Η λογική του Χέγκελ μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας

17 Ιουνίου 2013

H_01 copy

Το παρόν κείμενο του πρίγκηπος Σεργίου Τρουμπετσκόϊ μεταφράζεται για πρώτη φορά στην ελληνική. Είχε περιληφθεί στην μνημειώδη έκδοση υπό την επιγραφή “Προβλήματα ιδεαλισμού”.

 Μετάφραση Δημήτρης Μπαλτάς

11.

Η επιστημονική μελέτη της φιλοσοφίας συνδέεται με την γενική εξέλιξη των ιστορικών και των φιλολογικών γνώσεων, αλλά στο επίπεδο της αυτοτελούς επιστήμης έχει αναχθεί για πρώτη φορά από τον Χέγκελ. Ο στοχαστής αυτός προσπάθησε για πρώτη φορά να δικαιολογήσει την ιστορία έναντι της φιλοσοφικής σκέψεως και να κατανοήσει την ιστορία ως processus της ολοκληρωμένης και λογικά διαδοχικής εξελίξεως, όλες οι στιγμές της οποίας είναι λογικές και απαραίτητες στον συσχετισμό τους, στο σύνολο.

Στην «Λογική» του ο Χέγκελ προσπαθεί να εξαγάγει a priori από την καθαρά σκέψη το σύνολο των πιο γενικών εννοιών η «κατηγοριών», μέσω των οποίων σκεπτόμεθα και γιγνώσκουμε ο,τι υπάρχει, δείχνει μάλιστα ότι όλες αυτές οι «κατηγορίες» αποτελούν ένα λογικά συνδεδεμένο σύνολο: [σ. 499] Δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε μία από αυτές, ερήμην των άλλων.

Όταν φθάνουμε σε κάποια από τις κατηγορίες, λ.χ. της υποστάσεως, της ενότητας κ.α. και την ορίζουμε ανεξαρτήτως μεν των άλλων, αλλά σε λογική σύνδεση με αυτήν, τότε ένας τέτοιος ορισμός αναπόφευκτα αυτοαναιρείται. Η σκέψη μέσω της αρνήσεως μεταβαίνει στον τρίτο ανώτατο ορισμό που περιλαμβάνει την σύνθεση του πρώτου με τον αντίθετό του. Έτσι, από ορισμό σε ορισμό, από την μία αφηρημένη κατηγορία στην άλλη, οικοδομείται όλο το σύστημα των καθαρών εννοιών της «Λογικής» του Χέγκελ. Και όλη αυτή η ιστορία της φιλοσοφίας εξηγείται από την άποψη αυτής της «Λογικής»: η ανθρώπινη σκέψη, στο σύνολό της, τελεί τον ίδιο κύκλο, μεταβαίνοντας από την μία αφηρημένη έννοια στην άλλη.

Στην μάχη των φιλοσοφικών διδασκαλιών, στις αντιθέσεις τους, στην διαδοχική εναλλαγή εκδηλώνεται η λογική νομοτελειακή κίνηση που έχει ως τελικό σκοπό της την αυτογνωσία της καθαράς διάνοιας: έκφραση τέτοιας αυτογνωσίας ήταν για τον Χέγκελ το δικό του σύστημα.

Εδώ δεν είναι ο χώρος για να προβή κανείς στην κριτική αποτίμηση των αξιών και των ελλείψεων της διδασκαλίας αυτής, η δόξα της οποίας δεν θα μπορούσε να συγκριθεί [σ. 500] παρά μόνον με την σχεδόν γενική λήθη και απουσία κατανοήσεως, την οποία υφίσταται σήμερα. Ο «Πανλογισμός» του Χέγκελ- η διδασκαλία του για την απόλυτη ταύτιση της σκέπτεσθαι και του είναι, για την ταύτιση του αληθούς με την την λογική σκέψη από την οποία προσδιορίζεται, πάσχει από πλήρη αφαίρεση. Ο Χέγκελ αποκάλυψε υπέροχα την ψευδή αφαίρεση όλων των μερικών ορισμών που καθιερώνονται ως κάτι απόλυτο· αλλά και η δική του η σύλληψη, η «έννοια όλων των εννοιών» είναι η ίδια αφαίρεση, την οποία περίμενε η μοίρα όλων των αφαιρέσεων- η διαλεκτική διάσπαση. Αυτή η έλλειψη της διδασκαλίας του Χέγκελ αποτυπώθηκε και στην αντίληψή του για την φιλοσοφία εν γένει και στην εκ μέρους του ερμηνεία της ιστορίας της, η οποία επίσης αποδείχθηκε ελλειπής ως προς την αφαίρεσή της, παρά το εξαιρετικό χάρισμα της ιστορικής αντιλήψεως του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου.

