Το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα της Κύπρου – Ι

2 Απριλίου 2013

Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφανση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση

Η αυγή του εικοστού αιώνα βρίσκει την Κύπρο υπό βρετανική κυριαρχία. Ο τερματισμός της οθωμανικής διοίκησης κατά το έτος 1878 δεν επέφερε την πολυπόθητη ένωση με το ελληνικό κράτος παρά τις προσδοκίες της ελληνικής πλειοψηφίας του πληθυσμού του νησιού, οι οποίες ήταν αντίθετες με το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή.

Κύριλλος Παπαδόπουλος (1854-1916), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β', ο επονομαζόμενος Κυριλλάτσος, αριστερά και Κύριλλος Βασιλείου (1859-1933), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ', ο επονομαζόμενος Κυριλλούδι. Ο Κυριλλάτσος ήταν της αδιάλλακτης γραμμής για την ένωση ενώ το Κυριλλούδι τασσόταν στο στρατόπεδο των διαλλακτικών.

Κύριλλος Παπαδόπουλος (1854-1916), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β’, ο επονομαζόμενος Κυριλλάτσος, αριστερά και Κύριλλος Βασιλείου (1859-1933), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ’, ο επονομαζόμενος Κυριλλούδι.
Ο Κυριλλάτσος ήταν της αδιάλλακτης γραμμής για την ένωση ενώ το Κυριλλούδι τασσόταν στο στρατόπεδο των διαλλακτικών.

Σκοπός της παρούσας δημοσίευσης είναι η εστίαση στη βρετανική θεώρηση της πρώιμης αυτής φάσης του ενωτικού κινήματος, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα. Η φιλονικία μεταξύ των δύο Κυρίλλων, που αμφότεροι ήταν υποψήφιοι για το θρόνο, επεφύλασσε ουσιαστικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις βασισμένες στους εθνικούς οραματισμούς της συντριπτικής πλειοψηφίας των πιστών: των «Διαλλακτικών» από τη μια και των «Αδιάλλακτων» από την άλλη, εκ των οποίων οι τελευταίοι υπήρξαν βεβαίως φανατικοί υποστηρικτές της ένωσης. Οι Βρετανοί προφανώς επεδίωξαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη διαμάχη εστιάζοντας ασφαλώς την προσοχή τους στην πολιτική περισσότερο πτυχή του ζητήματος παρά την εκκλησιαστική. Οπωσδήποτε κύρια φροντίδα της Βρετανίας ήταν σαφώς να διατηρήσει την εξουσία της στο νησί.

Μέσα από αυτή τη δημοσίευση, προτίθεμαι να υποστηρίξω πως οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να έλθουν αντιμέτωποι με έξωθεν επεμβάσεις στο ζήτημα προερχόμενες κυρίως όπως τα πατριαρχεία ή την Ελληνική κυβέρνηση, που ενδεχομένως θα επεδίωκαν να παρεισφρήσουν ή να μεσολαβήσουν στη διαμάχη. Ο λόγος είναι πρόδηλος: Περιορίζοντας αυστηρά τη διαμάχη εντός των ορίων της Κύπρου, θα μπορούσαν ευκολότερα να την κρατήσουν κάτω από τον έλεγχό τους και να αποφύγουν την παραχώρηση σε άλλους του δικαιώματος να ασκήσουν επιρροή ή να επέμβουν. Από την άλλη, η πρόθεση των Βρετανών να υποστηρίξουν τελικά τους «Αδιάλλακτους» αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που εξετάζεται στην παρούσα δημοσίευση. Σε τελική ανάλυση και από μια συνολική θεώρηση του όλου θέματος, πιστεύω πως η βρετανική εμπλοκή στο Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί υπό τη σκοπιά της πολιτικής της Βρετανίας απέναντι στην ένωση, αφού πέρα από την εκκλησιαστική πτυχή, οι Βρετανοί επεδίωκαν να χειριστούν ένα ισχυρό πολιτικό κίνημα αντι-αποικιοκρατίας.

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετές εργασίες για το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, εντούτοις ο ρόλος των Βρετανών δεν έχει αποτελέσει ποτέ το αντικείμενο σοβαρής και εμπεριστατωμένης έρευνας. Η αντίληψη που έχω διαμορφώσει, είναι πως εκτός από ορισμένα γενικά συγγράμματα (από τα οποία τα πιο αξιόλογα είναι ίσως αυτά των Sir George Hill, Γιώργου Γεωργή και Ρολάνδου Κατσιαούνη) δεν υπάρχει κανένα άλλο έργο που να καταπιάνεται με το ζήτημα από αυτή την οπτική γωνιά. Ως συμβολή στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, η εργασία αυτή αποσκοπεί στο να ρίξει φως στη συγκεκριμένη προοπτική και βασίζεται κυρίως σε βρετανικές πηγές.

Οι σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές που έχουν ερευνηθεί είναι το αρχειακό υλικό από τη δραστηριότητα του βρετανικού Υπουργείου Αποικιών και βρίσκονται στα Βρετανικά Αρχεία (The National Archives) στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτέλεσαν οι φάκελοι της αλληλογραφίας κατά το χρονικό διάστημα 1900-1902 και 1907-1910. Τα προαναφερθέντα έτη επιλέγηκαν όχι τυχαία ασφαλώς, αλλά εξαιτίας του μεγαλύτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν. Κατά συνέπεια, μια περαιτέρω ανάλυση του θέματος θα υπερέβαινε τους σκοπούς της παρούσας δημοσίευσης.

Α. Το πολιτικό πλαίσιο της εποχής (1878-1900)

Η επαναφορά του Ανατολικού Ζητήματος, προς το τέλος του 19ου αιώνα, δεν άφησε την Κύπρο ανεπηρέαστη. Το 1878, μέσα από μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η διοίκηση της Κύπρου δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, μετά από μια συμφωνία που υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου, τις παραμονές του Συνέδριο του Βερολίνου[1]. Αυτή η συμφωνία (The Cyprus Convention) χαρακτηρίστηκε ως ένα μεγάλο κατόρθωμα της Βρετανικής διπλωματίας[2], αφού πρόσφερε στη Βρετανία την Κύπρο, μια κατάκτηση που θα της ενίσχυε τη θέση της στη Μεσόγειο[3],  μετατρέποντάς την –με την κατοχή του Γιβραλτάρ και της Μάλτας– σε «Βρετανική λίμνη»[4]. Όμως, η απόκτηση και η διοίκηση της Κύπρου αποτέλεσε «υποδεέστερη και δευτερεύουσα συνέπεια της βρετανικής πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή», η οποία στόχευε στο να εμποδίσει τη Ρωσία από το να παγιδεύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και να «αντισταθμίσει τις εδαφικές κτήσεις της Ρωσίας»[5]. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «The Times», η Κύπρος θα αποτελούσε «ένα θαυμάσιο ναυτικό σταθμό, θα βοηθούσε στην προστασία της Διώρυγας του Σουέζ[6], θα διασφάλιζε ένα δεύτερο δρόμο προς τις Ινδίες, είτε ακόμα θα προσέδιδε στη χώρα το απαραίτητο κύρος για τις σχέσεις της με την Υψηλή Πύλη»[7]. Όμως αυτή ήταν μια μη ρεαλιστική προοπτική γιατί η Κύπρος δεν είχε καμία στρατηγική σημασία τότε ως ναυτική βάση[8], τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1950.

