Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα

25 Μαρτίου 2013

Tο έργο και η δράση του Ρήγα Βελεστινλή ερείδονται στο τετράπτυχο: αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, νεότερος ελληνισμός – ορθόδοξη παράδοση και γαλλικός διαφωτισμός.

Ύστερα από τα βιβλία για το «1204» (τρίτη έκδοση 2007) και για τις «Κοινωνικές συγκρούσεις στην Σμύρνη τον 19ο αι.» (2009) ο Γ. Καραμπελιάς καταθέτει τώρα την «Ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή».
Όπως τα αναφερθέντα έργα, ομοίως και το παρόν χαρακτηρίζεται από μία άριστη γνώση και χρήση τόσο των πηγών όσο και της νεότερης και σύγχρονης βιβλιογραφίας, με τις οποίες ο συγγραφέας αναμετράται εξαντλητικά. Αυτό είναι βεβαίως αναγκαίο για να αντιμετωπίσει την ερμηνευτική αποδόμηση που επιχειρείται εδώ και καιρό στην λεγόμενη «επιστημονική κοινότητα» της Χώρας μας κατά την οποία η ιστορία αποτιμάται απλώς ως «κατασκευή», ενώ οι ιστορικές πηγές θεωρούνται «δευτερεύουσα και περιστασιακή πηγή της ιστορικής αλήθειας» (σ. 11).
Ειδικότερα, όσον αφορά το έργο και την δράση του Ρήγα, μέχρι τώρα η ερμηνευτική του έργου του Ρήγα εκινείτο από την θεώρηση του γνωστού Γ. Κορδάτου που τον χαρακτηρίζει ως «πρόδρομο του νεοελληνικού ιμπεριαλισμού» (σ. 9) έως την αποτίμηση των συγχρόνων ιστοριογράφων, κατεχόντων μάλιστα πανεπιστημιακές θέσεις, που προσεγγίζουν τον Ρήγα αποκλειστικώς και μόνον ως «δημιούργημα του Διαφωτισμού» (σ. 10). Αυτή ακριβώς η παράμετρος είναι κυρίαρχη και στα κείμενα του Ρήγα που διδάσκονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Για την ακρίβεια, σήμερα στο Γυμνάσιο διδάσκονται οι πρώτοι 40 στίχοι από τον «Θούριο», ενώ στο Λύκειο ένα κείμενο από την «Επαναστατική Προκήρυξη»).
Έρχεται σήμερα ο Γ. Καραμπελιάς να δώσει έναν άλλο προσανατολισμό στην προσέγγιση του Ρήγα, καθορίζοντας κατ’ αρχήν ότι το έργο και η δράση του Ρήγα Βελεστινλή ερείδονται σ’ ένα τετράπτυχο, στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στον νεότερο ελληνισμό με την ορθόδοξη παράδοσή του και τέλος στον γαλλικό διαφωτισμό.

