Ο ναύαρχος Θεόδωρος Ουσακώφ και η αναγνώρισή του ως αγίου από το Πατριαρχείο Μόσχας
8 Ιανουαρίου 2013Η διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως στα τέλη του 20ού αιώνα και η ουσιαστική αποκατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας εντός του ρωσικού κράτους έφερε την έως τότε διωκόμενη Ρωσική Εκκλησία αντιμέτωπη με νέα δεδομένα. Η άμεση ρύθμιση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος, η ζέση στην ανάληψη πνευματικών πρωτοβουλιών, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός της θέσεώς της εντός και εκτός της Ρωσίας κρίθηκαν επιβεβλημένα και οι νέες προοπτικές που ανοίγονταν για το Ρωσικό Πατριαρχείο θεωρήθηκαν άμεσα αξιοποιήσιμες. Οι τάσεις αυτές έγιναν αισθητές για πρώτη φορά στην Τοπική Σύνοδο του 1988 που πραγματοποιήθηκε για τον εορτασμό της επετείου των 1000 ετών από τον εκχριστιανισμό των Ρώσων στον τομέα της αναγνωρίσεως νέων αγίων με την αναγνώριση εννέα προσώπων και έλαβαν τελική μορφή μετά από μακρά περίοδο ζυμώσεων στη μεγάλη Αρχιερατική Σύνοδο του Ιωβηλαίου του 2000 με τη μαζική κατάταξη στα εορτολόγια της Εκκλησίας της Ρωσίας πάνω από 200 αγίους και 800 νεομάρτυρες[1]. Παράλληλα η διακήρυξη των «Βασικών κοινωνικών αρχών της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας» στην ίδια Σύνοδο κατέστησε σαφές ότι η επιθυμία της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν να καταλάβει εκ νέου τη θέση της ηγεμονεύουσας Εκκλησίας στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό και οι μαζικές ανακηρύξεις αγίων που πραγματοποιήθηκαν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και γι’ αυτόν το σκοπό[2]. Πράγματι η δραστηριότητα της Ρωσικής Εκκλησίας προς αυτήν την κατεύθυνση άρχισε ήδη να αποδίδει καρπούς σε παγκόσμια κλίμακα και ιδιαίτερα στο ελληνικό έδαφος με την περίπτωση της αναγνωρίσεως ως αγίου του ναυάρχου Θεοδώρου Ουσακώφ[3].
Ο Θεόδωρος Θεοδώροβιτς Ουσακώφ (1745 περίπου-1815) υπήρξε ένδοξος ναύαρχος του αυτοκρατορικού ρωσικού ναυτικού. Γεννήθηκε στο χωριό Μπουρνάκοβο της επαρχίας του Γιαροσλάβλ το έτος 1745 και ήταν γόνος οικογένειας ευγενών. Μετά την αποφοίτησή του από τη στρατιωτική σχολή του ναυτικού της Αγίας Πετρουπόλεως το έτος 1766 κατατάχθηκε στο στολίσκο της Αζοφικής Θάλασσας και από τη θέση αυτή κατά τη διάρκεια των ετών 1768-1774 έλαβε μέρος στον A΄ Ρώσο-Τουρκικό Πόλεμο (1768-1774). Κατά τη διάρκεια του πολέμου διακρίθηκε για τα προσόντα και το ζήλο του στη διοίκηση ενός ταχυδρομικού πλοίου και έπειτα μιας κανονιοφόρου, ενώ στο τέλος του πολέμου συμμετέσχε στην άμυνα της πρώτης ρωσικής βάσεως στην Μπαλακλάβα της Κριμαίας.
Μετά το τέλος του πολέμου και τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) ο Θεόδωρος Ουσακώφ μετατέθηκε στο στόλο της Βαλτικής Θάλασσας και ένα έτος αργότερα επέστρεψε στη Μαύρη Θάλασσα στη διοίκηση της φρεγάτας «Άγιος Παύλος», ενώ από το 1783 επιφορτίστηκε με νέα καθήκοντα –την επιτήρηση για τη ναυπήγηση νέων πλοίων στη Χερσώνα και τη συμμετοχή στη δημιουργία της κύριας βάσεως του ρωσικού στόλου στη Σεβαστούπολη– οπότε και διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και για την ιδιαίτερη μέριμνά του για την προστασία των κατοίκων και των υφισταμένων του από την πανώλη.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792) ο Ουσακώφ διακρίθηκε και για τις στρατιωτικές αρετές του. Στις 3 Ιουλίου 1788, υποναύαρχος ακόμη, στη θέση του διοικητή της εμπροσθοφυλακής του ρωσικού στόλου κατόρθωσε σημαντική νίκη κατά των Τούρκων στο Φιδονήσι της σημερινής Ουκρανίας, συνέπεια της οποίας υπήρξε η ευρεία αναγνώριση του προσώπου του και η ανάθεση σε αυτόν της γενικής διοικήσεως ολόκληρου του στόλου της Μαύρης Θάλασσας από τον παντοδύναμο αρχιστράτηγο, πρίγκιπα Γρηγόριο Αλεξάνδροβιτς Ποτέμκιν, ευνοούμενο της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης Β΄ (1762-1796). Με την προσωπική συμβολή του Θεοδώρου Ουσακώφ στην αλλαγή της έως τότε χρησιμοποιούμενης πολεμικής τακτικής ο ρωσικός στόλος πέτυχε και μια σειρά από άλλες εξίσου σημαντικές νίκες –στον πορθμό του Κερτς, τη νήσο Τένδρα και το ακρωτήριο Καλή Άκρα στη Μαύρη Θάλασσα– που συνέβαλαν αποφασιστικά στην τελική νικηφόρα έκβαση του πολέμου υπέρ της Ρωσίας και είχαν ως αποτέλεσμα την επίσπευση της υπογραφής της συνθήκης του Ιασίου (1792).
