Προσβάσιμη σελίδα

Ο Μητροπολίτης Κοσμάς Ευμορφόπουλος ο εκ Μαδύτων (α΄μέρος)

Ο μητροπολίτης Κοσμάς Ευμορφόπουλος γεννήθηκε στη Μάδυτο της Θράκης το έτος 1860. Στη γενέτειρά του ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές, μετά το τέλος των οποίων βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Με τις εγγυήσεις και τη στήριξη του πνευματικού καθοδηγητή του, μητροπολίτη Χαλκηδόνος Καλλίνικου, ο νεαρός εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης για να σπουδάσει τα θεολογικά γράμματα, απ΄ όπου αποφοίτησε το έτος 1882. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε διάκονος από το γέροντά του, ενώ αμέσως μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Χαλκηδόνας και ιεροκήρυκας της ίδιας μητρόπολης.

kosmas

Κατά το έτος 1887, επί πατριαρχίας Διονυσίου Ε΄, με τις συστάσεις του μητροπολίτη Χαλκηδόνος Καλλινίκου, ο νεαρός διάκονος μεταφέρθηκε στην Πατριαρχική Αυλή και διορίστηκε κατ’ αρχήν Μέγας Αρχιδιάκονος και κατόπιν Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η θητεία του στις δύο αυτές καίριες θέσεις της Πατριαρχικής Αυλής αποτέλεσε το μοχλό ανέλιξής του στο αξίωμα της Αρχιεροσύνης.

Η προαγωγή του ήλθε ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1888, όταν σε ηλικία μόλις 28 ετών εξελέγη μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου, αντικαθιστώντας τον μέχρι τότε Μητροπολίτη Κλήμη (1880-1888). Διάφοροι λόγοι οδήγησαν στην τελική απόφαση για μετάθεσή του από την Ήπειρο στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης.

Η εγκατάστασή του στη Βέροια συνοδεύτηκε από την ελπίδα ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης κοινότητας, η οποία είχε περιέλθει σε κατάσταση μαρασμού, εξαιτίας των επιλογών του γηραιού Μητροπολίτη Προκοπίου, ο οποίος μετατέθηκε στη Μητρόπολη Κασσανδρείας (1892-1900). Στη μητρόπολη αυτή παρέμεινε ο Κοσμάς μέχρι το έτος 1895.

Τρίτο σταθμό στην αρχιερατική πορεία του μητροπολίτη Κοσμά αποτέλεσε η Μητρόπολη Πελαγονίας, η έδρα της οποίας συνέπιπτε με το κέντρο διοίκησης της Βόρειας Μακεδονίας, το Μοναστήρι. Στην πόλη αυτή βρέθηκε ο μητροπολίτης προκειμένου να προασπιστεί τα «ζωτικά συμφέροντα τς κκλησίας κα το θνους», σύμφωνα με τα όσα ανέφερε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και εδώ ο μητροπολίτης προσπάθησε και κατάφερε να υποστηρίξει τα δίκαια του μαχόμενου Ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας. Τελικά, κατηγορήθηκε από τις προξενικές αρχές και από τμήμα του ποιμνίου του ως μη εθνικά εργαζόμενος και εθνικά επιζήμιος, με αποτέλεσμα μετά από αρκετές παρεμβάσεις να μετατεθεί το 1899 στην Ήπειρο και τη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης.

Η μετάβαση και εγκατάσταση του Μητροπολίτη Κοσμά στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης το φθινόπωρο του 1899 συνέπεσε με τις κοινοτικές προσπάθειες για σύνταξη και ψήφιση του πρώτου κοινοτικού κανονισμού, από τον πρώην Μητροπολίτη Γαβριήλ (1896-1899). Τις προσπάθειες του Γαβριήλ συνέχισε ο νέος μητροπολίτης με σκοπό να διορθώσει την κοινοτική ακαταστασία. Αποτέλεσμα της συνολικής δραστηριότητας του ήταν η σύλληψη και η φυλάκισή του με την κατηγορία ότι κατά τη διάρκεια τέλεσης επίσημης δοξολογίας υπέρ του Βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου, εκφράστηκε υπέρ του Ελληνικού στρατού.

Ο θάνατός του επήλθε σε νεαρή ηλικία, κατά την επιστροφή του από τα λουτρά του Κάρλσμπαντ στα οποία είχε μεταβεί λόγω των διαφόρων διαταραχών τις οποίες παρουσίαζε η κλονισμένη υγεία του το Σεπτέμβριο του 1901 σε ηλικία 41 ετών.

Το ιστορικό πλαίσιο δράσης του Μητροπολίτη Κοσμά.

