Στοματική υγιεινή και αποτροπή νοσημάτων μυοκαρδίου
1 Μαρτίου 2013H φροντίδα της στοματικής υγιεινής συμβάλει στη διατήρηση της λεπτής ισορροπίας μεταξύ φυσιολογικής μικροχλωρίδας και στοματικής κοιλότητας, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης συστηματικών νόσων, των οποίων κυριότερος εκπρόσωπος είναι τα νοσήματα του μυοκαρδίου.
Η στοματική κοιλότητα αποτελεί την απαρχή του γαστρεντερικού συστήματος του ανθρώπου. Αποτελείται ως επί το πλείστο από σκληρούς και μαλακούς ιστούς οι οποίοι αποτελούν δείκτη της γενικότερης υγείας του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς μπορούν να αποτελέσουν το σημείο από όπου πολλές συστηματικές νόσοι έχουν τα πρώτα στάδια κλινικής εκδήλωσης τους. Οι μαλακοί ιστοί αποτελούνται κυρίως από το βλεννογόνο του στόματος, οι δε σκληροί ιστοί κυρίως από τους οδοντικούς ιστούς. Ο συνδυασμός των δυο αυτών συμβάλλει στο τεμαχισμό της τροφής, και στην ανάμειξη της με το σίελο, στην αισθητική του προσώπου καθώς και στη φωνητική και τη σωστή άρθρωση του λόγου.
Η στοματική κοιλότητα αποτελεί ένα μικροπεριβάλλον το οποίο βρίσκεται σε άμεση συνέχεια και αλληλεπίδραση μα τον εξωτερικό χώρο, το οποίο μπορεί να μεταβάλλει τη σύσταση (ποιοτικά και ποσοτικά) της φυσιολογικής μικροχλωρίδας της. Η μικροχλωρίδα αποτελείται από έναν αριθμό διαφορετικών μικροοργανισμών τα οποία συνυπάρχουν σε αρμονία με το περιβάλλον τους χωρίς αρνητικές συνέπειες όταν βρίσκονται εντός φυσιολογικού εύρους. Η αποίκιση της στοματικής κοιλότητας γίνεται από τις πρώτες ώρες γεννήσεως του ανθρώπου κάτι το οποίο είναι φυσιολογικό και εν τέλει επιθυμητό, δεδομένου ότι οι μικροοργανισμοί αυτοί παράγουν ένζυμα για την αρχική λύση της τεμαχισθείσας τροφής, και συμβάλλουν στην άμυνα του οργανισμού αποτρέποντας έτσι την αποίκηση από διαφορετικούς, ενδεχομένως επιβλαβείς μικροοργανισμούς.
Ωστόσο η σημασία διατήρησης ικανοποιητικού επιπέδου στοματικής υγιεινής γίνεται εμφανώς αποδεκτή, καθώς διαταραχές αυτής της λεπτής ισορροπίας μεταξύ φυσιολογικής μικροχλωρίδας και στοματικής κοιλότητας μπορεί να δώσουν γένεση σε συστηματικές νόσους, με κυριότερο εκπρόσωπο των οποίων νοσήματα του μυοκαρδίου.
Τα πρώτα στάδια ελλιπούς φροντίδας της στοματικής υγιεινής εμφανίζονται κλινικώς με την απόθεση τρυγίας στον αυχένα του δοντιού (η περιοχή που βρίσκεται συνήθως στο επίπεδο των ούλων). Η πορώδης σύσταση της τρυγίας παρέχει ένα ‘καταφύγιο’ για τους μικροοργανισμούς όπου και πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Τα προϊόντα του μεταβολισμού τους αποτελούν τοξίνες οι οποίες ερεθίζουν τα παρακείμενα ούλα με την κλινική εμφάνιση έτσι της ουλίτιδας, η οποία και αποτελεί την φυσιολογική φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού στο συνεχή ερεθισμό των τοξινών. Περαιτέρω επιδείνωση αυτής της κατάστασης είναι η εμφάνιση περιοδοντικών θυλάκων όπου πλέον η τρυγία εντοπίζεται και κάτω από το όριο του αυχένα επιδεινώνοντας έτσι την προαναφερθείσα κατάσταση. Αποτέλεσμα μιας παραμελημένης λοιπόν εικόνας είναι ο ασθενής να οδηγηθεί σε περιοδοντίτιδα και στην απόπτωση των επηρεασθέντων δοντιών.
