Σαρία, κοινωνία και Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

10 Απριλίου 2013

poini copy

Δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε μία ποινή εξετάζοντας μόνο το νομικό πλαίσιο και αγνοώντας το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο που την στηρίζει, την δημιουργεί και τη νομιμοποιεί. Μια ασυνήθιστη –για τα δικά μας δεδομένα- απόφαση δικαστηρίου στη Σαουδική Αραβία, δίνει αφορμή για προβληματισμό.

Αυτές τις ημέρες πληροφορηθήκαμε από τα διάφορα ΜΜΕ μία αποτρόπαια είδηση. Στην Σαουδική Αραβία νεαρός ηλικίας 24 ετών θα τιμωρηθεί από την οργανωμένη πολιτεία με το να καταστεί ανάπηρος επειδή μαχαίρωσε και άφησε ανάπηρο κάποιον άλλο φίλο του. Τον καιρό μάλιστα του συμβάντος ο δράστης ήταν μόλις 14 ετών. Η παραπάνω ποινή επιβάλλεται στα πλαίσια της «Σαρίας» του Ισλαμικού νόμου ο οποίος επιβάλλει να τιμωρηθεί ο «δράστης» με την ίδια ποινή – προσβολή – βλάβη που προξένησε στο θύμα στη λογική του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού».

Είναι προφανές ότι το παραπάνω συμβάν έχει ενδιαφέρον από πολλές πλευρές και άπτεται πολλών επιστημών (νομικής, κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας  θεολογίας), άλλωστε η ίδια η επιστήμη του δικαίου αντανακλά τις κυριαρχικές αντιλήψεις της κάθε ιστορικής περιόδου και δεν μπορεί να εξετασθεί αυτόνομα και ανεξάρτητα. Με το παρόν άρθρο, όπως είναι αυτονόητο, δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί διεξοδικά το επίμαχο γεγονός απλά θα θιχτούν κάποια σημαντικά σημεία με σκοπό να διευκολυνθεί ο αναγνώστης ώστε να κάνει την δική του έρευνα και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

Μια σύντομη αναδρομή

Στον δυτικό κόσμο ο πρώτος που έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική ερμηνεία των ποινικών ποινών ήταν ο Ιταλός Cesare Beccaria που το 1764 εξέδωσε το περίφημο έργο του «Περί Εγκλημάτων και Ποινών». Ο Cesare Beccaria αντανακλώντας την εποχή του και τις αρχές του διαφωτισμού, που αποτέλεσαν την βάση της αστικής δημοκρατίας και πραγματώθηκαν με την Αμερικανική και την Γαλλική επανάσταση, καθιέρωσε ό,τι θεωρούμε αυτονόητο στην εποχή μας και έθεσε την βάση του δυτικού νομικού πολιτισμού.

Για πρώτη φορά το ποινικό φαινόμενο μελετήθηκε συστηματικά και αντικειμενικά, έπαψε να είναι αντικείμενο μιας ελίτ νομοδιδασκάλων και η ποινή έπαψε να έλκει τη νομιμοποίησή της από κάποια ανώτερη Θεία δύναμη που απαιτούσε θεία ικανοποίηση. Οι ποινικοί νόμοι  έγιναν σαφείς και προσιτοί στο πολίτη, είχαν γενική εφαρμογή, ανθρωπιστική και όχι μεταφυσική βάση και νομιμοποίηση. Ο ποινικός κολασμός είχε κοινωνική αποστολή και όχι μεταφυσική, ενώ η αποτροπή έπρεπε να προτιμάται το δυνατόν του κολασμού.

Για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα της «κατά γράμμα» εφαρμογή του νόμου από τον δικαστή, η πλήρης ισότητα όλων απέναντί του, οι δικονομικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου (ο οποίος, αντικειμενικά, βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση και είναι στο επίκεντρο του ποινικού φαινομένου), ο αναλογικός κολασμός (δηλαδή λογική αντιστοιχία αδικήματος-ποινής), ο ανθρωπιστικός τρόπος εκτέλεσης των ποινών (κατάργηση βασανιστηρίων, σωματικών ποινών, γενικής δήμευσης, διαπόμπευσης – εξευτελισμού, ατίμωσης, θανατικής ποινής κτλ.) και η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Δυστυχώς πολλά από τα παραπάνω δεν έχουν πλήρως κατακτηθεί ακόμη και σήμερα, αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης πολύ μεγάλης συζήτησης και ανάλυσης.