Ο Μητροπολίτης Κοσμάς έζησε και δραστηριοποιήθηκε σε μια εποχή ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τον Ελληνισμό, όσο και για την Εκκλησία. Ο 19ος αιώνας δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο αιώνας των ανακατατάξεων. Ήδη από τις αρχές του αρχίζουν να ιδρύονται τα εθνικά κράτη στο Βαλκανικό χώρο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται σε πτωτική πορεία και προσπαθεί να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την εδαφική της ακεραιότητα και την αίγλη των περασμένων αιώνων. Προς το σκοπό αυτό έδωσε δικαιώματα, τόσο στα διάφορα μιλέτια που βρίσκονταν στους κόλπους της, όσο και στα νεοϊδρυθέντα Βαλκανικά κράτη.

Η 7η  δεκαετία του 19ου αιώνα  σημαίνεται από τις ενέργειες της Υψηλής Πύλης για την εφαρμογή νέων διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ευρύτερα γνωστών ως Τανζιμάτ, όρος ο οποίος χαρακτηρίζει και τη συγκεκριμένη περίοδο. Με την εφαρμογή τους άνοιξε ο δρόμος για την ψήφιση των Εθνικών Κανονισμών επάνω στους οποίους στηρίχτηκε το κοινοτικό σύστημα όλων των Ορθόδοξων Κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.

Την ίδια εποχή βρισκόταν σε εξέλιξη και το Μακεδονικό ζήτημα. Η Μακεδονία ήταν την εποχή εκείνη αμφισβητούμενη από όλες τις μεγάλες δυνάμεις και τα γύρω Βαλκανικά κράτη. Με το Μακεδονικό σχετιζόταν μια σειρά παραμέτρων οι οποίες εντάσσονται στα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου που εξετάζεται. Τέτοιες μπορούν να αναφερθούν π.χ. οι διάφορες προπαγανδιστικές κινήσεις των νεοσύστατων εθνικών κρατών, όπως π.χ. της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, οι οποίες επεδίωκαν την επίτευξη των επεκτατικών τους βλέψεων προς τη Μακεδονία και το Αιγαίο.

Την ίδρυση των Εθνικών κρατών ακολούθησε συνήθως και η ίδρυση «Εθνικών» Εκκλησιών, η οποία τις περισσότερες φορές γινόταν σε αντίθεση με τη θέση και στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Προηγήθηκε η απόσχιση και η ίδρυση της Εκκλησίας της Ελλάδος και ακολούθησε η απόσχιση της Εκκλησίας της Βουλγαρίας με την σχεδόν παράλληλη ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία θέλησε να συγκεντρώσει στους κόλπους της όλο το σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την πλευρά του ασκώντας την εθναρχική πολιτική του μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε ανέβηκε στον Οικουμενικό Θρόνο ο Ιωακείμ ο Γ΄ για τη δεύτερη πατριαρχεία του, φρόντιζε και καθοδηγούσε τους επισκόπους του, ώστε αυτοί να ενδιαφέρονται για το ορθόδοξο ποίμνιό τους ανεξαρτήτως εθνικής συνείδησης και γλωσσικού ιδιώματος. Η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκάλεσε πολλές φορές τριγμούς στις σχέσεις του εκκλησιαστικού κέντρου με τα όργανα της εξωτερικής πολιτικής των διαφόρων Βαλκανικών Κρατών. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ελληνικού Κράτους δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τα ανώτερα και ανώτατα πολιτικά αξιώματα (Υπουργοί-Πρωθυπουργοί της Ελλάδας) δέχονταν τα παράπονα και τις καταγγελίες των Προξένων για τις συμπεριφορές των μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τους Ορθοδόξους οι οποίοι μιλούσαν τη Σλαβική γλώσσα. Εδώ γίνεται αντιληπτή η διαφορά εθναρχικής πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μιας στείρας εθνικής πολιτικής την οποία ακολουθούσαν τα Εθνικά Κράτη, συνεπώς και η Ελλάδα. Λίγο αργότερα βέβαια όταν οι πολιτικές συνθήκες το επέβαλλαν η πολίτικη του Οικουμενικού Πατριαρχείου άλλαξε και ταυτίστηκε με αυτή του Ελληνικού Κράτους.

Μέσα σε αυτό το περιρρέον κλίμα και πριν την αντικατάσταση της πολιτικής του Πατριαρχείου εργάστηκε ο Μητροπολίτης Κοσμάς, από τις διάφορες θέσεις τις οποίες όρισε η Εκκλησία να υπηρετήσει.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»