Η Ελευθερία
18 Φεβρουαρίου 2013Ο θεανδρισμός δημιουργεί πολλές αντιφατικές καταστάσεις και πρώτα απ’ όλα, στο πρόβλημα της βούλησης και της ελευθερίας. Το χριστολογικό δόγμα βλέπει μέσα στη βούληση μια λειτουργία της φύσης. Είναι γιατί ο ασκητισμός επιθυμεί πριν από όλα την παραίτηση από την ίδια την βούληση, την απελευθέρωση από κάθε ανάγκη που προέρχεται από τον κόσμο και από τη φύση. Αλλά ακριβώς, μ’ αυτή την παραίτηση από τη φύση εκπληρώνεται η ελευθερία που εξαρτάται από το πρόσωπο του ανθρώπου, το ελευθερώνει από κάθε ατομικό και φυσικό περιορισμό και το καθιστά «καθολικό», άπειρα διεσταλμένο, «περιέχον τα πάντα». Τελικά, το πρόσωπο που είναι αληθινά ελεύθερο, τείνει να περιλάβει όλη την ανθρώπινη φύση, όμοια προς το θείο Πρόσωπο που περιέχει όλη την τριαδική ζωή, γιατί ο Χριστιανισμός κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης είναι μια «μίμηση της φύσης του Θεού», και ο σκοπός ο υπέρτατος των αγίων δεν είναι μονάχα «να ενωθούν με την Αγία Τριάδα, αλλά να την εκφράσουν και να την μιμηθούν μέσα τους».
«Ο Θεός ετίμησε τον άνθρωπο απονέμοντάς του την ελευθερία, λέει ο αγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ώστε ν’ ανήκει το καλό στον ίδιο που το διαλέγει, όσο και σ’ αυτόν που έθεσε τις απαρχές του καλού μέσα στη φύση». Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, γιατί είναι η εικόνα της θείας ελευθερίας και γιατί έχει την εξουσία να εκλέγει.
Εν τούτοις, ο άγιος Μάξιμος βλέπει την ατέλεια ακριβώς στην ανάγκη της εκλογής. Το αυτεξούσιο είναι περισσότερο μια φτώχεια παρά μια ανεξαρτησία, είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της πτώσης· από διαισθητική, η θέληση γίνεται συλλογιστική. Αντίθετα, το τέλειο ακλουθεί άμεσα το καλό, είναι επέκεινα της εκλογής. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η ίδια σύλληψη μέσα στη σκέψη του σύγχρονου φιλοσόφου L. Lavelle. Γι’ αυτόν, πριν από όλα, η «ύπαρξη εδρεύει μέσα στην άσκηση μιας ελεύθερης πράξης, που όταν δεν παράγεται, ανάγει την ύπαρξή μας στη κατάσταση πράγματος».
Το πνεύμα μας διακρίνοντας εκλέγει μεταξύ περισσοτέρων δυνατοτήτων για να πραγματοποιήσει το αληθινό. Αλλά «προσδιορίζει κανείς σχεδόν πάντα την ελευθερία της εκλογής ». Που στην πιο υψηλή της μορφή είναι «μια δραστηριότητα, που παράγει τους ίδιους της λόγους, αντί να τους υφίσταται». Έτσι, η ελευθερία ανέρχεται στο επίπεδο όπου « οι πιο ελεύθερες πράξεις, που είναι ταυτόχρονα οι πιο τέλειες, είναι εκείνες στις οποίες δεν υπάρχει εκλογή ».