Η αντικατάσταση της Οθωμανικής με τη Βρετανική διοίκηση χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του νησιού, ακόμη και από τους μουσουλμάνους κάτοικους[9]. Μετά από τρεις αιώνες παραμέλησης, το νησί τώρα πια θα κυβερνούσε μία από τις πιο φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις του κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο ο πρώτος Μέγας Αρμοστής Sir Garnet Wolseley «οι Τούρκοι της Κύπρου, όπως και οι Έλληνες συμπατριώτες τους, υπόφεραν από κακή διακυβέρνηση και υψηλή φορολογία»[10].

Η άφιξη του Wolseley στη Λάρνακα στις 22 Ιουλίου του 1878 συνοδεύτηκε με διαβεβαιώσεις για οικονομική ευημερία και ανάπτυξη του εμπορίου και της γεωργίας, αφού το νησί ήταν στα όρια οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς επίσης και από υποσχέσεις για ελευθερία, δικαιοσύνη και ασφάλεια[11]. Η περιγραφή της Κύπρου, από τον Captain Orr, ενός Βρετανού του οποίου η επισκόπηση σκιαγραφεί τη διοίκηση της Κύπρου, είναι πολύ χρήσιμη στο να αντιληφθούμε τις πραγματικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν τότε. «Το νησί ήταν χωρίς δρόμους, καταστραμμένα λιμάνια, απαθείς αγρότες, εξασθενημένη γεωργία, υποανάπτυκτο εμπόριο και γενικά, μια κατάσταση οικονομικής παράλυσης»[12].

Επιπλέον, για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου τουλάχιστον, αυτή η αλλαγή θεωρήθηκε ως το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση με τη «μητέρα-πατρίδα», αφού πίστευε ότι η Βρετανία θα επαναλάμβανε ό,τι ακριβώς είχε κάνει πριν από δεκαπέντε χρόνια με τα Ιόνια Νησιά[13]. Η επιθυμία τους για ένωση, δεν απέρρεε από οποιαδήποτε υλικά οφέλη που αυτή θα έφερνε˙ ήταν κάτι πιο σημαντικό[14], το οποίο δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι κυβερνήτες[15]. Πράγματι, για τις οκτώ περίπου δεκαετίες που ακολούθησαν, η επιθυμία του ελληνικού πληθυσμού για την ένωση μετατράπηκε σε ένα μαζικό κίνημα το οποίο επηρέασε τις ιστορικές εξελίξεις της Κυπριακής ιστορίας και το οποίο έφτασε στο απόγειό του την 1η Απριλίου του 1955 με το ξέσπασμα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα εναντίον της αποικιοκρατικής διακυβέρνησης. Φυσικά, οι μουσουλμάνοι της Κύπρου στην πλειοψηφία τους ευρισκόμενοι κάτω από την επιρροή της Άγκυρας, δεν συμμετείχαν σε αυτό τον απελευθερωτικό αγώνα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού εξέφραζε συνεχώς τα ενωτικά του συναισθήματα, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις των ελληνικών εθνικών επετείων ή στην ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεωργίου[16]. Αποδόθηκε μάλιστα στον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο η ακόλουθη δήλωση, στην ομιλία υποδοχής του τον Ιούλιο του 1878:

Δεχόμαστε την αλλαγή της διακυβέρνησης, αφού πιστεύουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα βοηθήσει την Κύπρο, όπως έπραξε και με τα Ιόνια νησιά, να ενωθεί με τη Μητέρα Ελλάδα[17].

Την ίδια χρονική περίοδο, ο Επίσκοπος Κυπριανός, σε απάντηση προς τον Wolseley εξέφρασε την άποψη ότι «ἡ Ἀγγλία θά ἐπαναλάβη καί ἐν τή ἡμετέρα νήσω τό παράδειγμα ὅπερ ἔδωκε διά τῆς παραδόσεως τῶν Ἰονίων νήσων εἷς τήν μητέρα Ἑλλάδα»[18]. Το πρώτο μνημόνιο με το οποίο ζητούσαν ένωση υποβλήθηκε στην Βρετανική κυβέρνηση στις αρχές του 1881:

Οἱ Κύπριοι ἐπίγνωσιν έχοντες τῆς ἑθνικής ἱστορίας αὐτών οὐδέποτε ἐπαύσαντο ἐνθυμούμενοι ότι είναι Ἐλληνες, πεποίθησην δέ έχοντες είς τό μεγάθυμον ἀγγλικόν ἐθνος […] ἐλπίζουσιν ότι έν εὐθέτω ώρα θέλουσιν πραγματοποιηθεί οἱ πόθοι καί αἱ εὐχαί αὐτών. […] ὁ μόνος αὐτών πόθος, ἡ μόνη είς τό μέλλον ἐλπίς των θά ήναι ἡ μετά τής Ἑλλάδος τής μητρός αὐτών πατρίδος ένωσις[19].

