Προτάσεις από το έργο του Μανουήλ Γεδεών για μία εν παιδεύσει ανάκαμψη της Ελλάδας (α’ μέρος)

12 Μαΐου 2013

 Πρόλογος

1)      Το σημερινό ζήτημα: ανάκαμψη μέσα από την παίδευση

Με αφορμές την παρέλευση εβδομήντα ετών από τον θάνατο ενός κορυφαίου ιστορικού μας, του Μανουήλ Γεδεών (†1943), και το υλοποιούμενο σχέδιο «Αθηνά» για την αναδιοργάνωση της ανώτατης εκπαιδεύσεως, και με δεδομένα:

α. ότι η ουσιαστική πτυχή της σημερινής «οικονομικής κρίσεως», δηλ. η πνευματική, ήταν και είναι παρούσα από πριν και κατά την διάρκειά της, και

β. τα μνημόνια τα οποία η Ελλάδα υπέγραψε με την Τρόικα των δανειστών – χάρη στα οποία αφ’ ενός πλέον το καταλήξαν ως ουτοπικό ζήτημα της αλλαγής νοοτροπίας της ελληνικής πολιτικής τάξεως δεν έχει πια νόημα (αφού πλέον οι βασικές πολιτικές αποφάσεις δεν παίρνονται εδώ), αφ’ ετέρου δε οι Έλληνες στην καθημερινή μας ζωή και το εν ακρασία κράτος μας παιδευόμαστε σήμερα – ένα βασικό και συνάμα πραγματικό ζητούμενο είναι η εύρεση λύσεων οι οποίες θα αφορούν μεν στα διαχρονικά πνευματικά προβλήματα, θα προκύπτουν δε ακριβώς μέσα από την σημερινή ταλαιπωρία μας χωρίς «δύσκολες» πολιτικές αποφάσεις ευρείας κλίμακας (χωρίς δηλαδή οικονομική ανάμιξη του κράτους, γιατί αυτό κατέληξε να σημαίνει «δυσκολία» στην σημερινή ελληνική πολιτική κατάσταση).

mixail

Ο λόγος λοιπόν περί αναβαθμίσεως της παιδείας μας, η οποία ως έννοια άπτεται μεν των πνευματικών θεμάτων προσφέροντας ελπίδα για ανάταση, αλλά και διοργανώνεται θεσμικά μέσα από τα όργανα του κράτους.

Η εκτός κοινωνικού συμφέροντος αντιμετώπιση της ανώτατης, αλλά και της κατώτερης, παιδείας από την σημερινή πολιτική τάξη μέσω του σχεδίου «Αθηνά» αφ’ ενός, και του «Καλλικράτη» αφ’ ετέρου, είναι ένα ακόμη δείγμα της λανθασμένης κατευθύνσεως την οποία έχουν πάρει οι πολιτικές επιλογές ως προς την προσπάθεια εξευρέσεως λύσεων για την σημερινή «κρίση».

Αντιθέτως, η πρόταξη μίας λύσεως για μία ουσιαστική παιδευτική ανάκαμψη – με δύο έννοιες, έννοιες τις οποίες είχε ξαναφέρει κοντά η πραγματικότητα στο παρελθόν μας όπως θα δούμε στο έργο του Γεδεών, δηλαδή την ανάκαμψη μέσα από μία ουσιαστική παιδεία πνεύματος και σώματος αλλά και μέσα από την παίδευσή μας (με απλά λόγια, του παιδέματος, της σκληρής δουλειάς, προσανατολισμένοι όμως προς ένα μακρυγιαννικό κοινό όφελος) – αποτελεί ίσως ένα από τα τελευταία χαρτιά τα οποία «έχει πλέον στα χέρια της» για την σωτηρία της χώρας η πολιτική μας ηγεσία, η ενσάρκωση αυτή της πνευματικής πτωχεύσεως ενός ολόκληρου λαού (οι ομογενείς εκτός Ελλάδας ευτυχώς εξαιρούνται από αυτήν την αντιπροσώπευση).

2)            Τοποθέτηση του Μανουήλ Γεδεών στην ιστορία

Ποιά όμως κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρει μία τέτοια παιδευτική αναβάθμιση της Ελλάδας; Η σημερινή δυσκολία μας επιτρέπει να μακαρίσουμε το γεγονός ότι ο λαός μας έχει ξαναπεράσει δύσκολες καταστάσεις στο παρελθόν και μας επιβάλλει να κοιτάξουμε τις λύσεις που βρέθηκαν.

Το ενδιαφέρον το οποίο πάντοτε η μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας και των καλλιτεχνικών αριστουργημάτων της επιφέρει καθώς και το πρόσφατο έργο σύγχρονων διανοητών (όπως ο Στέλιος Ράμφος) παρακινεί να κοιτάξουμε στους ‘κάτω χρόνους’ της ιστορίας μας, στους πρόσφατους και τουρκοκρατούμενους δηλαδή αιώνες της, όχι από αρχαιολατρεία – στης οποίας την παγίδα συχνά πέφτουμε είτε συντηρητικώς είτε προοδευτικώς, πάντως στρουθοκαμηλίζοντας – αλλά κυρίως διότι σε αυτούς ίσως θα βρούμε τις αρχές σημερινών παθογενειών, την ύπαρξη των οποίων οι πρώτες ηγεσίες του νέου ελληνικού κράτους (με εξαίρεση σε κάποιους τομείς ίσως τον Καποδίστρια), αυτές δηλαδή που έχτισαν τα θεμέλιά του, πολλές φορές ούτε καν κατανόησαν.