Το πρόσωπο πραγματώνεται μέσα στην ελευθερία, ανοίγεται ελεύθερα στη χάρη που πιέζει κάθε ψυχή μυστικά, χωρίς ποτέ να την εξαναγκάζει.«Το Πνεύμα δε γονιμοποιεί καμμιά θέληση που του αντιστέκεται. Δεν μεταμορφώνει με θέωση παρά εκείνη που το θέλει». Η αγωνία που μπορεί ο άνθρωπος να αισθανθεί, προέρχεται από το αυθαίρετο που είναι πάντα δυνατό και που την παραμονεύει, γιατί μπορεί ν’ αρνηθεί τη ζωή, να πει όχι στην ύπαρξη. Ο άνθρωπος κρέμεται την κάθε στιγμή ανάμεσα στο ον της προσωπικότητάς του και την επιστροφή στο μηδέν απ’ όπου έχει προέλθει, βρίσκεται ανάμεσα στην «κένωση» και στην «πλήρωση»· είναι ο μεγάλος και ευγενής κίνδυνος κάθε ύπαρξης, και υπέρτατη τάση της ελπίδας. «Η θεία ισχύς είναι ικανή να εφευρίσκει μιαν ελπίδα εκεί όπου δεν υπάρχει πια ελπίδα και ένα δρόμο μέσα στο αδύνατο» (Αγ. Γρηγόριος Νύσσης ). Το αδύνατο είναι αυτή η τάση μεταξύ του normatif και του ξεπεσμένου πραγματικού.
Η ελευθερία δεν εφευρίσκει τις αξίες, αλλά αυτές λαβαίνουν ζωή, ενσαρκώνονται με την προσωπική ανακάλυψη αυτών των ίδιων αξιών. Υποκειμενικά, αυτή η ανακάλυψη είναι πάντα εφευρετική, γιατί είναι η δημιουργία της σχέσης μου με τις αξίες, σχέση μοναδική, που δεν έχει ποτέ υπάρξει πριν, και κατ’ αύτη την έννοια μπορεί κανείς να πει ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που γίνεται.
Η σοφία του Θεού υπάρχει πριν από την ύπαρξη του ανθρώπου, και κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του μιαν «εικόνα οδηγητική», την ίδια του σοφία, είναι ένα ζωντανό σχέδιο του Θεού. Πρέπει να το αποσαφηνίσει αυτός ο ίδιος και ελεύθερα να κατακτήσει το ίδιο του νόημα, να οικοδομήσει τον προορισμό του. Έτσι, ύπαρξη είναι η τάση ν’ ανακαλύψεις και να ζήσεις την ίδια σου αλήθεια. «Δε γνωρίζω την αλήθεια παρά όταν γίνεται ζωή μέσα μου» έλεγε ο Κierkegaard. Δεν υπάρχει καμμιά τελείωση στατική, ούτε καμμιά επανάληψη δυνατή μέσα στη ζωή• για ν’ ακριβολογήσει κανείς, δεν υπάρχει προηγούμενο, αλλά μια αιώνια αρχή των πράξεων που είναι πάντοτε μοναδικές — «ποτέ δυο φορές » — γιατί είναι δικές μου. Κάθε πρωί της ανθρώπινης ζωής υψώνεται όπως το πρωί της δημιουργίας του κόσμου —ένα καθαρό θείο σχέδιο— και η πιστότητα που φέρω εντός μου, με οδηγεί σε κάθε στιγμή προς μια νέα άνοιξη, προς το απόλυτα επιθυμητό και παρθένο.
Η σχέση με το υπερβατικό δεν εκφράζεται με τους όρους μιας «ετερονομίας» του Κant, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει κανένα έτερο μέσα στη «θεονομία». Να εξαρτάται κανείς από το Θεό, σημαίνει να λαβαίνει την αποκάλυψη της εσωτερικότητάς του, να συνειδητοποιεί ότι μέσα του κατοικεί ο Λόγος : «Δε σας ονομάζω πια υπηρέτες, σας ονομάζω φίλους».
Αντίθετα, κάθε αυτονομία «περικλείνει» τον άνθρωπο που κλείνεται στον εαυτό του. Μέσα στην άσκηση, ο άγιος Αντώνιος ορίζει ακριβώς τις τρείς θελήσεις που αντιπαρίστανται μέσα στον άνθρωπο· εκείνη του Θεού, σωτήρια και ενεργούσα εσωτερικά που είναι η θεονομία στην οποία ο άνθρωπος συγκατατίθεται ελεύθερα με τέλεια συνεργία, κάνοντάς τη δική του. Εκείνη του ανθρώπου που, χωρίς να είναι πλασμένη αμαρτωλή, είναι άστατη και προβληματική, και εκφράζεται ως αυτονομία· και τέλος, η δαιμονική θέληση, ξένη από τον άνθρωπο, που είναι η ετερονομία.