Παρόμοια αισθήματα εκφράστηκαν σε πολλά άλλα μνημόνια, ψηφίσματα και τηλεγραφήματα προς τη Βρετανική κυβέρνηση και στις διοικητικές αρχές της Κύπρου. Παράλληλα, οι Έλληνες εξέφραζαν τις αντιδράσεις τους προς τους Βρετανούς με οποίο τρόπο μπορούσαν: το 1887 μποϊκόταραν τους εορτασμούς για το Ιωβηλαίο[20], ενώ δέκα χρόνια αργότερα, συμμετείχαν είτε συνεισφέροντας οικονομικά, είτε πολεμώντας στο μέτωπο ως εθελοντές κατά της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο[21]. Η ευκολία με την οποία οι Έλληνες κάτοικοι εξέφραζαν τα ενωτικά τους συναισθήματα  κατέστη δυνατή εξαιτίας του ιδιάζοντος καθεστώτος[22] της κατοχής του νησιού αφενός και αφετέρου της αρχικά ανεκτικής στάσης που επεδείχθη από τους Βρετανούς[23]. Η Εκκλησία της Κύπρου άσκησε καθοριστικό ρόλο  στην προώθηση όλων αυτών των εκδηλώσεων και συναισθημάτων, αφού παραδοσιακά, οι επίσκοποι ενεργούσαν ως πολιτικοί εκπρόσωποι του ποιμνίου τους. Ο κλήρος ενίοτε, οργάνωνε εράνους κατά τη διάρκεια των λειτουργιών με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού. Επιπλέον τα κηρύγματα στην εκκλησία είχαν ελληνικό εθνικό περιεχόμενο, με σκοπό να μετατρέψουν τους πιστούς σε ένα ισχυρό εθνικό σύνολο. Τα κηρύγματα αυτά είχαν φυσικά, ένα μόνο σκοπό: την πολυπόθητη ένωση[24].  Επιπλέον, οι Κύπριοι ιεράρχες διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο, αφού με οργανωμένες αντιπροσωπείες τους  (πρεσβείες) στο Λονδίνο ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα[25].

Στη Βρετανία κυριαρχούσαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το θέμα της ένωσης που εστιάζονταν στην πολιτική απόφαση να περιλάβουν την Κύπρο στις αποικιακές κτήσεις τους. Κατά το δεύτερο μάλιστα μισό του 19ου αιώνα, ήταν φανερό ότι η Βρετανική εξωτερική πολιτική απέναντι σε ζητήματα που αφορούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ομόφωνη. Συγκεκριμένα, από τη μια ο Benjamin Disraeli, ηγέτης των Συντηρητικών, ήταν υπέρ της πολιτικής επεκτατισμού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ από την άλλη ο William Gladstone, ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων, υποστήριζε περισσότερο την εδραίωσή της στα υφιστάμενα όρια[26]. Τα δύο αντίπαλα πολιτικά κόμματα είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το Ανατολικό Ζήτημα. Παρά τη συστράτευση στο Λονδίνο και το κλίμα συναίνεσης από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου του Βερολίνου, που ήταν προσωπικός θρίαμβος της πολιτικής Disraeli[27], υπήρχαν ακόμα εσωτερικές αντιπαραθέσεις από πολιτικούς, συγγραφείς και στρατιωτικούς και όπως αναμενόταν, από το κόμμα των Φιλελευθέρων όσο αφορά την απόκτηση της Κύπρου. Ο Gladstone είχε αντίθετη άποψη σχετικά με την ευφορία που επικρατούσε για την κατάκτηση του νησιού, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα «στερούμενη κάθε πλεονεκτήματος είτε από στρατιωτική είτε από πολιτική άποψη» [28]. Παραταύτα, όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1880[29], την υποστήριζε κατ’ εξακολούθηση[30], μη βρίσκοντας πλέον τη χρονική στιγμή κατάλληλη για τη λήψη οποιασδήποτε κίνησης αναφορικά με την επιθυμία των Ελλήνων της Κύπρου[31].

Σύντομα φάνηκε ότι η Βρετανία δεν είχε καμιά πρόθεση να αποσυρθεί από την Κύπρο. Γι’ αυτό και το 1880, η αλληλογραφία που σχετιζόταν με την Κύπρο μεταφέρθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Υπουργείο Αποικιών[32]. Το γεγονός αυτό, αντανακλούσε τους μακροπρόθεσμους στόχους του Λονδίνου για διατήρηση του νησιού, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση «η κατοχή ισοδυναμεί με τα εννέα δέκατα του νόμου». Την ίδια εποχή, οι Βρετανοί εφάρμοσαν μια σειρά από διοικητικά και οικονομικά μέτρα, με κυριότερο την αναδιοργάνωση του λεγόμενου Νομοθετικού Συμβουλίου το 1882. Το Νομοθετικό Συμβούλιο που είχε ιδρυθεί από το ξεκίνημα της Βρετανικής κατοχής, θα απαρτιζόταν πια από δώδεκα εκλελεγμένα μέλη (εννέα «μη μουσουλμάνους» και τρεις μουσουλμάνους) προεδρεύοντος του Αρμοστή[33], με τις πρώτες εκλογές να διεξάγονται όμως το έτος 1883.

Η παρουσία μιας συνταγματικής και «αντιπροσωπευτικής» κυβέρνησης (τηρουμένων των αναλογιών με τις υπόλοιπες αποικιοκρατικές κτήσεις), έκανε τη διοίκηση του νησιού «εμφανώς πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη απ’ ότι συνηθιζόταν τότε για τις Βρετανικές αποικιακές κτήσεις»[34]. Στην πράξη, όμως, ο Μέγας Αρμοστής, με την υποστήριξη των Μουσουλμάνων, καταψήφιζε πάντοτε τους Έλληνες στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Ωστόσο, για τους Έλληνες Κύπριους υπήρχε μια «εναλλακτική οδός πολιτικής εκπροσώπησης»: η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου[35], παρ’ όλο που οι Βρετανοί περιόρισαν τις επίσημες λειτουργίες εκπροσώπησης τις οποίες απολάμβαναν κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία[36]. Η Εκκλησία, που παραδοσιακά ήταν ο υποστηρικτής των εθνικών οραμάτων των Ελλήνων, θεωρούσε την εγκαθίδρυση του Νομοθετικού Συμβουλίου ως μια προσπάθεια υπερκερασμού. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο κλήρος απολάμβανε συγκεκριμένα προνόμια (βεράτια) στο πλαίσιο του συστήματος των μιλλέτ[37]. Συνηθισμένη να δρα ως ο εθνικός εκπρόσωπος των ορθόδοξων χριστιανών[38], η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει τώρα ένα νέο καθεστώς. Το αποδοτικό και προοδευτικό σύστημα διοίκησης, το οποίο οι Βρετανοί επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν, άφηνε ελάχιστα περιθώρια για τέτοιες ενδιάμεσες δυνάμεις ανάμεσα στο κράτος και το λαό[39], επιφέροντας αναπόφευκτα και με μαθηματική ακρίβεια το τέλος της προνομιακής θέσης της Εκκλησίας[40]. «Οι κληρικοί», υποστήριζε ο Διοικητής της Λεμεσού, «φυλακίζονται όταν καταδικάζονται από τα δικαστήρια, όλοι είναι ίσοι μπροστά στο νόμο» [41].

