Ηθική του Πολέμου: Στοχευμένη και μη στοχευμένη θανάτωση -2

26 Μαΐου 2013

3. Ποιο πρότυπο;

Πέρα από τον όρο «assassination» υπάρχουν αναφορικά με την πρακτική αυτή στην αγγλοσαξονική γλώσσα οι όροι extrajudicial execution, extrajudicial killing, extrajudicial punishment.[17] Με τον τρόπο αυτό τίθεται για την αξιολόγηση ένα πρότυπο σκέψης, εντός του οποίου η στοχευμένη θανάτωση ουσιαστικά δεν αιτιολογείται: το ποινικό δίκαιο: Η στοχευμένη θανάτωση δεν μοιάζει να μπορεί να ενταχθεί στο πρότυπο σκέψης του ποινικού δικαίου, ήδη για το λόγο ότι το επιλεγμένο προς θανάτωση άτομο δεν διαθέτει ούτε τη δυνατότητα υπεράσπισης ούτε δικηγόρο και δεν είναι δυνατή ούτε η διαπίστωση της ενοχής βάσει σαφών κανόνων. Ως προς αυτό θα πρέπει να διαφωνήσουμε με τη δήλωση του Προέδρου Ομπάμα αναφορικά με τη θανάτωση του μπιν Λάντεν: «Justice has been done.», διότι το θύμα δεν είχε τη δυνατότητα να απολογηθεί και δεν διέθετε ούτε δικηγόρο. Για την εκτέλεση της θανατικής ποινής δεν επαρκεί μόνο η ηθική ή νομική ενοχή, ο εγκληματίας θα πρέπει να έχει κριθεί και ένοχος. Στην περίπτωση του Οσάμα μπιν Λάντεν δεν εκτελέσθηκε ως εκ τούτου η θανατική ποινή.

Πηγή:http:religionnerd.com/

Πηγή:religionnerd.com/

Ένα κοινό γνώρισμα αυτού του είδους θανάτωσης με την πρακτική που εφάρμοζαν οι Ασσασίνοι έγκειται στο γεγονός ότι δεν πηγάζουν  – όπως στα βιβλικά παραδείγματα – από ατομικές πρωτοβουλίες, αλλά έχουν σχεδιαστεί από μια κοινότητα, στις μέρες μας από κρατικά όργανα, και ως εκ τούτου από υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, και τα επιλεγμένα προς θανάτωση άτομα δεν βρίσκονται υπό σωματική κράτηση από τους τελευταίους. Και ως προς αυτό δεν αρμόζει το πρότυπο σκέψης της θανατικής ποινής στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πέρα από το ποινικό δίκαιο αναφέρονται και άλλα πιθανά πρότυπα σκέψης: Νόμιμη άμυνα, πόλεμος, διεθνής αστυνομική επιχείρηση. Σε αντίθεση με την νόμιμη άμυνα, ο κίνδυνος (όπως και στην περίπτωση της θανατικής ποινής) που απορρέει από το καταζητούμενο άτομο δεν είναι άμεσος. Στην περίπτωση της νόμιμης άμυνας εξάλλου δεν υφίσταται σχεδόν καθόλου ο κίνδυνος σφάλματος. Εδώ η «ενοχή» προκύπτει από την άμεσα υφιστάμενη απειλή κατά της ζωής οφειλόμενης σε επιθετική συμπεριφορά. Ενώ μέσω της νόμιμης άμυνας εξουδετερώνεται ο έντονος κίνδυνος, μπορεί η στοχευμένη θανάτωση να μειώσει αφενός μελλοντικούς κινδύνους, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργήσει και νέες απειλές.

Το πρότυπο σκέψης του πολέμου φαίνεται αρχικά να ταιριάζει καλύτερα, λόγω του ότι στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η θανάτωση αντιπάλων χωρίς δικαστικές διαδικασίες, οι μαχόμενοι και των δυο πλευρών θεωρούνται «ένοχοι». Όποιος θανατώνει ως στρατιώτης δρα νόμιμα και δεν τιμωρείται. Το ερώτημα θα ήταν κατά πόσο οι επιλεγμένοι προς θανάτωση μπορούν να θεωρηθούν μαχόμενοι. Σε αντίθεση με τους συνηθισμένους μαχόμενος δεν έχουν π.χ. τη δυνατότητα να παραδοθούν. Μιλώντας με τις ΗΠΑ περί «unlawful combatants» προκύπτει το ερώτημα, ποια θα ήταν ενδεχομένως τα δικαιώματα αυτών. Κατά του προτύπου σκέψης του πολέμου ο K. Klöcker αναφέρει:

