«Πρωτότοκος των Νεκρών Εγένετο» – 2

8 Μαΐου 2013

Με την ενσάρκωση, ο ασώματος γίνεται εμφανής, και ο «αναφής» απτός· ο Δημιουργός εισέρχεται στη δημιουργημένη σάρκα [17]. Με την εν χρόνω κατά σάρκα γέννηση του Υιού του Θεού, η ίδια η Ζωή εμφανίζεται μπροστά στα σαρκικά μάτια μας, «Ο ην απαρχής, ο ακηκόαμεν , ο εωράκαμεν τοις μεν οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα, και αι χείρες ημών εψηλάφησαν περί του Λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν, και μαρτυρούμεν, απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον Πατέρα, και εφανερώθη ημίν» [18]. Η εν χρόνω ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας γίνεται η αφετηρία για τη σωτηρία μας που ολοκληρώνεται με το Θάνατο και την Ανάσταση του Λόγου [19].

empty_tomb_view-1024x768

Πηγή: muncksquiver.blogspot.gr/

Χαρακτηριστικά ο Κύριλλος γράφει ότι είναι «εικαίόν τε και αμαθές»[20] να υποστηρίζεται ότι ο Υιός που είναι προαιώνιος και συναΐδιος με τον Πατέρα, έχει ανάγκη από δεύτερη γέννηση ως Θεός. Η ενανθρώπησή του επιτεύχθηκε μέσα από τη μήτρα της Παρθένου Μαρίας, της Θεοτόκου[21]. Η Μαρία δε γέννησε άνθρωπο κοινό, στον οποίο επιφοίτησε σε αυτόν ο Λόγος. Δεν έχουμε τη γέννηση ενός θεοφόρου ανθρώπου, αλλά ο Θείος Λόγος μέσα από τη μήτρα της Παναγίας ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση. Έχουμε δηλαδή μία «καθ’ υπόστασιν» ένωση πραγματική και όχι μία απλή συνάφεια, αφού η Παρθένος γέννησε πραγματικά το άγιο και αναμάρτητο «σώμα» (σώμα και ψυχή), με το οποίο ενώθηκε εξ αρχής κατά τη σύλληψη ο Υιός και Λόγος του Θεού. Έτσι, δίκαια λέγεται ότι το δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδος γεννήθηκε κατά σάρκα. Δεν έχουμε δύο Υιούς [22], εξηγεί ο Κύριλλος, αλλά έναν ενσαρκωμένο Θείο Λόγο, «ουχ ως δύο πάλιν συνεδρευόντων υιών, αλλ’ ως ενός καθ’ ένωσιν μετά της ιδίας σαρκός»[23], στον οποίο η κάθε φύση διατηρεί τις ιδιότητές της.

Επιπλέον ο πατριάρχης Αλεξανδρείας υποστηρίζει ότι με την Ενανθρώπηση του Χριστού και τη νίκη που Εκείνος κατάφερε εναντίον του διαβόλου τόσο στους πειρασμούς, όσο με την όλη ζωή Του αλλά και με το Πάθος, τη Θανή και την Ανάστασή Του, στέρησε από τον Εωσφόρο την καύχηση ότι πάλαιψε και ηττήθηκε από το Θεό. Χάρη στην ενσάρκωση ο Λόγος παλεύει με τον άρχοντα του σκότους και τον νικά ως άνθρωπος, «ανθρωπίνη φιλοσοφία»και  «ουκ εξουσία θεότητος»[24].