Ως αποτέλεσμα αυτών, αναπτύχθηκε αμοιβαία εχθρότητα και καχυποψία μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Βρετανικών Αρχών, με αποτέλεσμα να οδηγούνται συχνά σε προστριβές[42]. Για παράδειγμα, μερικούς μήνες μετά το ξεκίνημα της Βρετανικής διακυβέρνησης,  ξέσπασε φιλονικία μεταξύ του Επισκόπου Κιτίου Κυπριανού και του Επαρχιακού Διοικητή της Λεμεσού σχετικά με τη φορολόγηση των επισκόπων[43]. Ένα άλλο γεγονός συνέβηκε το 1879, όταν ο Διοικητής της Αμμοχώστου άσκησε δίωξη εναντίον δύο κληρικών, διατάζοντας την κουρά και το ξύρισμά τους σύμφωνα με τους κανονισμούς της φυλακής[44].

Από την άλλη, ο Wolseley, ένα μήνα πριν από την αναχώρησή του τον Ιούνιο του 1879, περιέγραψε τους επισκόπους ως «επιτήδειους, δόλιους και πολύ ψευδείς», μια άποψη που συσχετιζόταν με την απόφασή του να ελαχιστοποιήσει την επιρροή της Εκκλησίας «περικόπτοντας τα εισοδήματά της»[45]. «Τι κύριοι που είναι οι Τούρκοι», γράφει ο Wolseley σε προσωπικό του γράμμα προς το Υπουργείο Εξωτερικών, «συγκρινόμενοι με αυτούς τους βρώμικους και αμαθείς κληρικούς της ελληνικής πίστης»[46]. Πάνω από όλα, οι Βρετανοί δεν ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας και γι’ αυτό επιζητούσαν να τον μειώσουν[47].

Ως επικεφαλής της εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, διατήρησε καλές σχέσεις με τις καινούριες αρχές του νησιού και δεν δίστασε να ταχθεί με το μέρος του Αρμοστή στην περίπτωση του περιστατικού με τον Κυπριανό, που έχει αναφερθεί πιο πάνω[48]. Φαίνεται ότι ο Κύπριος ιεράρχης  επέλεξε να έρθει σε συμβιβασμό με τους Βρετανούς. Αυτό, έγινε πιο εφικτό μετά την απόσυρση του Wolseley, οπότε και οι διάδοχοί του εξέφρασαν την «επιθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στην υιοθέτηση σε νόμο οποιασδήποτε πρότασης για τη διοίκηση  της Εκκλησίας και των οικονομικών της που θα συμφωνηθεί από τους ιεράρχες και τους λαϊκούς»[49]. Εντούτοις, αυτό το καθεστώς δεν έμελλε να διατηρηθεί, αφού ο θάνατος του Σωφρονίου (1900) ήλθε να σηματοδοτήσει το μεταίχμιο δύο διαφορετικών εποχών: το τέλος αυτής του συμβιβασμού της Εκκλησίας με την κυρίαρχη δύναμη και την αφετηρία μιας νέας, δυναμικής στάσης αντιπαράθεσης.

B. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος και της «Ένωσης»

Όταν στις 9 Μαΐου του 1900 (π.η.) απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, λίγοι θα πίστευαν ότι ο διάδοχός του θα ανέβαινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δέκα ολόκληρα χρόνια αργότερα. Αυτή η ταραχώδης περίοδος που μεσολάβησε μέχρι την εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου – αρκετά έντονη κατά περιόδους – κατά την οποία κυριάρχησε η διαμάχη μεταξύ των δύο διεκδικητών του αρχιεπισκοπικού θρόνου, έγινε ευρέως γνωστή ως το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα.

Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο, ο επίσκοπος Πάφου, ως ο πρώτος τη τάξει ανάμεσα στους ιεράρχες και προεδρεύων της Συνόδου, αναλάμβανε (προσωρινά) το ρόλο του τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου, μέχρι να εκλεγεί ο νέος αρχιεπίσκοπος[50]. Στην περίπτωση αυτή όμως, ο επίσκοπος Πάφου, είχε πεθάνει ένα χρόνο ενωρίτερα και διάδοχός του δεν είχε ακόμη εκλεγεί[51]. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη όταν τα δύο εναπομείναντα και με δικαίωμα εκλογής μέλη της Ιεράς Συνόδου αξίωναν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Αφού και οι δύο είχαν το ίδιο όνομα (Κύριλλος), οι πιστοί αναφέρονταν σε αυτούς  χρησιμοποιώντας παρώνυμα, τα οποία σχετίζονταν με τη σωματική διάπλασή τους: «Κυριλλάτσος» για τον Κύριλλο Παπαδόπουλο, επίσκοπο Κιτίου και «Κυριλλούδιν» για τον Κύριλλο Βασιλείου, επίσκοπο Κυρηνείας[52]. Ο πρώτος είχε ορμητικό και επιθετικό χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος ήταν ήρεμος και κατά κάποιο τρόπο πιο πνευματικός[53]. Επιπλέον, ο Κιτίου είχε ενεργό σχέση με την πολιτική καθότι ήταν βουλευτής[54], και δεν δίστασε πολλές φορές να εκδηλώσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, το 1901 δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί μνημόσυνο εις μνήμη της Βασίλισσας Βικτώριας[55].

Το Σεπτέμβριο του 1900, το στρατόπεδο του επισκόπου Κιτίου εξασφάλισε σαράντα έξι «υποστηρικτές» οι οποίοι είχαν αναδειχθεί νικητές στις εκλογές των γενικών αντιπροσώπων[56]. Ωστόσο, οι αντίπαλοί τους αμφισβήτησαν τις εκλογικές διαδικασίες ως αντικανονικές, άποψη που συμμεριζόταν και η πλειοψηφία της Συνόδου, που απαρτιζόταν τότε από τους επισκόπους Κιτίου και Κυρηνείας, τους ηγουμένους του Κύκκου και του Μαχαιρά, τον Αρχιμανδρίτη και τον Έξαρχο της Αρχιεπισκοπής. Ο Κιτίου αρνήθηκε να δεχθεί τις αποφάσεις της Συνόδου και αποσύρθηκε από αυτή, οδηγώντας  με αυτό τον τρόπο την εκλογική διαδικασία σε ένα αδιέξοδο και δημιουργώντας ένα οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των δύο υποψηφίων[57]. Κατά τα πρώτα χρόνια, η σύγκρουση ήταν τεταμένη, προτού περάσει –προσωρινά– από μια φάση ηρεμίας. Αναζωπυρώθηκε κατά το έτος 1907, μετά την αξίωση των υποστηρικτών του επισκόπου Κιτίου να εισαγάγουν νομοθεσία με στόχο την ομαλοποίηση των αρχιεπισκοπικών εκλογών. Αυτή η απόφαση προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις από την Ιερά Σύνοδο και σύντομα η κατάσταση περιπλέχτηκε και πάλι[58]. Ξέσπασε τόσο μεγάλη αναταραχή που ο Μέγας Αρμοστής υποχρεώθηκε να «κηρύξει στρατιωτικό νόμο στην πρωτεύουσα και να χρησιμοποιήσει στρατεύματα για να διατηρήσει την τάξη»[59]. Το Φεβρουάριο του 1908, ο Κυρηνείας ορίστηκε αρχιεπίσκοπος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο παρενέβη στο ζήτημα μετά από σχετική πρόσκληση  από τη Σύνοδο[60]. Η «εκλογή» του όμως, προκάλεσε μεγάλη αντίδραση από τους αντιπάλους του και με τη συγκατάθεση των Βρετανών αναγκάστηκε να αποσυρθεί[61]. Τελικά, το 1909 ο Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλος εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος[62] ενώ στον Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου δόθηκε ο τίτλος «Μακαριώτατος, πρώην Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και πρόεδρος Κυρηνείας»[63]. Η διαμάχη λύθηκε οριστικά το Φεβρουάριο του 1910, με τους δύο πρωταγωνιστές του αρχιεπισκοπικού ζητήματος να συμφιλιώνονται δημόσια[64].

