Το περιεχόμενο της συνείδησης

15 Μαΐου 2013
0034 copy

Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε την τυπική λογική καθολικότητα των νοημάτων της διάνοιάς μας.

Το παρόν κείμενο του πρίγκηπος Σεργίου Τρουμπετσκόϊ μεταφράζεται για πρώτη φορά στην ελληνική. Είχε περιληφθεί στην μνημειώδη έκδοση υπό την επιγραφή “Προβλήματα ιδεαλισμού”.

Μετάφραση Δημήτρης Μπαλτάς

6.

Η διάνοιά μας δεν μπορεί να περιορισθεί στα φαινόμενα, όπως δεν μπορεί να στοχάζεται το καθορισμένο χωρίς το καθορίζον. Δεν είναι η απλή, ασυνείδητη επιδίωξη που την αναγκάζει να αναζητεί το απόλυτο, να επιδιώκει να κατανοήσει όλες τις μερικές γνώσεις και να κατανοήσει την γενική σχέση τους.

Διότι, ακόμη κι αν όλες οι πραγματικές γνώσεις μας είναι μερικές και περιορισμένες, η ίδια η διάνοιά μας in potentia δεν περιορίζεται: ο Σωκράτης ήδη, που τόσο επίμονα υπεδείκνυε το περιορισμένο της ανθρώπινης γνώσεως, για πρώτη φορά είχε αποκαλύψει την τυπική λογική καθολικότητα των νοημάτων της διάνοιάς μας και συνεπώς της ίδιας της διάνοιας. Τα νοήματά μας είναι καθολικά ως προς το λογικό σχήμα τους, διότι συσχετίζονται όχι με το ειδικό αλλά με το γενικό: τέτοια είναι τα νοήματα άνθρωπος, ζώο, τρίγωνο κ.α.

Στην εμπειρία έχουμε να κάνουμε με ειδικές περιπτώσεις, μεμονωμένα αντικείμενα, μεμονωμένες αντιλήψεις,·όμως γνωρίζουμε και στοχαζόμεθα μέσω των νοημάτων το περιεχόμενο των γενικών ιδιοτήτων (των καθόλου). Αυτό το γεγονός και μόνον [σ. 491] αποτελούσε ανέκαθεν το πρόσκομμα για τους εμπειριστές και τους αισθησιοκράτες που αναζητούσαν την πηγή της γνώσεως στις μεμονωμένες αισθητικές εντυπώσεις μας. Και αυτοί είχαν προσπαθήσει να καταργήσουν αυτό το γεγονός μέσω της λεγομένης νομιναλιστικής θεωρίας: στην πραγματικότητα, λέγουν, δεν υπάρχουν γενικές αρχές, υπάρχουν μόνον μεμονωμένα αισθητικά αντικείμενα και μεμονωμένες καταστάσεις της συνειδήσεως, γι’ αυτά στα γενικά νοήματά μας δεν αντιστοιχεί τίποτε εκτός των λέξεων: τα νοήματα είναι κατ’ ουσίαν λέξεις ή ονόματα (nomina), τα οποία χρησιμοποιούμε ως τεχνητά σημεία για τον προσδιορισμό αορίστου πλήθους ομοίων αντικειμένων.

Όμως, πρώτον, από την εμπειρία είναι αδύνατο να αποδείξει κανείς ότι ο κόσμος αποτελείται από μεμονωμένα στοιχεία που δεν τίθενται υπό γενικές αρχές, συσχετισμούς και ιδιότητες ή ότι η συνείδησή μας συγκροτείται από μεμονωμένες καταστάσεις: η παρατήρηση αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.

Δεύτερον, η ίδια η ικανότητα της λέξεως προϋποθέτει την διάνοια, την οποία δεν διαθέτουν αυτοί που δεν έχουν την λεκτική ικανότητα. Η ικανότητα να δημιουργεί κανείς γενικά σημεία (λέξεις) και να τις χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό των αντικειμένων που έχουν ορισμένη ομοιότητα, προϋποθέτει την ικανότητα διακρίσεως, προσδιορισμού και αφαιρέσεως (με φιλοσοφική έννοια) των γενικών ιδιοτήτων·αυτό, όμως, αποτελεί την αντίληψη ή το νόημα.

Τρίτον, τέλος, η ικανότητα της λέξεως ως μέσου επικοινωνίας διανοιών, δεικνύει την αντικειμενικότητα της διάνοιας, την αντικειμενική καθολικότητα της σκέψεως, την ανεξάρτητη από τα όρια της υποκειμενικής συνειδήσεως.

Συνεπώς, είναι περιορισμένο το παρόν περιεχόμενο της συνειδήσεως, όπως είναι περιορισμένο και το περιεχόμενο των μεμονωμένων αντιλήψεών μας και νοημάτων.

Κατά τον ίδιο τρόπο, όμως, όπως είναι τα νοήματά μας καθολικά ως προς το γενικό τους σχήμα, αναλόγως και η διάνοιά μας ως προς την λογική, στοχαστική ικανότητά της είναι καθολική, δηλαδή μπορεί να σκεφθεί οτιδήποτε πιθανό, χωρίς να περιορίζεται στο υπάρχον περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας. Και μέσα από την δραστηριότητά της επιδιώκει να υλοποιήσει αυτήν την δυνατότητα, να κατανοήσει αντικειμενικά και να εκφράσει [σ. 492] την απόλυτη αλήθεια και να προσεγγίσει την ύπαρξη.

Είτε είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο ιδεώδες είτε όχι, προσιδιάζει αναμφίβολα στην ανθρώπινη διάνοια. Αυτό αποδεικνύει η ιστορία αυτής της διάνοιας και η εξέταση της φύσεώς της. Αυτό υποθέτουν και εκείνοι, όπως ο Καντ, που θεωρούν το ιδεώδες της διάνοιας απραγματοποίητο στον χρόνο. Εάν η φύση της διάνοιάς μας θέτει όρια στην γνώση της (ότι πρέπει να έχει όρια), αυτή η ίδια την αναγκάζει αιωνίως να επιδιώκει το αληθές έξω από αυτά τα όρια·και το να αρνηθεί κανείς αυτήν την επιδίωξη, σημαίνει να αρνηθεί όχι ένα υποκειμενικό όνειρο, αλλά το αληθινό ιδεώδες της διάνοιας που εκ φύσεως την χαρακτηρίζει.