακούσουν την ενδόμυχη φωνή της πίστης. Όπου κι αν ταξιδεύαμε, εκείνα τα χρόνια, εγώ και η γυναίκα μου, αυτή πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία. Μερικές φορές την συνόδευα κι εγώ. Αλλά συνήθως, αποχωρούσα αποθαρρυμένος από την δεύτερης ποιότητας ομιλία, με την απόφαση να μην ξαναπάω.
Βρισκόμουνα, έτσι, στο σταυροδρόμι όταν, μια Κυριακή στην Νέα Υόρκη, η γυναίκα μου μ’ έπεισε να την συνοδέψω για μια ακόμη φορά στην εκκλησία. Αυτό ήταν το αποφασιστικό σημείο. Η ομιλία ήταν πλούσια και ενδιαφέρουσα και σαν θέμα, δεν είχε σχέση με «θεολογική απάτη», αλλά με ένα απαραίτητο στοιχείο της χριστιανικής πίστης —στην περίπτωση αυτή, την αιώνια ζωή— και μ’ έναν τρόπο που είχε βαθειές σκέψεις και εμπνευσμένες. Την μια Κυριακή μετά την άλλη ξαναπήγαινα στην εκκλησία αυτή και ήμουν ευτυχισμένος εκεί. Σχεδόν, με τρόπο φυσικό, και χωρίς να το συζητήσουμε στο σπίτι, προσχώρησα και πάλι στην χριστιανική πίστη.
Τώρα μπορώ να κατανοώ, για μια φορά ακόμη, σαν όλα αυτά να είναι κάτι το καινούργιο σε μένα, την διδασκαλία του Ιησού που εμπνέει βαθύ σέβας, απλότητα και αγνότητα. Κανείς δεν μίλησε όπως ο Ιησούς. Κανείς «υιός του ανθρώπου» δεν είπε με τέτοια ευσπλαχνία. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», ή με τέτοια θεία ομορφιά : «Εφ’ όσ ο ν εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» — το «εμοί» στην περίπτωση αυτή σημαίνει τον Θεό την Ημέρα της Κρίσεως. Τί αποκάλυψη και τί ασύγκριτη διδασκαλία! Μιλάει ο αληθινός Κύριος, λες στον εαυτό σου, και το δέχεσαι χωρίς έρευνα.
Ο Θεός δεν είναι πια άμορφος, αλλά γίνεται συγκεκριμένος και ορατός διά του Χριστού —δηλαδή θρησκεία πλήρης, αμιγής και σωστή, όχι υποθετική. Δεν ξέρω καμιά άλλη θρησκεία που να μπορεί να δώσει αυτή την προσωπική επαφή του Θεού. Αυτή η εγκατάσταση μιας προσωπικής σχέσης με το Θεό, είναι το μοναδικό δώρο του Χριστιανισμού.
Πάντοτε προσπάθησαν οι άνθρωποι να εναποθέσουν την δική τους ευπιστία και μορφή σε απλές αλήθειες. Εκείνος όμως που θα έφθανε στο να κατανοήσει την ασύγκριτη ομορφιά και δύναμη της διδασκαλίας του Χριστού, πρέπει συχνά να παλέψει ενάντια στα δόγματα που τείνουν να τις επισκιάσουν. Υποθέτω πως το βάρος της θρησκευτικής μάθησης που συσσωρεύθηκε τώρα, αμιλλάται με τον νόμο και τους προφήτες των ημερών του Ιησού. Ο Ιησούς, όμως, ο Ίδιος, ήταν Εκείνος που τον απλούστεψε για χάρη μας, και έφθασε στην ουσία, όταν μας δίδαξε να αγαπάμε τον Θεό, και να αγαπάμε τον πλησίον μας και έπειτα πρόσθεσε: «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται ».
Δεν ρωτάω πια: « υπάρχει μια θρησκεία που να ικανοποιεί τον σύγχρονο μορφωμένο άνθρωπο;». Η αναζήτησή μου τελείωσε. Ξαναγύρισα εκεί που ανήκα.
Απόδοση: Νίκου Ι. Σέρβη
(«Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄»,σ.182-184, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε.)