Πάσχα στα Μύρα – 2013 (μέρος δ’ – τελευταίο)
2 Ιουλίου 2013Μ’ ένα Δεσπότη απροσδιορίστου ορίζοντος, ένα παπά από την Βασιλεύουσα, ένα γιατρό από την Αθήνα ζαλισμένο από τρέξιμο και προσφορά και μεις τρεις καλόγεροι από το όμορφο Βατοπαίδι, βαλθήκαμε να δράμουμε για ακόμα μια φορά στο Νότο της Τουρκίας για να κάνουμε Πάσχα αντάμα με τον Άγιο των θαλασσών και της στεριάς Νικόλαο και με πολλές χιλιάδες Ρώσσους Ορθοδόξους και ομοδόξους μας και ελάχιστους Έλληνες.
Αυτές τις εντυπώσεις μας θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε στο γραφτό αυτό, για μια αξέχαστη επιδρομή κατά του χρόνου και του χώρου! Γιατί πρέπει να μάθει ο κόσμος ότι ο Χριστός Ανέστη περισσότερο βυζαντινά εκεί όπου επικρατεί ακόμα βαθύ σκότος και άγνοια περί Χριστού θανόντος και Αναστάντος!
Περιήγηση στα Μύρα
Τα Μύρα πριν από δύο δεκαετίες ήσαν ένα μικρό χωριό όπως ήταν και παλαιότερα με τα σπίτια τα παλιά τα ελληνικά, και όλοι οι χώροι του ήσαν πλημμυρισμένοι με θερμοκήπια. Με την αύξηση του τουρισμού, πολλά από τα θερμοκήπια και τα μισογκρεμισμένα σπίτια με τους πλίνθους μετεβλήθησαν σε πανέμορφες μικρές πολυκατοικίες, σχετικά αραιά κτισμένες, ύψους μέχρι τέσσερεις ορόφους και ελάχιστες μέχρι έξι, με χαριτωμένα απαλά χρώματα σε όμορφες συνθέσεις, αλλά πέρα από το παλαιό το παραδοσιακό που αντικαθίσταται η που εγκαταλείπεται στον αφανισμό συν τω χρόνω.
Φθάσαμε σε λίγο σ’ ένα βυζαντινό ερειπωμένο ναό που βρίσκεται σε βάθος 5-6 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, ο οποίος ανεδείχθη κατόπιν ανασκαφών. Κατεβήκαμε χωρίς δεύτερη σκέψη στο επίπεδο του ναού, υπερπηδώντας τον φράκτη στον περιμετρικό χώρο. Μπήκαμε μέσα στο ναό από μια τρύπα που μάλλον ήταν παλιό παράθυρο. Ο ναός είναι πετρόκτιστος συνολικού μήκους περίπου 15 μέτρων και πλάτους 5 μέτρων, βασιλικού ρυθμού, με λιτή και κυρίως ναό και άγιο βήμα. Στη λιτή σώζεται τοιχογραφία με τη Δέηση σε σχετικά καλή κατάσταση. Στο άγιον βήμα διατηρείται ακόμη η μαρμάρινη αγία Τράπεζα. Ασπασθήκαμε την νωπογραφία και την αγία Τράπεζα. Εκεί αισθάνεσαι την επιθυμία να ασπασθείς το κάθε πετραδάκι του ναού, αν τούτο είναι δυνατο, γιατί το κάθε τι αποπνέει θεία χάρη. Βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες.
Συγκίνηση, δέος και πόθος να λειτουργηθεί κάποτε ο ναός αν μας δοθεί άδεια από τις τουρκικές αρχές, ήσαν τα αισθήματα που μας διακατείχαν.
Το προς τη θάλασσα μέρος των Μύρων με σύγχρονες οικοδομές για τους ντόπιους Μυριώτες, ενώ πολύ πίσω τα παλιά σπίτια σε άθλια κατάσταση με τους ένοικούς τους, κυρίως εκ της Ασιατικής Τουρκίας εργαζόμενους στα θερμοκήπια, σε πτωχή κατάσταση. Μέσα στους τεμπερχανάδες κάθονταν σε ψάθες σταυροπόδι κύκλω οι συνδαιτημόνες.
Τα θερμοκήπια εκτείνονταν μέχρι και κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών, προκειμένου του σκοπού εκμετάλλευσης και της τελευταίας σπιθαμής γης, γεγονός που δημιουργεί ένα ανθυγειινό περιβάλλον, εξαιτίας των φυτοφαρμάκων που μολύνουν τον ατμοσφαιρικό αέρα και τον υδροφόρο ορίζοντα.
Μεγάλη χαρά κάνουν πάντοτε τα παιδάκια, όσες φορές διερχόμαστε από το σχολείο τους και τύχει να βρίσκονται σε διάλειμμα παίζοντας στην αυλή. Τρέχουν και απλώνουν τα χεράκια τους με χαρά και αλαλαγμούς για να κάνουν χειραψία μαζί μας και χαιρόμαστε αμοιβαία από τον παιδικό τους αυθορμητισμό και την πηγαία τους αγάπη. Η απλότητά τους δε αυτή αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση από μας τους μεγάλους, κατά το κυριακό λόγιο «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των Ουρανών»!
Στην συνέχεια επισκεφθήκαμε τους λυκιακούς τάφους, την αρχαία πόλη και το θέατρο, με διάσπαρτες τις ελληνικές επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου. Πατούμε σε χώματα και κόκκαλα ελλήνων, των αρχαίων προγόνων μας. Σε μια πατρίδα λαβωμένη, που αναγεννιέται μέσα από κάθε ανόρθωση γκρεμισμένης αψίδος και την αποκατάσταση κάθε ερειπωμένου τμήματος πολιτισμικής κληρονομιάς.
Διαπιστώσαμε την αξιέπαινη προσπάθεια που καταβάλλεται για την αποκατάσταση των μνημειακών αυτών συνόλων από τις πολιτιστικές υπηρεσίες του τουρκικού κράτους.
Ατενίσαμε από μακρυά το αρχαίο κάστρο των Μύρων. Συγκινημένοι από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τη σοφία των προγόνων μας, που αντικατοπτρίζεται σε κάθε δημιουργία τους, συνεχίσαμε την πορεία μας για την Αντίφελλο.
Στο δρόμο ο Σεβασμιώτατος μας έδειξε το φυτό εκείνο που κάποτε αφθονούσε στην περιοχή που ονομάζεται Μύρο, το οποίο κατά την περίοδο της ανθοφορίας του ευωδιάζει υπέρ εκ περισσού. Σύμφωνα με μια παράδοση από το φυτό αυτό προέκυψε η ονομασία της περιοχής Μύρα. Χαιρετίσαμε τον Μύρο ποταμό, αγναντέψαμε εξωκλήσια και άλλα γκρεμισμένα αρχαία οικήματα και παραπήγματα, καθώς και τις περίφημες αποθήκες του Αυτοκράτορα Αδριανού, οι οποίες τώρα βρίσκονται σε οργασμό δομικών εργασιών αποκατάστασης πρόκειται δε να μεταποιηθούν σε Μουσείο των Μύρων.
Οι πολιτιστικές υπηρεσίες της τουρκίας προσπαθούν οπουδήποτε υπάρχει μνημειακός χώρος η κειμήλιο να το αναδεικνύουν με σκοπό να προσελκύουν τουρισμό. Και φυσικά τα πάντα είναι ελληνικά.
Στην διαδρομή προς το Φοινίκι, διακόψαμε την πορεία μας στο εκκλησάκι του αγίου Νικολάου, που παραμένει τελευταίο ίσως, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα που καταγκρήμνισαν πριν μερικές δεκαετίες φανατικοί μουσουλμάνοι, σχεδόν έτοιμο και αυτό να καταρρεύσει. αφού έχει καταπέσει η οπίσθιά του πλευρά εξ ολοκλήρου και μέσα κάποιοι ασεβείς και απολίτιστοι προφανώς, περίοικοι μουσουλμάνοι, έκριναν εύχρηστο το χώρο για να προστατεύσουν τις κότες τους.
Συνεχίζοντας την πορεία μας αγναντεύσαμε τα νησιά Στρογγύλη, Μεγίστη και το νησί της Ρω η του Αγίου Γεωργίου.
Τέλος, φθάσαμε στη γνωστή μας και από παλαιότερες επισκέψεις Αντίφελλο, όπου ο Σεβασμιώτατος, προκειμένου να μας ευχαριστήσει, μας πήγε σ’ ένα ειδικό cafe που φτιάχνουν εξειδικευμένα χειροποίητο ωραίο παγωτό.
