«Πρωτότοκος των Νεκρών Εγένετο» – 1

6 Μαΐου 2013

«Πρωτότοκος των Νεκρών Εγένετο»

Ο Θάνατος και η Ανάσταση του Ενανθρωπήσαντα Λόγου

στα Κείμενα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Στη Σοφία Σολομώντος αναφέρεται ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων»[1]. Εύλογα, κάποιος θα αναρωτηθεί τότε ο θάνατος σε ποιόν οφείλεται. Κύριος υπεύθυνος για την έλευση του θανάτου στον κόσμο είναι ο άνθρωπος. Αυτός έκανε κακή χρήση του αυτεξουσίου του. Παραβίασε, λοιπόν, την εντολή του Θεού: «από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’  αυτού· ή δ’  αν ημέρα φάγητε απ’  αυτού, θανάτω αποθανείσθε»[2]. Η συνέπεια της παραβιάσεως αυτής της εντολής και η διάπραξη της αμαρτίας οδήγησαν τον άνθρωπο στην πτώση και στην απώλεια των αγαθών της αρχεγόνου καταστάσεως[3]. Ένα από τα βασικότερα αγαθά της ζωής στον κήπο της Εδέμ ήταν η αθανασία[4]. Η απομάκρυνση και η αποστασία του ανθρώπου από το Θεό, την πηγή της ζωής είχε ως απόρροια αρχικά τον ψυχικό θάνατο του πρώτου και στη συνέχεια το βιολογικό του[5], «Όσον γαρ αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγισε τω θανάτω. Ζωή γαρ ο Θεός, στέρησις δε της ζωής θάνατος», υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος[6].

empty_tomb

Μετά την παρακοή και την πτώση του, ο άνθρωπος γίνεται δέσμιος του σατανά και ο έσχατος προορισμός της υπάρξεώς του είναι η διαμονή του στον Άδη. Ο Αδάμ και η Εύα κληροδοτούν στους απογόνους τους το προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειες της πτώσεως. Η ανθρώπινη φύση νόσησε και όπως ορθά παρατηρεί ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Ηρρώστησεν η ανθρωπίνη φύσις εν Αδάμ…εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη»[7]. Τα πάθη του ανθρώπινου φυράματος αποτελούν ερείσματα της κυριαρχίας του διαβόλου[8]. Ο Κύριλλος γράφει ότι ο σωματικός θάνατος ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός, για να διακόψει το δρόμο της αμαρτίας. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται η θεία φιλανθρωπία. Ο Αδάμ ήταν εκείνος που εισήγαγε με την παρακοή του την τιμωρία. Η τελευταία του είχε προαναγγελθεί από τον ίδιο το Δημιουργό. Ο Θεός, όμως, δεν αφήνει το πλάσμα του έρμαιο στη φθορά του θανάτου. Έτσι, οικονομεί τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε η τιμωρία να γίνει σωτηρία και να επέλθει η απελευθέρωση του ανθρωπίνου όντος από τους «ιδρώτας», «τας λύπας, τας φροντίδας» και να του δοθεί η προσμονή και η ελπίδα της αναστάσεως και της τελικής νίκης του επί του βροτοφάγου δαίμονα[9].

Ο άνθρωπος ήταν αδύναμος να απελευθερωθεί από το θάνατο, την αμαρτία και τα δεσμά του Άδη. Ο φιλάνθρωπος Θεός δεν επρόκειτο να τον αφήσει μόνο του σε αυτόν τον αγώνα. Εξαιτίας της άπειρης αγαθότητας και αγάπης Του, αποφάσισε να επαναφέρει το πλάσμα Του στην αρχική του κατάσταση[10]. Η εν χρόνω ενανθρώπηση του Θείου Λόγου θα ήταν ο τρόπος για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας˙ αν και ο Θεός μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα «κατά μυρίους τρόπους»[11]. Με την εν Χριστώ Ιησού σωτηρία θα μπορούσε να απαλλαγεί το έλλογο ον από το θάνατο και να είναι άξιο πάλι της ζωής[12]. Έτσι με τη σάρκωση του Μονογενούς Υιού του Θεού, ο άνθρωπος «μετασκευάζεται»[13]. Την αποκατάσταση, όμως, του ανθρώπου και τη συνδιαλλαγή του κόσμου με το Θεό ήταν αδύνατο να την πραγματοποιήσει με το θάνατο ενός κοινού ανθρώπου. Η Σάρκωση, τα Πάθη, ο Θάνατος και η Ανάσταση του Υιού του Θεού θα γινόταν η γέφυρα επαναπροσεγγίσεως του ανθρώπου με το Δημιουργό του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Η ΓΕΝΝΗΣΗ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

  1. Η εν χρόνω κατά σάρκα γέννηση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας

Ο «αχώρητος», «απερίγραπτος», «αναλλοίωτος» προαιώνιος Θείος Λόγος, ο οποίος βρίσκεται πέρα από κάθε έννοια χώρου και χρόνου γεννιέται κατά σάρκα εν χρόνω, για να απαλλάξει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας τονίζει ότι ο Λόγος αποτελεί την ζωντανή εικόνα του Θεού – Πατέρα, το απαύγασμα της δόξης και κατά την εν χρόνω ενσάρκωσή Του δε «μετατρέπει», δε «μεταβάλλει» τη Θεία Του φύση σε ανθρώπινη, αλλά ενώνει τη Θεία με την ανθρώπινη. Ο Λόγος, λοιπόν, αναλαμβάνει την ανθρωπείαν φύσιν, στην οποία αδιάσπαστα συνυπάρχουν το σώμα με τη λογική ψυχή[14]. Ο Κύριλλος εξηγεί με σαφήνεια ότι η φύση του Λόγου δεν έγινε σάρκα ύστερα από κάποια μεταποίηση αυτής, αλλά ούτε μεταβλήθηκε μόνο σε άνθρωπο με σάρκα και ψυχή παύοντας να είναι Θεός. Παρέμεινε τέλειος Θεός και συγχρόνως έγινε τέλειος άνθρωπος. Σε ένα πρόσωπο ενώθηκαν «αφράστως τε και απερινοήτως» οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη και γι’ αυτό ο ενανθρωπήσας Λόγος είναι «εις δε εξ αμφοτέρων Χριστός και Υιός»[15]. Η χρήση των λέξεων «Χριστός» και «Υιός» γίνεται σκόπιμα, για να δηλωθεί με την πρώτη η ανθρωπότητα του Ιησού και με τη δεύτερη, η θεότητά Του ως Λόγου. Έχουμε την πραγματική ένωση των δύο φύσεων την «καθ’ υπόστασιν»[16].

[Συνεχίζεται]

[1] Σοφ. Σολ. 1,13.

[2] Γεν. 2,16-17.

[3] «Τα αγαθά της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν: 1) η δυνατότης της αθανασίας, 2)η δυνατότης της αναμαρτησίας, 3) η αθωότης, ακακία και αγαθότης, 4) η απάθεια, αφθαρσία και η έλλειψις πόνων και 5) η αληθής θεογνωσία και η κατοχή πολλών γνώσεων. Εις ταύτα προστίθεται συνήθως και η επί της φύσεως κυριαρχία, την οποία εντάσσουμε στο «κατ’  εικόνα»«, Ν. Ευθ. Μητσοπούλου, Εισαγωγή εις την ορθόδοξον δογματικήν και ηθικήν θεολογίαν , Αθήνα 1993, σ. 118 και 119.

[4] «Εδώ, όμως, πρέπει να κάνουμε δύο βασικές διευκρινήσεις. Πρώτον˙ η αθανασία της ψυχής δεν ήταν φυσικόν της γνώρισμα˙ είναι δωρεά της χάριτος του Θεού. Δεύτερον˙ η κατ’ αυτόν τον τρόπον δημιουργία του σώματος και της ψυχής, η οποία είναι έργον της ανεικάστου θείας αγάπης, αποδεικνύει και την άβυσσον της θείας σοφίας και της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας. Και ιδού διατί: Εάν ο Θεός εδημιουργούσε τον άνθρωπον αθάνατον, τότε θα έπρεπε ο άνθρωπος να είναι συγχρόνως και άπτωτος. Διότι εάν θα έπιπτε εις την αμαρτίαν, το κακόν θα διαιωνίζετο˙ θα εγίνετο και το κακόν αθάνατον! Εξ άλλου, εάν ο Θεός εδημιουργούσε τον άνθρωπον αθάνατον, άρα και άπτωτον, τότε θα περιώριζε την ελευθερίαν του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν θα ήτο ελεύθερος. Εάν πάλι τον δημιουργούσε θνητόν, τότε ο Πλάστης θα ήτο ο αίτιος του θανάτου του πλάσματός του!», Ν. Π. Βασιλειάδη, Μυστήριον Θανάτου, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι  1980, σ. 59,60.

[15] Β. Καλλιακμάνη, πρωτοπρεσβ., «Το μυστήριο του θανάτου στην Ορθόδοξη Θεολογία», Το μυστήριον του Θανάτου εις την Λατρείαν της Εκκλησίας, Πρακτικά Θ  Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων στο Βόλο 5-7 Νοεμβρίου 2007, [19 Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη], Κλάδος Εκδόσεων  της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας, της Ελλάδος, Αθήναι 2009, σ. 68-69.

