Αμοργός: Η Παναγία των Σκαλών (Β΄)

10 Φεβρουαρίου 2013

1. Η εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας

 Η εικόνα της Παναγίας έφτασε στην Αμοργό μεταξύ 726-842 από τα Χόζοβα της Παλαιστίνης. Σε ένα από τα «Βραβεία» που φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο της Μονής η εικόνα φέρει την προσωνυμία Χοζοβιώτισσα η Χοζιβιώτισσα. Στα ανατολικά της Ιεριχούς υπάρχει η μονή Χοζιβά που ήταν κτισμένη σε απόκρημνο βράχο και με αραβικό όνομα WADI QILT. Από την περιοχή αυτή «έφυγε» η ζωγραφισμένη ξύλινη εικόνα της Παναγίας. Λέγεται ότι μία γυναίκα, η χήρα Ειρήνη Μελαλά που είχε στην κατοχή της την εικόνα, για να την προστατέψει από τον ίδιο της το γιο, το Χριστόφορο, που ήταν εκατόνταρχος στον αυτοκρατορικό στρατό, αναγκάστηκε να τη βάλει σε μία βάρκα με ένα καντήλι αναμμένο και να την «ανοίξει» στο πέλαγος. Λέγεται ότι έπραξε τούτο, ύστερα από ένα όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο της. Ονειρεύτηκε την Παναγία να την προειδοποιεί ότι ο γιος της ήταν αποφασισμένος να της ζητήσει να κάψει την εικόνα Της.

Η θέα από το μοναστήρι (Φωτος: TripAdvisor)

Η θέα από το μοναστήρι (Φωτος: TripAdvisor)

Αρχικά, λοιπόν, η εικόνα έφτασε στην Κύπρο εκεί βεβηλώθηκε, σπάζοντάς την σε δύο κομμάτια. Ως εκ θαύματος η εικόνα εξαφανίστηκε από την Κύπρο και έφτασε μέσα σε βάρκα με αναμμένο καντήλι μέχρι τη βάση του βράχου της Αμοργού. Τα κομμάτια της ενώθηκαν τότε θαυματουργικά από μόνα τους.

 Μία παραλλαγή της παραπάνω παραδόσεως αναφέρει ότι μία χριστιανή αρχόντισσα από τη Χότζοβα της Παλαιστίνης, τον καιρό της Εικονομαχίας, έριξε τρεις εικόνες στη θάλασσα για να τις σώσει από τους διώκτες τους. Η μία έφτασε στο Άγιο Όρος. Η άλλη διασχίζοντας το Αιγαίο καταλήγει στην Αμοργό. Και η τρίτη καταλήγει στην Πάτμο.

 Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα έφτασε στην Αμοργό ύστερα από την υπόδειξη της Παναγίας σε κάποιους μοναχούς από την Ιεριχώ. Εκείνοι, όταν αντίκρυσαν το τοπίο της Αμοργού στο λεγόμενο Δαιμονότοπο, ενθουσιάστηκαν πολύ, γιατί το τοπίο τους θύμιζε πολύ την τον κρημνώδη τόπο στην έρημο του Χοζιβά. Σύμφωνα με το έργο του Ιωάννου Φωκά, Έκφραση των Αγίων Τόπων, η μονή του Κοζιβά ήταν κτισμένη σε κρημνώδη βράχο και μέσα στις οπές του βρίσκονται τα κελιά των μοναχών. Η περιγραφή αυτή ταιριάζει απόλυτα και στη μονή της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Όπως και η αναφορά στη συχνή πτώση των βράχων που γινόταν στη Μονή του Κοζιβά, «πετρών αποσπουμένων του κρημνού και επιφερομένων κατά του Μοναστηρίου και από πάντων αβλαβεία και φυλακή γίνεται εκ της ενδόξου κεχαριτωμένης Θεοτόκου», είναι σαν να γράφτηκε για το μοναστήρι της Παναγίας στην Αμοργό.