Οι επιτυχίες αυτές απέφεραν στον Θεόδωρο Ουσακώφ τα παράσημα του Αγίου Γεωργίου (άστρο του Αγίου Γεωργίου Β΄ βαθμού) και του Αλεξάνδρου Νιέφσκυ, την προαγωγή του στο βαθμό του αντιναυάρχου, καθώς και την καθιέρωσή του ως στρατιωτικής φυσιογνωμίας στη θάλασσα. Για το λόγο αυτό, όταν οι ιστορικές συνθήκες έφεραν τη Ρωσία αντιμέτωπη με τους Γάλλους δημοκρατικούς και τον Ναπολέοντα, ανατέθηκε στον Ουσακώφ η διαφύλαξη των ρωσικών συμφερόντων στη Μεσόγειο και η εκδίωξή των γαλλικών δυνάμεων από τα Ιόνια νησιά, ώστε μακροπρόθεσμα να αποτραπεί η προς Ανατολάς επέκτασή τους. Πράγματι ως αντιναύαρχος πλέον ο Ουσακώφ το φθινόπωρο του 1798 με σχετική ευκολία απελευθέρωσε κατά σειρά τα Κύθηρα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα και συνέβαλε προσωπικά στην οργάνωση της τοπικής αυτοδιοικήσεως των νήσων που υπήχθη αρχικά τουλάχιστον στην ανωτάτη εξουσία του. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκε και η απελευθέρωση της Κέρκυρας, η κατάληψη του φρουρίου της οποίας μετά από τετράμηνη πολιορκία υπήρξε και η λαμπρότερη σελίδα στην καριέρα του και η οποία του χάρισε το βαθμό του ναυάρχου παράλληλα με την παγκόσμια αποδοχή και αναγνώριση[4].
Σε όλη τη διάρκεια ωστόσο των επιχειρήσεων αυτών ο Θεόδωρος Ουσακώφ δεν διακρίθηκε μόνο για τα στρατιωτικά του προσόντα. Οι πηγές ομόφωνα κάνουν λόγο για το ήθος και την ευγένεια του χαρακτήρα του, αλλά και την προσωπική του ευσέβεια. Είναι χαρακτηριστικές οι συχνές περιπτώσεις απελευθερώσεως γάλλων αιχμαλώτων, η πάγια τακτική σεβασμού των περιουσιακών τους στοιχείων, η φροντίδα του για την προστασία του τοπικού πληθυσμού από τις ύπουλες διαθέσεις του κατ’ ανάγκη και για την περίσταση συμμαχικού τουρκικού στόλου με προσωπικές εκκλήσεις μάλιστα στον τσάρο Παύλο Α΄ (1796-1801), καθώς και η αποτροπή του μόνιμου κινδύνου που ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Αλή πασά μέσω εξαιρετικών διπλωματικών χειρισμών, αλλά και η μέριμνά του για την ανασύσταση του επισκοπικού θρόνου της Κέρκυρας[5]. Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και εξαιτίας των αυθαιρεσιών των Γάλλων, οι οποίοι δεν είχαν σταθεί αντάξιοι των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως που θεωρητικά οι ίδιοι πρέσβευαν, ο ελληνικός πληθυσμός των Επτανήσων είδε τους Ρώσους ως απελευθερωτές και υποδέχθηκε, κατά γενική ομολογία, με θέρμη τον αντιναύαρχο, ο οποίος πέραν των ανωτέρω συνέβαλε και στη δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας, του πρώτου ανεξάρτητου κρατικού μορφώματος στον ελλαδικό χώρο μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως καθιστάμενος έτσι σημαίνουσα προσωπικότητα στην ιστορία των Επτανήσων εν γένει[6].