«Κατά τη συμβατική αντίληψη, ο πόλεμος αποτελεί μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ κρατών, η οποία υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες διεθνούς δικαίου. Τα κράτη αναγνωρίζονται μεταξύ τους ως εχθρικά εμπόλεμα μέρη και αποτελούν μετά το πέρας του πολέμου πιθανούς συμβαλλομένους μιας Ειρηνευτικής Συμφωνίας.»[18]

Αυτή η θεώρηση ωστόσο δεν αφορά κάθε είδους πόλεμο, αλλά προπάντων το χρονικό διάστημα από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας έως τον 20ό αιώνα. Ο Münkler παραπέμπει στο αντίθετο παράδειγμα των καταστροφικών πολέμων από νομαδικούς λαούς, όπως για παράδειγμα από τους Μογγόλους υπό την ηγεσία του Τζένγκις Χαν.[19] Ισχυρίζεται ότι το κοινό τους στοιχείο με τους σύγχρονους τρομοκράτες είναι ότι αποσκοπούσαν συνειδητά στην τρομοκρατία. Πέραν αυτού θα πρέπει να γίνει αναφορά και στην ασυμμετρία των πολέμων αυτών. Οι Νομάδες δεν πολεμούσαν στη μάχη στήθος με στήθος, αλλά βασίζονταν στα άλογα και στα τόξα με τα βέλη τους. Οι Ιππότες δεν είχαν να αντιπαραθέσουν τίποτα στις επιθέσεις αυτές. Το κοινό στοιχείο μεταξύ των πολέμων αυτών και των σημερινών συγκρούσεων (π.χ. ανταρτοπόλεμου) είναι ο ασύμμετρος χαρακτήρας τους.

Όπου δεν υφίστανται κοινοί «κανόνες παιχνιδιού», δεν υπάρχουν και κοινά κριτήρια για το διαχωρισμό μεταξύ ενόχων και αθώων, μια δυσκολία, η οποία εντός μιας δεοντολογικής απαγόρευσης της θανάτωσης σημαίνει σοβαρή δυσκολία. Τέτοιοι κανόνες παιχνιδιού περιορίζουν αφενός την καταστροφική δύναμη του πολέμου, αφετέρου όμως προκαλούν ενδεχομένως τον πειρασμό προς συχνότερη χρήση του εν λόγω μέσου. Η αντίστοιχη συναίνεση καθίσταται προβληματική, αφενός στην περίπτωση που κάποιο μέρος δεν τηρεί τους κανόνες, αφετέρου όπου χρησιμοποιούνται νέα όπλα, τα οποία είτε δεν διαθέτει ο αντίπαλος είτε θεωρεί ότι αντίκεινται στους κανόνες (όπως λόγου χάρη οι βαλλίστρες για τους ιππότες).[20]

Όσον αφορά τη διεθνή επιβολή του νόμου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αρχικά θα έπρεπε να θεσπιστεί ένα παγκόσμιο πολιτικό δίκαιο και ότι η θανάτωση θα επιτρεπόταν μόνο στις περιπτώσεις που οι ύποπτοι δράστες διέφευγαν της σύλληψης ή επιτίθεντο στους προασπιστές του νόμου. Αυτό ισχυρίστηκαν οι ΗΠΑ στην περίπτωση του Οσάμα μπιν Λάντεν, ωστόσο σε άλλες περιπτώσεις σαφώς δεν εφαρμόστηκε. Ανεξάρτητα από το επιλεγμένο πρότυπο εμφανίζονται ως περαιτέρω προβλήματα η παραβίαση της κυριαρχίας, η (κατά περίπτωση απαιτούμενη για την επιτυχία) ελάχιστη διαφάνεια κατά την επιλογή των στόχων καθώς και η επέκταση της εμπόλεμης ζώνης. Σε αυτό το σημείο βέβαια προκύπτει το ερώτημα εάν, λόγω των νεότερων εξελίξεων, τα όρια μεταξύ των αναφερόμενων προτύπων δεν είναι συγκεχυμένα. Αυτό το ερώτημα ανακύπτει μεταξύ άλλων σε σχέση με τη νέα συζήτηση γύρω από το ius in bello.