2. Ο Θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού

Η θεία ενανθρώπηση είναι η απαρχή και το θεμέλιο της πάλης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά του διαβόλου, της αμαρτίας και του θανάτου. Όταν ο Χριστός δέχεται εκούσια να πεθάνει πάνω στο σταυρό, γνωρίζει ότι θα καταλύσει το θάνατο. Δέχθηκε κατ’ οικονομίαν το θάνατο, για να μπορέσει να καταλύσει «του θανάτου το κράτος»[25]. Ο Κύριλλος σημειώνει ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος έπαθε πραγματικά κατά τη σάρκα, μένοντας απαθής όμως, ως Θεός[26]. Το πάθος κατά συνέπεια ανήκει αποκλειστικά στην παθητή σάρκα, γιατί η θεία φύση δεν μπορεί να «πάθει». Για τα δεσποτικά πάθη του Θεανθρώπου η αιτία είναι οι δικές μας αμαρτίες. Αν και Εκείνος ήταν απαλλαγμένος από το παραμικρό ίχνος αμαρτίας, σήκωσε στους ώμους Του εκουσίως το σταυρό και έπαθε ως «τιμωρία» για τις αμαρτίες μας[27]. Μόνο έτσι θα λύτρωνε το ανθρώπινο γένος από την κατάρα της φθοράς και του θανάτου, την τιμωρία δηλαδή των πρωτοπλάστων για την παρακοή τους, η οποία μεταβιβαζόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από γενιά σε γενιά, σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Ο ενανθρωπήσας Λόγος, αν και ανέλαβε όλες τις αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους και πέθανε εκούσια για όλους μας, γινόμενος για εμάς «κατάρα»[28], παρέμεινε τελείως αναμάρτητος, «καν γέγονεν αμαρτία, μεμένηκε όπερ ην… άγιος κατά φύσιν ως Θεός». Η ανθρώπινη φύση Του ήταν αναμάρτητη κατά φύση, αφού η αμαρτία παρά φύση κατέλαβε τη φύση του ανθρώπου. Έτσι ο θάνατός Του ήταν άγιος και αβέβηλος και έγινε δεκτός από τον Πατέρα Του ως αρωματικό θυμίαμα[29].

Αν και το σώμα του Χριστού, το οποίο υποστατικώς ήταν ενωμένο με τη θεότητα, βρισκόταν στον τάφο, Εκείνος κατέβηκε στο βασίλειο του Άδη. Κατέβηκε, ώστε με τη δύναμη της θείας παρουσίας του και με το σωτήριο κήρυγμά Του στους νεκρούς, να ελευθερώσει τις ψυχές των τεθνεώτων και να τους δείξει το δρόμο της σωτηρίας τους[30]. Στο σημείο αυτό ο Κύριλλος υπογραμμίζει ότι ο Κύριος με το πανάγιο σώμα του καταργούσε μέσα στον τάφο τη σαρκική φθορά και έκανε φανερή τη δική μας μελλοντική αφθαρσία και ανάσταση. Παράλληλα με τη λογική ψυχή του καταργεί το θάνατο μέσα στο ίδιο το βασίλειο του Άδη, ευαγγελιζόμενος στις ψυχές των ανθρώπων την απολύτρωση από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου.

Ο Χριστός κήρυξε σε όλους τους νεκρούς στον Άδη. Δυστυχώς, όμως, κάποιοι -όπως και στους ζωντανούς- δε δέχθηκαν το κήρυγμα αυτό με αποτέλεσμα να μην απελευθερωθούν από τον πνευματικό θάνατο[31]. Ο Κύριλλος τονίζει αναλυτικά ότι το τέλος της σαρκώσεως του Χριστού δεν είναι μόνο ο θάνατος Του στο σταυρό, αλλά και η ανάστασή Του, «κατηργήθη ούτω θάνατος, ουκ ανασχομένης της κατά φύσιν ζωής, υποθείναι την φθοράν το ίδιον σώμα, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι Χριστόν υπό αυτής»[32], καθώς και η ύψωσή Του στον ουρανό «θανατωθείς σαρκί ζωοποιηθείς δε πνεύματι» [33]. άλλωστε ο θάνατος και η φθορά του δεν ήταν δυνατόν να κρατήσουν δέσμιό τους το Θεάνθρωπο Χριστό.

[Συνεχίζεται]

17. «Γέγονε γαρ εμφανής ο ασώματος, και απτός ο αναφής, ουκ οθνείον έχων τι περίβλημα την απο γης σάρκα, αλλ  ἴδιον αυτήν ποιησάμενος ναόν και συν αυτή γνωριζόμενος, ως Θεός και Κύριος», Κυρίλλου, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, 294 (=PG 75, 1252A).

18. Του ιδίου, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC97, 294 (PG75, 1249D=) Ιω. 20, 28.

19. «Εις τούτο γαρ Χριστός απέθανε, και έζησε, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύση», Κυρίλλου, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, 296 (=PG 75 , 1252A).

20. Του ιδίου, Επιστ. 4 –Β Προς Νεστόριον, PG 77, 45C.

