To εκκλησιαστικό κήρυγμα

8 Ιανουαρίου 2013

Κάθε Κυριακή στους ναούς της πατρίδας μας γίνονται χιλιάδες κηρύγματα. Περισσότερο από ένα εκατομμύριο πιστοί ακούν το λόγο του Θεού για αρκετές ώρες κάθε χρόνο. Αν μπορούσαμε να τα καταγράψουμε θα διαπιστώναμε ότι θα καταλάμβαναν αρκετά εκατομμύρια σελίδες. Παρά ταύτα, διαπιστώνουμε ότι τα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα εμφανή ή, τουλάχιστον, δεν είναι μετρήσιμα. Ποια τα οφέλη αυτού του ομιλητικού πλούτου; Ποια τα πλεονεκτήματα της ολοφάνερης βελτιώσεως του μορφωτικού επιπέδου των ιερέων μας;

Προσφάτως, έπεσε στα χέρια μας μια συλλογή με κηρύγματα στις Κυριακές του Ευαγγελιστή Λουκά. Πρόκειται για το βιβλίο του π. Αντωνίου Πινακούλα, «Ο σπόρος που έπεσε στο δρόμο». Το βιβλίο αυτό κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις «Εν Πλω» στο τέλος του 2006. Τα δεκαέξι κηρύγματα εκφωνήθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα Χαλανδρίου κατά τα έτη 2002-2005 και, παρά τη μεταφορά τους στο χαρτί, διατηρούν τη ζωντάνια του προφορικού ύφους.

Στους περισσότερους Ναούς οι ιεροκήρυκες δεν μπορούν να ξεφύγουν από την παγίδα της περιαυτολογίας, καθώς δεν ελέγχουν το χρόνο τους. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή δεν υπάρχει δομή και σχέδιο στο κήρυγμα. Με αυτό δεν υποστηρίζουμε ότι το κήρυγμα πρέπει πάντοτε να γράφεται λέξη προς λέξη, καθώς για έναν πολύπειρο ιεροκήρυκα αυτό δεν είναι πάντοτε αναγκαίο, πρέπει, όμως, ο κάθε ομιλητής να έχει στο νου του κάποιο σχέδιο και κάποιο στόχο. Σε αντίθετη περίπτωση πελαγοδρομεί και δεν βρίσκει το λιμάνι. Πολλά κηρύγματα φέρνουν στο μυαλό μας την εικόνα του πλοίου, που ενώ είναι έτοιμο να δέσει στο λιμάνι, ξαφνικά, αλλάζει κατεύθυνση και ξανοίγεται πάλι στο πέλαγος. Ο κήρυκας έχει καλύψει το θέμα του, αλλά εξαίφνης θυμάται κάτι άλλο που νομίζει ότι ταιριάζει στην περίσταση και αμέσως μετά κι άλλο κι άλλο ώσπου στο τέλος και ο ίδιος και το ακροατήριό του έχουν απολέσει το μίτο.

Έλεγε κάποιος λαϊκός ιεροκήρυκας, καθηγητής Πανεπιστημίου, ότι ακόμη και ο καλύτερος ομιλητής δεν είναι σε θέση να κρατήσει την προσοχή του ακροατηρίου του για περισσότερο από οκτώ με δέκα λεπτά. Είναι θλιβερό να εκκλησιάζεσαι και την ώρα του κηρύγματος, στρέφοντας το κεφάλι σου να διαπιστώνεις ότι οι γύρω σου μετά την παρέλευση των δέκα λεπτών δεν ασχολούνται πλέον με τον κήρυκα και το θέμα του. Η κατάσταση επιδεινώνεται σε περιπτώσεις συνωστισμού η στην περίπτωση που υπάρχουν πολλά παιδιά. Και για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, ο ομιλητής κάποτε θεωρεί υπεύθυνους τους πιστούς και κάνει παρατηρήσεις στους ίδιους και τα παιδιά τους, χωρίς καν να περνά από τη σκέψη του το ποιος φέρει την πραγματική ευθύνη για την αταξία.

Στην εποχή μας είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με αυτό κυριαρχεί η εικόνα. Ο εθισμός μας στην γρήγορη εναλλαγή των εικόνων και των εννοιών μάς δυσκολεύει να συγκεντρωθούμε σε ένα θέμα. Η συνεχής αλλαγή των καναλιών στην τηλεόραση είναι ενδεικτική. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή των παλαιών μεγάλων ιεροκηρύκων που στόλιζαν και πλούτιζαν το λόγο τους ακολουθώντας τους κανόνες της ρητορικής τέχνης. Το κήρυγμα εκείνες τις εποχές λειτουργούσε πολύπλευρα: ήταν ευχαρίστηση, ενημέρωση, καλλιέργεια και κυρίως υποκαθιστούσε το βιβλίο, που ήταν σπάνιο και μόνο οι ευκατάστατοι είχαν τη δυνατότητα να το αποκτήσουν. Σήμερα για ένα αποδοτικό κήρυγμα πρέπει να υπάρχει σαφήνεια στις ιδέες, απλότητα στον τρόπο εκφοράς, ακρίβεια στα νοήματα, αποφυγή επαναλήψεων και συντομία. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι το θέμα πρέπει να μένει ημιτελές. Αντιθέτως, ο κήρυκας θα πρέπει να έχει επιλέξει με προσοχή το αντικείμενό του και, επαναλαμβάνουμε, να έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους.