4. Ένοχοι και αθώοι

Ο M. Walzer διατυπώνει:

«Η ηθική πραγματικότητα του πολέμου είναι χωρισμένη στα δυο: Αρχικά κρίνονται οι λόγοι που παρακίνησαν τα κράτη να πολεμήσουν, στη συνέχεια κρίνονται τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στα πλαίσια αυτά. … Οι δυο κρίσεις είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες». «Ωστόσο αυτή η λογική ανεξαρτησία μεταξύ των δυο κρίσεων προκαλεί … παρόλα αυτά σύγχυση.» [21]

Ο Walzer υποστηρίζει τη θεωρία συμμετρίας, σύμφωνα με την οποία ισχύουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις του ius in bello και για τις δυο πλευρές, ή με άλλα λόγια τη θεωρία της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία το ius in bello είναι ανεξάρτητο από το ius ad bellum, λίγο-πολύ χωρίς αμφισβήτηση.[22] Αυτό σχετίζεται και με τη δεοντολογική του ερμηνεία τού ius in bello, το οποίο δεν υποβάλλει σε εκτενή στάθμιση έννομων αγαθών, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες διακυβεύεται λόγου χάρη ένας ολόκληρος πολιτισμός, όπως για παράδειγμα στην φάση έναρξης του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η γερμανική νίκη υπήρξε πιθανή. Σε τέτοιες καταστάσεις επιτρέπεται κατά περίπτωση να «λερώσει κανείς τα χέρια του» βομβαρδίζοντας κατά έκταση γερμανικές πόλεις.[23] Το τελευταίο καταδικάστηκε από την G.E.M Anscombe με σαφήνεια.[24] Τη δεοντολογική της θέση εξέφρασε η Anscombe εξαιρετικά περιεκτικά στην κριτική που άσκησε για τον πασιφισμό:

«Pacifism teaches people to make no distinction between the shedding of any human blood. And in this way pacifism has corrupted enormous numbers of people who will not act according to its tenets … seeing no way of avoiding wickedness, they set no limits to it.»[25]

Η διάκριση μεταξύ ενόχου και αθώου είναι μεν στα πλαίσια της απαγόρευσης της θανάτωσης θεμελιώδης, ωστόσο δεν είναι πάντα και τόσο σαφές ποιος ανήκει στους ενόχους και ποιος στους αθώους. Όπου εξάλλου δεν υπάρχει συναίσθηση της ομωνυμίας της αναφοράς του ενόχου σε διάφορους τομείς της απαγόρευσης της θανάτωσης,[26] ο παραδοσιακός κανόνας έχει συχνά ως αποτέλεσμα την απατηλή ιδέα ότι ούτως ή άλλως θανατώνονται μόνο ένοχοι, δηλαδή εκείνοι που το αξίζουν. Ο τίτλος του βιβλίου «Just and Unjust Warriors»[27] υποδηλώνει (κάνοντας νύξη για το βιβλίο του Walzer «Just and Unjust Wars») την μετατόπιση του κέντρου βάρους της συζήτησης στο ius in bello, και ως εκ τούτου την πιθανότητα, ότι κάποιοι στρατιώτες, ενώ είναι επικίνδυνοι (δηλαδή στην κυριολεξία δεν είναι innocentes, αφού βλάπτουν άλλους), θα έπρεπε να θεωρούνται αθώοι. Έτσι όμως τίθεται βεβαίως ταυτοχρόνως το ερώτημα, εάν κάποιοι από τους πολίτες δεν θα έπρεπε να καταταχθούν στους ενόχους (εφόσον υποστηρίζουν τις πολεμικές πράξεις με οποιοδήποτε τρόπο).

Όσον αφορά την παράδοση, ο G. Reichberg έδειξε ότι το συνηθισμένο ius in bello προϋποθέτει ένα σύστημα ισότιμων ανεξάρτητων κρατών, τα οποία μπορούν εν τέλει να διεξάγουν πόλεμο κατά προαίρεση[28]. Στα πλαίσια του εν λόγω συστήματος κρίνεται σκόπιμη η αναστολή του ερωτήματος περί ενοχής, λόγω του ότι συνήθως η ενοχή δεν βαραίνει μόνο τη μία πλευρά, διότι οι άνθρωποι μπορεί να πράξουν μέσα σε ανυπέρβλητη άγνοια (οι ηγέτες και πόσο μάλλον οι απλοί στρατιώτες), ιδιαίτερα από τη στιγμή που λόγω έλλειψης μιας ανώτερης εξουσίας όλοι οι συμμετέχοντες λειτουργούν ως δικαστές του εαυτού τους. Πέραν αυτού θα μπορούσε η πλευρά που θεωρείται ως ο κακούργος να δράσει ακόμα πιο βάναυσα.[29] Για το λόγο αυτό, ο πόλεμος και το ποινικό δίκαιο αποτελούν διαφορετικά πράγματα. Η αναστολή του ερωτήματος περί ενοχής και ο περιορισμός του πολέμου στους εμπόλεμους κρίνονται ως εκ τούτου για τελεολογικούς λόγους σκόπιμα για το περιορισμό των πολεμικών πράξεων και των παθών που συνδέονται με αυτές. Στον Κώδικα Lieber αναφέρεται:

«The law of war does not allow proclaiming an individual belonging to the hostile army an outlaw, who may be slain without trial by any captor».[30]

Η σύγκρουση μεταξύ κρατών είναι (κατά το πρότυπο του regular war) ως εκ τούτου συγκρίσιμη με μια μονομαχία, με την οποία αποφασίζουν δυο άτομα να λύσουν ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.[31] Οι εχθροί λοιπόν στα πλαίσια του πολέμου δεν θεωρούνται εγκληματίες. Ο κίνδυνος προκύπτει από την ιδιότητά τους ως εμπολέμων, μόνο ως προς αυτό είναι «ένοχοι» κατά την έννοια της απαγόρευσης της θανάτωσης. Η θανάτωσή τους δεν είναι φόνος. Η στολή τους προσδίδει παραδόξως – από ηθική άποψη – μια εικόνα αθωότητας.

Ο Reichberg διαφοροποιεί το μοντέλο αυτό του συνηθισμένου πολέμου από εκείνο του δίκαιου πολέμου, όπως ο Θωμάς Ακινάτης.[32] Τα αντίστοιχα κριτήρια προϋποθέτουν αρχικά την καταδίκη των προσωπικών βεντετών. Για την εξομάλυνση είναι υπεύθυνη η ανώτερη εξουσία, η οποία όμως κατά περίπτωση να μην υφίσταται μεταξύ δυο κοινωνικών συνόλων (res publicae) (για παράδειγμα μεταξύ δυο βασιλείων). Όπου αποτυγχάνει το δίκαιο, αντικαθιστά ως εκ τούτου κατά κάποιο τρόπο ο πόλεμος τη δικαστική διαδικασία. Προϋπόθεση λοιπόν για τον πόλεμο είναι η πράξη αδικίας, σκοπός του πολέμου είναι να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και να τιμωρήσει τον ένοχο. Για αυτό είναι υπεύθυνη η νόμιμη εξουσία. Μόνο στην περίπτωση άμεσου κινδύνου επιτρέπεται η αμυντική δράση.

Η επιβολή του δικαίου ωστόσο μέσω ενός επιθετικού πολέμου επιτρέπεται μόνο στον άρχοντα. Εάν όμως ο πόλεμος εξυπηρετεί στην επιβολή του δικαίου, τότε ο ίδιος ο πόλεμος αποτελεί μια πράξη της iustitia vindicativa, δηλαδή δεν θα διέφερε ουσιαστικά από το ποινικό δίκαιο. Τότε όμως και οι εμπόλεμοι των δυο μερών δεν διαθέτουν απλά ίσα διακαιώματα. [33] Το ίδιο πρόβλημα προκύπτει πέραν αυτού και στην περίπτωση της αιτιολόγησης ενός αμυντικού πολέμου κατά την αντιστοιχία της νόμιμης άμυνας. Ο επιτιθέμενος είναι ένοχος, όποιος όμως αμύνεται ενάντια στον επιτιθέμενο, δεν καθίσταται εξαιτίας αυτού και ο ίδιος ένοχος, όπως προϋποθέτει του ius in bello στην περίπτωση ενός πολέμου. Παρομοίως και στην περίπτωση μιας αστυνομικής επέμβασης ο αστυνόμος που θανατώνει στοχευμένα δεν καθίσταται «ένοχος».

Με την καταδίκη του επιθετικού πολέμου στις αρχές του τελευταίου αιώνα, δεν ισχύουν πλέον ακριβώς και τα δυο πρότυπα, λόγω του ότι και τα δυο προβλέπουν τη δυνατότητα ενός αμυντικού πολέμου. Για το λόγο αυτό τίθεται το ερώτημα σχετικά με έναν ενδεχομένως απαραίτητο αναπροσδιορισμό του ius in bello, της ισότητας των δικαιωμάτων των εμπόλεμων, αλλά και το ερώτημα σχετικά με την ασυλία των πολιτών.

