Άγιο Πνεύμα και Προφητεία (Απόδοση Πεντηκοστής)
29 Ιουνίου 2013«Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον˙ βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδιδαξεν» αναφέρει η υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία την όγδοη Κυριακή από του Πάσχα καλεί τα μέλη της να εορτάσουν το γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος στους Αγίους Μαθητές και Αποστόλους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Σύμφωνα με τη διήγηση του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, οι μαθητές του Κυρίου ήσαν συνηγμένοι στο υπερώο (Πράξ. 1,1˙ Πράξ. 2,1) και ενώ ξεκινούσε ο εορτασμός της Πεντηκοστής, μιας από τις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων, η οποία είχε ως περιεχόμενο την ανάμνηση της παράδοσης του νόμου στο Σινά: «εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι· και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πραξ. 2,2-4).
Και ενώ απορούσαν τα πλήθη που είχαν μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν την Πεντηκοστή, για το συμβάν αυτό, νομίζοντας ότι οι Απόστολοι είναι μεθυσμένοι, οι Απόστολοι με επικεφαλής τον Πέτρο στάθηκαν σε εμφανές σημείο για να εξηγήσουν στο λαό τα γενόμενα. Τότε ο Πέτρος έλαβε το λόγο και αφού ξεκαθάρισε ότι οι Απόστολοι δεν ήταν μεθυσμένοι, αναφέρθηκε στην προφητεία του προφήτη Ιωήλ (Πράξ. 2,14-18), σύμφωνα με την οποία ο προφήτης προανήγγειλε την κάθοδο του Παναγίου Πνεύματος: «εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών» (Ιω. 3,1).
Στο χωρίο αυτό της προφητείας του Ιωήλ το Άγιο Πνεύμα δεν αναφέρεται ούτε ως «Πνεύμα της αληθείας» (Ιω. 14,17) ούτε και ως «Παράκλητος» (Ιω. 14,16), όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, αλλά ως το «πνεύμα μου» δηλ. ως «πνεύμα του Θεού». Ως «πνεύμα του Θεού» απαντά σχεδόν σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. 1,2˙ Α΄ Βασ. 16,14), εκτός από τις περιπτώσεις όπου απαντά ως «πνεύμα Κυρίου» π.χ. (Α΄ Βασ. 18,12˙ Μιχ. 3,8). Στο Μασωριτικό κείμενο ο όρος «πνεύμα» αποδίδεται με την εβραϊκή λέξη «ruah», η οποία σημαίνει «άνεμος», «πνοη» και «πνεύμα».
Η τοποθέτηση του όρου ruah δίπλα από το όνομα του Θεού και η χρήση του με σημασία θεολογική τον κάνει να αποκτά διαφορετική μορφή. Απαντάται ως «πνεύμα του Θεού»: «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. 1,2) και ως «πνεύμα Κυρίου»: «πνεύμα Κυρίου αρεί σε εις την γην» (Α΄ Βασ. 18,12).
Στα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκη, το πνεύμα του Θεού φαίνεται, πως είναι αυτό που καθοδηγεί τους χαρισματικούς ηγέτες του Ισραήλ, όπως ο Ιησούς του Ναυή και αποκαλύπτει το λόγο του Θεού στους προφήτες του 10ου και του 9ου π.Χ. αιώνα, τους 70 πρεσβυτέρους που περιστοίχιζαν το Μωυσή, σύμφωνα με το Αρ. 11,25, καθώς και τους συγγραφείς προφήτες.
Το πνεύμα του Θεού, που καταλαμβάνει τους προφήτες κατά το 10ο και 9ο π.Χ. αιώνα, αποτελεί δυναμικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ισραηλιτική προφητεία κατ αυτήν περίοδο, με χαρακτηριστικό της στοιχείο την έκσταση. Ως έκσταση προσδιορίζεται η κατάσταση που περιέρχεται ο άνθρωπος και αφορά το μέρος της ψυχής του. Ο ανθρώπινος νους δεν αντιδρά φυσιολογικά σε εξωτερικά ερεθίσματα, ούτε έχει επαφή με την πραγματικότητα αντίθετα βιώνει εμπειρίες που ανήκουν σε άλλη σφαίρα πραγμάτων. Όταν λαμβάνει χώρα η έκσταση ο προφήτης η το πρόσωπο που την αποδέχεται δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα αλλά περιέρχεται σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση.