Αναλυτικότερα:
Η αρχαιοελληνική παράμετρος αναδεικνύεται στο έργο του Ρήγα, που «προβάλλει ιδιαίτερα τη μορφή και τον ρόλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος αποτελεί τη γέφυρα προς την οικουμενική περίοδο του ελληνισμού και το Βυζάντιο» (σ. 124). Επίσης είναι ευδιάκριτη στο συνολικό έργο του Ρήγα η αρχαιοελληνική δημοκρατική παράδοση, συνδεδεμένη συγχρόνως με την βυζαντινή πολιτική αντίληψη. Ακριβέστερα, κατά τον συγγραφέα, μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στο έργο του Ρήγα το όραμα για ένα «Βυζάντιο βαθύτατα εκδημοκρατισμένο και εμβαπτισμένο στο αρχαιοελληνικό πνεύμα» (σ. 127). Σε γενικές γραμμές η δημοκρατική αντίληψη του Ρήγα προσδιορίζεται στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, ως «ελληνική», και η οποία «συμπεριλαμβάνει όλους τους πολίτες, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας και θρησκείας» (σ. 116). Προφανώς αυτά σημαίνουν ότι ο Ρήγας δεν είναι απλώς ένας κομιστής των ιδεών του γαλλικού διαφωτισμού και του περίφημου τριπτύχου «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» που κυριάρχησε με διάφορες παραλλαγές ύστερα από το 1789 στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως έχει πολλές φορές τονισθεί από τους συγχρόνους ιστοριογράφους μας.
Από τις παραμέτρους που έχουν επιδράσει στην διαμόρφωση της σκέψεως του Ρήγα εκτός της αναφερθείσης αρχαιοελληνικής, ο συγγραφέας τονίζει ότι το στοιχείο που έχει αποσιωπηθεί τόσο στην νεότερη όσο στην σύγχρονη ιστοριογραφία, είναι «η σχέση (ενν. του Ρήγα) με την νεότερη ελληνική και εληνορθόδοξη παράδοση… Από πολλούς σύγχρονους συγγραφείς και, δυστυχώς, όχι πάντα της αποδομητικής σχολής, δίδεται η εντύπωση ενός διανοουμένου χωρίς ρίζες στην ελληνική λαϊκή παράδοση και, αν όχι άθεου, μάλλον αγνωστικιστή…» (σ. 120). Μάλιστα, προσθέτει ότι «η ορθοδοξία, το κυριότερο μαζί με τη γλώσσα στοιχείο της νεότερης ελληνικής ιδιοπροσωπίας, είναι παρούσα σε όλα σχεδόν τα κείμενά του και κατ’ εξοχήν στα πλέον επαναστατικά-εθνεγερετικά» (σ. 121). Αυτό το στοιχείο της Ορθοδοξίας στο έργο του Ρήγα που αναδεικνύεται στο παρουσιαζόμενο σήμερα βιβλίο, είναι μέρος ενός ερμηνευτικού προσανατολισμού σαφώς διαφορετικού από τις παλαιότερες ιδεολογικές θεώρησεις.
Ομοίως απορρίπτει ο Γ. Καραμπελιάς την μονοδιάσταση προσέγγιση, εκ μέρους ορισμένων μελετητών, του Ρήγα ως «δυτικού διανοουμένου, που προσπαθεί να προσαρμόσει και να εφαρμόσει τα διδάγματα του δυτικού διαφωτισμού στην καθυστερημένη Ελλάδα» (σ. 141). Ασφαλώς αυτή η πλευρά μπορεί να συσχετισθεί με την συναφή ερμηνεία της Ελληνικής Επαναστάσεως ως προϊόντος του γαλλικού διαφωτισμού. Στο σημείο θα παρατηρήσω ότι αν και οι ιδέες του διαφωτισμού είχαν ενδεχομένως κάποιο ρόλο στην προετοιμασία του Αγώνος της Ανεξαρτησίας, η πιθανή επίδραση του διαφωτισμού αναφέρεται περισσότερο στους μορφωμένους στην Δύση λογίους και όχι στους βασικούς συντελεστές της επιτυχίας του 1821, δηλαδή στον Λαό και στην Εκκλησία. Οι ανεπιτυχείς εξεγέρσεις των Ελλήνων αμέσως μετά το 1453 (ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 40 περίπου) δείχνουν ακριβώς ότι ο χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821 ήταν κατά βάσιν αυτοφυής. Είναι δε χαρακτηριστικό κατά τον συγγραφέα ότι «μόνον ο Ρήγας θα επιχειρήσει να συνδυάσει στα ίδια πρόσωπα, τον «φωτισμό του γένους» με την επανάσταση, συγκροτώντας μια «επαναστατική πρωτοπορία» από διανοουμένους η εμπόρους/ διανοουμένους. Επρόκειτο για μία απόπειρα παραδειγματική, αλλά χωρίς συνέχεια. Η ελληνική διανόηση παρέμεινε διαχωρισμένη από τα λαϊκά στρώματα και δεν κατόρθωσε σχεδόν ποτέ να μεταβληθεί σε οργανική διανόηση και ακόμα περισσότερο σε μια «επαναστατική διανόηση.» (σ. 165). Είναι σαφές, αν και όχι πάντοτε αποδεκτό, ότι η ελληνική επανάσταση, και για τον Ρήγα, όπως για τον ελληνικό λαό και συγκεκριμένα για τους αγωνιστές του 1821, θα έχει χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό και όχι κοινωνικό. Επισημαίνει σχετικώς ο Γ. Καραμπελιάς ότι «βασικός στόχος του Ρήγα είναι η απελευθέρωση των Ελλήνων και όχι η μορφή του καθεστώτος» (σ. 109).
