Δικαστική-εμπειρική εξέταση των Ευαγγελίων της Ανάστασης
21 Μαΐου 2013Το παρόν πραγματεύεται μια αξιολόγηση των γραφομένων στα Ευαγγέλια και υποστηριχθέντων από τους μαθητές του Χριστού και Αποστόλους σχετικά με την έγερση του Κυρίου από τους νεκρούς. Η εξέταση των γεγονότων έχει την αφετηρία μιας δικαστικής εμπειρικής εξέτασης και ερευνά ειδικά την αξία των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και τα κίνητρα των πράξεων. Και οι δύο παράμετροι αυτές είναι χρήσιμες για να φωτίζουν τα γεγονότα και να βοηθούν στη διαλεύκανση μιας υπόθεσης και στην ανεύρεση της αλήθειας. Μέσα από αυτά τα δύο πρίσματα αξίζει τον κόπο να δούμε τις μαρτυρίες της Ανάστασης, αλλά και ερωτήματα που συχνά προκύπτουν.
Την Κυριακή του Θωμά ερχόμαστε αντιμέτωποι με την «απιστία» ενός των Μαθητών του Κυρίου, ο οποίος ζήτησε απτές, υλικές αποδείξεις της Αναστάσεως του Διδασκάλου του. Τις έλαβε και αξιώθηκε να πει «Ο Κύριός μου και Ο Θεός μου». Ο σύγχρονος άνθρωπος, ίσως περισσότερο από κάθε εποχή, βασίζεται στις αισθήσεις και στη λογική του και ζητά υλικές απτές αποδείξεις για τον Θεό.
Με αυτά τα δεδομένα, το κήρυγμα για την Ανάσταση φαντάζει παράξενο, αφού ο θάνατος παραμένει τραγική πραγματικότητα στη ζωή των ανθρώπων. Παρά μάλιστα την εξέλιξη της ιατρικής, η αιώνια ζωή εξακολουθεί να είναι εξαγγελία της θρησκείας και όχι της επιστήμης. Για τους παραπάνω λόγους η Ανάσταση και δη τα περιγράφοντα αυτήν Ευαγγέλια έχουν υπάρξει αντικείμενο έντονης συζήτησης, αλλά και αμφισβήτησης, ειδικά από αυτούς που αρνούνται να δεχτούν την Ανάσταση του Ιησού Χριστού ως ιστορικό γεγονός.
Η πιο συνηθισμένη αντίδραση όσον αφορά την παραδοχή του Ευαγγελίου της Ανάστασης προκύπτει από τις διαφορές στη διήγηση του πώς και ποιοι απαντούν πρώτοι τον άδειο τάφο, τον Άγγελο που δίδει το μήνυμα της Ανάστασης και τον ίδιο τον Κύριο.
Η αλήθεια είναι ότι οι αναφορές στα 4 Ευαγγέλια δεν είναι πανομοιότυπες. Δεν έχουμε δηλαδή ακριβή επανάληψη της ίδιας εξιστόρησης. Ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή ή λοιπές, άλλες μυροφόρες που διαπίστωσαν τον κενό τάφο; Επρόκειτο για έναν ή δυο Αγγέλους που έδωσαν το χαρμόσυνο μήνυμα; Πότε συναντά η Μαρία Μαγδαληνή τον Κύριο; Τα 4 Ευαγγέλια μόνο αρχικά και μέσα από επιφανειακή παρατήρηση φαίνονται να πέφτουν σε αντιφάσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι διηγήσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών- εκ των οποίων οι 3 ήταν και μαθητές του Χριστού που έζησαν τα τραγικά γεγονότα της Σταύρωσης και έζησαν την χαρά της Ανάστασης Του- συμπληρώνουν η μία την άλλη. Το άδειο ταφικό μνημείο επισκέφτηκε όχι μόνο η Μαρία Μαγδαληνή, αλλά και άλλες μαθήτριες. Οι Ευαγγελίστριες γυναίκες λοιπόν είδαν Άγγελο και Αγγέλους στις διαφορετικές χρονικές περιστάσεις της επισκέψεως τους και έλαβαν το χαρούμενο νέο, πολύ πιθανά και λογικά πάνω από μια φορά. Ένα χαρούμενο νέο που οι άρρενες μαθητές του Χριστού δεν μπορούσαν να πιστέψουν και έτρεξαν οι ίδιοι να δουν το μνημείο, για να δουν τα εναπομείναντα οθόνια, ως τεκμήριο ενός αναστημένου σώματος που δεν ήταν πλέον εκεί σαβανωμένο και υποκείμενο στους νόμους της φθοράς. Δεδομένου του μεγέθους του θαύματος, της απορίας και έκπληξης που προκάλεσε είναι λογικό να επαναλήφθηκαν οι επισκέψεις στον κήπο της ταφής, η Μαρία Μαγδαληνή παρά το μήνυμα του Αγγέλου να έψαχνε το σώμα του Κυρίου στην περιοχή γύρω του τάφου και τελικά να συνάντησε τον Ίδιο που της εμφανίστηκε.
