Η χριστολογική έννοια της χαράς

21 Μαΐου 2013

Βασική προϋπόθεση για τη βίωση από τον άνθρωπο στον παρόντα αιώνα της αληθινής μορφής της χαράς, με μια έννοια πληρότητας και τελειότητας, κατά τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι η έλευση και η παρουσία στον κόσμο του σωτήρα και λυτρωτή Ιησού Χριστού. Και όταν μιλάμε με τη γλώσσα του Ευαγγελίου για την έλευση του Χριστού στον κόσμο, εννοούμε τον όλο κύκλο των μεγάλων και σωτηριολογικών γεγονότων της ζωής Του, από τη σάρκωση ως το θάνατο και την ανάστασή Του.

Η γέννηση του Θεού Λόγου επλήρωσε τον κόσμο με «χαράν μεγάλην» (Λουκ. 2,10) και «ηγαλλίασε» το ανθρώπινο πνεύμα «επί τω Θεώ τω σωτήρι» (Λουκ. 1,47). Είναι μια χαρά σωτηριολογικής μορφής, στην ύψιστη πληρότητα και τελειότητα, που απευθύνεται «παντί τω λαώ» και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, «ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ ος έστιν Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2,10—11).

Χριστολογική έννοια

Στη συνέχεια, η βάπτιση του Ιησού Χριστού από το βαπτιστή Ιωάννη, τον Πρόδρομο του Μεσσία, φανέρωσε την «ευδοκία» του Θεού για την ανθρωπότητα (Ματθ.3,17). Η μεταμόρφωσή Του «έμπροσθεν» των μαθητών δεν είναι ένα γεγονός «δόξης» του Χριστού μόνο αλλά όλης της ανθρωπότητας (Μάρκ. 9.31 9,15). Τα πάθη και ο θάνατος του Χριστού αντιπροσωπεύουν τους διωγμούς και το μαρτύριο της Εκκλησίας που παρά την τραγικότητά τους θα γίνουν πηγή της μεγάλης εσχατολογικής χαράς.

Οι Πράξεις των Αποστόλων μάς βεβαιώνουν πως πρώτοι οι Απόστολοι «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου ότι κατηξιώθησαν υπέρ του ονόματος ατιμασθήναι» (Πράξ. 5,41). Ο Απόστ. Παύλος εκφράζει την κοινή συνείδηση όλων για την «καύχησή» τους «επί τη θυσία και λειτουργία της πίστεως» και καλεί όλους να «χαίρουν» και να «συγχαίρουν» σε κάθε περίπτωση θυσίας και διωγμού των πιστών (Φιλιπ. 2, 17—18). Η θυσία και τα «παθήματα» της Εκκλησίας έρχονται ως «αναπλήρωση» των παθών και της θυσίας του Χριστού· «νυν χαίρω εν τοις παθήμασιν υπέρ υμών, και αναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ος έστιν η Εκκλησία» (Κολοσ. 1,24).

Εκείνο που είχε προείπει ο Χριστός στους Μακαρισμούς Του, ότι «μακάριοί έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν και είπωσιν παν πονηρόν καθ’ υμών φευδόμενοι ένεκεν εμού· χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5,11—12), ήδη άρχισε να βρίσκει την εκπλήρωσή του στη ζωή των πιστών. Αυτή η «μετοχή» με τη θυσία στα παθήματα του Χριστού δεν θα είναι ένα είδος εξουθενώσεως της Εκκλησίας αλλά «αποκάλυψη» της δόξας του Χριστού στη ζωή των πιστών και γεγονός «χαράς» και «αγαλλιάσεως»• «Καθό κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασιν χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι. Ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το της δόξης και το του Θεού πνεύμα εφ’ υμάς αναπαύεται» (Α’ Πέτρ. 4,13—14).