Βάσει των παραπάνω στοιχείων δεν είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ρωσικοί παράγοντες δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση προβολής του προσώπου του Θεοδώρου Ουσακώφ και της προσφοράς του στην Ελλάδα και τα Επτάνησα. Αξιομνημόνευτο όμως είναι ότι οι προσπάθειες προβολής του Ουσακώφ στην Ελλάδα και την αυτοκέφαλη Ελλαδική Εκκλησία δεν περιορίζονται στην αναγνώρισή του ως ρώσου εθνικού ήρωα και ενδεχομένως ευεργέτη των Ελλήνων, αλλά βασίζονται πλέον στην αιφνίδια ανακήρυξή του ως αγίου από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Πράγματι η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, μετά από σχετική έρευνα κατά την καθιερωμένη τακτική της στο ζήτημα των αναγνωρίσεων αγίων, που παγιώθηκε κυρίως από την Αρχιερατική Σύνοδο του Ιωβηλαίου και εξής, προχώρησε τον Οκτώβριο του 2004 επισήμως στην ένταξη του Θεοδώρου Ουσακώφ στη χορεία των γενικής τιμής αγίων της, ενώ ήδη από το 2001 τον είχε συναριθμήσει στους τοπικούς αγίους της επαρχίας του Σαράνσκ[7]. Με αφορμή τα ανωτέρω το έτος 2002 το ρωσικών συμφερόντων ίδρυμα «Russkij Predprinimatel’» σε συνεργασία με την Ιερά Μονή Danilovskij, έδρα του Πατριαρχείου της Μόσχας, πραγματοποίησαν στην Κέρκυρα σειρά εκδηλώσεων στη μνήμη του ρώσου ναυάρχου και το έτος 2005 ομάδα ρώσων και ομογενών επιχειρηματιών επιχείρησαν τη σύσταση ομωνύμου με το ναύαρχο ιδρύματος στην Ελλάδα που θα είχε ως αποστολή τη διαιώνιση της μνήμης του αγίου Θεοδώρου Ουσακώφ και την ίδρυση και συντήρηση ναών προς τιμήν του εντός της χώρας[8].
Οι εν λόγω ενέργειες του ρωσικού πατριαρχείου και των άλλων παραγόντων ωστόσο έγειραν ερωτηματικά και προκάλεσαν ποικίλους προβληματισμούς ως προς τη σκοπιμότητα τέτοιων κινήσεων που είναι δυνατόν να ερμηνευθούν ως ανάμιξη στα εσωτερικά μιας άλλης αυτοκέφαλης Τοπικής Εκκλησίας και παρέμβαση εις βάρος της νόμιμης δικαιοδοσίας της. Και τούτο αφενός επειδή το ζήτημα ανεγέρσεως ιερών ναών σε ξένη επικράτεια και η διαχείρισή τους εντάσσεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της εκάστοτε Τοπικής Εκκλησίας[9] και αφετέρου επειδή η λογική πορεία της τιμής ενός αγίου τείνει αυθορμήτως από την τοπικότητα προς την οικουμενικότητα και δεν επιβάλλεται στο τοπικό εκκλησιαστικό πλήρωμα έξωθεν, ιδιαίτερα όταν η συγκεκριμένη αναγνώριση εντάσσεται στο πλαίσιο των αναγνωρίσεων αγίων που εγκαινίασε η Ρωσική Εκκλησία με την Τοπική Σύνοδο του 1988 και κορυφώθηκε με τις μαζικές αναγνωρίσεις αγίων από την Αρχιερατική Σύνοδο του Ιωβηλαίου το 2000 δίνοντας αφορμή να κατηγορηθεί η ίδια αφενός και για τη δημιουργία μιας νεοφανούς τάσεως «βιομηχανίας αγίων», αλλά και για σύγχυση των κριτηρίων της Ορθόδοξης Παραδόσεως σχετικά με το ζήτημα αυτό[10].
Πραγματικά η Τοπική Σύνοδος του 1988 πέραν του Μάξιμου του Γραικού (1470-1556), του μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου (1482-1563), της Ξένης της διά Χριστόν σαλής (1732-αρχές του 19ου αι.) και του ιερομονάχου Αμβροσίου της μονής της Όπτινα (1812-1891), που ανακηρύχθηκαν άγιοι εξαιτίας της ευρείας λαϊκής τιμής στο πρόσωπό τους και του θαυματουργικού τους χαρίσματος, αναγνώρισε παράλληλα ως αγίους το μεγάλο ηγεμόνα της Μόσχας Δημήτριο Ντονσκόι (1350-1389) και τον αρχιμανδρίτη Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (1722-1794) για την προσφορά ανεκτίμητων υπηρεσιών στην Εκκλησία, τον Ανδρέα Ρουμπλιώφ (1360-α΄ μισό του 15ου αι.) για τον ασκητικό του βίο και τον επίσκοπο Ιγνάτιο Brjančaninov (1807-1867) μαζί με τον επίσκοπο Θεοφάνη τον Έγκλειστο (1815-1894) για τον υψηλό πνευματικό τους βίο και το συγγραφικό τους έργο.