Αν η ελευθερία δεν είναι παρά μια καθαρή υποταγή στη θεία ενέργεια και καταλήγει στο να την αναπαράγει, να την αντιγράφει, στη περίπτωση αυτή, το να είναι κανείς ελευθερωμένος κατ’ εικόνα της θείας ελευθερίας, δε σημαίνει πια τίποτε. Λοιπόν, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, «ο άνθρωπος γεννήθηκε κατά τη θέλησή του από το Πνεύμα και μπορούσε να κινηθεί αυτός ο ίδιος», εξ ιδίων. Πάνω από την ηθική των δούλων και των μισθοφόρων, το Ευαγγέλιο θέτει την ηθική των φίλων του Θεού.
Το χριστολογικό δόγμα της ενότητας των δύο φύσεων του Χριστού προσδιορίζεται στο δόγμα της ενότητας των δύο βουλήσεων και απαιτεί το συμπέρασμά του, την ενότητα δυό ελευθεριών. Πρέπει ν’ αποφύγει κανείς κάθε σύγχυση μεταξύ του ψυχολογικού όρου της βούλησης και του μεταφυσικού όρου της ελευθερίας.
Η ελευθερία είναι το μεταφυσικό θεμέλιο της βούλησης. Η βούληση είναι ακόμα δεμένη με τη φύση, είναι υποταγμένη στις ανάγκες και στους άμεσους σκοπούς της. Η ελευθερία εξαρτάται από το πνεύμα, από το πρόσωπο. Όταν κορυφώνεται, τότε το πρόσωπο δεν επιθυμεί ελεύθερα παρά την αλήθεια και το καλό. Μέσα στο μελλοντικό πλήρωμα, κατ’ εικόνα της θείας ελευθερίας, σ’ αυτό που θα επιθυμεί, θ’ αντιστοιχούν το καλό και η αλήθεια· είναι το υπέρτατο νόημα που σκοπεύει η παράδοξη ταύτιση στον Κierkegaard, της υποκειμενικότητας με την αλήθεια, και το οποίο αποδεικνύει ότι η αλήθεια είναι η πράξη της ελευθερίας.
Είναι ακριβώς όταν η ελευθερία μας τίθεται μέσα στο έργο του Θεού που δεν παύει ποτέ να είναι η αληθινή ελευθερία. Το «γενηθήτω» της Παναγίας δεν προέρχεται από την υποταγή μονάχα της βούλησής της, αλλά εκφράζει την τελική ελευθερία του όντος της. Προς αυτή την ενέργεια έτεινε, κατά την παράδοση, όλη η προηγούμενη ζωή της στο ναό, «επισκιασμένη από το Πνεύμα», στη σκιά επίσης της φλογερής προσμονής που εκφράζεται τόσο καλά από τους αγιογράφους του Ευαγγελισμού, που δείχνουν, όχι ένα ον κατειλημμένο και έκπληκτο από το απροσδόκητο, αλλά ένα ον στον κολοφώνα της στιγμής που επί τέλους εκδηλώνεται: ο άγγελος που αναγγέλλει κι η Παρθένος που ακούει, αποτελούν σύνολο της ίδιας συμφωνικής τονικότητας. Είναι η ιστορία του κόσμου συνοπτικά, η θεολογία με μια μόνη λέξη· η μοίρα του κόσμου και του Θεού αυτού του ίδιου, παράμενε κρεμασμένη από το ελεύθερο ανάβλυσμα.