Πρόκειται προφανώς για την Τουρκοκρατία, και ένας συγγραφέας ο οποίος ασχολήθηκε ηροδοτικώς με την περιγραφή της πνευματικής επιδόσεως του λαού μας σε αυτήν μέσω της τεράστιας ιστορικής του έρευνας με θέμα συνήθως την Οικουμενική Πατριαρχική Έδρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ήταν ο Μανουήλ Γεδεών, ‘Μέγας Χαρτοφύλαξ και Χρονογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας’, και ‘Άρχων Υπομνηματογράφος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων’, ο οποίος έγραψε από την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα περισσότερες από 730 σχετικές μελέτες στο διάστημα 1870-1940[1], 70 χρόνια από τον θάνατο του οποίου κλείνονται φέτος χωρίς την καθολική εκείνη μνημόνευση η οποία εκ των πραγμάτων θα του άξιζε.

Βέβαια, και όπως καταδεικνύει εν συνόλω το έργο του Γεδεών, τμήμα του οποίου αποτελεί και την κύρια πηγή του παρόντος άρθρου[2], το μεγάλο πλεονέκτημα της τότε περιόδου για την παιδεία μας σε σχέση με την σημερινή ήταν ότι ο βασικός θεσμικός υπεύθυνος για αυτήν ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ο ισχυρισμός αυτός έχει μία βάση ανεξάρτητη από τον κατά καιρούς αποδοθέντα – κυρίως από θύραθεν ερευνητές – στο Οικουμενικό Πατριαρχείο «συντηρητισμό», ζήτημα το οποίο σίγουρα χρήζει εξειδικευμένης ιστορικής μελέτης διότι δεν είναι αυτό το διηνεκές πνεύμα της Μεγάλης Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω εξ αφορμής ήδη του έργου του Μανουήλ Γεδεών (πράγμα το οποίο καθιστά τον Γεδεών ως διανοητή σημαντικό και για την σημερινή εποχή), και που το οποίο πνεύμα κάποιες φορές δεν κατανοήθηκε ακόμα και από τους ίδιους τους εκδότες των σήμερα κυκλοφορούντων βιβλίων του.

Σύμφωνα με το έργο του συγγραφέα μας, το Πατριαρχείο, το οποίο ως γνωστόν είχε καταστεί από τον ίδιο τον Μωάμεθ τον Πορθητή επικεφαλής της διοίκησης του μιλετίου των Ρωμηών – συνεπώς και της παιδείας τους – εν αντιθέσει με τις πολιτικές ηγεσίες του νεοελληνικού κράτους πάντα περιέβαλλε με αγάπη και ιδιαίτερη στοργή τα παιδιά του φροντίζοντας να τα μορφώσει όσο πιο καλά μπορούσε, δεδομένων των αντίξοων συνθηκών ή ανθρώπινων λαθών.

Αλλά ας δούμε την κατάσταση της παιδείας και της γενικότερης λογιοσύνης του λαού μας λίγο πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, κατά την αρχή του 19ου αιώνα, από την ίδια την πηγή, πριν περάσουμε στις προτάσεις που αυτή επιφυλάσσει και για εμάς, ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής σε σχέση με το ζήτημα της πληρότητας της ιστορικής έρευνας περί του συγκεκριμένου αντικειμένου, την οποία δεν φιλοδοξεί ότι παρουσιάζει εδώ το παρόν άρθρο, ότι κατά τον Γεδεών, ‘η της πνευματικής ταύτης εν αρχαίς του παρόντος αιώνος κινήσεως έρευνα ποθητή μεν ημίν εστιν, αλλ’ ατελής αποβήσεται’ λόγω του πλήθους των κύριων πηγών και της ελλείψεως βοηθημάτων για την μελέτη τους[3].

(συνεχίζεται)


[1] Ο αριθμός σύμφωνα με τον Φίλιππο Ηλιού (‘Μανουήλ Γεδεών: ένας πρόδρομος’, 1999, στην συλλογή μελετών του Μανουήλ Ι. Γεδεών Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ιη΄ και ιθ΄ αιώνα, εκδ. επιμ. Άλκη Αγγέλου – Φιλίππου Ηλιού, σειρά: ‘Νεοελληνικά Μελετήματα’, Αθήνα: Ερμής, σελ.θ΄, το οποίο, συλλεκτική επανέκδοση όν τμήματος του έργου του συγγραφέα μας, αποτελεί και την κύρια πηγή του παρόντος άρθρου, στις σελίδες της οποίας αναφέρονται και οι αριθμοί εντός του κυρίως κειμένου), αναφερόμενον στην βασική συνολική πηγή περί το έργο του Γεδεών, τον Χ. Γ. Πατρινέλλη (Δημοσιεύματα Μανουήλ Γεδεών. Αναλυτική Περιγραφή, 1974, Αθήνα). Στην σελ.ια΄ του ως άνω προλόγου του Ηλιού κανείς μπορεί να βρει παραλληλισμούς στον τρόπο με τον οποίο ο Γεδεών έγραψε ιστορία και τον του Ηροδότου. Αναφορικά με την γενική θεώρηση του Γεδεών από τον Ηλιού, πάντως, θα καταδειχθεί παρακάτω στο άρθρο ότι το έργο του Γεδεών ξεπερνάει τον χαρακτηρισμό συντηρητικό τον οποίο του προσάπτει ο Ηλιού.

[2] Βλ. προηγούμενη υποσημείωση.

[3] Μανουήλ Γεδεών, ‘Η πνευματική κίνησις του γένους ημών κατά τα πρώτα του ιθ΄ αιώνος έτη’, 1888-1889, Εκκλησιαστική Αλήθεια, 8, επανέκδοση: Άλκης Αγγέλου, Φίλιππος Ηλιού, στο Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ιη΄ και ιθ΄ αιώνα, Αθήνα:  Ερμής, 1976: σελ.125.