Η ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι processus διαλεκτικής εξελίξεως της αφηρημένης σκέψεως και δεν προσδιορίζεται μόνον μόνον από την κίνηση των καθαρών εννοιών. Οι μεμονωμένες φιλοσοφικές διδασκαλίες αποτελούν, αναμφίβολα, κάτι πιο συγκεκριμένο, παρά η εξέλιξη της μιας η της άλλης κατηγορίας. Κατά την μελέτη των μεμονωμένων συστημάτων η διδασκαλιών πρέπει πρώτα να επιδιώξουμε να κατανοήσουμε αυτό που είναι το πιο πολύτιμο για τους ίδιους τους δημιουργούς τους, την δική τους φιλοσοφία, την δική τους μορφή του Αληθούς.

Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό: το processus εξελίξεως της φιλοσοφικής σκέψεως είναι στενά συνδεδεμένο με το γενικό processus της πολιτισμικής εξελίξεως, το οποίο συχνά καθυστερεί. [σ. 500] Γι’ αυτό, οι μεμονωμένες διδασκαλίες, παρά την πραγματική φιλοσοφία που ενυπάρχει σ’ αυτές, είναι κατ’ ουσίαν ιστορικές στιγμές γνώσεως του Αληθούς και δεν μπορούν να εξετάζονται ως καθαρώς λογικές στην κίνηση κάποιας απρόσωπης σκέψεως. Αντιθέτως, έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα και κατά την ερμηνεία τους ο ιστορικός αναγκάζεται να λάβει υπ’ όψιν του όλες τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου και της προσωπικότητας του δημιουργού τους.

Τέλος, θα πρέπει να υποδείξει κανείς την στενή εξάρτηση της φιλοσοφικής σκέψεως από τον βαθμό της εξελίξεως της επιστημονικής γνώσεως και της πνευματικής κουλτούρας- της ηθικής και της θρησκευτικής συνειδήσεως. Διότι στην επιδίωξη της σχέσεως της ανθρώπινης γνώσεως και της καθολικής κοσμοαντιλήψεως η φιλοσοφία πρέπει, ούτως ή άλλως, να υπολογίζει και την επιστήμη και την θρησκεία και την ηθική συνείδηση.

Κάποτε η φιλοσοφία περιελάμβανε την επιστήμη, και τώρα, όταν η επιστήμη χειραφετήθηκε από την φιλοσοφία, κανείς δεν θα αμφισβητήσει την στενή σχέση τους. Βεβαίως και στην επιστήμη μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών. Αλλά η επιστήμη έχει τις δικές της μεθόδους γνώσεως των φαινομένων.

Η επίδραση των φιλοσοφικών ιδεών εκδηλώνεται αποφασιστικά και στις θρησκευτικές διδασκαλίες- στην σφαίρα της θεολογίας. Όμως, δεν ορίζει η φιλοσοφία το συγκεκριμένο περιεχόμενο της θρησκευτικής συνειδήσεως, αντιθέτως μάλιστα, αυτή η τελευταία υποτάσσει και τα φιλοσοφικά στοιχεία της θεολογίας. [σ. 502] Αυτό, όμως, δεν καταργεί διόλου την σημασία της καθαρώς φιλοσοφικής ερμηνείας των εννοιών που βρίσκονται στις βάσεις των μεμονωμένων συστημάτων και στην διαλεκτική τους. Αυτό μας αναγκάζει να αναζητούμε την ιστορική μελέτη της φιλοσοφίας και να μην επιτρέπουμε την a priori οικοδόμηση της ιστορίας της.