Γιατί αυτές οι διαφορές; Γιατί πολύ απλά η διήγηση του αυτού γεγονότος από διαφορετικούς ανθρώπους δεν μπορεί να είναι η ίδια. Η δικαστική εμπειρία διδάσκει ότι τουλάχιστον υποψία για χάλκευση και συνομωσία προς υποστήριξη ψεύδους αποτελούν οι εντελώς όμοιες μαρτυρικές καταθέσεις, οι «φωτοτυπικές μαρτυρίες» δηλαδή. Και αυτό γιατί η εντελώς όμοια διήγηση γεγονότων δείχνει προσυνεννόηση, συμφωνία για τον ομοιογενή τρόπο παρουσίασης των γεγονότων.
Τα γεγονότα έχουν τη δική τους χώρο-χρονική εξέλιξη την οποία οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ανάλογα με τη δική τους τοποθέτηση στον χώρο και τον χρόνο. Επίσης κάθε άνθρωπος έχει τη δική του προσωπικότητα, τη δική του αντιληπτική ικανότητα, τις δικές του προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ενδιαφέροντα, ευαισθησίες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος παρατηρώντας, ακούγοντας, ερευνώντας, αφηγούμενος ένα γεγονός εστιάζει σε συγκεκριμένες παραμέτρους του, προσέχει συγκεκριμένα σημεία τα οποία θεωρεί άξια αναφοράς και όλα αυτά δίνουν το προσωπικό του στίγμα που τον κάνουν να ξεχωρίζει.
Ένα στοιχείο αυθεντικότητας λοιπόν της μαρτυρίας των Ευαγγελίων περί της Αναστάσεως αποτελεί και το ότι η αναφορά σε αυτήν γίνεται εμφανώς μέσα από το διαφορετικό πρίσμα που βίωσαν την Ανάσταση ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Ιωάννης και Λουκάς (ο οποίος δεν έζησε με τον Χριστό, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, αλλά γράφει με βάση όσα είχε ακούσει προς διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος). Πρόκειται για 4 συγγραφείς με διαφορετική ηλικία, διαφορετικό τρόπο γραφής, μορφωτικό επίπεδο, προσανατολισμό και σημεία στα οποία εστιάζουν.
Αυτό πάντως που είναι κομβικό είναι πως οι μαρτυρίες τους δεν αναιρούν η μια την άλλη, τα Ευαγγέλια δηλαδή σε «κατ’αντιπαράσταση εξέταση» δεν διαψεύδουν το ένα το άλλο, αλλά αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται, προσφέρουν θα έλεγε κανείς όλα τα κομμάτια του πάζλ που χρειάζεται ο άνθρωπος για να καταλάβει τα της Ανάστασης γενόμενα.
Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον σημείο, όσον αφορά την αξιοπιστία του περί Αναστάσεως κηρύγματος, αποτελεί το κίνητρο αυτού. Κάθε πράξη και σίγουρα κάθε υποτιθέμενη συνωμοσία (όπως η «συνωμοσία της Αναστάσεως» κατά τους αρνητές της) έχει ένα κίνητρο, έναν σκοπό στον οποίον προσβλέπει ο αυτουργός. Αποτελεί δε ένα λογικό κριτήριο ερμηνείας των ανθρωπίνων πράξεων η θεωρία ότι κάθε πράξη έχει ένα κόστος και προσβλέπει σε όφελος, το οποίο όφελος υπερβαίνει το κόστος της πράξης (θεωρία «cost and benefit»).
Ποιο ήταν λοιπόν το κόστος και το όφελος του κηρύγματος της Ανάστασης του Χριστού για τους μαθητές Του; Υπήρχε κάποιο κέρδος που θα μπορούσε να τους οδηγήσει να «κατασκευάσουν» την Ανάσταση, ενώ αυτή στην πραγματικότητα δεν συνέβη, για να αποκομίσουν κάποιο όφελος; Σε τί θα μπορούσαν να προσβλέπουν οι μαθητές του Ιησού, οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές από το κήρυγμα της Αναστάσεως; Μιλούσαν για μια βασιλεία που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, ήρθαν σε ρήξη με τους θρησκευτικούς και στρατιωτικούς επαΐοντες της εποχής και περιοχής, δεν διεκδίκησαν αξιώματα και πλούτη, αλλά επεδίωξαν να είναι τελευταίοι και να διακονούν.