Στη συνέχεια πήγαμε στο όμορφο εστιατόριο Smiley’ s Restaurant όπου ο Σεβασμιώτατος μας παρέθεσε πλούσιο πασχαλινό γεύμα. Το κυρίως μενού παρασκευάσθηκε από ένα μεγάλο φρέσκο ψάρι, που υπέδειξε ο ίδιος. Δεν μας άφησε να διαλέξουμε εμείς, διότι ο ίδιος, θαλασσόλυκος στην αλιάδα Ίμβρο, την ιδιαίτερή του πατρίδα, μέχρι προ τινος διατηρούσε ψαροκάϊκο και γνωρίζει να διακρίνει τα καλά ψάρια από μακρυά, ενώ εμείς στην επιλογή θα τα «κάναμε θάλασσα». Με μεγάλη χαρά προστέθηκαν στην παρέα μας ο λίαν αγαπητός κ. Τουρκάϊ ευεργέτης της Ι. Μητροπόλεως Μύρων, μαζί με τα ιδιαιτέρως συμπαθητικά δύο παιδάκια του, φωτ. 767 των οποίων η μητέρα απουσίαζε, μιας και εξέλιπε των εγκοσμίων πριν μερικά χρόνια εξαιτίας τροχαίου δυστυχήματος, που όταν συνέβη κατέθλιψε όλους, διότι ήταν μία εκλεκτή ψυχή και αυτή όπως και ο σύζυγος και τα παιδιά της. Επίσης, μεγάλωσε η παρέα μας και με δύο φίλους μουσουλμάνους από τα Μύρα.
Αφού ευφράνθημεν και υλικώς στην μέγιστη εορτή της χριστιανοσύνης, συνευωχούμενοι σε δεσποτική τράπεζα και με λίαν αγαπητούς φίλους από τα Μύρα, αποχαιρετίσαμε τους όντως χαμογελαστούς εστιάτορες που μας παρέθεσαν με προθυμία ότι πιο εκλεκτό είχαν και επιστρέψαμε στα Μύρα, όπου κατελύσαμε στο ξενοδοχείο, προκειμενου την επομένη λίαν πρωί να αναχωρήσουμε επιστρέφοντας στην Πόλη.
Ο δρόμος της επιστροφής μαζί με τρεις στάσεις καλύφθηκε σε δώδεκα ώρες, που διαμοιράσθηκαν μεταξύ προσευχής με το κομποσχοίνι, για μας τους μοναχούς ιδιαίτερα, ύπνου στις αναπαυτικές πολυθρονίτσες του μικρού μας λεωφορείου, και σε ώρες ευχάριστες μιας που ο γιατρός είναι επιτηδευματίας στο να λέει χαριτωμένα αστεία, όταν κυρίως βλέπει το πλήρωμα ότι έχει κουρασθεί από την μονοτονία της σιωπής και του ήχου της μηχανής του αυτοκινήτου.
Καταθέτουμε κάποιες πόλεις που κατά την επιστροφή σχολιάσαμε ιδιαιτέρως, όπως το Ελμαλί, στο οποίο υπήρχε μεγάλη ελληνική κοινότητα με Σχολείο. Επίσης, το Βορδούριον μεγάλο αμιγώς ελληνικό και πλούσιο χωριό του οποίου οι κάτοικοι ήσαν ψαράδες, κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Τα ψάρια αλίευαν από τη μεγάλη φυσική λίμνη που υπάρχει εκεί. Σ’ αυτό υπήρχαν δύο εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και της Παναγίας, καθώς και ελληνικό σχολείο.
Εκεί στο Βορδούριο, κάναμε στάση, όπως πάντοτε, για ένα πρωϊνό με τις παραδοσιακές πίτες που φτιάχνει με τυρί η γνωστή και λίαν αγαπητή χωριάτισσα αλλά και αρχόντισσα εκεί της παράγκας, τις οποίες παραθέτει με μαρμελάδα παρασκευασμένη από αγνά τριαντάφυλλα που παράγονται άφθονα στην περιοχή.
Στάση για γεύμα κάναμε επίσης σε ένα φανταστικό εστιατόριο που το διασχίζει ορμητικό παραποτάμιο ρεύμα του Σαγγάριου, με διάσπαρτα σε γκαζόν τραπεζάκια υπό την δροσερή σκιά πλατανιών και άλλων αιωνόβιων δένδρων. Ο ήχος του ρέοντος ποταμού και το κελάδημα των πουλιών στην ομορφιά του φυσικού συνόλου των αμφίπλευρα υψωμένων βουνοπλαγιών, συνθέτουν ένα μοντέλο εστιατορίου, που διεκδικεί την μοναδικότητα, αν ληφθούν υπόψη και οι παρατιθέμενες πέστροφες που τις ψαρεύουν μπροστά σου από το ποτάμι με απόχη και τις ψήνουν με διάφορα συνοδευτικά στο φούρνο την καθεμιά σε ξεχωριστό πήλινο παραδοσιακό μακρόστενο πιάτο και τις σερβίρουν όπως τις βγάζουν από τον φούρνο.
Στην Πόλη φθάσαμε σχετικά νωρίς και έτσι αποφύγαμε τη μεγάλη κίνηση και το συνωστισμό των οχημάτων κατά τις απογευματινές ώρες. Καταλύσαμε στο ξενοδοχείο Δάφνη για λίγες ώρες για να επισκεφθούμε στη συνέχεια την Μητροπολιτική οικία για να χαρούμε εκεί με τους εορτάζοντας Γιώργηδες συγγενείς του Μητροπολίτη, τον γαμβρό του επ’ αδελφή και τον μόλις πέντε ετών εγγονό της αξιοσέβαστης αδελφής του Ευλαμπίας και για να πούμε το «Χριστός Ανέστη» σε όλους τους οικογενείς του.