Αντίστοιχα η Αρχιερατική Σύνοδος του 1989 προχώρησε στην αναγνώριση των πατριαρχών Ιώβ και Τύχωνα εξαιτίας των ανεκτίμητων υπηρεσιών τους στην Εκκλησία, ενώ η Τοπική Σύνοδος του 1990 αναγνώρισε έναν μόνο άγιο, τον Ιωάννη της Κρονστάνδης με το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα της εκτεταμένης λαϊκής τιμής και της θαυματουργίας. Κατά παρόμοιο τρόπο η Αρχιερατική Σύνοδος του 1992 προχώρησε στην αναγνώριση των γονέων του αγίου Σεργίου του Ράντονεζ, Κυρίλλου και Μαρίας, για τον ενάρετό τους βίο, αλλά και των: μητροπολίτη Kιέβου και Γαλικίας Βλαδίμηρου Bogojavlenskij (1848-1918), μητροπολίτη Πετρουπόλεως και Γκντωβ Βενιαμίν Kazanskij (1873-1922), αρχιμανδρίτη Σεργίου Shein (1866-1922), Γεωργίου Novickij (1882-1922) και Ιωάννου Kovšarov (1878-1922) ως των πρώτων μαρτύρων του σοβιετικού καθεστώτος. Παρομοίως η ίδια Σύνοδος συναρίθμησε στη χορεία των νεομαρτύρων της Ρωσικής Εκκλησίας τη μεγάλη πριγκίπισσα Ελισάβετ Feοdorovna (1864-1918) και τη μοναχή Βαρβάρα (†1918) που μαρτύρησε μαζί της, χωρίς όμως να καθίσταται φανερό εάν το μαρτύριό τους είχε πολιτικά κίνητρα ή ήταν όντως μαρτύριο υπέρ του Χριστού.
Περαιτέρω η Αρχιερατική Σύνοδος του 1994 αναγνώρισε ως αγίους το μητροπολίτη Μόσχας και Κολόμνας Φιλάρετο Drozdov (1782-1867) για την προσφορά του στην Εκκλησία και τους μάρτυρες ιεραποστόλους πρωτοπρεσβύτερο Αλέξανδρο Hotovickij (1872-1937) και πρωθιερέα Ιωάννη Kočurov (1871-1917), ενώ η Αρχιερατική Σύνοδος του 1997 ενέταξε στους νεομάρτυρες της Ρωσικής Εκκλησίας τους μητροπολίτες Κρουτίτσης Πέτρο Poljanskij (1862-1937) και Σεραφείμ Čičagov (1856-1937) και τον αρχιεπίσκοπο Θαδδαίο Uspenskij (1872-1937). Τέλος η Αρχιερατική Σύνοδος του Ιωβηλαίου του 2000 προχώρησε στην αναγνώριση άνω των 200 αγίων και 800 νεομαρτύρων που μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια του σοβιετικού καθεστώτος, χωρίς όμως και πάλι να καθίσταται σαφές το μαρτύριο υπέρ του Χριστού και η ρητή ομολογία πίστεως που προσιδιάζει και χαρακτηρίζει τους μάρτυρες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ανάμεσα στους παραπάνω κατατάχθηκε και ο τσάρος Νικόλαος Β΄ με τα μέλη της οικογένειάς του στην τάξη των Παθοφόρων αγίων. Οι Παθοφόροι άγιοι αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία μαρτύρων της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι ηθελημένα έχασαν τη ζωή τους και δεν πρόβαλαν αντίσταση στους δημίους τους, για να αποφευχθεί με αυτόν τον τρόπο ο εμφύλιος πόλεμος και η άσκοπη αιματοχυσία[11].
Κατά συνέπεια η διαδικασία αναγνωρίσεως που ακολουθήθηκε, καθώς και τα πρόσωπα που τελικά επιλέχθηκαν προς ένταξη στα εορτολόγια της Εκκλησίας της Ρωσίας προκάλεσαν έντονο προβληματισμό και εύλογα ερωτηματικά, αφενός επειδή η διαδικασία αυτή υπήρξε περίπλοκη και χρονοβόρα, στοιχείο που δεν είναι οικείο στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφετέρου επειδή δεν υπήρξε σαφής διάκριση μεταξύ των μαρτύρων της πίστεως και εκείνων που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και το θάνατο ως εθνομάρτυρες ή εχθροί του καθεστώτος και τέλος επειδή κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αίτια χρησιμοποιήθηκαν ως κίνητρο γι’ αυτές τις αναγνωρίσεις, ενώ παραθεωρήθηκαν άλλα αυθεντικότερα κριτήρια της Ορθόδοξης Παραδόσεως, όπως το χάρισμα της θαυματουργίας και η προϋπόθεση της ευρείας τιμής από το εκκλησιαστικό πλήρωμα[12].