Εκτός από τη διαμάχη μεταξύ των δύο επισκόπων[65], το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα αποτέλεσε ένα βασικό πολιτικό ζήτημα που είχε σχέση με την ένωση. Ο Κυρηνείας υποστηριζόταν από το άτυπο κόμμα των Συντηρητικών, με επικεφαλής τους πολιτικούς Αχιλλέα Λιασίδη και Πασχάλη Κωνσταντινίδη. Αυτό όμως δεν πέρασε απαρατήρητο από τους Βρετανούς οι οποίοι περιέγραψαν τον Κυρηνείας ως «ένα άντρα χωρίς πολλή λαϊκή επιρροή, ο οποίος όμως υποστηριζόταν από δύο μέλη του Νομοθετικού και Εκτελεστικού Συμβουλίου»[66]. Από την άλλη, ο Κιτίου υποστηριζόταν από το «πολιτικό κόμμα  των Αδιάλλακτων» με επικεφαλής τους Πελοποννήσιους Νικόλαο Κατάλαλο και Φίλιο Ζαννέτο, και τον Θεοφάνη Θεοδότου, οι οποίοι ήταν φανατικοί υποστηρικτές της ένωσης[67]. Ο ίδιος ο Κιτίου ήταν μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου μεταξύ του 1899 και 1911, απολαμβάνοντας ευρεία υποστήριξη στη βάση της πίστης ότι η ένωση θα επέλθει μόνο μέσα από τη συνεχή και ανυποχώρητη πίεση πάνω στους Βρετανούς[68].

Επιπλέον, η φιλονικία εξελίχθηκε σε μια πολιτική διαμάχη ανάμεσα στην παλαιά τάξη, που αντιπροσώπευαν οι υποστηρικτές του Επισκόπου Κυρηνείας και τη νέα τάξη, που προωθούσε μια πιο ριζοσπαστική στάση στο θέμα της ένωσης. Τη νέα αυτή τάξη εκπροσωπούσε η νέα γενιά, η οποία δεν είχε βιώσει την Οθωμανική κυριαρχία. Πολλά από τα μέλη της είχαν σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο και ήταν διαποτισμένο από τον πανελλήνιο (Panhellenic) αλυτρωτισμό[69] και είχε διαμορφώσει την καινούρια μεσαία τάξη[70] προσδίδοντας εις το εξής στη διαμάχη και μια κοινωνική διάσταση.

Οι πιστοί έλαβαν ενεργό μέρος στη διαμάχη και χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα: Στους Κιτιακούς, που χαρακτηρίζονταν από μία αδιάλλακτη στάση απέναντι στους Βρετανούς και την έντονη επιθυμία για ένωση, και στους Κυρηνειακούς, που εκπροσωπούνταν από τους παλαιούς συντηρητικούς πολιτικούς του νησιού. Οι τελευταίοι αποκαλούνταν από τους αντιπάλους τους «Καταχθόνιοι», ενώ οι Κιτιακοί χαρακτηρίζονταν ως «Μασόνοι». Η κατηγορία της «μασονίας» (τεκτονισμού) δεν ήταν άσχετη με το οργανωμένο σχέδιο των Κυρηνειακών να στηρίξουν την εκστρατεία τους πάνω στο θεμέλιο της επίκλησης της θρησκείας, στο βαθμό που και οι Κιτιακοί είχαν αναγάγει την εθνική ταυτότητα σε σύνθημά τους[71] αφού πολλοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «πατριώτες» [72].

Η διαμάχη απέκτησε ένα ταξικό χαρακτήρα σε τέτοια έκταση που «διέσπασε την εμπορική και επαγγελματική τάξη, και διαμέσου αυτών το υπόλοιπο του νησιού, σε “μετριοπαθείς” και σε “ασυμβίβαστους εθνικιστές”»[73]. Πραγματικά, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα πέρα από πόλεμος δύο μεγάλων μεσαιωνικών αρχόντων, ήταν η σύγκρουση δύο τάξεων, της παλιάς και της νέας, δύο ιδεολογιών, του φιλελεύθερου συντηρητισμού της Λευκωσίας, που έβγαινε από την τουρκοκρατούμενη Κύπρο, και του συντηρητικού φιλελευθερισμού της Λεμεσού και της Λάρνακας[74], που εμφανίσθηκε με τη νέα γενιά. […] Αυτόματα, ήταν η σύγκρουση δύο στάσεων και προγραμμάτων έναντι της Αγγλίας[75].

Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 1900 ενδυναμώθηκε το αίτημα και η επιθυμία για ένωση. Κατά το 1903 και 1904 οι εννέα Έλληνες-μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου πέρασαν ψηφίσματα υπέρ της ένωσης, επωφελούμενοι από την απουσία ενός από τα μη Ελληνικά μέλη[76]. Δύο χρόνια μετά, το Υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας ζήτησε από την πρεσβεία του στην Αθήνα να διαμαρτυρηθεί στην Ελληνική κυβέρνηση εξαιτίας εκδηλώσεων που υποκινήθηκαν από την επίσκεψη του εκπαιδευτικού στρατιωτικού πλοίου του ελληνικού ναυτικού «Ναύαρχος Μιαούλης» στη Λεμεσό[77].