Το ερώτημα αυτό της ισότητας των δικαιωμάτων τίθεται ειδικότερα στην περίπτωση μιας εγκεκριμένης από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ανθρωπιστικής επέμβασης. Εν τέλει στην περίπτωση αυτή έχει αποφασίσει μια ανώτερη (ουδέτερη) αρχή αναφορικά με τη δικαιοσύνη της επέμβασης. Όσον αφορά τις σκέψεις που έχουν διατυπωθεί στη νεότερη λογοτεχνία αναφορικά με τα ερωτήματα αυτά, αρχικά δημιουργείται η εντύπωση: τα επιχειρήματα δεν είναι παράλογα, αλλά οι συνέπειες φαίνεται να είναι αντίθετες με όσα το ένστικτο μας λέει ότι είναι σωστό. Για το λόγο αυτό παραμένουν σε μια πραγματιστικά υποκινούμενη συμμετρία των μαχόμενων και αντιστοίχως των πολιτών.

 [Συνεχίζεται]

[17] Πρβ. N. Melzer, Targeted Killing, 3-5.

[18] K. Klöcker, Moral der Terrorbekämpfung, 34.

[19] H. Münkler, Der Wandel des Krieges, 148-150.

[20] Πρβ. J. T., Johnson, Historical Roots and Sources of the Just War Tradition in Western Culture, σε: J. Kelsay/J. T. Johnson (Hg.) Just War and Jihad. Historical and Theoretical Perspectives on War and Peace in Western and Islamic Traditions, New York 1991, 3-30, εδώ 4, J.T. Johnson, The Quest for Peace, 133-172.

[21] M. Walzer, Krieg, 48.

[22] Αναφορικά με την μικρή διαφορά των δυο θεωριών πρβ. D. Rodin, The Moral Inequality of Soldiers. Why jus in bello Asymmetry is Half Right, σε: David Rodin/Henry Shue (Hg.) Just and Unjust Warriors, Oxford 2008 (pbk 2010), 44-68, εδώ 44 κ.ε.

[23] Πρβ. M. Walzer, Political Action. The Problem of Dirty Hands, σε: PPAf 2 (1973) 160-180.

[24] G.E.M. Anscombe, War and Murder, σε: dies., Collected Papers III. Ethics, Religion and Politics, Oxford 1981, 51-61; πρβ. επίσης J.C. Ford, The Morality of Obliteration Bombing, σε: TS 5 (1944) 261-309.

[25] G.E.M. Anscombe, War and Murder, 57.

[26] Πρβ. W. Wolbert, Du sollst nicht töten, 101-106.

[27] David Rodin/Henry Shue (Hg.) Just and Unjust Warriors.

[28] Αυτό προϋπέθετε  ο K. Klöcker, πρβ. σχόλιο 18.

[29] Όπως οι Σέρβοι στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.

[30] Σύμφωνα με τον  M. L. Gross, Moral Dilemmas, 100. Αναφορικά με τις σκέψεις του Liebers σε σχέση με ασυνήθιστους πολέμους πρβ. C.S. Campbell, Moral Responsibility and Irregular War, σε: James Turner Johnson/John Kelsay (Eds.), Cross, Crescent and Sword. The Justification and Limitation of War in Western and Islamic Tradition, New York 1990, 103-128. Για μια “contractual utilitarian view” του ius in bello πρβ. R.B. Brandt, Utilitarianism and the Rules of War, σε: Ders., Morality, Utilitarianism and Rights, Cambridge 21995, 336-353.

[31] Η αναλογία αυτή βέβαια σπάνια ισχύει στις μέρες μας. Όπου κερδίζονται πόλεμοι, όπως στην περίπτωση των πολέμων στο Ιράκ, χάρη στην τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ, δεν υφίσταται πλέον κανενός είδους ομοιότητα με τη μονομαχία.

[32] Πρβ. G. Reichberg, Just War and Regular War. Competing Paradigms, σε: David Rodin/Henry Shue (Hg.) Just and Unjust Warriors, Oxford 2008 (pbk 2010), 193-213; πρβ. G. Beestermöller, Thomas von Aquin, 155: «Το χαρακτηριστικό σύγχρονο πρόβλημα δεν υφίσταται στην μεσαιωνική τάξη, ότι δηλαδή σε καμιά περίπτωση δεν αποφασίζεται ποιος είναι δίκαιος ή άδικος, διότι δεν υπάρχει πλέον κάποιος ανώτερος δικαστής. Συνοπτικά στην πολιτική θεολογία μπορεί τουλάχιστον να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι κάποιος διεξάγει αντικειμενικά άδικο πόλεμο, αλλά υποκειμενικά θεωρείται αθώος.»

[33] Πρβ. Thomas, S Th q 40 a 1: «Ut scilicet illi, qui impugnantur, propter aliquam culpam impugnationem mereantur.» Όπου αναφέρονται τα λόγια του Αυγουστίνου: «Justa bella solent definiri, quae ulciscuntur injurias.»