Ένα από τα στάδια της φλεγμονώδους αντίδρασης του οργανισμού είναι η αγγειοδιαστολή στη επηρεασθείσα περιοχή ώστε να μπορέσουν περισσότερα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος να βρεθούν στη πληγείσα περιοχή συμβάλλοντας έτσι στην άμυνα του οργανισμού. Το πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα αγγεία του φλεγμονώδους ουλικού ιστού είναι εύθρυπτα και αποτελούν έτσι μια εύκολη δίοδο για τους μικροοργανισμούς της στοματικής κοιλότητας εντός της αιματικής κυκλοφορίας με ενδεχόμενη την διασπορά τους σε διαφορετικά σημεία του ανθρώπινου οργανισμού με κυριότερη όμως προδιάθεση, αυτή των στεφανιαίων αρτηριών που τρέφουν το μυοκάρδιο.
Εφόσον τα μικρόβια βρεθούν εντός της αιματικής κυκλοφορίας μπορούν να επάγουν αθηροσκλήρωση η να συμβάλλουν στην επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας. Η αθηροσκλήρωση οδηγεί στη μείωση της διαμέτρου των αγγείων καθώς και στην απώλεια της ελαστικότητας τους, μη μπορώντας έτσι να ανταπεξέλθουν στις φυσιολογικές διακυμάνσεις της πιέσεως.
Η επαγωγή της αθηροσκλήρωσης γίνεται μέσω πρωτεϊνών που παράγουν τα μικρόβια (heat shock proteins) οι οποίες μοριακά ομοιάζουν με αντίστοιχες πρωτεΐνες του ανθρώπινου οργανισμού καθιστώντας έτσι δύσκολο για το ανοσοποιητικό μας σύστημα να τις διαχωρίσει. Το αποτέλεσμα είναι το ανοσοποιητικό μας σύστημα μέσω των Τ λεμφοκυττάρων να επιτίθεται και στις δικές του πρωτεΐνες οι οποίες βρίσκονται εντός του επιθηλίου των αγγείων συμβάλλοντας έτσι στο τραυματισμό του τοιχώματος των αγγείων κάτι το οποίο θα προκαλέσει τη προσέλκυση αιμοπεταλίων και τη συγκόλληση τους στη τραυματισθείσα περιοχή. Αυτό θα καταλήξει στην ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης με όλες τις αρνητικές της συνέπειες.
Η συμβολή των μικροβίων στην επιδείνωση μιας ήδη παγιωμένης αθηροσκλήρωσης είναι, λόγω της συγκόλλησης τους στις ήδη υπάρχουσες αθηρωματικές πλάκες, προσέλκυση λεμφοκυττάρων και η περαιτέρω μείωση ενός ήδη μειωμένου αυλού του αγγείου.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο λοιπόν ,η προκύπτουσα αθηροσκλήρωση μειώνει τη διάμετρο του αγγείου, καθιστώντας έτσι τον όγκο αίματος που διέρχεται δι’ αυτού ανεπαρκή για το όργανο-δέκτη. Η προκύπτουσα λοιπόν ισχαιμία προκαλεί αρχικώς την ατροφία της πληγείσας περιοχής του μυοκαρδίου και ακολούθως τη νέκρωση της (έμφραγμα).
Εν κατακλείδι λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι η διατήρηση της στοματικής υγιεινής είναι πρωταρχικής σημασίας, δεδομένου ότι η θαυμαστή αρτιότητα του ανθρώπινου οργανισμού επιβάλλει όλα τα οργανικά του συστήματα να αλληλεπιδρούν και να συνεργάζονται αρμονικά για την διατήρηση της Υγείας για το σήμερα αλλά και το αύριο.