Αντίστοιχα αναφορικά με την αναγνώριση ως αγίου του Θεοδώρου Ουσακώφ οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η λαμπρή καριέρα του ως ναυάρχου και το ένδοξο πέρασμά του από τη Μεσόγειο, η προσφορά αδιαμφισβήτητων υπηρεσιών στην πατρίδα του, αλλά και στους Έλληνες, παράλληλα με το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του τον κατέστησαν μια αξιόλογη προσωπικότητα μεν και ικανότατο ναύαρχο δε, αλλά τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούν την πρωτοβουλία του πατριαρχείου Μόσχας να σπεύσει να τον κατατάξει στους αγίους του. Τούτο έρχεται σε σύγκρουση με τη μακραίωνη παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά την οποία οι άγιοι δεν επιβάλλονται με επίσημες Πράξεις Ανακηρύξεως, αλλά πρώτα αναδεικνύονται από το Θεό και έπειτα καθιερώνονται ως τέτοιοι στην κοινή συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Στην περίπτωση μάλιστα του ναυάρχου Ουσακώφ η τιμή του από το πλήρωμα της Εκκλησίας της Ρωσίας, ατράνταχτο επιχείρημα για τις αναγνωρίσεις άλλων αγίων, ίσως δεν αποτελεί παρά έκφραση της ευγνωμοσύνης του ρωσικού λαού απλώς προς ένα εθνικό του ήρωα και όχι αυθεντική λαϊκή αναγνώριση της αγιότητάς του.
Πέραν όμως των ανωτέρω προβληματισμών δεν θα ήταν θεμιτό να παραγνωριστεί η δικαιολογημένη επιθυμία της Ρωσικής Εκκλησίας να προβληθεί ξανά σε τοπική, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια μέσω των ανακηρυχθέντων αγίων της. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν αυτή η Εκκλησία είχε αναστείλει την κανονική της λειτουργία για μια μακρά περίοδο και κλήθηκε μόλις τα τελευταία έτη να αναπληρώσει το κενό που προκλήθηκε από τη μακρόχρονη αδράνειά της και να επανακτήσει το χαμένο έδαφος με αφετηρία τις αναγνωρίσεις νέων αγίων. Τοιουτοτρόπως μέσω αυτών η Εκκλησία της Ρωσίας θέλησε καταρχήν να τιμήσει και να επιβραβεύσει εκείνα τα μέλη της που διακρίθηκαν για την ευσέβειά τους και κατέστησαν πρότυπα μιμήσεως για τους υπόλοιπους χριστιανούς και επιπλέον θέλησε να αποκαταστήσει τη μνήμη όλων των προσώπων εκείνων που διώχθηκαν για χάρη της και τελικώς έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου δολοφονηθέντες από τους ιδεολογικούς αντιπάλους της. Παρόλο που οι αριθμοί των αγίων που εντάχθηκαν και συνεχώς εντάσσονται στα μαρτυρολόγιά της δεν επιτρέπουν το βαθύτερο έλεγχο των επιλογών αυτών της Ρωσικής Εκκλησίας και την περαιτέρω κριτική των κριτηρίων που χρησιμοποιήθηκαν, είναι δυνατόν να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της ανανεωμένης συνοδικής λειτουργίας μιας πολυπληθέστατης τοπικής Εκκλησίας που επί 70 έτη τελούσε υπό διωγμόν. Υπ’ αυτήν την οπτική γωνία κατανοείται ευχερέστερα τόσο ο υπέρμετρος ζήλος όσο και η σπουδή που επέδειξε στον τομέα αυτό η Εκκλησία της Ρωσίας με την τόσο ριζική ανανέωση του εορτολογίου της. Εξάλλου με τις αναγνωρίσεις αυτές επιτεύχθηκε παράλληλα η ενδυνάμωση της παρουσίας της εντός του ρωσικού κράτους και ο επαναπροσδιορισμός της θέσεώς της ως της μόνης επίσημης Εκκλησίας της χώρας. Τοιουτοτρόπως κατέστη εφικτό για τη Ρωσική Εκκλησία να διεκδικήσει εκ νέου τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της ηγεμονεύουσας Εκκλησίας και έτσι επιχείρησε να επανεντάξει στους κόλπους της τους αδιάφορους χριστιανούς και εκείνους που υπέστησαν τη χρόνια αθεϊστική σοβιετική προπαγάνδα, αλλά και τους πεπλανημένους οπαδούς των πολλών εν δράσει στη Ρωσία σύγχρονων αιρετικών παραφυάδων και σεκτών. Επιπλέον με τις αναγνωρίσεις αυτές ικανοποιήθηκε το λαϊκό αίσθημα του αδιασάλευτα πιστού πληρώματος που υπέστη από το καθεστώς τα ίδια με την επίσημη Εκκλησία δεινά και υπέφερε τις ίδιες καταπιέσεις και ήδη κατά τη διάρκεια ακόμα του σοβιετικού καθεστώτος αναγνώριζε ως μάρτυρες, όσους είχαν πέσει θύματα αυτού. Ταυτόχρονα δόθηκε στη Ρωσική Εκκλησία η ευκαιρία να εκφράσει και εκείνη με τη σειρά της εμμέσως τη δυσαρέσκειά της κατά του παλαιού καθεστώτος και να προσεγγίσει με τον τρόπο αυτό και τους Ρώσους της διασποράς, που εξαιτίας των προσωπικών τους διωγμών υπεδείκνυαν ιδιαίτερη ευαισθησία κυρίως αναφορικά με τις αναγνωρίσεις των νεομαρτύρων και μάλιστα αυτής της τσαρικής οικογένειας. Ως εκ τούτου οι πρόσφατες αναγνωρίσεις αγίων από τη Ρωσική Εκκλησία αποτελούν ένα πολυσήμαντο και πολυδιάστατο γεγονός, το οποίο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί αποκομμένο από τις επίκαιρες συνθήκες και περιστάσεις, αλλά είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί συνυπολογίζοντας όλους τους ανωτέρω παράγοντες. Η αγιότητα εξάλλου είναι μέγεθος που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και κριτήρια και εν τέλει μόνο οι αυθεντικοί άγιοι μένουν διαχρονικά στη συνείδηση των πιστών, η φήμη τους εν καιρώ ξεπερνάει τα στενά τοπικά πλαίσια και μόνο αυτοί εντάσσονται αβίαστα στα Αγιολόγια και των υπολοίπων τοπικών Εκκλησιών απολαμβάνοντας οικουμενική τιμή και αναγνώριση.