Το κόστος και το κέρδος από το μήνυμα της Αναστάσεως ήταν το ένα και το αυτό, κάθε άλλο παρά δελεαστικό: εξοστρακισμός από την εβραϊκή κοινότητα της Συναγωγής, απομόνωση από οικείους και ομόφυλους, φρικτοί βασανισμοί, διωγμοί, θάνατος. Είναι σαφές λοιπόν πως δεν υπήρχε κανένα κίνητρο να κατασκευάσουν και να διατηρήσουν οι μαθητές και ακόλουθοι του Ναζωραίου ένα ψέμα σαν και αυτό της Ανάστασης, αφού δεν είδαν κανένα υλικό όφελος από αυτό- ίσα ίσα χάριν της Ανάστασης υπέφεραν πολλά.
Επίσης ενδιαφέρον προκαλεί ότι κανένας από τους Μαθητές και Αποστόλους του Χριστού, παρά τις δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν, τα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθησαν και την εξευτελιστική μεταχείριση στην οποία υποβλήθησαν δεν έκανα πίσω ούτε σπιθαμή, δεν αναδιπλώθηκαν και δεν ανακάλεσαν τη μαρτυρία τους για την Ανάσταση. Προτίμησαν πρόθυμα το μαρτύριο, την κακοπάθεια, τον θάνατο. Σε περιπτώσεις πιστών κατά τη διάρκεια περιόδων μεγάλων διωγμών έχουμε παραδείγματα Χριστιανών που λύγισαν και αποποιήθηκαν τη χριστιανική πιστή. Και αυτό γιατί καλούνταν να υπερασπίσουν μια πίστη διανοητική σε κάτι που είχαν ακούσει, διαβάσει, διδαχθεί, κατηχηθεί. Μια τέτοια πίστη μπορεί να υποχωρήσει μπροστά σε φρικιαστικά βασανιστήρια, στον πόνο, στην αγωνία του θανάτου.
Επίσης, στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο «πολιτικών μαρτύρων» που και πάλι κάποιες φορές λυγίζουν κάτω από το βάρος των βασάνων και υπογράφουν για τη «μεταμέλεια τους» (αληθινή ή όχι, δεν έχει σημασία, βαρύτητα φέρει η γραπτή παραδοχή της). Η περίπτωση των Αποστόλων όμως δεν ήταν τέτοια. Η δική τους πίστη δεν αφορούσε σε κάποια ιδεολογία, φιλοσοφικό ρεύμα ή ακόμη και θρησκεία παραδομένη από άλλους. Οι Απόστολοι κήρυτταν γεγονός που βίωσαν και η πίστη τους αφορούσε μια πραγματικότητα που έζησαν, την Ανάσταση! Είδαν τον Χριστό να κακοποιείται, να σταυρώνεται, να θάβεται και μετά τρεις ημέρες Τον ξαναείδαν μπροστά τους ζωντανό. Τον είδαν με τα σημάδια από τα καρφιά και τη λόγχη. Τον είδαν με σάρκα και οστά να εισέρχεται στο δωμάτιο που ήταν συνηγμένοι κεκλεισμένων των θυρών. Τον είδαν να βαδίζει μαζί τους, να τρώει μαζί τους, να τους δίδει συμβουλές και την υπόσχεση ότι θα είναι μαζί τους μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Γι’ αυτό και ουδείς ανακάλεσε αυτά που έζησε, αλλά τα μαρτύρησε γενόμενος πιστός «άχρι θανάτου».
Ουσιαστικά η μεγαλύτερη απόδειξη της αλήθειας της ευαγγελικής Ανάστασης δόθηκε μέσα από τα βασανιστήρια, την ουσιαστική και κυριολεκτική «μαρτυρική κατάθεση» των Αποστόλων ενώπιον των αρχών της εποχής. Θα έλεγε κανείς ότι τα φρικιαστικά βασανιστήρια, λειτούργησαν ως «αποδεικτική διαδικασία» ενώπιον των δικαστικών αρχών αυτού του κόσμου, έριξαν φως και επαλήθευσαν την Ανάσταση του Χριστού.
Το θέμα της χριστιανικής πίστης, όπως και κάθε πίστης, είναι προσωπικό και εκκλησιαστικό ταυτόχρονα. Κάθε άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος να δεχθεί ή να απορρίψει τον Χριστό ως προσωπικό του Θεό και Σωτήρα. Και σε αυτό δεν οδηγεί η αξιολόγηση και ανάλυση των Ευαγγελίων από επιστημονική αφετηρία όσο η εμπειρική βίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Τα Ευαγγέλια τελειώνουν τη διήγηση τους με ένα πρωτόγνωρο, σκανδαλιστικό θα έλεγε κανείς για τον εφήμερο τούτο κόσμο φινάλε: «Χριστός Ανέστη»! Αυτό που απομένει είναι αν θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τα όρια του φθαρτού αυτού κόσμου και να απαντήσουμε «Αληθώς Ανέστη»!