Συνεπεία των αρχών αυτών ήταν οι διατάξεις που βρίσκονται στο Αμερικανικό Σύνταγμα, η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του πολίτη, τα Ελληνικά Συντάγματα της Επανάστασης (Αργους, Τροιζήνας, κ.λπ.). Πιο κοντά στην εποχή μας, η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου αντικειμενοποίησαν το ποινικό δίκαιο και έθεσαν εγγυήσεις για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου αλλά και την ποινική μεταχείριση του Εγκληματία.

Η Ελλάδα ακολουθώντας αλλά και συχνά πρωτοπορώντας σε σχέση με τις άλλες δυτικές χώρες, υιοθετώντας όλες τις διεθνείς συμβάσεις, καθιέρωσε ένα σύστημα εγγυήσεων για την ποινική δίκη την διάγνωση δηλαδή της ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου ( με τον ποινικό Κώδικα και την ποινική δικονομία ) ,αλλά και ένα  αυστηρό πλαίσιο νόμου για την επιβολή και έκτιση της ποινής με τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα. Όπως και σε όλο τον Δυτικό κόσμο απαγόρευσε πλήρως τις σωματικές ποινές και οποιαδήποτε εξευτελισμό  προσβολή της προσωπικότητας του εγκληματία και τιμωρεί αυστηρά κάθε είδους βασανισμούς για τους οποίους είναι προσωπικά υπεύθυνα σε αποζημίωση τα όργανα της πολιτείας.

Οφθαλμόν αντί οφθαλμού

Για την ηθική νομιμοποίηση της ποινής υποστηρίχθηκαν διάφορες απόψεις με την πιο αποδεκτή, από τους μη ειδικούς, να θεωρεί ότι η ποινή έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η επιβολή ποινής σε όποιον διαπράττει ένα αδίκημα αποτελεί ανταπόδοση του κακού που αυτός επέφερε. Η ανταπόδοση δεν βασίζεται κυρίως σε κάποια πρωτόγονη επιθυμία εκδίκησης του θύματος ή των συγγενών του αλλά απορρέει από άλλους γενικότερους κανόνες, οι οποίοι απηχούν βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις.

Ενδεικτικά και σύμφωνα με τον Καντ, δρούμε ακολουθώντας τις αρχές που μπορούν να ισχύουν ως καθολικοί κανόνες. Όταν κάνουμε κάτι στους άλλους και ισχύει ως καθολικός κανόνας, εννοείται ότι αποδεχόμαστε να κάνουν οι άλλοι το ίδιο σε εμάς. Επίσης, ο Hegel, θεωρεί ότι η αρχή της ισότητας που διέπει τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση επιτάσσει να «ακυρωθεί» το έγκλημα, αφού όταν κάποιος διαπράττει μια αδικία σε βάρος ενός άλλου ανθρώπου ασκεί πάνω στο θύμα μια παράνομη κυριαρχία, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η αρχή της ισότητας που διέπει την κοινωνική οργάνωση. Η ανταπόδοση του κακού αποκαθιστά την τρωθείσα ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ποινή αφορά την πολιτεία συνολικά, ξεπερνά το πρωτόγονο αίτημα της ατομικής εκδίκησης και δεν συνδέεται με την αποκατάσταση κάποιας βλάβης. Η κοινωνικά αποδεκτή βλάβη του δράστη, με την ανταπόδοση όμως του κακού επαναφέρει την παραπάνω ισότητα, αφού εξαναγκάζει τον δράστη να αποστερηθεί την παράνομη κυριαρχία που άσκησε. Επομένως η ισότητα μεταξύ δράστη και θύματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το θύμα έχει το δικαίωμα να κάνει στο δράστη ό,τι υπέστη από αυτόν. Το ίδιο συνάγεται από την αναγνώριση του έλλογου χαρακτήρα των ανθρώπων.

Με άλλα λόγια η αρχή της lex talionis, του «δόγματος» δηλαδή του οφθαλμόν αντί οφθαλμού, έχει πολύ πιο στέρεες ηθικο-φιλοσοφικές βάσεις από όσο πιστεύουμε και έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από την Ιουδαϊκή νομική αντίληψη από την οποία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό το Ισλάμ και ως ένα βαθμό και ο Χριστιανισμός.

Η ανταπόδοση της ποινής, μαζί με άλλα «δόγματα» όπως ο παιδαγωγικός της (ποινής) χαρακτήρας, η κοινωνική αποτροπή παρόμοιων εγκληματικών πράξεων και ο «σωφρονισμός» του εγκληματία, είναι έννοιες οι οποίες ακολουθούν όλα τα οργανωμένα νομικά συστήματα.