Διαβάζοντας το κείμενο του π. Αντωνίου Πινακούλα διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αυτές οι τόσο σημαντικές αρετές. Τα κηρύγματά του είναι σαφή και η έκτασή τους ελεγχόμενη. Δεν ασχολούνται με τα πάντα, αλλά έχουν συγκεκριμένους άξονες που τους τηρούν μέχρι το τέλος. Η γλώσσα τους δεν είναι φορτωμένη με περιττά στολίδια, αλλά διατηρεί την απλότητα χωρίς να χάνει την ακρίβεια, διασώζει την ομορφιά χωρίς να κουράζει τον ακροατή.

Όλα τα κηρύγματά του έχουν ένα κεντρικό θέμα που το αναπτύσσουν χωρίς να εκφυλίζονται σε ανούσια και κουραστική ηθικολογία. Σε κάποιες περιπτώσεις η προσέγγιση είναι τόσο. πρωτότυπη που κυριολεκτικά εντυπωσιάζει. Στην παραβολή λ.χ. του καλού Σαμαρείτη ξεφεύγει από τη συνηθισμένη ηθική αντιμετώπιση και επιχειρεί μια πολύ βαθύτερη ανάλυση. Οι δύο πρώτοι περαστικοί, ο ιερέας και ο λευΐτης, δεν θεωρούνται παραβάτες του Νόμου, αλλά τηρητές του. Ο συγγραφέας τονίζει ότι από ευσέβεια δεν πλησίασαν το θύμα των ληστών, καθώς νόμισαν ότι ήταν νεκρός. Σε αυτή την περίπτωση δεν έπρεπε να τον αγγίξουν για να διατηρήσουν την καθαρότητά τους. Παρουσιάζονται, λοιπόν, ως δεσμευμένοι από το Νόμο, ο οποίος δεν τους δίνει τη δυνατότητα να εξασκήσουν την αγάπη η οποία σώζει. Είναι και αυτοί σαν τον «εμπεσόντα» στους ληστές: αδύναμοι και μισοπεθαμένοι. Έρχεται, τότε, ο ξένος, ελεύθερος από το νόμο, και κατορθώνει να κάνει πράξη την αγάπη. «Ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Με αυτή τη θεώρηση διασώζεται το κύρος και η αξία του Νόμου και των υπηρετών του, αλλά μέχρι του σημείου που τη θέση του παίρνει ο Χριστός.

Σε κάθε περικοπή συναντούμε μια παρόμοια προσέγγιση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της συγκύπτουσας, στην οποία ο συγγραφέας εμμένει στη στάση του αρχισυνάγωγου που παρουσιάζεται να φθονεί τον Ιησού. Μια άλλη πρωτότυπη παρουσίαση είναι αυτή της παραβολής των δέκα λεπρών, στην οποία τονίζει ότι η λέπρα για τον αρχαίο Ισραήλ ήταν πολύ αποκρουστική, διότι εθεωρείτο πνευματική ασθένεια. Παραθέτει, μάλιστα, την περίπτωση του ισχυρού βασιλιά Οζία, ο οποίος ασθένησε μετά από καταπάτηση του θεϊκού Νόμου και από το σημείο αυτό κι έπειτα έχασε το κύρος του ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Πολύ ενδιαφέρον έχει η έκτη Κυριακή, που ο Ιησούς πηγαίνει στη χώρα των Γαδαρηνών. Η σύγκρουση με τα δαιμόνια αντιμετωπίζεται ως σύγκρουση ανάμεσα στο Θεό που επιβάλλει την τάξη και στον διάβολο, ο οποίος, ως αιώνιος αντίπαλος του ανθρώπου προσπαθεί να την αναιρέσει και να επαναφέρει το αρχέγονο χάος.

Με χαρά υποδεχόμαστε τέτοιες προσπάθειες, οι οποίες βοηθούν όλους μας να κάνουμε ένα περαιτέρω βήμα στην κατανόηση των ιερών ευαγγελικών περικοπών, χωρίς να τις περιορίσουμε σε στείρα, κουραστική και, εν τέλει, ανούσια ηθικολογία. Μακάρι ο π. Αντώνιος να μας δώσει και άλλους παρόμοιους καρπούς και να βρει πολλούς μιμητές!