Επειδή το φαινόμενο της έκστασης των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης κατά τον 10ο και 9ο π.Χ. αιώνα δεν ήταν κάτι το καινοφανές για τον αρχαίο κόσμο αλλά βρισκόταν σε ευρεία χρήση στους γύρω χαναανιτικούς λαούς, όπου οι προφήτες τραυματίζονταν με αιχμηρά αντικείμενα κατά τη διάρκεια μουσικών χορών για να περιέλθουν σε έκσταση και εξήγγειλαν άναρθρες κραυγές, η εκστατική προφητεία του αρχαίου Ισραήλ πραγματοποιείται όταν οι προφήτες καταλαμβάνονταν από το πνεύμα του Θεού, εξαγγέλλοντας δομημένο προφητικό λόγο.
Το Πνεύμα του Θεού ήταν αυτό που καταλάμβανε έναν προφήτη η μια ομάδα προφητών (π.χ. τους υιούς των προφητών επί Ελισσαίου Δ΄ Βασ. 2,3) χωρίς αυτοί να είναι σε θέση να προβάλλουν αντίσταση. Η κατάληψη του προφήτου από το πνεύμα του Θεού γινόταν είτε κατά τη διάρκεια λατρευτικών τελετών είτε όταν ήταν μόνος του και αποτελούσε την κορύφωση της ζωής και της αποστολής του προφήτου. Όταν το πνεύμα του Θεού καταλάμβανε ένα προφήτη, ο προφήτης αγόταν και φερόταν και τότε εξαγγελλόταν από τα χείλη του ο λόγος που προερχόταν από τον ίδιο το Θεό.
Το πνεύμα του Θεού ήταν αυτό που έκανε το χορό των προφητών να έπεφταν από ψηλά υπό τους ήχους της μουσική, σύμφωνα με το Α΄ Βασ. 19,20: «εγεννήθη επί τους αγγέλους του Σαούλ πνεύμα Θεού, και προφητεύουσι», χορό στον οποίο εντάχθηκε ο Σαούλ αφού τον κατέλαβε το πνεύμα του Θεού: «έρχεται εκείθεν εις τον βουνόν, και ιδού χορός προφητών εξεναντίας αυτού· και ήλατο επ αὐτὸν πνεύμα Θεού, και προεφήτευσεν εν μέσω αυτών» (Α΄ Βασ. 10,10) και έκανε τους προφήτες να αναρωτούνται αν και ο Σαούλ ήταν προφήτης, δηλ. ένας όμοιός τους «η και Σαούλ εν προφήταις;» (Α’ Βασ. 10,12).
Το στοιχείο αυτό, δηλ. το πνεύμα του Θεού, εκφράζεται εντονότερα στην περίπτωση του προφήτη Ηλία, όταν τον αρπάζει μετά τη μάχη στο όρος Κάρμηλο και τον έκανε να τρέχει γρηγορότερα από το άρμα του Αχαάβ μέχρι την κοιλάδα της Ιεζράελ «και χειρ Κυρίου επί τον Ηλιού, και συνέσφιξε την οσφύν αυτού και έτρεχεν έμπροσθεν Αχαὰβ έως Ιεζράελ» (Γ΄ Βασ. 18,46). Κατέρχεται στον προφήτη Ελισαίο (Δ΄ Βασ. 2,15) μετά την ανάληψη του προφήτη Ηλία στους ουρανούς(Δ΄ Βασ. 2,11), τον οποίο ακολουθούν οι «υιοί των προφητών» που τον ακολούθησαν και τον όρισαν ως επικεφαλής τους.
Το πνεύμα του Θεού ήταν αυτό που διαφοροποίησε τον προφήτη Μιχαία υιό του Ιεμλά παρουσιάζοντας τον ως γνήσιο προφήτη έναντι των ψευδοπροφητών του βασιλιά Αχαάβ τους οποίους διακατείχε το πνεύμα του ψεύδους: «είπε προς αυτόν Κύριος· εν τίνι; και είπεν· εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εις το στόμα πάντων των προφητών αυτού. και είπεν· απατήσεις και γε δυνήση, έξελθε και ποίησον ούτως και νυν ιδού έδωκε Κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά» (Γ΄ Βασ. 22,22-23).
Οι συγγραφείς προφήτες της προαιχμαλωσιακής περιόδου αποφεύγουν να αναφέρονται στο πνεύμα του Θεού, διότι αφενός είχαν άμεση επαφή και αποδοχή του λόγου του Θεού, χωρίς να κρίνουν απαραίτητη τη μεσολάβηση του πνεύματος για την αποκάλυψης της θείας αλήθειας, αφετέρου διότι παρατηρείται μια πολεμική εναντίον των προφητών που χαρακτηρίζονται ως πνευματοφόροι, όπως για παράδειγμα ο προφήτη Ωσηέ.: «κακωθήσεται Ισραὴλ ώσπερ ο προφήτης ο παρεξεστηκώς, άνθρωπος ο πνευματοφόρος» (Ωσ. 9,7).