Η ποινή με βάση τον δικό μας νομικό πολιτισμό

Μετά την πολύ σύντομη ιστορική και ηθιφιλοσοφική εισαγωγή ερχόμαστε στο κυρίως ερώτημα, δηλαδή είναι ανεκτή μία τέτοια ποινή στο δικό μας νομικό σύστημα και στο δικό μας σύστημα αξιών; Η απάντηση καθαρά νομικά- τεχνικά είναι απερίφραστα όχι, σε καμία περίπτωση.

Πλήθος διατάξεων που βρίσκονται σε Διεθνείς Συμβάσεις , στο Σύνταγμα μας , στον Ποινικό και Σωφρονιστικό μας Κώδικα απαγορεύουν τις σωματικές ποινές. Μετά τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις του (Αμερικανική –Γαλλική) και το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η σωματική ποινή είναι απαραβίαστο «ταμπού» σε όλο τον δυτικό «πολιτισμένο» κόσμο. Κανένας δράστης όσο σκληρός και απεχθής και αν είναι δεν τιμωρείται με σωματική ποινή. Εξαίρεση αποτελεί η ποινή του θανάτου, η οποία ισχύει σε κάποια νομικά συστήματα, ενώ στη χώρα μας έχει καταργηθεί με την υιοθέτηση σχετικής διεθνούς σύμβασης.

Εξάλλου η ποινή στην οποία αναφερόμαστε δεν αναγνωρίζει στον δράστη την διαφορετική- επιεικέστερη ποινική αντιμετώπιση που αντιμετωπίζουν οι ανήλικοι εγκληματίες σε όλο τον δυτικό κόσμο, τόσο στην διάγνωση όσο και στην επιβολή της ποινής. Με άλλα λόγια οι ανήλικοι εκτός του ότι τιμωρούνται με πιο επιεικείς ποινές και τους αναγνωρίζονται ελαφρυντικά, τις παραπάνω ποινές τις εκτίουν και σε ειδικούς χώρους (αναμορφωτήρια κ.λπ.) έχοντας και πάλι περισσότερες δυνατότητες για τον μετριασμό τους.

Επιπλέον η ποινή που επιβλήθηκε στην Ισλαμική χώρα δίδει την δυνατότητα στον δράστη, αν πληρώσει να την αποφύγει παραβιάζοντας ευθέως και άμεσα ένα ακόμη «ταμπού» του δυτικού νομικού πολιτισμού την ισότητα πλουσίων φτωχών στην επιβολή της ποινής (λέμε άμεσα διότι στην πράξη και έμμεσα δυστυχώς παντού και πάντα οι πλουσιότεροι έχουν καλύτερη αντιμετώπιση αφού έχουν περισσότερες δυνατότητες όπως καλύτερη υπεράσπιση, ευχερέστερη άσκηση ενδίκων μέσων κ.λπ.).

Όπως ελέχθη, η παραπάνω ποινή δεν θα μπορούσε να αποφασισθεί -επιβληθεί σε καμία δυτική χώρα και παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές των δικαιικών συστημάτων των προηγμένων χωρών. Εκτός όμως από την ξερή τεχνική –νομική ανάλυση αν την προσεγγίσουμε (την ποινή) ευρύτερα με την ασφάλεια της απόστασης και της θεωρητικής κρίσης, αφού δεν εμπλεκόμαστε άμεσα, τότε μπορούμε να διαγνώσουμε τις αιτίες και να καταλήξουμε στο όποιο συμπέρασμα με λιγότερες ιδεοληψίες και πνευματικές αγκυλώσεις.

Όπως ήδη αναφέρθηκε η ιδέα της ανταπόδοσης του εγκλήματος και της παρόμοιας ίσης ή ανάλογης βλάβης του δράστη με αυτή που προκάλεσε, είναι βαθιά ριζωμένες στις ανθρώπινες κοινωνίες. Όπως μάλιστα ήδη αναλύθηκε, οι παραπάνω αντιλήψεις έχουν «νομιμοποιηθεί» ακόμη και από φιλοσόφους οι οποίοι συστηματικά και εκτός μεταφυσικής προσέγγισης προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι σωματικές ποινές (π.χ. ραβδισμοί στην αρχαιότητα, τύφλωση στο Βυζάντιο κ.λπ.) είναι τόσο παλιές όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες και δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε μία ποινή εξετάζοντας μόνο το νομικό πλαίσιο και αγνοώντας το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο που την στηρίζει την δημιουργεί και την νομιμοποιεί. Από την στιγμή που η συγκεκριμένη κοινωνία έχει επιλέξει να εφαρμόσει- υιοθετήσει την Σαρία είναι μοιραίο ότι οι ποινές και οι νόμοι θα υφίστανται εντός ενός εντελώς διαφορετικού πλαισίου από το πλαίσιο του «κοσμικού» κράτους το οποίο έχουμε δεχθεί ως δεδομένο.