Όμοια, τέλος, η ανάσταση και η ανάληψη του Χριστού θα φέρουν «χαράν μεγάλην» στους μαθητές Του και στην πρώτη χριστιανική κοινότητα (Ματθ. 28,8· Λουκ. 24,52) και η χαρά αυτή θα εκφράζει την αιώνια και μόνιμη «χαρά» της Εκκλησίας στον παρόντα αιώνα. Η έλευση, λοιπόν, του Χριστού από την πρώτη στιγμή της θείας βρεφικότητας ως την τελευταία της αναστάσεως και αναλήψεώς Του από τη γη, περιλαμβάνει την πασχάλια πληρότητα της χαράς και αγαλλιάσεως που θα ζει η Εκκλησία, ο νέος και εσχατολογικός Ισραήλ, γύρω από την ευχαριστιακή Τράπεζα, την τράπεζα του δείπνου της βασιλείας του Θεού (Πράξ, 2,46-47).

Τα ιερά μας κείμενα της Καινής Διαθήκης κηρύσσουν το «ευαγγέλιο», το χαρμόσυνο μήνυμα της ελεύσεως του Ιησού Χριστού της Ναζαρέτ, του Μεσσία του κόσμου, στην ανθρωπότητα. Η αποφασιστική στιγμή της ιστορίας έχει φθάσει στο γεγονός και στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτός είναι ο φορέας της «μεγάλης χαράς», που δόθηκε σαν υπόσχεση στους ανθρώπους. Αυτός κηρύσσει σήμερα μετάνοια και άφεση αμαρτιών, που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο κοινωνίας μετά του Θεού. Επανασυνδέει τον άνθρωπο με το Θεό και υπόσχεται την εσχατολογική ανάσταση και δόξα σε όλους. Ο Χριστός είναι η εκπλήρωση κάθε προφητείας (Ματθ. 11,5· Λουκ. 7,22) και από τώρα βρίσκονται στη διάθεση κάθε ανθρώπου τα εσχατολογικά αγαθά της βασιλείας του Θεού, όπως είναι η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η χαρά. Oι άνθρωποι που «βλέπουν» και ζουν τα αγαθά αυτά είναι πράγματι «μακάριοι» από τώρα (Ματθ. 13,16-17· Λουκ. 10,23-24).

Για τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, όπως βλέπουμε, πηγή της «μεγάλης χαράς» του ανθρώπου στον κόσμο είναι η έλευση, η ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού. Αλλά και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη βλέπει τη χαρά με χριστολογικούς όρους που ερμηνεύουν και χαρακτηρίζουν τη ζωή της χριστιανικές κοινότητας. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει τους μαθητές του Χριστού και την κοινότητα των πιστών σε πλήρη μετοχή και «κατοχή» της ήδη «πραγματοποιηθείσης» εσχατολογικής χαράς μετά την εμπειρία του Πάσχα. Το 15ο κεφάλαιο του Δ΄ Ευαγγε¬λίου προβάλλει με έμφαση τη χριστολογική και σωτηριολογική αυτή άποψη της χαράς. Η «χαρά» των μαθητών θα «πληρωθεί» με τη χαρά του Χριστού (Ιωάν. 15,11) κι έτσι θα είναι τέλεια και ολοκληρωμένη στον παρόντα αιώνα παρά τις δυσμενείς συνθήκες της ιστορίας.

Συνοπτικοί, λοιπόν, και Ιωάννης τονίζουν τη χαρά σαν ένα ιδιαίτερο καρπό της κοινωνίας των πιστών με το Χριστό. Αλλά και ο Απόστ. Παύλος βλέπει τη χαρά σαν ένα από τα ουσιαστικότερα γνωρίσματα της χριστιανικής ζωής και την τοποθετεί στην κοινή εμπειρία των μελών της κοινότητας από την κοινω¬νία της που έχει με τον Κύριό της. Η χαρά στις Επιστολές του Παύλου παίρνει μια επιτακτική μορφή ζωής. Δεν εντάσσεται στις παραινέσεις αλλά στις επιταγές. Εάν κάποιος είναι πραγματικά εκκεντρισμένος και ενσωματωμένος στην πηγή της ζωής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, αυτός δεν μπορεί παρά να είναι μια χαρούμενη παρουσία μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό ο Απόστολος, πάνω στο θέμα αυτό της χαράς, είναι συχνά επιτακτικός· «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω» (Φιλιπ. 3,1), «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε· πάλιν ερώ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Η διαπροσωπική αυτή σχέση με το Χριστό φανερώνει το καθήκον και το χρέος της χαράς για κάθε πιστό (Φιλιπ. 1,25· 2,28).

