Bίαιος εξτρεμισμός: προβληματισμοί και για την Ελλάδα
13 Μαΐου 2013Σε μια ενωμένη και πολυπολιτισμική Ευρώπη, όπου συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών, ιδεολογιών, νοοτροπιών και τρόπου ζωής, όπου έχει εμφανιστεί βαθιά οικονομική κρίση με αποτέλεσμα κοινωνικές συγκρούσεις και εντάσεις, ο εξτρεμισμός και η βία δεν είναι υπόθεση εργασίας, αλλά πραγματικότητα.
Το Radicalisation Awareness Network (RAN, http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/networks/radicalisation_awareness_network/about-ran/ran-prevent/index_en.htm) διοργάνωσε στην Αθήνα συνάντηση ομάδας εργασίας με θεματική την πρόληψη του βίαιου εξτρεμισμού (working group on preventing violent extremism). Η συνάντηση έλαβε χώρα στις 11 και 12 Απρίλη και εντασσόταν στα πλαίσια του γενικού προγράμματος του δικτύου που αφορά ευρωπαϊκές χώρες. Προσκεκλημένοι ήταν ειδικοί από διαφορετικές χώρες και ειδικότητες που ασχολούνται με το φαινόμενο.
Το θέμα της ομάδας εργασίας, όπως και η επιλογή της Αθήνας ως τόπου εργασιών είναι μια καλή αφορμή για να συζητηθεί το ζήτημα του βίαιου εξτρεμισμού στη χώρα μας. Υπάρχει ανάγκη για έρευνα και υιοθέτηση στρατηγικών πρόληψης που θα μειώνουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης και θα αποτρέπουν ειδικά τη νεολαία από το να επιλέγει τη βία ως τρόπο πολιτικής έκφρασης, κοινωνικής αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης.
Θρησκευτικές απόψεις, ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που χαρακτηρίζονται από μια ακραία, άκαμπτη θέση εναντίον της ελευθερίας, των δημοκρατικών αξιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους με βάση πολιτισμικά, φυλετικά, θρησκευτικά χαρακτηριστικά δύνανται να κινητοποιούν ομάδες ανθρώπων ή μεμονωμένα άτομα προς τη βία. Σε μια ενωμένη Ευρώπη που είναι πολυπολιτισμική, όπου συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών, ιδεολογιών, νοοτροπιών και τρόπου ζωής, όπου έχει εμφανιστεί βαθιά οικονομική κρίση με αποτέλεσμα κοινωνικές συγκρούσεις και εντάσεις, ο εξτρεμισμός και η βία δεν είναι υπόθεση εργασίας, αλλά καθημερινή πραγματικότητα. Άλλωστε, ακόμη και η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας στη χώρα μας ή τα κρούσματα βίας-κακοποίησης μεταναστών αποτελούν πτυχές-εκφάνσεις του φαινόμενου.
Το θέμα είναι δύσκολο, διότι πριν από τα πρακτικά ζητήματα αντιμετώπισης του, υφίστανται θεωρητικές προκλήσεις- όχι χωρίς σημασία- όπως οι ορισμοί των εννοιών εξτρεμισμός (ως προϋπόθεση κρουσμάτων βίας), αλλά και του ίδιου του φαινομένου του βίαιου εξτρεμισμού.
Η ελευθερία των απόψεων, της έκφρασης, το μη αξιόποινο του φρονήματος είναι όρια που η κοινωνία καλείται να θέσει για να ασφαλίσει τον εαυτό της από τυχόν ποινικοποίηση και δίωξη απόψεων που απλά δεν είναι αρεστές στην εκάστοτε εξουσία. Υφίσταται ο κίνδυνος π.χ. να κατονομάζονται και να διώκονται από την κρατική εξουσία ως βίαιος εξτρεμισμός απλές πράξεις διαμαρτυρίας και συμπεριφορές αμφισβήτησης ή κριτικής, στις οποίες έχουν κάθε δικαίωμα να προβαίνουν οι ενεργοί πολίτες. Ακόμη, με πρόσχημα την ασφάλεια, υπάρχει ο κίνδυνος να ασκείται εν τέλει κρατική βία που θα καταπνίγει νόμιμες αντιδράσεις πολιτών (δημιουργώντας έτσι προϋποθέσεις-όρους διευκόλυνσης εμφάνισης εξτρεμιστικών ρευμάτων στην κοινωνία ως αντίδραση).
Από την άλλη πλευρά, η ιστορία μας έχει διδάξει ότι τραγωδίες που κόστισαν ανθρώπινες ζωές και κατέστρεψαν την παγκόσμια ειρήνη ήταν το αποτέλεσμα απρόσκοπτης προπαγάνδας ακραίων θεωριών και ιδεολογιών·μιας προπαγάνδας που δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα στο ξεκίνημα της και κατέληξε να κάνει φρικτή πράξη, όσα φρικτά διακήρυττε.
Η ρητορική του μίσους που παροτρύνει και υποκινεί τη βία αποτελεί στάδιο προκαταρκτικό του βίαιου εξτρεμισμού και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ως άλλοθι τις δημοκρατικές ελευθερίες, που η ίδια άλλωστε αντιμάχεται. Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις και λύσεις.
Όσον αφορά πάντως τη νομική διάσταση, το οπλοστάσιο του ποινικού δικαίου περιέχει κατάλληλες διατάξεις για την τιμωρία των σχετικών πράξεων βίας και της διέγερσης-υποκίνησης προς τέλεση τους. Επίσης κατά το άρθρο 79 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα, «η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση».
Οι ποινικοί νόμοι όμως (μολονότι είναι απαραίτητοι ως ρυθμιστικός παράγοντας στις πολιτείες) δεν αποτελούν πανάκεια. Αντίθετα ορισμένες φορές η ποινική καταστολή σε κοινωνικά φαινόμενα μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα, και δη στην όξυνση τους. Η παιδεία, η οικογένεια, η Εκκλησία (η οποία θεωρεί δογματικά όλους τους ανθρώπους παιδιά του ίδιου Θεού χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις ανωτερότητας-κατωτερότητας, απορρίπτει τη βία, στη χώρα μας, δε, αποτελεί σεβαστή πνευματική δύναμη που επηρεάζει τους πιστούς της) και φυσικά το πολιτικό σύστημα έχουν πολύ καίριο ρόλο να διαδραματίσουν στον τομέα πρόληψης του βίαιου εξτρεμισμού.
Μια κοινωνία που διαπαιδαγωγεί τα μέλη της ήδη από την παιδική ηλικία με τις αξίες του διαλόγου, του σεβασμού στη διαφορετικότητα, της ανοχής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας ως προϋπόθεση της ασφάλειας είναι μια κοινωνία που έχει κερδίσει το στοίχημα της αρμονικής διαβίωσης των μελών της. Οι πολίτες της γνωρίζουν να συνυπάρχουν χωρίς φοβίες λόγω διαφορετικότητας, απορρίπτουν την εγκληματική βία ως μορφή δράσης και διεκδικούν μέσα από τους θεσμικούς διαύλους που υπάρχουν, αξιοποιώντας τους. Έτσι ουσιαστικά περιθωριοποιούνται και χάνουν την απήχηση τους όσοι αρθρώνουν εξτρεμιστικό λόγο που υποκινεί σε βία και προστατεύεται πιο αποτελεσματικά η δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Το ερώτημα είναι: Είμαστε διατεθειμένοι στην Ελλάδα να αναζητήσουμε με νηφαλιότητα πιθανές εστίες ριζοσπαστικοποίησης-εξτρεμισμού (από όπου κι αν προέρχονται) και να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης;