Θεολογική προβληματική των μεταμοσχεύσεων (Β’ Μέρος)
5 Ιουνίου 2013Γ. Πνευματική προσέγγιση στη δυνατότητα προσφοράς οργάνων.
Ειδικότερα για την αντιμετώπιση των δυνατοτήτων, που προσφέρει η σύγχρονή ιατρική με τις μεταμοσχεύσεις, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Ο Χριστιανός μπορεί να προχωρήσει στην προσφορά ιστού ή οργάνου για μεταμόσχευση με πνεύμα αυτοθυσίας. Η προσφορά αυτή έχει βέβαια και την κλιμάκωσή της. Αρχίζει από την αιμοδοσία, προχωρεί στην προσφορά ενός από τα διπλά όργανα, πράγμα που δεν προϋποθέτει τον θάνατο του δότη, και καταλήγει στην προσφορά κάποιου κεντρικού οργάνου, που προϋποθέτει τον θάνατο του δότη.
Από πολλούς όμως εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις ή και κατηγορηματικές αντιρρήσεις για το δικαίωμα του ανθρώπου να προβεί σε τέτοιες προσφορές. Και οι αντιρρήσεις αυτές κορυφώνονται, όπως είναι φυτικό, όταν πρόκειται για προσφορά κάποιου οργάνου του σώματός του, όπως είναι η καρδιά που προϋποθέτει και τον θάνατο του δότη.
Η αρνητική επιχειρηματολογία για τις μεταμοσχεύσεις θεμελιώνεται πρωτίστους στην ιερότητα του ανθρώπινου σώματος και στην πνευματική διάσταση που έχουν τα βασικά όργανά του κατά τη βιβλική και την πατερική παράδοση. Η καρδιά, το αίμα, το ήπαρ, οι νεφροί συνδέονται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη με την πνευματική ζωή του πιστού . Επιπλέον η αρνητική επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος οφείλει το σώμα του στον Θεό και δεν μπορεί να το δωρίζει, ή ότι οφείλει τη ζωή του στον Θεό και δεν μπορεί να την αφαιρεί από τον εαυτό του.
Το σώμα του Χριστιανού χαρακτηρίζεται ως ναός του Θεού ή ως μέλος του Χριστού, άλλωστε ολόκληρος ο Χριστιανός γνωρίζει ότι δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά “ηγοράσθη τιμής” . Επομένως δεν μπορεί να διαχειρίζεται κατά βούληση τον εαυτό του ή το σώμα του. Μπορεί όμως και οφείλει, να ενεργεί κατά τη βούληση του Χριστού, που εκφράζεται με τις εντολές του. Οι εντολές του Χριστού διατυπώνουν τις “προδιαγραφές” για την κατά φύση λειτουργία του ανθρώπου. Η εντολή του Θεού προσφέρεται στον άνθρωπο ως “αιώνια ζωή” . Και ό,τι γίνεται σύμφωνα με την εντολή αυτή, γίνεται στην προοπτική της ζωής, έστω και αν περνά μέσα από τον θάνατο.
Ο Χριστός θυσιάστηκε για τον κόσμο. Τρέφει τους πιστούς με το σώμα και το αίμα του. Δεν έχει σκοπό να παρατείνει τη ζωή τους, αλλά να την ανακαινίσει και να την αφθαρτίσει. Και παράταση όμως ζωής δίνει με τα θαύματα. Με αυτά ο Χριστός “συγκαταβαίνει” στην ανθρώπινη αδυναμία. Σκοπός του όμως δεν είναι τα θαύματα, αλλά η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία: “’Ινα δε είδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας, λέγει τω παραλντικώ· σοι λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου” .
Οι θαυματουργικές θεραπείες ή οι νεκραναστάσεις, που πραγματοποιεί ό Χριστός, είναι ταυτόχρονα και “σημεία” της παρουσίας της βασιλείας του. Αν ο άνθρωπος δεν οδηγηθεί σε αυτήν, τότε το “σημείο” χάνει το νόημά του. Και η Εκκλησία λοιπόν καλείται να δραστηριοποιείται στο επίπεδο αυτό παρουσιάζοντας “σημεία” της αγάπης της, χωρίς όμως να λησμονεί τον κύριο σκοπό της. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η προσωρινή απαλλαγή του ανθρώπου από τον βιολογικό θάνατο, αλλά η οριστική απαλλαγή του από τον φόβο του θανάτου και τον ίδιο τον θάνατο. Για την Εκκλησία “του απαλλάξαι του θανάτου, το πείσαι θανάτου καταφρονείν πολλώ μείζον” .
Οποιαδήποτε προσφορά σωματικού ιστού ή οργάνου, ως αυτοπροσφορά ανιδιοτελούς αγάπης, είναι ιερή πράξη. Αντίστοιχα και η λήψη ιστού ή οργάνου, ως εκούσια αποδοχή προσφερόμενης αγάπης, έχει ιερό χαρακτήρα. Η όλη διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιερουργία αγάπης. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός με το αίμα του ζωογονεί τους ανθρώπους . Αυτά όμως σημαίνουν ότι οι διαδικασίες αυτές χρειάζονται και ανάλογους χειρισμούς. Και η απλή μετάγγιση αίματος δεν κινείται έξω από τα όρια αυτά. Πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη και κάποια αγιαστική πράξη της Εκκλησίας για τις περιπτώσεις αυτές. Όταν ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι οι Γαλάτες θα ήταν έτοιμοι να του προσφέρουν και τα μάτια τους ακόμα, αν ήταν δυνατό, δεν κάνει κάποιο σχήμα λόγου, αλλά περιγράφει την προθυμία τους για αυτοθυσία . Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Αββάς Αγάθων, όταν λέει ότι θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να δώσει το σώμα του σε κάποιον λεπρό και να πάρει το δικό του, εκφράζει την πλησμονή της αγάπης του, που πρακτικοί λόγοι δεν επέτρεπαν να υλοποιήσει . Εκφράζει το επίπεδο εκείνο της αγάπης, όπου ο πιστός βλέπει στον πλησίον τον αληθινό εαυτό του.
Αν μια τέτοια αγάπη διευκολύνεται σήμερα με την παρέμβαση της ιατρικής, όχι μόνο δεν μπορεί να κατακριθεί, άλλα είναι επόμενο και να επαινεθεί, Ποιός δεν θα επαινέσει κάποια μητέρα, που δίνει το μάτι ή το νεφρό της, για να δει ή να ζήσει το παιδί της; Και τί θα μπορούσε να πει κάποιος, αν αυτή η μητέρα προσφερόταν να δώσει το ήπαρ ή την καρδιά της, για να ζήσει το παιδί της; Βέβαια δεν θα βρισκόταν μάλλον γιατρός, για να πραγματοποιήσει την μεταμόσχευση αυτή. Ποιός όμως θα μπορούσε να αρνηθεί το μεγαλείο της προφοράς αυτής; Αν πάλι η αυτεξούσια αυτή προσφορά ήταν δυνατό να γίνει σε μια έσχατη κατάσταση ζωής, όπως π.χ. σε περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου, δεν θα μπορούσε να επικροτηθεί; Το κίνητρο της προσφοράς δεν θα ήταν κάποια διάθεση αυτοκτονίας ή ευθανασίας, αλλά η ανιδιοτελής αγάπη και η αυτοθυσία.
Αυτοί όμως που απορρίπτουν τις μεταμοσχεύσεις ερωτούν: Έχει ο άνθρωπος το δικαίωμα αυτό; Μπορεί να προσφέρει ιστούς ή όργανα του σώματός του που έλαβε από τον Θεό; Τί σημαίνει αυτό για τη μετα-θανάτια ακεραιότητά του;
Ό,τι έχει ο άνθρωπος, το έλαβε από τον Θεό. Και ό,τι έλαβε από τον Θεό, οφείλει να το καταξιώσει στον υψηλότερο δυνατό βαθμό. Η καταξίωση πάλι αυτή είναι δυνατή μόνο με την τήρηση των εντολών του Θεού που συνοψίζονται στην αγάπη. Και όταν ο άνθρωπος κινείται στην προοπτική αυτή της αγάπης, τότε δεν θεωρεί τη ζωή του “τιμίαν εαυτώ” , αλλά είναι έτοιμος να την προσφέρει για το θέλημα του Θεού. Ιδιαίτερα εκφραστική μέσα στην προοπτική αυτή είναι η φράση του Γέροντα Παϊσίου: “Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω ένα μαχαίρι, να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω, και ύστερα να πεθάνω” .
Ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα ή η ψυχή του, ή η άναμιξή τους ή το άθροισμά τους, αλλά κάτι που ξεπερνά όλα αυτά και τα συνέχει, χωρίς να συνέχεται με κανένα τρόπο από αυτά και χωρίς να προσδιορίζεται με τίποτε από αυτά . Ως δημιούργημα “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Θεού ο άνθρωπος κατανοείται πάντοτε εικονιστικά, αλλά και καταξιώνεται εικονιστικά . Και η εικονιστική κατανόηση και καταξίωσή του αφορά ταυτόχρονα ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και τον κάθε άνθρωπο και τις επιμέρους ενέργειες του. Άλλωστε η Ορθοδοξία είναι η αλήθεια των εικόνων. Είναι η ορθή θεώρηση, η ορθή προσέγγιση, η ορθή εκτίμησή τους . Μέσα στο πλαίσιο της καθολικής αναφοράς προς τον Θεό βρίσκει ο άνθρωπος ως μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας και ως φορέας προσωπικών χαρισμάτων την πληρότητα της υπάρξεώς του. Πέρα από κάθε διχοτομική διάκριση ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, ατόμου και κοινωνίας οι λογικοί άνθρωποι, ως εικόνες του Λόγου του Θεού, τηρώντας την εντολή της αγάπης μένουν στον Θεό που είναι αγάπη και συναποτελούν το ένα σώμα της Εκκλησίας του Χριστού ως “μέλη εκ μέρους” .
Μέσα στη δυναμική και πολυδιάστατη αυτή ανθρωπολογία κάθε σταγόνα αίματος, που προσφέρεται από αγάπη προς τον πλησίον, αποτελεί καθολική προσφορά του όλου ανθρώπου, αλλά και κάθε σχο-λαστική αναζήτηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη μεταθανάτια ακεραιότητα της υπάρξεώς του η προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου χάνει το νόημά της. Ταυτόχρονα όμως γίνεται φανερό, πόσο ασυμβίβαστη προς την ανθρωπολογία αυτή είναι η μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου και η αντιμετώπιση των ιστών και των οργάνων του ως ανταλλακτικών μέσων. Όλα αυτά δεν αποτελούν απλά υλικά ή εξαρτήματα κάποιας απρόσωπης μηχανής, αλλά μέλη και συστατικά στοιχεία της ενιαίας και αδιαίρετης προσωπικής υπάρξεως.
(«Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», εκδ. Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 261-268)
Βλ.π.χ. Λευϊτ. 17,14, Γεν. 49,6. Ψαλ. 72,21, Ιερ. 17,10.
Α΄Κορ. 6,20.
Ιω.12, 49-50.
Μαρ. 2, 10-11.
Ιω. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις Ματθαίον 34, PG 57, 375-6.
«Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, σους θανόνυας παίδας εζώωσας, επιστάζων ζωτικούς αυτοίς κρουνούς», Εγκώμια, στάσις β΄.
Γαλ. 4,15.
«Ει δυνατόν ην μοι ευρείν κελεφόν και δούναι αυτώ το εμόν σώμα, και λαβείν το αυτού, ηδέως είχον· αύτη γαρ εστιν η τελεία αγάπη», Αποφθέγματα αγίων Γερόντων( Περί αββά Αγάθωνος 26), PG 65, 116C.
Βλ. Πραξ. 20, 24.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998, σ. 23.
Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών, PG. 91, 1225D.
Βλ. Π. Νέλλα, Ζώον θεούμενον, Αθήνα 1979, σ.285. Πρεσβ. Ν. Λουδοβίκου, «Μεταφυσική ή εσχατολογία του σώματος», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, νέα σειρά, Τμήμα Θεολογίας, τομ. 1, Θεσσαλονίκη 1990,σ. 124.
Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 20, όπου και περισσότερα.
Α΄Κορ. 12, 27. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος παραθέτοντας το χωρίο «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ ο δε καθ’εις αλλήλων μέλη» (Ρωμ. 12,5) σημειώνει: «Ιδού το θεολογικόν θεμέλιο των μεταμοσχεύσεων, το οποίο βέβαια παραπέμπει στην εσχατολογική πανενότητα εν Χριστώ, η οποία αρχίζει ήδη από την ζωή αυτή».Ό.π., σ. 134.