Πάντοτε η Παρθένος —και σε τούτο δω, είναι ολικά αφιερωμένη, άγια και αγνή— δεν επιθυμεί και δε θέτει ως περιεχόμενο της ελευθερίας της παρά αυτό που θα ξεκινήσει από το γενηθήτω της, τη γέννηση του Θεού. Ακόμα και ο Θεός δεν εφευρίσκει την αλήθεια, αλλά τη σκέφτεται αιώνια και μετά την «λέει, και τούτο γίνεται». Η ελευθερία του ανθρώπου κατ’ εικόνα του Θεού είναι ν’ αναπαραγάγει αυτή την ίδια την ανάβλυση της αλήθειας που προϋπάρχει του ανθρώπου.
Ο Χριστός με την ενσάρκωσή του, μας επέτρεψε όχι να μιμηθούμε, αλλά να ξαναζήσουμε τη ζωή του, να συμμορφωθούμε με την ουσία του, αυτό ακριβώς που μας διδάσκουν τα μυστήρια και ο λειτουργικός κύκλος. «Ο Θεός δεν είναι μια ιδέα που αποδεικνύει κανείς, είναι ένα ον εν σχέσει με το οποίο ζει κανείς … το να ζητήσεις αποδείξεις είναι βλασφημία, και να καταστήσεις τον Χριστιανισμό αληθοφανή… είναι η καταστροφή του Χριστιανισμού» (Κierkegaard). Πρέπει να εκλέξει κανείς ανάμεσα στο να ζει και στο να υπάρχει, κατά την πιο έντονη έννοια αυτής της δεύτερης λέξης, και πρέπει να τοποθετήσει κανείς τον προορισμό του μέσα στη διαλεκτική του «δεύτερου προσώπου», του θείου Εσύ. Η πίστη δεν είναι ποτέ απλή συναίνεση διανοητική, ούτε υποταγή απλά και μόνο, αλλά πιστότητα του προσώπου στο Πρόσωπο. Είναι οι σχέσεις του γάμου και του επιθαλάμιού του: η Βίβλος ανατρέχει σ’ αυτό κάθε φορά που πρόκειται για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο.
Λέγοντας το «γενηθήτω», ταυτίζομαι με το αγαπημένο πρόσωπο. Η θεία βούληση αναβλύζει από την ίδια μου βούληση, γίνεται δική μου:«Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Ο Θεός ζητά από τον άνθρωπο την εκπλήρωση της θέλησης του Πατρός, σαν να ήταν η ίδια του θέληση. Τέτοιο είναι το νόημα του «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος έστι» ( Ματθ. 5, 48 ).
Όπως ο Υιός γεννήθηκε και γεννιέται αιώνια, έτσι και ο άνθρωπος που διάλεξε την αλήθεια γεννιέται από αυτή και την εκλέγει αιώνια, και κάθε φορά την ξαναζεί. Το μόνο που μια ελευθερία μπορεί αληθινά να γυρέψει και να επιθυμήσει, είναι να περιέχει το αχώρητο, κάτι τι το απόλυτα «παράλογο», χωρίς βάση εδώ, μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, και γι’ αυτό, απόλυτα λογικό. Ακριβώς όπως, απόλυτα «χωρίς λόγο», «ο Θεός μας αγάπησε πρώτος» και έτσι, μας έχει κιόλας κάνει να διαισθανθούμε κάτι από τη θεία του ελευθερία. Μέσα στην αγάπη του, ο Θεός μας αγαπά δωρεάν, χωρίς καμμιάν αξίωση· η αγάπη του είναι κιόλας ένα δώρο που εμπνέει την ελευθερία της ίδιας μας απάντησης.
Η σοφία του Θεού, μέσα στις ιλιγγιώδεις της συλλήψεις, μέσα στις τέρψεις της του «θείου παιγνιδιού» (Παρ. 8, 31) με τα παιδιά του ανθρώπου, δε μπορεί να φανταστεί παρά τα όντα της «φυλής» Του, θεούς: «ο Θεός δεν ενώνεται παρά με θεούς», λέει ο άγιος Συμεών. Τούτοι εδώ λαβαίνουν τα πάντα από τον Θεό, και μάλιστα περισσότερα· μέσα στην πραγματικότητα του προσώπου τους, έλαβαν για δώρο κάτι δικό τους, κάτι που δεν προέρχεται παρ’ από την ελεύθερη κίνηση της καρδιάς τους· αυτή η ελευθερία μονάχα ντύνει τον άνθρωπο με το ένδυμα του συμποσίου, των θείων γάμων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, στο κατακόρυφο της έκπληξης, αναφωνεί : «ο άνθρωπος είναι ένα παιγνίδι του Θεού».
Η ελευθερία παράγει τους ίδιους της λόγους αντί να τους αποδέχεται. Διακηρύσσει: «Γενηθήτω το θέλημά Σου» (Για τον άγιο Μάξιμο, είναι η κορυφή της ελευθερίας, είναι εδώ που είναι καθαρή, και απλή, και ολική). Και είναι, γιατί μπορούσαμε επίσης να πούμε : «Να μη γίνει το θέλημά Σου». Οι δυό ελευθερίες συμφωνούν: Δεν υπάρχει παρά «ναι», στο Θεό, κατά τον Απόστολο Παύλο (Β’ Κορινθ. 1, 20 ), πράγμα που εξηγεί θαυμάσια το κείμενο του Ματθ. 18, 19 :«Εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης»… και δε μπορεί κανείς να ενωθεί αληθινά παρά μέσα στη βούληση του Θεού, υπέρβαση κάθε περιορισμού και ανάβλυση της εντελώς καινούργιας ευχαριστιακής πραγματικότητας του Σώματος, της οποίας η προσευχή είναι η άμεση έκφραση. Αλλά πρέπει αυτό το «ναι» να γεννηθεί στη μυστική πηγή του όντος μας, και είναι ο λόγος που εκείνη που το προφέρει για όλους, είναι μια Παρθένα, Μητέρα των ζώντων, Ζωοδόχος Πηγή.
Εννοεί κανείς τώρα γιατί ο Θεός δε δίνει διαταγές, αλλά στέλνει προσκλήσεις, κλήσεις : «Άκουε, Ισραήλ !». Στα διατάγματα των τυράννων απαντά με υπόκωφη αντίσταση· στην πρόσκληση του Κυρίου του συμποσίου, η χαρούμενη αποδοχή «εκείνου που έχει ώτα». Ο εκλεκτός είναι κείνος που δέχεται την πρόσκληση, που κλείνει το χέρι του πάνω στο δώρο που έλαβε. «Θα έλθουν με φωνές χαράς πάνω στο ύψωμα της Σιών, θα συρρεύσουν προς τα στάρια, προς το καινούργιο κρασί, η ψυχή τους θα είναι σαν ένας ποτισμένος κήπος» (Ιερ. 31, 12).
Μέσα στα «χωμάτινα αγγεία», ο Θεός κατέθεσε την ελευθερία του, την εικόνα του Δημιουργού, και έρχεται να κοιταχτεί εκεί. Ο άνθρωπος ζει μέσα στο χρόνο, και ο χρόνος δημιουργήθηκε μαζί του, γιατί ακριβώς, δεν είναι ένα τελειωμένο ον, η δημιουργία του προβλέπει ένα περιθώριο όπου καλείται να ολοκληρωθεί, να αυτοδημιουργηθεί, να εφεύρει τον εαυτό του κατ’ εικόνα του Υπάρχοντος. «Θεού γαρ εσμέν συνεργοί» (Α’ Κορ. 3, 9), συλλειτουργοί μέσα στην ίδια Λειτουργία, μέσα στην ίδια θεουργία. Και αν η αποτυχία είναι δυνατή, και αν η υπόθεση του Αντίθετου υπονοείται μέσα στη δημιουργική πράξη του Θεού, είναι γιατί η ελευθερία των «θεών», η ελεύθερη αγάπη τους αποτελεί την ουσία του ανθρώπινου προσώπου: «Σε αγάπησα μ’ αιώνια αγάπη, παρθένα του Ισραήλ» (Ιερ. 31, 1)· «Να είστε γόνιμοι, πολλαπλασιάζεστε, καρποφορείτε». Πρέπει ν’ ακούσει κανείς την κλήση και να διακρίνει εκεί το πιο πλατύ νόημα: το ανάβλυσμα του καινούργιου πλάσματος, από τις πηγές της αγιότητας.
