Οι καθημερινές προφάσεις και δικαιολογίες
16 Ιουνίου 2013Αν έλθει κάποιος φτωχός, που έχει ανάγκη από λίγο ψωμί, ακούγονται πολλές κακολογίες, διαβολές, κατηγορίες για οκνηρία, λοιδορίες, βρισιές και πειράγματα. Και δε σκέπτεσαι ότι και συ είσαι άνθρωπος, που δεν εργάζεσαι, ο Θεός, όμως, σου δίνει τα αγαθά του. Μη μου πεις, βέβαια, ότι ασχολείσαι και συ με κάτι, αλλά να μου αποδείξεις αυτό, εάν, δηλαδή, κάνεις και χρησιμοποιείς κάτι από τα απαραίτητα. Εάν, όμως, μου αναφέρεις την απόκτηση των χρημάτων και κέρδη με απάτη και τη φροντίδα και την αύξηση του πλούτου σου, θα σου απαντήσω ότι όλα αυτά δεν μπορούν να ονομασθούν εργασίες· εργασίες είναι η ελεημοσύνη, οι προσευχές, οι φροντίδες για την προστασία εκείνων που αδικούνται και τα παρόμοια, Από αυτά βρισκόμαστε σε αργία για όλη μας τη ζωή.
Αλλ’ όμως, ο Θεός ποτέ δεν μας είπε, επειδή είσαι οκνηρός, δε σου ανάβω τον ήλιο, σου σβήνω τη σελήνη, ξηραίνω τη γη για να μη σου δίνει καρπούς, ξηραίνω τις λίμνες, τις πηγές και τα ποτάμια, εξαφανίζω τον αέρα, σταματώ τις ετήσιες βροχές. Αντίθετα, όλα μας τα δίνει άφθονα. Σε μερικούς, μάλιστα, που όχι μόνον είναι άνεργοι, αλλά κάνουν και πονηρά έργα, πάλι τους επιτρέπει να απολαμβάνουν τα αγαθά του.
Όταν, λοιπόν, δεις κάποιο φτωχό και πεις, ότι αγανακτώ επειδή είναι υγιής και δεν υποφέρει από τίποτε, και παρ’ όλα αυτά θέλει να τρέφεται χωρίς να εργάζεται, και ίσως να είναι κάποιος δραπέτης και, υπηρέτης, που εγκατέλειψε τον κύριο του· όλα αυτά, που είπα, πες στον εαυτό σου, μάλλον δώσε το θάρρος σ’ εκείνον να σου τα πει και πολύ δίκαια θα σου πει: Αγανακτώ, διότι, ενώ είσαι υγιής, δεν κάνεις τίποτε από όσα έχει διατάξει ο Θεός, αλλά δραπετεύοντας από τις εντολές του Κυρίου, γυρίζεις σαν να βρίσκεσαι σε ξένη χώρα περνώντας τον καιρό σου μέσα στην κακία· μεθάς, ασχημονείς, κλέβεις, αρπάζεις, καταστρέφεις τα σπίτια των άλλων. Και συ, βέβαια, με κατηγορείς για οκνηρία, εγώ, όμως, σε κατηγορώ για τα πονηρά έργα που κάνεις, όταν συκοφαντείς, όταν ορκίζεσαι, όταν αρπάζεις, όταν λες ψέματα και κάνεις πολλά παρόμοια έργα.
Αυτά τα λέω, όχι για να θέσω νόμο για την οκνηρία, μη γένοιτο· αλλά τα λέω, επειδή επιθυμώ να εργάζονται όλοι. Διότι η αργία δίδαξε κάθε κακία.
Σας παρακαλώ, όμως, να μην είστε άσπλαχνοι, ούτε απάνθρωποι. Διότι και ο Παύλος, αν και κατέκρινε πάρα πολύ την οκνηρία και είπε· «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει» (Β΄ Θεσσ. 3,10), δε σταμάτησε μέχρις εδώ, αλλά πρόσθεσε· «εσείς, όμως, να μη χάνετε το θάρρος σας κάνοντας το καλό». Και, όμως, αυτά είναι αντίθετα με τα προηγούμενα. Διότι, εφόσον διέταξες να μην τρώνε, πώς μας συμβουλεύεις να τους δίνουμε; Ναι, λέει· πραγματικά σας διέταξα να τους αποστρέφεστε και να μην τους συναναστρέφεστε, αλλά και σας παρήγγειλα «να μη τους θεωρείτε σαν εχθρούς, αλλά να τους συμβουλεύετε»· και έτσι δεν δίνω εντολές που συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά δίνω εντολές, που συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Διότι, εάν εσύ είσαι πρόθυμος να προσφέρεις ελεημοσύνη, τότε γρήγορα και εκείνος ο φτωχός θα απαλλαγεί από την οκνηρία και συ από την απανθρωπιά σου.
Ναι, αλλά, θα ισχυρισθεί κάποιος, λέει πολλά ψέματα και υποκρίνεται. Μα, ακριβώς, γι’ αυτό είναι άξιος ελεημοσύνης, επειδή έφθασε σε τόση μεγάλη ανάγκη ώστε να κάνει τέτοιες αδιάντροπες πράξεις.