21. «Τοίνυν περί την θεολογίαν μηδείς απιστίαν νοσείτω, μηδείς περί την οικονομίαν χωλευέτω, αλλά τον εκ Παρθένου γεννηθέντα Χριστόν, Θεόν ομού και άνθρωπον ομολογείτω καθ  ἑκάτερον˙ δια τούτο γαρ και Θεοτόκος και ανθρωποτόκος η αγία Παρθένος υπό των της ευσεβείας διδασκάλων προσαγορεύεται˙ τούτο μεν ως φύσει τον (δούλω) εοικότα γεννήσασα˙εκείνο δε, ως της του δούλου μορφής, και Θεού την μορφήν ηνωμένην εχούσης», Του ιδίου, Περί της του Κυρίου ενανθρωπήσεως, PG 75, 1477A.

22. Στο σημείο αυτό ο Κύριλλος αναφέρεται σαφώς εναντίον της διδασκαλίας του Διοδώρου, επισκόπου Ταρσού (393), ο οποίος έκανε λόγο για δύο Υιούς. Μπορεί να μη χρησιμοποιεί το όνομα του Διοδώρου αλλά στηλιτεύει τη λανθασμένη διδασκαλία του επισκόπου Ταρσού. Ο τελευταίος δίδασκε ότι στο Θεάνθρωπο υπάρχουν δύο χωρισμένοι υιοί, ο «φύσει» Υιός και προαιώνιος Λόγος και ο «χάριτι» Υιός δηλαδή ο γεννηθείς εκ του Δαβίδ ανθρωπος Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με το Διόδωρο η Παναγία γέννησε  μόνον τον άνθρωπον Χριστόν και ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στον άνθρωπο Χριστό. Το αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε πραγματική ένωση των δύο φύσεων στο Χριστό. Η «ενοίκηση» του Θεού σε έναν τέλειον άνθρωπο μοιάζει με την ενοίκηση του Θεού σε έναν ναό. Διοδώρου Ταρσού, Εκ του κατά Συνουσιαστών λόγου, α , PG 33, 1560ABC, 1561A. Συναφώς βλ. Α. Θεοδώρου, Η χριστολογική ορολογία καί διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, Αθήνα 1955, σ 15-17. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α , Αθήνα 1992, σ. 591-592. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1995, σ. 194 εξ.

23. Κυρίλλου, Επιστ. 4 –Β Προς Νεστόριον, PG 77, 48B: «Ούτω Χριστόν ένα και Κύριον ομολογήσομεν∙ ουχ ως άνθρωπον συμπροσκυνούντες τω Λόγω, ίνα μη τομής φαντασία παρεισκρίνηται, δια του λέγειν το, συν∙ αλλ’ ως ένα και τòν αυτòν προσκυνούντες, ότι μη αλλότριον του Λόγου το σώμα αυτού, μεθ’ ου και αυτώ συνεδρεύει τω Πατρί».

24. Του ιδίου, Προσφωνητικός ταις ευσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί της ορθής πίστεως, Β, 36, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 50 (=PG 76, 1384C.) Του ιδίου, Περί της του Κυρίου Ενανθρωπήσεως, ΚΔ , PG 75, 1464A.

25. Του ιδίου, Περί της εν πνεύματι και αληθεία προσκυνήσεως και λατρείας, ΙΑ , PG 68, 757A.

26. Του ιδίου, Ότι εις ο Χριστός, SC97, 472 (=PG75, 1340D, 1341A)

27. Του ιδίου, Ότι εις ο Χριστός, SC 97, 468, 476 (=PG75, 1337D, 1341Α). Ιω. 8, 31-32.

28. Γαλ. 3, 14.

29. Κυρίλλου, Γλαφυρά εις Λευϊτικόν, PG 69, 549D. Πρβλ. Ιω. Δαμασκηνού, Εις το Άγιον Σάββατον, Κ, PG 96, 617BC: «Υπέρ ημών κατάρα γενόμενος, ουκ ων κατάρα, ευλογία δε μάλλον και αγιασμός, αλλά την ημών κατάρα αναδεχόμενος, υπέρ ημών σταυρούται και θνήσκει και θάπτεται».

30. Κυρίλλου, Περί της Ορθής Πίστεως, ΚΒ , PG 76, 1165A.

31. Του ιδίου, Εις Α’ Πέτρου, Γ , 19-20, PG 74, 1016AB.

32. Του ιδίου, Ότι εις ο Χριστός, SC 97, 496 (=PG75, 1353A). Εβρ. 2, 10-15.

33. Κυρίλλου, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, 236 (=PG75, 1216D) Α΄ Πέτρ. 3,17-20.