Την επομένη, Τρίτη της Διακαινισίμου, ξεκινήσαμε από την Πόλη πολύ πρωϊ. Γύρω στις 10:50 περάσαμε στην Ελλάδα και πήγαμε στο χωριό Κισάριο της Ορεστιάδος για να χαιρετίσουμε τον γηραιό πατέρα του μοναχού Ελπιδίου. Όλη η περιοχή του Έβρου είναι πανέμορφη, κολυμπώντας στο πράσινο, με απέραντες πεδιάδες και ποικίλη βλάστηση καρποφόρων και μη δένδρων. Στο πατρικό σπίτι του αδελφού ήσαν συγκεντρωμένοι πολλοί συγγενείς του, που είχαν δεκαετίες να τον δουν και δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερα συγκινητική και χαρούμενη.
Τέλος, φθάσαμε στο μετόχι της Μονής μας στο Πόρτο Λάγο, όπου αφέθησαν οι δύο από τους Πατέρες για να μπουν απ’ εκεί στο Άγιον Όρος με άλλο όχημα και ο γιατρός κ. Κολιομιχάλης συνέχισε την πορεία του άχρις Αθηνών, με μικρή στάση στη Ι. Μονή Αναλήψεως Σίψας Δράμας όπου άφησε τον Ιερομ. Κυπριανό, για να συνευωχηθεί πνευματικά με τις εκεί μονάζουσες κατά σάρκα μητέρα και αδελφή του.
Η Κωνσταντινούπολη, η Μ. Ασία, ο Πόντος, η Καππαδοκία ήσαν οι ακμαιότερες εστίες ακμής του ελληνισμού και απετέλεσαν το λίκνο της Ορθοδοξίας κατά την μεταχριστιανική περίοδο, κατά την οποία η πρωτεύουσα του Γένους μετεκομίσθη από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη. Οι εμπειρίες μετά από κάθε ταξίδι στις σκλαβωμένες αυτές πατρίδες μας αποτελούν και μια καινούργια συμπλήρωση στο δελτίο κατάρτισης της προσωπικότητάς μας, όσον αφορά την ιστορική και εθνική μας αυτοσυνειδησία και μια νέα αφορμή για ψηλάφιση προς αγιασμό των Ιερών της πίστεώς μας θησαυρισμάτων.
Είθε τέτοιου είδους ταξίδια, ιστορικής ανασκόπης και πνευματικού αναβαπτισμού, να αποτελέσουν πυρήνα έλξης για κάθε σύγχρονο έλληνα, που διψά να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τις πνευματικές του καταβολές. Αυτές μπορούν να τον βοηθήσουν, προκειμένου στη συνέχεια να αυτοπροσδιοριστεί σε μια νέα σοβαρότερη και ουσιαστικότερη αναζήτηση της ηθικής του καταξίωσης -κατά μίμηση των πατέρων μας- η οποία γίνεται εφικτή μέσα από κάθε εσωτερική αναβίωση της μυστηριακής κοινωνίας του ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ο πρακτικός τρόπος κατόρθωσης της θεοκοινωνίας αναδύεται, σαν οσμή ευωδίας πνευματικής, από το αδιάρρηκτο πλέγμα ορθοδοξίας και ελληνισμού και χαρακτηρίζεται σαν η Παράδοση της Φυλής μας, καθώς αυτή σαρκώθηκε στους αγιασμένους προγόνους μας στην Μ. Ασία και στην απανταχού ελληνική γη. Τα πολιτισμικά τεκμήρια αυτής της βιωθείσης Παράδοσης είναι οι προσκυνηματικοί τόποι, τα μνημεία και τα Ιερά κειμήλια, και ο σκοπός επαναλαμβάνω επίσκεψής τους πρέπει να είναι η άντληση έμπνευσης και δύναμης προς εσωτερική βίωση αυτής της Παράδοσης για τον προσωπικό μας αγιασμό και τη θέωσή μας.
Αλλοιώς, πολύ εύκολα, ο κάθε έλληνας, μέλος του «βασιλείου ιερατεύματος και του αγίου έθνους», μπορεί να μετατραπεί από ένθεο προσκυνητή σε παραθερίζοντα τουρίστα και από διψασμένο αναζητητή της μεγαλειώδους πατρώας μας ιστορίας σε αδηφάγο καταναλωτή στα πάσης φύσεως τουρκικά μαγαζιά.