Τον Οκτώβριο του 1907, η επίσκεψη του Υφυπουργού Αποικιών, Winston Churchill, αντιμετωπίστηκε από τον ελληνικό πληθυσμό ως  ακόμη μια ευκαιρία  για να εκφράσουν τα εθνικά τους οράματα. Ο Κιτίου τον υποδέχθηκε στη Λάρνακα θυμίζοντάς του την επιθυμία του λαού για ένωση[78]. Επιπλέον, ένα μνημόνιο που του παραδόθηκε από τους Έλληνες-μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου έκανε για μια ακόμα φορά αναφορά στον Gladstone και στο προηγούμενο της παραχώρησης των Ιονίων Νήσων, ενώ ο ίδιος ο Churchill δέχθηκε επανειλημμένα τη θερμή παράκληση να κατανοήσει τον «ισχυρό και ένθερμο πόθο που κατακαίει το στήθος κάθε Κυπρίου»[79]. Μεταξύ αυτών που υπόγραψαν το υπόμνημα ήταν οι πολιτικοί Θεοφάνης Θεοδότου και ο μεγαλύτερος αδερφός του Αντώνιος Θεοδότου, ο Χριστόδουλος Σώζος, ο Ιωάννης Κυριακίδης και φυσικά ο ίδιος ο Κιτίου, όλοι τους μέλη του στρατοπέδου των Κιτιακών[80]. Σε κάθε σχεδόν περίσταση, οι Κιτιακοί προωθούσαν την αξίωσή τους για ένωση, για να συναντήσουν τη βρετανική άρνηση στη βάση του ότι «η Βρετανία δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει την Κύπρο εφόσον δεν είχε καθαρό καθεστώς ιδιοκτησίας της»[81]. Έτσι, η προοπτική της ένωσης, σύμφωνα με δήλωση του Αρμοστή, δεν ήταν παρά «ένας κυκεώνας από αδύνατους παραλογισμούς»[82].