Από όλες όμως τις Επιστολές του Απόστ. Παύλου, εκείνη που έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας είναι η προς Φιλιππισίους Επιστολή, που έχει ονομασθεί μάλιστα και ως η «Επιστολή της χαράς», όπως ήδη έχει διατυπωθεί πιο πάνω. Αν και είναι τόσο μικρή και σύντομη Επιστολή, μέσα στα τέσσερα ολιγόστιχα κεφάλαιά της, οι λέξεις «χαρά» και «χαίρετε» απαντούν περί τις δεκαπέντε φορές. Η Επιστολή αυτή είναι συγχρόνως γνωστή και σαν ένα κείμενο χριστολογικού περισσότερο χαρακτήρα. Έτσι εδώ διαγράφεται πιο έντονα και ο χριστολογικός χαρακτήρας της έννοιας της χαράς.

Στην Επιστολή αυτή, όταν ο Παύλος μιλάει για τη χαρά, δίνει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από τις γνωστές έννοιες, μιας χαράς δηλ. που προέρχεται από την υγεία, από τις εγκόσμιες επιτυχίες, ή τις κοινωνικές ανέσεις και τις κοσμικές απολαύσεις. Όταν ο Απόστ. Παύλος έγραφε αυτή την Επιστολή της χαράς, είναι γνωστό πως τίποτε δεν κατείχε από όλα αυτά. Υγεία δεν είχε καλή. Καμμιά κοινωνική επιτυχία και καμμιά άνεση δεν διέθετε στη ζωή του. Ήταν συνεχώς υπό απειλή και φριχτές διώξεις. Μάλιστα δε η Επιστολή αυτή γράφεται σε κάποια φυλακή της Ρώμης και ενώ είναι μελλοθάνατος μιλάει συνεχώς για τη χαρά και καλεί τους αναγνώστες του να την ζήσουν με ένταση.

Ο Απόστ. Παύλος δεν εύχεται ποτέ στους παραλήπτες της Επιστολής του απλώς το «χαίρετε». Αλλά πάντοτε το «χαίρετε εν Κυρίω». Αυτό σημαίνει πως η χαρά εδώ είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν που πολλοί γνωρίζουν. Είναι μια χαρά «εν Κυρίω». Έχουμε, επομένως, εδώ μια θαυμάσια χριστολογική ερμηνεία της χαράς. Ο Χριστός, η έλευσή Του, η διδασκαλία, το έργο και όλη Του η ζωή, είναι η μόνη αληθινή πηγή της χαράς. Το «εν Χριστώ» και «εν Κυρίω» κρύβει το μυστικό της χαράς του Παύλου. Μια ζωή «εν Κυρίω» είναι η μόνη εγγύηση για μια αληθινή μορφή χαράς μέσα στον παρόντα αιώνα.

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Σωτήρ του κόσμου». Η έλευσή Του προκαλεί τον αγγελικό ευαγγελισμό του κόσμου για την υπέρτατη και «μεγάλη χαρά» που επισκέφθηκε τη γη μας. Αυτός εγκαινίασε τη ζωή του φωτός και κατέλυσε τη βασιλεία του σκότους. Διά του Χριστού ανοίχθηκε μια νέα πορεία ζωής, η πορεία του «ακολουθείν τον Ιησούν», που είναι πορεία χαράς μέσα στην παγερότητα του κόσμου τούτου. Το έργο Του, με κέντρο τα θαύματα, μας έδωσε τα «σημεία» αυτής της πορείας και μας παρουσίασε μια θεολογία που σε τελική ανάλυση είναι μια θεολογία της χαράς.