[6] Βασιλείου Καισαρείας, Ομιλία ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 341Β. Στη ρωμαιοκαθολική θεολογία διδάσκεται ότι ο θάνατος επιβλήθηκε στον άνθρωπο από το Θεό ως τιμωρία εξαιτίας της πτώσεώς του. Συναφώς G Aulen, Christus Victor. La notion Chretienne de la Redemption, Paris 1944, σ. 123. F. R. Tennam, The origin and propagation of Sin, Cambridge 1902, σ. 153. Αυτή η διδασκαλία είναι άτοπη κατά τη διδασκαλία των Πατέρων. Χαρακτηριστικά ο χρυσορρήμων Ιωάννης ο επονομαζόμενος Χρυσόστομος εξηγεί ότι «ουκ Εκείνος (ο Θεός) εστίν ο εχθραίνων, αλλ’ ημείς. Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει» Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΑ : Εις Β΄ Κορινθίους, 3 PG 61, 478C.

[7] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολή, PG 74, 788D-789A.

[8] Θ. Λεμοντζή, αρχιμ., «Ο Λυτρωτής, το Λύτρο και η Πράξη της Απολύτρωσης στην Ορθόδοξη Σωτηριολογία», http://www.egolpion.com/lutrwths-lutro.print.el.aspx (2012)

[9] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της του Κυρίου ενανθρωπήσεως, 6, PG 75, 1424D.

[10] Του ιδίου, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν 5, 17, PG 72, 669Β. Του ιδίου, Υπόμνημα εις τον Ησαΐα 41, 7-8, PG 70, 832B.

[11] Του ιδίου, Ότι εις ο Χριστός, SC. 97, 434 (=PG75, 1321C).

[12] Ν. Ευθ. Μητσοπούλου, Εισαγωγή εις την ορθόδοξον Δογματικήν και ηθικήν θεολογίαν , Αθήνα 1993, σ. 120.

[13] «Και πάλιν δήλα δη παρέχεται εις τον άνθρωπον η δυνατότης να «συμμετεωροπορή» τοις αγγέλοις και τω Θεώ», Κ. Β. Σκουτέρη,««Μετεωροπορείν» και «συμμετεωροπορείν» παρά τω αγίω Γρηγορίω Νύσσης», ανάτυπον εκ της Θεολογίας, Αθήναι 1969, σ. 10.

[14]Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, 248. (=PG75, 1225A). Του ιδίου, Ότι εις ο Χριστός, SC 97, 314, 316 (=PG75, 1261A). Πρβλ. Του ιδίου, Επιστολή Περίτής Κυρίου Ενανθρωπήσεως, PG 75, 1425CD. Συναφώς βλ. Ε. Αρτέμη, «Το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως σε δύο διαλόγους, «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός», του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 187, 188: «Με τη λέξη εικών δηλώνεται ότι η ενυπόστατος εικόνα του Υιού απορρέει από την υποστατική ουσία του Πατρός, γι’ αυτό και σε άλλο σημείο του ίδιου έργου γράφει, «εικόνα τε αυτόν και χαρακτήρα φησί του Γεννηκότος» Ο χαρακτηρισμός του Λόγου ως εικόνας του Πατέρα είναι δανεισμένη από τον Απόστολο Παύλο και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο Χριστός είναι η ζωντανή εικόνα του Πατέρα ενυπόστατη και δηλώνει το ομοούσιο του Λόγου με τον Πατέρα. Άξιο παρατήρησης είναι ότι για τον Υιό-Λόγο μαζί με τη λέξη εικών, χρησιμοποιούνται οι λέξεις απαύγασμα και χαρακτήρ, οι οποίες εκφράζουν μεγαλύτερη, απόλυτη ακρίβεια, συγκριτικά με τη λέξη εικόνα, που χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση του Υιού με τον Πατέρα – Θεό. Ο όρος χαρακτήρ από το ρήμα χαράσσω σημαίνει σφραγίδα, εκτύπωμα. Επομένως ο Χριστός είναι ο χαρακτήρ, η σφραγίδα, το εκτύπωμα της αϊδιότητας του Θεού Πατρός, δηλαδή της αιωνίου φύσεως του Τελευταίου. Είναι η ζώσα Σφραγίδα του Θεού Πατρός, δηλαδή ομοούσιος προς Αυτόν. Η ομοουσιότητα του Θεού-Πατρός και του Θεού-Λόγου υπογραμμίζεται με τη φράση «ταυτότητα της φύσεως Πατρός προς Υιόν, και Υιού προς Πατέρα». Η λέξη ταυτότητα δηλώνει την απόλυτη ομοιότητα, το ίδιο είναι της φύσεως μεταξύ Υιού και Πατρός».

[15] Κυρίλλου, Επιστ. 4 –Β Προς Νεστόριον, PG 77, 45C.

[16] Αυτόθι, PG 77, 45Β.