Μεταξύ των συμπερασμάτων του συγγραφέα τονίζεται ότι η επαναστατική σκέψη του Ρήγα είναι κατά βάσιν συνθετική, ενώ το όραμά του παραμένει ανολοκλήρωτο, όπως και το όραμα της Επανάστασης του Γένους των Ελλήνων. Περιορισμένη από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τις συναφείς ερμηνευτικές αστοχίες η σύγχρονη ιστοριογραφία μας εξαντλείται στην παρουσίαση του Ρήγα ως «οπαδού των Φώτων, χωρίς εθνική ταυτότητα, που απλώς προπαγάνδιζε την “αδελφοσύνη των λαών”» (σ. 215). Συναφώς λησμονείται εκ μέρους της εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας το οικουμενικό περιεχόμενο της ελληνικής κοσμοαντιλήψεως και του ίδιου του Ρήγα. Είναι γεγονός ότι εάν ο Ρήγας υπερέβη, έστω ελάχιστα, τον «καημό της Ρωμιοσύνης» (σ. 216), ο σύγχρονος ελληνισμός, που τελεί ακόμα σήμερα εν συγχύσει, δεν μπορεί να οραματιστεί την υπέρβαση αυτή. Είναι ευνόητο ότι το ανολοκλήρωτο όραμα του Γένους δείχνει εν τέλει την τραγικότητα της ιστορικής πορείας του ελληνισμού, ιδιαιτέρως κατά τους τελευταίους οκτώ αιώνες. Επιβάλλεται δε να προστεθεί ότι αυτό το όραμα γίνεται ακόμη πιο ρομαντικό και ουτοπικό, όταν η κριτική προσέγγιση των ιδεών του Ρήγα γίνεται εκ των έσω, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του λογίου Μιχαήλ Περδικάρη (1766-1828), ο οποίος, με μία συντηρητική διάθεση και με μία πεσιμιστική θεώρηση της ιστορίας, επικρίνει την επαναστατική προοπτική του Ρήγα, ενώ παράλληλα τονίζει μεταξύ άλλων τον επιεική χαρακτήρα της διακυβερνήσεως των Οθωμανών έναντι των Ελλήνων (βλ. αναλυτικώς σσ. 234-236), προοικονομώντας μ’ αυτόν τρόπο τις όψεις του συγχρόνου νεο-οθωμανισμού στην χώρα μας (τις οποίες εύκολα μπορεί να ανιχνεύσει κανείς σήμερα στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της παιδείας, των οικονομίας, του τουρισμού, ακόμη και της καθημερινότητας των Ελλήνων).
Αντιθέτως προς τις απόψεις του Περδικάρη, η ιδέα του Ρήγα περί της επαναστάσεως και της απελευθερώσεως από τους Οθωμανούς θα εμπνεύσει την ξένη διανόηση. Από τα πολλά παραδείγματα θα αναφέρω το ποίημα Το πολεμικό θούριο των Ελλήνων του ποιητή Ρώσσου ποιητή Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880). Μάλιστα στίχοι, όπως «Ως πότε σκλάβοι στα δεσμά/ Των Αγαρηνών θα ζούμε; / Τους τυράννους της γλυκιάς μας Ελλάδας / Ήρθε η ώρα να εκδικηθούμε!» (Βλ. Η ελληνική επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της ρωσσικής ποίησης, επιλ.-εισ.-επιμ. Σ. Ιλίνσκαγια, Αθήνα 2001, σ. 83) θυμίζουν ασφαλώς τον γνωστό Θούριο (Βιέννη, 1797) του Ρήγα. Στο σημείο αυτό θα σημειωθεί ότι για τους Ρώσσους ποιητές του 19ου αι. η ελληνική επανάσταση αποτελούσε μία έμπνευση κι ένα όραμα, αν λάβει κανείς υπ’ όψη ότι κατά την δεκαετία του 1820 στην Ρωσσία υπήρχε μία εσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη από κύκλους των ευγενών και αποσκοπούσα στην ανατροπή του τσάρου. Αυτή η πολιτική ζύμωση εκδηλώθηκε, ως γνωστόν, στην Ρωσσία με το κίνημα των λεγομένων «Δεκεμβριστών» το 1825 (βλ. σχετικώς και σ. 201, σημ. 358).
Σε μία γενικότερη αποτίμηση, νομίζω ότι το παρόν βιβλίο του Γ. Καραμπελιά μπορεί να αναγνωσθεί από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό με ιστορικά ενδιαφέροντα και επίκαιρους προβληματισμούς. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας απεικονίζει άκρως ικανοποιητικά, στις λεπτομέρειές του, το πορτραίτο μιας γοητευτικής επαναστατικής φυσιογνωμίας της νεώτερης ελληνικής ιστορίας.

(Αδημοσίευτο κείμενο της ομιλίας του Δ, Μπαλτά, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο, στις 2.12. 2011, στην «Βιβλιοθήκη των Τριών Ιεραρχών»)