Σημειώσεις:
[1] Βλ. «Dejanie Jubilejnogo Osvjaščennogo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi o sobornom proslavlenii novomučenikov i ispovednikov Rossijskih XX veka» (Πράξη της Ιεράς Συνόδου του Ιωβηλαίου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας περί της αναγνωρίσεως της Συνάξεως των Ρώσων Νεομαρτύρων και Ομολογητών του 20ού αιώνα), Sbornik Dokumentov i Materialov Jubilejnogo Archierejskοgo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi, Moskva, 13-16 avgusta 2000 g., Niznij-Novgorod 2001, σσ. 108-132. Σημειώνεται ότι ο αριθμός των ανακηρυχθέντων νεομαρτύρων σήμερα είναι ακόμα μεγαλύτερος, αφού μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου του Ιωβηλαίου και έως τα τέλη του 2008 νέα ονόματα έχουν προστεθεί συμπληρωματικώς και προστίθενται συνεχώς στην ίδια κατηγορία, όπως εν προκειμένω ο ναύαρχος Θεόδωρος Ουσακώφ.
[2] «Osnovy social’noj koncepcii Russkoj Pravoslavnoj Tserkvi» (Βασικές κοινωνικές αρχές της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας), Sbornik Dokumentov i Materialov Jubilejnogo Archierejskοgo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi, Moskva, 13-16 avgusta 2000 g., (Συλλογή εγγράφων και ντοκουμέντων της Αρχιερατικής Συνόδου του Ιωβηλαίου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μόσχα, 13-16 Αυγούστου 2000), Niznij-Novgorod 2001, σσ. 171-250.
[3] Για τα βιογραφικά στοιχεία του ναυάρχου βλ. Ε. Β. Ταρλέ, «Ὁ ναύαρχος Οὐσακὼφ στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου», Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ ΙΧ (1962) 46-96. Ε. Τάρλε. Ο ναύαρχος Ουσακώφ στα Ιόνια νησιά, μτφρ. Ολέγ Τσυμπένκο, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2002. V. Ganičev, Admiral Ušakov, flotovodec i svjatoj (Ο ναύαρχος Ουσακώφ, στόλαρχος και άγιος), εκδ. ΙΤΡΚ, Μόσχα 2008. O. A. Kazakov, Svjatoj flotovodec Rossii. Žizn’ i Dejanija scvjatogo pravednogo voina Feodora Ušakova, admiral nepobedimogo (Ο άγιος ρώσος στόλαρχος. Βίος και Πολιτεία του αγίου δικαίου στρατιώτη Θεοδώρου Ουσακώφ, αήττητου ναυάρχου), εκδ. Satis’ Deržava, Αγία Πετρούπολη 2007.
[4] Βλ. J. P. Bellaire, Précis des opérations générales de la division française du Levant, Paris 1805, σσ. 285-360. Γ. Ε. Μαυρογιάννης, Ἱστορία τῶν Ἰονίων νήσων, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1889. Ν. Μοσχονᾶς, «Τὰ Ἰόνια νησιά κατὰ τὴν περίοδο 1797-1821», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους 11 (1975) 382-402. Α. Χ. Τσίτσα, Το Diario τῆς πολιορκίας τῆς Κερκύρας ἀπό τούς Ρωσότουρκους (1798-1799) γραμμένο ἀπό τόν Πέτρο Βούλγαρη, Κέρκυρα 1989. Π. Χιώτης, Σειρᾶς ἱστορικῶν ἀπομνημονευμάτων, τ. 3, Κέρκυρα 1863, σσ. 657-777. N. V. Novikov, «Sozdanie flota na Černom More. Vtoraja turečkaja vojna» (Η ναυπήγηση του στόλου στη Μαύρη Θάλασσα. Β΄ Τουρκικός Πόλεμος), Istorija rossijsskogo flota, εκδ. Ėksmo, Μόσχα 2007, σσ. 162-183. N. D. Kallistovyj, «Flot v carstvovanie imperatora Pavla I» (Ο στόλος κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Παύλου Α΄), Istorija rossijsskogo flota, εκδ. Ėksmo, Μόσχα 2007, σσ. 208-246. N. D. Kallistovyj, «Flot v carstvovanie imperatora Aleksandra I» (Ο στόλος κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Α΄), Istorija rossijsskogo flota, εκδ. Ėksmo, Μόσχα 2007, σσ. 247-321.
[5] Σπ. Κ. Παπαγεωργίου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κερκύρας, ἐν Κερκύρᾳ 1920, σσ. 118-130. Α. Χ. Τσίτσα, Ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου στὴν Κέρκυρα, Κέρκυρα 1987. Π. Χιώτης, Ἱστορικά ἀπομνημονεύματα Ἑπτανήσου, τ. 6, ἐν Ζακύνθῳ 1887, σσ. 169-171.
[6] Βλ. Ευτυχία Κοσμάτου, «Η τύχη των βενετικών ηπειρωτικών κτήσεων», Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807): τα μείζονα ιστορικά ζητήματα. Πρακτικά Διήμερης Συνάντησης. Κέρκυρα, 18–19 Νοεμβρίου 2000, σσ. 61-73. Μ. Γ. Λυκίσσα, Ἡ Κέρκυρα στους ἀγῶνες κατά τῶν Τούρκων, Άθήνα 1982, σ. 24. Α. Χ. Τσίτσας, «Ὁ ναός τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος κάτω ἀπό τήν τσαρική προστασία», Σύμμικτα Κερκυραϊκά, Κέρκυρα 1982, σσ. 5-14.
[7] «Opredelenie Svjašennogo Arhierejskogo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi po dokladu Sinodal’noj Komissii po kanonizacii svjatyh» (Απόφαση της Αγίας Αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την εισήγηση της Συνοδικής Επιτροπής Ανακηρύξεων Αγίων), Žurnal Moskovskoj Patriarhii 10 (2004) 17 και «Opredelenija Svjašennogo Sinoda» (Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου) Žurnal Moskovskoj Patriarhii 4 (2004) 18.
[8] Βλ. Ν. Παπαχρήστου, «Ελληνορωσικό θρίλερ με τον άγιο Ουσάκοφ», Καθημερινή, 30. 9. 2007, σ. 37.
[9] Ιδιαίτερα για την Εκκλησία της Ελλάδος βλ. Βλ. Ἰω. Φειδᾶς, Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Καταστατικὴ Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σσ. 583-584.
[10] Σχετικά με το ζήτημα της ανακηρύξεως αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία βλ. Ἁμ. Σ. Ἀλιβιζάτος, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Θεολογία 19 (1941-1948) 18-52. Ἀνώνυμος, «Ἡ Ἀνάδειξις Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Ὀρθοδοξία 65 (1931) 281-287. Ἀλ. Σ. Κορακίδης, Ἁγιότητα καί Μαρτύριο–Ἡ Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000. Κωνσταντῖνος, μητροπολ. Δέρκων, «Ἡ Ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», Ἐπιστημονική Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης Α΄ (1987) 225-232. Κωνσταντῖνος, μητροπολ. Σερρῶν, «Περὶ Ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Θεολογία 27 (1956) 611-615. Γ. Δ. Μεταλληνός, «Ἁγιότης μαρτυρουμένη», Λόγος ὡς ἀντίλογος. Θεολογικά δοκίμια, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19982. σσ. 49-60. Ἀντ. Παπαδόπουλος, Ἁγιολογία. Θέματα γενικά, εἰδικά και Ἑορτολογίου Ι, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996. Ἀντ. Παπαδόπουλος, Ἁγιολογία. Θέματα γενικά, εἰδικά καί Ἑορτολογίου ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1997. Παπαδόπουλος Στ. Γ., Διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ἁγίων, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990. Π. Πάσχος, Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, [Ὑμναγιολογικά Κείμενα καὶ Μελέτες-2], ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19972. Κ. Μ. Ράλλης, «Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον», Ἑκατονταετηρὶς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 1837-1937 (1938) 305-316. Δ. Γ. Τσάμης, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999. Γ. Τσέτσης, Ἡ ἔνταξις τῶν ἁγίων στό Ἑορτολόγιο, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1991. P. Evdokimov, «La sainteté dans la tradition de l’ Eglise Orthodoxe», Contacts 73-74 (1971) 121-190. G. P. Zacharias, «La sainteté selon la tradition Orthodoxe», Contacts 37 (1962) 159-179.