Κατά το Θεοφάνη στο έργο του «Χρονογραφία», το δεύτερο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α’ του Ραγκαβέ της δυναστείας των Ισαύρων, δηλαδή το 813, πλήθη Χριστιανών, μοναχών αλλά και λαϊκών, αναγκάστηκαν λόγω των διώξεων των Αράβων να φύγουν από τη Συρία και την Παλαιστίνη, και αυτό το μεγάλο προσφυγικό κύμα πέρασε στην Κύπρο. Από εκεί πολλοί κατέφυγαν στα νησιά του Αιγαίου ενώ άλλοι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Ίσως, λοιπόν, η αναφορά στη μεταφορά της εικόνας από τους μοναχούς, όπως και η βεβήλωσή της από απίστους να βασίζεται στα γραφόμενα του μοναχού χρονογράφου Θεοφάνη[4].

2. Η ίδρυση της Μονής και ο ενεργός ρόλος της στη ζωή των κατοίκων της Αμοργού στο πέρασμα των αιώνων.

 Πως όμως κτίστηκε το Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας η Κυνηγημένης στην Αμοργό; Ο Αντώνης Μηλιαράκης[5] αναφέρει ότι η Παναγία μέσω οράματος υπέδειξε στους βοσκούς που βρήκαν την εικόνα της να κτίσουν το μοναστήρι της εκεί που η σιδερένια σμίλη του αρχιμάστορα ήταν μπηγμένη. Πράγματι η σμίλη ήταν σφηνωμένη πάνω στους απόκρημνους βράχους τριακόσια μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.

 Ο Ιησουίτης καλόγερος Ρισσάρ σημειώνει ότι Άγγελος Κυρίου μέσα από όνειρο υπέδειξε στους μοναχούς για το που θα οικοδομηθεί η Μονή, φέρνοντας τη στάθμη και τα σφυριά των εργατών στην κορυφή του βουνού που τελικά φτιάχτηκε η Μονή. Ενώ ο περιηγητής Τουμπ αναφέρει ότι τρεις φορές οι εργάτες προσπάθησαν να κτίσουν τη Μονή κοντά στην παραλία που βρέθηκε η εικόνα. Το πρωί το έκτιζαν το βράδυ όμως γκρεμιζόταν. Μέχρι που η Παναγία εμφανίστηκε στον ύπνο του πρωτομάστορα και του είπε ότι θέλημά της είναι να κτιστεί το μοναστήρι εκεί που θα είναι τοποθετημένη η σμίλη. Έτσι και έγινε. Το Μοναστήρι χτίστηκε στη νότια πλευρά του προφήτου Ηλιού, στο λεγόμενο Δαιμονότοπο, σε ύψος, όπως προαναφέρθηκε, περίπου 300 μέτρων από τη θάλασσα. Οι παρειές του σπηλαιώδους κοιλώματος της πλευράς αυτής του όρους χρησιμοποιήθηκαν ως εσωτερικός τοίχος της Μονής. Η σμίλη του πρωτομάστορα ήταν σφηνωμένη πάνω στο σημείο που είχε υποδείξει η Παρθένος Μαρία, πάνω στο καμπαναριό της Μονής έως το 1952 από όπου και έπεσε. Τότε θεωρήθηκε ότι ένα μεγάλο κακό θα συνέβαινε στο νησί. Πράγματι λίγο αργότερα έγινε ένας μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε το νησί. Το παράδοξο είναι ότι δεν υπήρξε ούτε ένας σοβαρός τραυματισμός, ούτε ένας νεκρός, πράγμα που θεωρήθηκε θαύμα και αποδόθηκε στην προστασία που παρέχει η Παναγία στους Αμοργίνους.