Το ανθρώπινο πρόσωπο, μέσα στην οριζόντιά του διάσταση, είναι ικανό να περιέχει το ανθρώπινο όλον· και μέσα σ’ αυτό το άνοιγμα είναι αληθινά πρόσωπο. Αλλά το θεμέλιό του το υποστασιακό είναι μέσα στην κάθετη διάσταση, μέσα στη θεανδρική του οικοδομή. «Ίνα μορφωθή εντός υμών ο Χριστός», και είναι μέσα σ’ αυτή την ολοκαίνουργια πραγματικότητα αυτού του ίδιου που ο άνθρωπος «αυξάνει ως την ηλικία του Χριστού». Το θέμα της ελευθερίας, και κάθε μορφής της γνώσης, δεν είναι λοιπόν ποτέ ο άνθρωπος μονάχα, αλλά ο άνθρωπος μέλος του Σώματος του Χριστού, πράγμα που αποδεικνύει με σαφήνεια ότι η φύση της ανθρώπινης συνείδησης δεν είναι ποτέ ατομική, σχηματικά απομονωμένη, αλλά συλλογική, και «θεανδρική». Αυτή η τελευταία έκφραση ανήκει στον Ψευδοδιονύσιο : «η θεανδρική ενέργεια » εν Χριστώ είναι αυτή η ενότητα δυό θελήσεων και δυό ελευθεριών μέσα σε μια μόνη ενέργεια, μοναδική στην ενότητα, χωρίς να εξασθενήσει καθόλου την αυτονομία του καθενός.
Η λατινική λέξη persona, όμοια όπως το ελληνικό πρόσωπο, σημαίνει αρχικά «προσωπίδα». Αυτός ο όρος, από μόνος του, περιέχει μια βαθιά φιλοσοφία του ανθρώπινου προσώπου. Διδάσκει την ανυπαρξία μιας αυτόνομης ανθρώπινης τάξης, γιατί το να υπάρχει κανείς, είναι το να συμμετέχει στο ον ή στο μηδέν. Μέσα στη συμμετοχή, ο άνθρωπος πραγματοποιεί την εικόνα του Θεού, ή το δαιμονιακό μορφασμό ενός πιθήκου του Θεού. Ο άνθρωπος δεν έχει πρόσωπο απλά ανθρώπινο. Μέσα στην ενσάρκωση, ο Θεός δεν είναι πια μονάχα Θεός, είναι Θεάνθρωπος. Αλλά αυτό ενεργεί προς δυό κατευθύνσεις· ο άνθρωπος επίσης δεν είναι μονάχα πια άνθρωπος, αλλά ένα ον θεανδρικό ή δαιμονιακό. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το λέει καθαρά: «Η ανθρωπότητα συντίθεται από ανθρώπους με πρόσωπα αγγέλου και από ανθρώπους που φέρουν την προσωπίδα του ζώου».
Ένας πνευματικός «δεν παύει να προσθέτη μέχρι τέλους τής ζωής του μια φωτιά στη φωτιά», ο άνθρωπος μπορεί ν’ αναζωπυρώσει τη φλόγα της αγάπης ή τη γέεννα του πυρός, μπορεί να μεταποιήσει το «ναι» του σε άπειρη ένωση· μπορεί επίσης με το «όχι» του να σπάσει το ον του σε δαιμονικές διαιρέσεις.
Η καρδιά που φέρει το «θεολογικό αίνιγμα», τη σχέση μεταξύ του προσώπου και της φύσης, η υποστασιακή ελευθερία, με δυό λόγια το σύμπλεγμα «άνθρωπος» οδηγεί στη κεντρική έννοια της ανθρωπολογίας: «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού ».
Απόδοση: Λουκίας Ι. Μεταξά
(«Χριστιανικό Συμπόσιο» τ. Α΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” σ. 196-198)