  1. D. Alastos, Cyprus in History: A Survey of 5,000 Years, London 1976, 303.
  2. Γ. Γεωργής, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Από τον αλυτρωτισμό στον αντιαποικιακό αγώνα, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, 1. Ωστόσο, η πολιτική αξία της Κύπρου δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί˙ G. S. Georghallides, «Churchill’s 1907 visit to Cyprus: A political analysis», ΕΚΕΕ 3 (1969-70) 167.
  3. Εκτός από την Κύπρο, είχαν προταθεί και άλλα μέρη μεταξύ αυτών η Λήμνος, η Αλεξανδρέττα, η Καλλίπολη, η Λέσβος, η Κρήτη, η Ρόδος, η Αλεξάνδρεια, η Άκρα και η Χάιφα. Για τους λόγους για τους οποίους επιλέγηκε τελικά η Κύπρος, βλ. D. E.Lee, Great Britain and the Cyprus Convention Policy of 1878, Cambridge 1934, 59-65, 78-9.
  4. S.Panteli,  Historical Dictionary of Cyprus, Maryland 1995, 43.
  5. G. S.Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus 1918-1926. With a Survey of the Foundations of British Rule, Λευκωσία 1979, 3-4˙ Ανώνυμος, Cyprus: Value and Importance to England, Manchester 1878, 3-4. Για περισσότερα σχετικά με την πολιτική της Βρετανίας βλ. R. Stephens, Cyprus, A Place of Arms: Power Politics and Ethnic Conflict in the Eastern Mediterranean, London 1966, 62-72.
  6. Η εμπλοκή της Βρετανίας στην Αίγυπτο ξεκίνησε με τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ το 1875 και αναπτύχθηκε με την κατοχή της επτά χρόνια αργότερα, μια εξέλιξη που υποβάθμισε το ρόλο της Κύπρου ως place d’armes στην Ανατολική Μεσόγειο˙ J. Aldred, British Imperial and Foreign Policy 1846-1980, Οξφόρδη 2003, 16˙ J. Reddaway, Burdened with Cyprus: The British Connection, London 1986, 11˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1) 307.
  7. Lee, Great Britain (υποσ.3) 114. Βλ. επίσης G. S. Georghallides, «Imperial problems 1897-1921», ΕΚΕΕ 5 (1972) 431.
  8. Στην πράξη, η χρησιμότητα της Κύπρου σε μια υποθετική απόπειρα της Βρετανίας να αποκρούσει μια ρωσική επίθεση στη Μικρά Ασία, παρέμενε ένα «θέμα ακαδημαϊκού καθαρά ενδιαφέροντος»˙ Georghallides, History (υποσ. 5), 8.
  9. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 320. Για περισσότερα σχετικά με την άφιξη των Βρετανών βλ. K. A. Κωνσταντινίδης, Η αγγλική κατοχή της Κύπρου του 1878, Λευκωσία 1930, 19-31.
  10. Αναφορά στον Κ. Ν. Δημητρίου, Βικτωριανά κείμενα για την Κύπρο 1878-1891. Λευκωσία 2000, 27.
  11. S.Panteli, A History of Cyprus: From Foreign Domination to Troubled Independence, London 2000, 51-2.
  12. C.W.J.Orr, Cyprus Under British Rule, London 1972 [1918], 66. Βλ. επίσης Κωνσταντινίδης, Κατοχή  (υποσ. 9), 89-90.
  13. Σύμφωνα με το Γεωργή, Πανεπιστημιακές σημειώσεις (υποσ. 2), 18, οι Έλληνες της Κύπρου ακολούθησαν το προηγούμενο των Ιονίων Νήσων από το 1878 μέχρι το 1931˙ βλ. επίσης E. Hatzivassiliou, The Cyprus Question, 1878-1960: The Constitutional Aspect,  Μινεσότα 2002, 13-4.
  14. SirG.F.Hill, «The Ottoman province, the British colony: 1571-1948», τ. 4ος: A History of Cyprus, edited by H.Luke, Cambridge 1972, 490. Ένα πολύ γνωστό σύνθημα κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν: «Τήν Ἑλλάδα θέλωμεν κι ἁς τρώγομεν πέτρες»˙ Γ. Σεφέρης, Μέρες, τ. 6ος,  Αθήνα 1986, 140.
  15. Το 1902, ο Joseph Chamberlain, Υπουργός Αποικιών, εξέφρασε την άποψη στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο λαός θα προτιμούσε να ζει κάτω από την κυριαρχία μια πλούσιας δύναμης παρά κάτω από ένα μικρό και φτωχό κράτος˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 331. Βλ. επίσης  Γ. Γεωργής, «Οι απαρχές του κυπριακού εθνικού κινήματος», στο (επιμ. Iω. Θεοχαρίδης) Κύπρος: Το πολιτιστικό της πρόσωπο δια μέσου των αιώνων, Λευκωσία 2003, 175-6.
  16. Π. Παπαδημήτρης, Ιστορική εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, τ. 3ος, Λευκωσία 1979-80, 7, 12-6.
  17. Αναφορά στον Orr, Cyprus (υποσ. 12), 160. Αυτή η «δήλωση» αποδόθηκε αργότερα στον επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό. Για την αμφισβήτηση και την αντιφατικότητα στη βιβλιογραφία γύρω από αυτή τη «δήλωση» βλ. Σ. Αναγνωστοπούλου, «Η εκκλησία της Κύπρου και ο εθναρχικός της ρόλος: 1878-1960. Η θρησκευτικοποίηση της “κυπριακής” πολιτικής δράσης: Ένωση», 202˙ Sir H. Luke, Cyprus: A Portrait and an Appreciation, London 1957, 170˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 308˙ R. Holland, Britain and the Revolt in Cyprus 1954-1959, Οξφόρδη 1998, 5.
  18. Αναφορά στο σύγγραμμα Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 18-9˙ Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 165. Ο Κυπριανός έγινε ο αντιπρόσωπος της αδιάλλακτης στάσης απέναντι στους Βρετανούς˙ βλ. Α. Λ. Κουδουνάρης, Βιογραφικόν λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 2005, 193.
  19. Αναφορά στο σύγγραμμα Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 3ος, 8.
  20. Ο εορτασμός για τα πενηντάχρονα της βασίλισσας της Βρετανίας.
  21. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 504˙ Π. Παπαπολυβίου, «Η εθελοντική συμβολή των Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες (1821-1940)», στο (επιμ. Ιω.  Θεοχαρίδης), Κύπρος: Το πολιτιστικό της πρόσωπο δια μέσου των αιώνων, Λευκωσία 2003, 185-7˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 44-7, 55-7˙ Panteli, History (υποσ. 11), 60-62. Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 168-9˙ Θ. Κυπρή, «Γεωργίου Λουκά, Η εν Κύπρωι μέχρι της 4ης / 17ης Ιουνίου του 1908 30τής αγγλική κατοχή», ΚΣ 40 (1976) 157.
  22. Δεν υπήρχε καμιά συνταύτιση ανάμεσα στην de jure και στην de facto κυριαρχία˙ Π. Κιτρομηλίδης, «Η ζωή και η δράση των υπόδουλων Ελλήνων 1881-1913: Κύπρος», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. 14ος, Αθήνα 2000, 388.
  23. Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 168.
  24. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17) 204-06˙ Orr, Cyprus (υποσ. 12), 160.
  25. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος είχε προεδρεύσει σε μια από αυτές τις «πρεσβείες» το 1889˙ Α. Tillyrides, «Archbishop SophroniosIII (1865-1900) and the British», ΚΣ 42 (1978) 132˙ Φ. Ζαννέτος, Ιστορία της νήσου Κύπρου: Από της αγγλικής κατοχής μέχρι σήμερον, τ. 2ος, Λάρνακα 1911, 518-20, 559-67.
  26. Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9˙ Aldred, Policy (υποσ. 6), 10, 14, 18. Ο Gladstone επιθυμούσε να έρθει σε ρήξη με αυτό που ο ίδιος θεωρούσε «επιθετική εξωτερική πολιτική».
  27. Σύμφωνα με την αντίληψη του Disraeli, το νησί ήταν «το κλειδί για τη Δυτική Ασία»˙ Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9˙ Panteli, History (υποσ. 11), 39. Για τις απόψεις του Disraeli σχετικά με την Κύπρο βλ. επίσης Percy Arnold, Cyprus Challenge. A Colonial Island and Its Aspirations: Reminiscences of a Former Editor of the “Cyprus Post”, London 1956, 8-10.
  28. Αναφορά στο σύγγραμμα Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9.
  29. Στην Κύπρο η άνοδος του Gladstone στην εξουσία θεωρήθηκε ως μια σημαντική εξέλιξη στην πορεία για την ένωση˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 88˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2),  43.
  30. Panteli, History (υποσ. 11), 47.
  31. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 497.
  32. Orr, Cyprus (υποσ. 12), 70˙ Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 24.
  33. Κιτρομηλίδης, «Η ζωή» (υποσ. 22), τ. 14ος, 388˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2),  23-4˙ G. Chacalli, Cyprus Under British Rule, Λευκωσία 1902, 75-7˙ Κυπρή, «Γεωργίου Λουκά, Η 30τής αγγλική κατοχή» (υποσ. 21), 123-4.
  34. Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 19.
  35. Μ. Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, Εδιμβούργο 1979, 24. Η Εκκλησία της Κύπρου εξακολουθούσε να είναι ένας από τους κύριους πολιτικούς θεσμούς των Ελλήνων της Κύπρου˙ Hatzivassiliou, The Cyprus Question (υποσ. 13), 12-3.
  36. Η προνομιακή θέση της Εκκλησίας κάτω από Οθωμανική κυριαρχία ήταν γνωστή στους Βρετανού. Βλ. Colonial Office (στο εξής CO) 67/149/31456: SirC.A.King-Harman (Μέγας Αρμοστής) στον V. A.Bruce (Υπουργός Αποικιών), 20 Αυγούστου 1907.