Η Καινή Διαθήκη επιμένει, όπως βλέπουμε, στην ιστορική διάσταση της χαράς και στην πραγμάτωσή της μέσα στον παρόντα αιώνα. Ο άνθρωπος πιστός, ο οποίος ζει εν Χριστώ, πρέπει να ζει συγχρόνως στον ενδιάμεσο αυτό χρόνο μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας ελεύσεως με μια χαροποιό διάθεση την παρούσα πραγματικότητα της ζωής. Η χαρά, επομένως, εντάσσεται στον τελικό σκοπό της ζωής και δείχνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μιας σωστής χριστιανικής ζωής τώρα και πάντοτε. Αυτή η χριστιανική χαρά είναι το «σημείο», ότι πράγματι ο Κύριος έχει έλθει και ότι η σωτηρία και η λύτρωση είναι βιωματική πραγματικότητα μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Η χριστιανική ζωή χαρακτηρίζεται από τη χαρά παρά τις δυσκολίες και το άγχος για τα πράγματα του κόσμου τούτου (Πράξ. 2,46· 8,8· 13,52· 15,3). Αυτή η χαρά αναζωογονεί και αυτούς που κηρύσσουν και αυτούς που δέχονται το Ευαγγέλιο. Η χαρά είναι η φυσική κατάσταση μιας ζωής που βιώνει μέσα της τη σωτηρία. Δείχνει με την ύπαρξή της την εκπλήρωση των ουσιαστικότερων προσωπικών και κοινωνικών προσδοκιών. Φανερώνει τη ζωή και τον κόσμο στη νέα τους αναγεννημένη μορφή.

Αυτήν τη βιβλική χριστολογική έννοια της χαράς ακολούθησε πιστά και η πατερική παράδοση στην προσπάθειά της να δώσει ένα πρότυπο ζωής. Δεν θεώρησε μόνο την «ένσαρκο» έλευση του Χριστού ως πηγή χαράς για τον άνθρωπο, αλλά και η μετέπειτα παρουσία Του στην Εκκλησία, πιστεύεται, πως διατηρεί αυτήν τη χαρά στον παρόντα κόσμο. Ο Χριστός, σήμερα, που είναι «του Θεού Πατρός η δύναμις», συγχρόνως «εστίν ημών η χαρά», τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος. Και καθώς ο Αδάμ και η Εύα μας κληρονόμησαν την «πίκρα» και την «λύπη», ο Χριστός και η Παναγία μάς απάλλαξαν από την «κατάρα» και την «καταδίκη» αυτή και μας έφεραν τη «χαρά».

Ο Χριστός και η Εκκλησία είναι η πηγή της χαράς αλλά και η εύφορος «άμπελος», όπου εκεί φυτεύονται και βλασταίνουν με ρίζες βαθειές η αγάπη και η «γλυκεία χαρά», που δίνουν ζωή στον άνθρωπο και ποτίζουν την καρδιά του, μας λέει μ’ έναν τρόπο πολύ ποιητικό ο Μακάριος ο Αιγύπτιος. Ο Χριστός και η παρουσία Του μέσα στην Εκκλησία είναι «πένθος» θανατερό για τους δαίμονες, για τους πιστούς όμως είναι «χαρά και αγαλλίασις». Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να φέρνει χαρά στον κόσμο, εκτός από την έλευση και την παρουσία του Χριστού, συμπληρώνει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρείας, για να αναφέρουμε μόνο δύο-τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις της πατερικής σκέψεως που μεταφέρουν στην εποχή τους το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Η χαρά, επομένως, των πιστών σε οποιαδήποτε εποχή είναι έκφραση της χαράς του Χριστού που έφερε και διατηρεί στον κόσμο με την έλευση και τη ζωντανή παρουσία Του ο ίδιος ο Θεός (Ιωάν. 15,11· 17,13).

(Γεωργίου Π. Πατρώνου, Η χαρά στην Καινή Διαθήκη, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1983, σ.59-65).