[11] Βλ. Αντίστοιχα «Opredelenija Svjaščennogo Sinoda» (Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου), Žurnal Moskovskoj Patriarhii 6(1988)9-12. «Opredelenija Svjaščennogo Sinoda» (Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου), Žurnal Moskovskoj Patriarhii 1(1990)10-12. «Opredelenija Svjaščennogo Sinoda» (Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου), Žurnal Moskovskoj Patriarhii 6(1990)5-7. «Bishop’s Council of the Russian Ortodox Church», Journal of the Moscow Patriarchate 4(1992)2-4. «Opredelenie Arhierejskogo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi po dokladu Sinodal’noj Komissii po kanonizacii svjatyh (29 nojabrja-2 dekabrja 1994 goda)» [Απόφαση της Αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την εισήγηση της Συνοδικής Επιτροπής Ανακηρύξεων αγίων (29 Νοεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 1994)], Kanonizacija svjatyh v XX veke, Komissija Svjaščennogo Sinoda Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi po kanonizacii svjatyh, εκδ. Sretenskij Monastyr’, Moskva 1999. σ. 163. «Opredelenie Arhierejskogo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi ot 18-22 fevralja 1997 goda po dokladu Sinodal’noj Komissii po kanonizacii svjatyh» (Απόφαση της Αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της 18-22 Φεβρουαρίου 1997 κατά την εισήγηση της Συνοδικής Επιτροπής Ανακηρύξεων Αγίων), Kanonizacija svjatyh v XX veke, Komissija Svjaščennogo Sinoda Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi po kanonizacii svjatyh, εκδ. Sretenskij Monastyr’, Moskva 1999, σ. 214. «Dejanie Jubilejnogo Osvjaščennogo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi o sobornom proslavlenii novomučenikov i ispovednikov Rossijskih XX veka» (Πράξη της Ιεράς Συνόδου του Ιωβηλαίου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας περί της αναγνωρίσεως της Συνάξεως των Ρώσων Νεομαρτύρων και Ομολογητών του 20ού αιώνα), Sbornik Dokumentov i Materialov Jubilejnogo Archierejskοgo Sobora Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi, Moskva, 13-16 avgusta 2000 g., Niznij-Novgorod 2001, σσ. 108-132).
[12] Για τη διαδικασία των πρόσφατων αναγνωρίσεων αγίων στη Ρωσική Εκκλησία βλ. «O kanonizacii svjatyh v Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi. Doklad mitropolita Krutickogo i Kolomenskogo Juvenalija na Osvjaščennom Pomestnom Sobore Russkoj Pravoslavnoj Cerkvi, posvjaščennom 1000-letiju Krešenija Rusi. Trojce-Sergieva Lavra 6-9 ijunja 1988 goda» (Περί ανακηρύξεως αγίων στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Εισήγηση του μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιου ενώπιον της Ιεράς Τοπικής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφιερωμένης στη χιλιετία από τον εκχριστιανισμό της Ρωσίας. Λαύρα του Αγίου Σεργίου 6-9 Ιουνίου 1988), Kanonizacija svjatyh v XX veke, εκδ. Sretenskij Monastyr’, Moskva 1999, σσ. 21-73. Juvénal, Métropolite de Kroutitsy et de Kolomna, «La Canonisation des Saints dans l’ Eglise Orthodoxe Russe», Messager de l’ Exarchat du Patriarche Russe en Europe Occidentale 117 (1989) 9-29. «Doklad mitropolita Krutickogo i Kolomenskogo Juvenalija, Predsedatelja Komissii po kanonizacii svjatyh, o Kanonizacii Svjatyh, pročitannyj 9 oktjabrja 1989 goda na Osvjaščennom Arhierejskom Sobore Russkoj Pravoslanoj Cerkvi g. Moskva, Svjato-Danilov monastyr’, 7-14 oktjabrja 1989 goda» (Εισήγηση του μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιου, προέδρου της Επιτροπής Ανακηρύξεων Αγίων, «Περί ανακηρύξεως αγίων», ανακοινωθείσα την 9η Οκτωβρίου 1989 στην Ιερά Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μόσχα, Μονή του Αγίου Δανιήλ, 7-14 Οκτωβρίου 1989), Kanonizacija svjatyh v XX veke, εκδ. Sretenskij Monastyr’, Moskva 1999, σσ. 83-90. «Doklad mitropolita Krutickogo i Kolomenskogo Juvenalija, Predsedatelja Komissii po kanonizacii svjatyh, Ob otnošenii Cerkvi k podvigu mučeničestva, predstavlennyj na zacedanii Svjaščennogo Sinoda Russkoj Pravoslanoj Cerkvi, 25 marta 1991 goda» (Εισήγηση του μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιου, προέδρου της Επιτροπής Ανακηρύξεων Αγίων, «Περί της σχέσεως της Εκκλησίας με τον άθλο του Μαρτυρίου, ανακοινωθείσα στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, 25 Μαρτίου 1991), Kanonizacija svjatyh v XX veke, εκδ. Sretenskij Monastyr’, Moskva 1999, σσ. 96-126.
Πηγή: Ειρήνη Κασάπη, «Ο ναύαρχος Θεόδωρος Ουσακώφ και η αναγνώρισή του ως αγίου από το Πατριαρχείο Μόσχας», Φιόρα Τιμής για τον μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β’ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 413-424.