  37. Chacalli, Cyprus  (υποσ. 33), 25-33˙ Holland, Britain, (υποσ. 17), 5-6˙ Panteli, History (υποσ. 11), 55. «Οι ιερείς της Εκκλησίας τύγχαναν μεταχείρισης με μια ασυνήθιστη επιείκεια επειδή οι τουρκικές αρχές είχαν επαναπαυτεί σε ένα μεγάλο βαθμό στη συνδρομή τους για την είσπραξη των φόρων και στην επιβολή ποικίλων εντολών»˙ Orr, Cyprus (υποσ. 12), 65, 69. Ο Georghallides στο βιβλίο του History, (υποσ. 5), 60-1, υποστηρίζει επίσης ότι ο κλήρος έχαιρε ασυλίας ως προς τη σύλληψη και ήταν απαλλαγμένος από την πληρωμή των φόρων για την ακίνητη περιουσία. Βλ. επίσης Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 74-7˙ R. Katsiaounis, Labour, Society and Politics in Cyprus During the Second Half of the Nineteenth Century, Λευκωσία 1996, 241˙ Π. Παπαπολυβίου, «Κύπρος 1878-1909. Η πρώτη περίοδος της Βρετανικής αποικιοκρατίας», Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, τ. 5ος, Αθήνα 2004, 293. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα προνόμια (βεράτια) της Εκκλησίας της Κύπρου βλ. G. A. Dionyssiou, «Some privileges of the Church of Cyprus under Ottoman Rule», EKEE, 1992 (19) 327-334˙ L. E. Lawrence, The British Administration of Cyprus, 1878-1914, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Wisconsin, 223-4.
  38. Arnold, Cyprus Challenge (υποσ. 27), 35-6˙ Luke, Cyprus (υποσ. 17), 176-7˙ I. D. Stefanidis, Isle of Discord: Nationalism, Imperialism and the Making of the Cyprus Problem, London 1999, 229-30.
  39. Georghallides, History (υποσ. 5) 58.
  40. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17) 200-1˙ Σ. Παπαγεωργίου, Η πρώτη περίοδος της «Αγγλοκρατίας» στην Κύπρο (1878-1914): Πολιτικός εκσυγχρονισμός και κοινωνικές αδράνειες, Λευκωσία 1996, 251-2.
  41. Αναφορά στον Orr, Cyprus (υποσ. 12), 69.
  42. Georghallides, History (υποσ. 5), 61˙ Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 2ος, 91.
  43. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 575˙ Ν. Χριστοδούλου, Το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα της Κύπρου κατά τα έτη 1900-1911, Λευκωσία 1999, 15.
  44. Β. Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται διά την Εκκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ος αιών), Αθήνα 1996, 580˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 7˙ Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 2ος, , 168-73.
  45. Georghallides, History (υποσ. 5), 59.
  46. Αναφορά στο σύγγραμμα Georghallides, History (υποσ. 5), 59.
  47. Hatzivassiliou, The Cyprus Question (υποσ. 13), 12-3˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 39-40.
  48. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 576˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 1ος, 386˙ W. H. Dixon, British Cyprus, London 1879, 161-2.
  49. Georghallides, History (υποσ. 5) 62.
  50. Σύμφωνα με τον τότε εκκλησιαστικό νόμο, τον αρχιεπίσκοπο θα αναδείκνυαν οι ψήφοι της Ιεράς Συνόδου (που απαρτιζόταν από τους Επισκόπους, τους Ηγουμένους των μεγαλύτερων μοναστηριών και τους αξιωματούχους κληρικούς της Αρχιεπισκοπής) μαζί με αυτούς των εξήντα γενικών αντιπροσώπων (είκοσι κληρικοί και σαράντα λαϊκοί). Οι τελευταίοι εκλέγονταν από τους ειδικούς αντιπροσώπους, που με τη σειρά τους εκλέγονταν ανάμεσα στους άνδρες άνω των είκοσι ετών. CO 67/131/29932: SirW.F.Haynes-Smith (Μέγας Αρμοστής) στον JosephChamberlain (Υπουργός Αποικιών), 22 Ιουλίου 1902.  Βλ. επίσης Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 32-3, 45˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 332˙ Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 581.
  51. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 56-7.
  52. Γ. Μιχαηλίδης, «Ο λόγιος κληρικός Ιωάννης Μακούλης και τα εν Λεμεσώ παρεπόμενα του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος του 1900-1909» ΚΣ 64-65 (2000-1) 626˙ Παπαπολυβίου, «Κύπρος 1878-1909» (υποσ. 37), τ. 5ος, 293.
  53. Για βιβλιογραφικές πληροφορίες σχετικά με αμφότερους τους δύο υποψηφίους, βλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 36-9 και Κουδουνάρης, Λεξικόν (υποσ. 18), 198-99.
  54. Όπως τονίζει ο Hill, στο βιβλίο του  «Ottoman province», (υποσ. 14 ), τ. 4ος, 508, «σε ένα τόπο όπου κάθε κληρικός είναι ένας πολιτικός, η υποψηφιότητα του επισκόπου Κιτίου για την αρχιεπισκοπή ήταν στενά συνδεδεμένη με την εκστρατεία για την ένωση με την Ελλάδα».
  55. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 37.
  56. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 50-1.
  57. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 332˙ Katsiaounis, Labour (υποσ. 37), 230˙ Κιτρομηλίδης, «Η ζωή» (υποσ. 22), τ. 14ος, 394.
  58. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 76-8.
  59. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333. Βλ. επίσης Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 93˙ Μιχαηλίδης, «Κληρικός Ιωάννης Μακούλης» (υποσ. 52), 626.
  60. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 91-2˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333.
  61. G. S.Georghallides, «Lord Crewe’s 1908 statement on Greek Cypriot national claims», ΚΣ 34 (1970) 28˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 92-8.
  62. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 109-12. Οι υποστηρικτές του επισκόπου Κυρηνείας απείχαν από τις εκλογές με αποτέλεσμα να δώσουν τη νίκη στους αντιπάλους τους.
  63. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 111.
  64. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 113-16.
  65. Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται (υποσ. 44), 582.
  66. CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900. Βλ. επίσης Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 579.
  67. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17), 204.
  68. Κουδουνάρης, Λεξικόν (υποσ. 18), 198˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 38.
  69. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 19˙ Γ. Τσαλακός, «Σύντομη επισκόπηση ορισμένων όψεων της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο», στο (επιμ. Γ. Τενεκίδης και Γ. Κρανιδιώτης ), Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Αθήνα 1981, 152˙ Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ. 2), 182. Ο Επίσκοπος Κυρηνείας ήταν επίσης απόφοιτος του ίδιου πανεπιστημίου, προτίμησε ωστόσο να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική στάση στο ζήτημα της ενώσεως.
  70. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17), 203.
  71. Katsiaounis, Labour (υποσ. 37), 229.  Οι κατηγορίες κατά των αντιπάλων τους ήταν ότι πρόσφεραν βοήθεια στην Κυβέρνηση και ότι πρόδιδαν την ίδια τη χώρα τους˙ Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 508-9.
  72. CO 67/127/8845: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Φεβρουαρίου 1901.
  73. Attalides, Cyprus (υποσ. 35), 24.
  74. «Οι ταραχές στις πόλεις εκπηγάζουν από τη Λεμεσό και τη Λάρνακα όπου διαμένουν οι πιο εύρωστοι οικονομικά από τους Έλληνες κατοίκους της Κύπρου, και διεκπεραιώνεται η κύρια εμπορική δραστηριότητα»˙ CO 67/128/45019: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Νοεμβρίου 1901.
  75. Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται (υποσ. 44),  582.
  76. Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ. 2), 182.
  77. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 514.
  78. Georghallides, «Churchill’s 1907 visit» (υποσ. 2), 183-4˙ Georghallides, «Lord Crewe’s statement» (υποσ. 61), 27.
  79. CO 67/149/38671: King-Harman στον Bruce, 21 Οκτωβρίου 1907˙ Reed Coughlan, «Sources for the History of Cyprus», New York 2004, τ. 6ος, 62-4˙ Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ. 2), 192-9.
  80. Το 1906, το κόμμα των Κιτιακών βγήκε κερδισμένο από τις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο εκτοπίζοντας τους Κυρηνειακούς˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333.
  81. Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ. 2), 186.
  82. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 517.