 Το Μοναστήρι λέγεται ότι χτίστηκε το 1088 επί Αλεξίου Α  τοῦ Κομνηνού. Πολλοί υποστηρίζουν ότι χτίστηκε 246 με 250 χρόνια νωρίτερα. Σε σιγίλλια[6] που υπάρχουν στο σκευοφυλάκιο της Μονής μαρτυρείται ότι επί των ημερών του Αλεξίου του Κομνηνού ανεγέρθηκε και ανακαινίσθηκε η σεβασμία και βασιλική και πατριαρχική μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό[7]. Σημαντικό τεκμήριο αποτελεί ένα ενεπίγραφο ασημένιο εξαπτέρυγο που βρίσκεται στη Μονή και στο οποίο υπάρχει η εξής φράση: «ανεκαινίσθη παρ’ Αλεξίου Βασιλέος του μεγάλου Κομνηνού», δηλαδή του Αυτοκράτοτα του Βυζαντίου του Αλεξίου του Α  Κομνηνοῦ (1081-1118).

Παλαιότερα υπήρχε στην εκκλησία της Μονής ξύλινη εικόνα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Εκεί παριστανόταν ο αυτοκράτορας όρθιος, περιβεβλημένος τη βασιλική στολή και κρατώντας στα χέρια το βασιλικό σκήπτρο. Η εικόνα όμως, αυτή καταστράφηκε το 1869, όταν έπεσε ογκώδης βράχος στη στέγη της εκκλησίας. Ο βράχος τρύπησε τη στέγη της εκκλησίας και έριξε κάτω την αψίδα του νάρθηκα, όπου ήταν ζωγραφισμένος ο αυτοκράτορας. Ο Γάλλος μεσαιωφίδης Buchon μαρτυρεί ότι η εικόνα του αυτοκράτορα ήταν ξύλινη και ο ίδιος την είχε δει. Η εικόνα του Αλεξίου σώζεται έγχρωμη στην πρώτη σελίδα του κτηματολογίου της Μονής.

4. Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, PG 108, 1001ΒC: «τω δ’ αυτώ έτει πολλοί των κατά Παλαιστίνην Χριστιανών μοναχοί και λαϊκοί και εκ πάσης Συρίας την Κυπρον κατέλαβον φεύγοντες την άμετρον κάκωσιν των Αράβων. αναρχίας γαρ καθολικής κατασχούσης Συρίαν και Αίγυπτον και Αφρικήν και πάσαν την υπ’ αυτούς αρχήν, φόνοι τε και αρπαγαί και μοιχείαι, ασέλγειαί τε και πάσαι πράξεις θεοστυγείς εν κώμαις και πόλεσι υπό του θεολέστου έθνους αυτών επράττοντο, οι τε κατά την αγίαν Χριστού του θεού ημών πόλιν σεβάσμιοι τόποι της αγίας αναστάσεως, του κρανίου και των λοιπών εβεβηλώθησαν. ομοίως δε και αι κατά την έρημον διαβόητοι λαύραι του αγίου Χαρίτωνος και του αγίου Σαβα, και τα λοιπά μοναστήριακαί αι εκκλησίαι ηρημώθησαν. και οι μεν ανηρέθησαν μαρτυρικώς, οι δε την Κυπρον κατέλαβον και εκ ταύτης το Βυζάντιον,».
5. Α. Μηλιαράκη, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων νήσων κατά μέρος: Αμοργός, Αθήναι 1884, σ. 23.
6. Σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του έτους 1620, στο σκευοφυλάκιο της Μονής. Σιγίλιο του Πατριάρχου Τιμοθέου Β  του έτους 1613, στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β  του Τρανού, του έτους 1583, στο σκευοφυλάκιο της Μονής. Σιγίλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε  του έτους 1798, στο σκευοφυλάκιο της Μονής.
7. Σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του έτους 1620, στο σκευοφυλάκιο της Μονής. Επειδή η Μονή είχε λάβει από τον Αλέξιο το προνόμιο του πατριαρχικού σταυροπηγίου είχε εξάρτηση κατευθείαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και όχι από τον τοπικό επίσκοπο.