Όμως ο προφήτης Μιχαίας ο Μωρασθίτης αναφέρεται στο «πνεύμα του Θεού», με σκοπό να αντιπαραβάλλει τον εαυτό του από τους ψευδοπροφήτες της εποχής του, τους οποίους κατείχε το πνεύμα του ψεύδους: «πνεύμα έστησε ψεύδος» (Μιχ. 2,11). Ο δε προφήτης Μιχαίας ο Μωρασθίτης κατεχόμενος από το πνεύμα του Θεού («εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εν πνεύματι Κυρίου και κρίματος και δυναστείας του απαγγείλαι τω Ιακώβ ασεβείας αυτού και τω Ισραὴλ αμαρτίας αυτού» Μιχ. 3,8), διαχωρίζει τη θέση του από τους ψευδοπροφήτες και παρουσιάζεται ενώπιον του λαού ως ο πνευματοφόρος εκείνος απεσταλμένος του Θεού, ο οποίος καταγγέλλει δημόσια την αμαρτία των αρχόντων και στηλιτεύει την παράνομη δράση των ψευδοπροφητών (Μιχ. 3,5-8). Η πληρότητα του προφήτη Μιχαία από το πνεύμα του Θεού, αφενός του δίνει το έναυσμα για να κηρύξει χωρίς φόβο και δισταγμό, αφετέρου αντιδιαστέλλει τη γνήσια προφητεία από την ψευδοπροφητεία.
Σύμφωνα με την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησία το «πνεύμα του Θεού» δεν είναι άλλο από το άγιο Πνεύμα, το οποίο ομιλεί στους προφήτες, τους αποκαλύπτει τις βουλές Του και τους καθιστά όργανά του. Όπως παρατηρεί ο Μέγας Βασίλειος, το χάρισμα που λαμβάνουν οι προφήτες ώστε να προφητεύουν, απαιτεί κεκαθαρμένη ψυχή και έμφαση στα λεγόμενα του Θεού με πιστή καθοδήγηση από το άγιο Πνεύμα.
Οι προφήτες λαμβάνουν, κηρύττουν και καταγράφουν την προφητεία παρέχοντας το χάρισμα της γνώσεως σε όσους την ακούν και την αποδέχονται. Έτσι λοιπόν, οι προφήτες του Θεού, χωρίς να καθοδηγούνται από τα πάθη τους καθίστανται κάτοπτρα της θείας ενέργειας, διότι το άγιο Πνεύμα δεν επιφέρει σκοταδισμό στις ψυχές των προφητών αντίθετα τις καθαρίζει από τις κηλίδες της αμαρτίας και φωτίζει τον νου τους (Βασιλείου του Μεγάλου, P.G. 30,120-125). Και συμπληρώνει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας ότι οι προφήτες δεν λάμβαναν μόνο τη γνώση αλλά έβλεπαν και γίνονταν θεατές των μυστηρίων του Θεού (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, P.G. 70,13).
Η υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Εσπερινό της Πεντηκοστής αναφέρει: «εν τοις Προφήταις ανήγγειλας ημίν οδόν σωτηρίας» (Στιχηρό Ιδιόμελο Εσπερινού) και στον Όρθρο: «ο εν Προφήταις λαλήσας, και δια νόμου κηρυχθείς, Θεός αληθής ο Παράκλητος, γνωρίζεται σήμερον» (τροπάριο δ΄ ωδής), θέλοντας να δείξει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Παλαιά Διαθήκη και την τοποθέτησή του στα χείλη και τους λόγους των προφητών, οι οποίοι καταδίκαζαν οποιαδήποτε παρέκκλιση από το Νόμο του Θεού και καλούσαν συνεχώς το λαό σε μετάνοια και σωτηρία.
Αν και ο κατ εξοχήν χρόνος δράσης του Παναγίου Πνεύματος είναι ο χρόνος πραγμάτωσης της Εκκλησίας, της οποίας το Άγιο Πνεύμα «όλον τον θεσμόν συγκροτεί» (Στιχηρό Ιδιόμελο του Εσπερινού της Πεντηκοστής), η περίοδος από την Πεντηκοστή μέχρι τα έσχατα, όπου υλοποιείται η εντολή του Αναστάντος Ιησού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,19), η τέταρτη και προτελευταία φάση της Εκκλησίας, η εποχή του τρίτου σεισμού κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, εντούτοις όμως παρατηρείται ότι ο Παράκλητος δεν παρέμενε «ανενεργός» κατά τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά δρούσε «αμυδρά» τοποθετούμενος στα χείλη των προφητών, οι οποίοι αποτέλεσαν το στόμα του Θεού προς τους ανθρώπους καλώντας συνεχώς το λαό σε μετάνοια, σωτηρία και τήρηση των εντολών του Θεού.