Εμείς, όμως, όχι μόνο δεν ελεούμε, αλλά προσθέτουμε και τα απάνθρωπα εκείνα λόγια λέγοντας· «δε σου έδωσα μία φορά, δύο φορές;»
Τί λοιπόν; Επειδή έφαγε μία φορά, δεν έχει πάλι ανάγκη από τροφή; Γιατί δεν εφαρμόζεις στη δική σου κοιλιά τους ίδιους νόμους και δεν της λες· «χόρτασες χθες και προχθές, μη ζητάς σήμερα». Αλλά την κοιλιά σου τη γεμίζεις πάνω από το κανονικό, ενώ αυτόν, αν και ζη¬τά τη βασική τροφή, τον αποστρέφεσαι, ενώ έπρεπε ακριβώς γι’ αυτό να τον ελεείς, επειδή είναι υποχρεωμένος να έρχεται και να σου ζητά καθημερινά τροφή. Και, αν τίποτε άλλο δε λυγίζει τη σκληρότητά σου, γι’ αυτό και μόνον έπρεπε να τον ελεήσεις. Διότι όλα αυτά αναγκάζεται να τα κάνει πιεζόμενος από την πείνα…
Εσύ, όμως, όχι μόνο δεν τον ελεείς, αλλά και τον κοροϊδεύεις. Και μολονότι ο Θεός σε προτρέπει να κάνεις κρυφά την ελεημοσύνη, εσύ φθάνεις στο σημείο να διακηρύσσεις αυτόν, που ήλθε να σου ζητήσει ελεημοσύνη και να τον λοιδορείς για εκείνα για τα οποία έπρεπε να τον ελεείς. Διότι, αν δε θέλεις να δώσεις, για ποιό λόγο κατηγορείς και συντρίβεις αυτήν την ταλαίπωρη και άθλια ψυχή;
Ήλθε με την ελπίδα να βρει τα χέρια σου σαν λιμάνι· γιατί, λοιπόν, σηκώνεις κύματα και του κάνεις βαρύτερο το χειμώνα; Γιατί τον κατηγορείς για δουλοπρέπεια; Μήπως θα ερχόταν σε σένα, αν ήξερε ότι θ’ ακούσει τέτοια λόγια; Εάν, όμως, ήλθε, μολονότι γνώριζε ότι θ’ ακούσει τέτοια λόγια, τότε, ακριβώς, για το λόγο αυτό αξίζει να τον ελεήσεις και να φρίξεις παράλληλα για την δική σου σκληρότητα, διότι ούτε και έτσι γίνεσαι περισσότερο ήρεμος, αν και βλέπεις, δηλαδή, μπροστά σου τόσο καταπιεστική ανάγκη, και δε νομίζεις ότι είναι αρκετός ο φόβος της πείνας για να δικαιολογήσει την αναισχυντία του, αλλά τον κατηγορείς για αναισχυντία. Μολονότι, συ ο ίδιος, πολλές φορές, έχεις κάνει μεγαλύτερες αναισχυντίες και μάλιστα για φοβερά πράγματα.
Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, η αναισχυντία είναι άξια συγχωρήσεως, ενώ εμείς, αν και πολλές φορές κάνουμε πράγματα άξια για τιμωρία, φερόμαστε με αναίδεια. Και ενώ πρέπει να φερόμαστε με ταπείνωση, όταν σκεπτόμαστε αυτά, εμείς αντίθετα, επιτιθέμεθα εναντίον αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων και μολονότι μας ζητούν φάρμακα, εμείς τους αυξάνουμε τις πληγές.
Εάν, βέβαια, δεν θέλεις να δώσεις, γιατί τον προσβάλλεις; Αν δεν θέλεις να ελεήσεις, για ποιό λόγο τον βρίζεις; Μα, δεν μπορεί να φύγει με άλλο τρόπο. Τότε, λοιπόν, να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή του σοφού εκείνου που λέει: «Απάντησέ του με τρόπο ειρηνικό και με πραότητα» (Σοφ. Σειρ. 4,8). Διότι δεν κάνει όλες αυτές τις αναισχυντίες με τη θέλησή του. Διότι δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να υπάρχει άνθρωπος, που να θέλει να ντροπιάζεται χωρίς λόγο. Και αν ακόμη μερικοί προβάλλουν αμέτρητα επιχειρήματα για το αντίθετο, εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να δεχθώ, ότι μπορεί ένας άνθρωπος, που ζει μέσα στην αφθονία, να προτιμήσει να γίνει ζητιάνος. Κανένας, λοιπόν, ας μη σας εξαπατά. Αλλά και αν ακόμη ο Παύλος λέει· « Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει και να τρώγει», αυτό το λέγει σ’ εκείνους· ενώ σε μας δεν λέει το ίδιο, αλλά το αντίθετο· «Εσείς, όμως, να μη χάνετε το θάρρος σας κάνοντας το καλό»…
(Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ομιλία στο Κατά Ματθαίον, ΛΕ΄-αποσπάσματα. ΕΠΕ 10)