Η σκιά του ειδώλου

11 Ιουλίου 2013

skia_eidolou_up

Το θέατρο είναι από την αρχαιότητα ένας χώρος στον οποίο ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τα θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα, όπως ακριβώς συμβαίνει με έναν φιλόσοφο. Επιπλέον αποτελεί και έναν χώρο προβληματισμού σχετικά με τις ανησυχίες οι οποίες ταλανίζουν την καθημερινή μας ζωή. Μία σύγχρονη παράσταση η οποία θέτει σημαντικά ζητήματα όπως η σχέση με τον εαυτό μας και η ανάγκη επιβεβαίωσης από το οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον, είναι ο μονόλογος “Σκιά του Ειδώλου”του συγγραφέα Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, σε σκηνοθεσία της Μαρίκας Θωμαδάκη και ερμηνεία του Βασίλη Παπαδημητρίου.

Το πρόσωπο του έργου είναι ένας νεαρός ηθοποιός –ο Νίκος- ο οποίος υποδύεταιτον ζωγράφο Νικόλαο Δραγούμη στις τελευταίες του στιγμές ως εγκλείστου στο Δρομοκαϊτειο. Ο νεαρός ηθοποιός κάνει τις τελευταίες προετοιμασίες πριν τη μεγάλη στιγμή, σε κλίμα αγωνίας και ταραχής στο καμαρίνι του, λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στην πρώτη του παράσταση.

Με την έναρξη του έργουκαιαπό τα πρώτα κιόλας λόγια, ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μία εσωτερική αναζήτηση η οποία σχετίζεται με την εκπλήρωση προσωπικών στόχων: “πρέπει να βγω ό,τι και να γίνει, πρέπει να βγω. Μα εγώ τρέμω σαν τoψάρι”. Τα λόγια αυτά απεικονίζουν την έμφυτη αγωνία κάθε νέου που ξεκινά μία νέα καριέρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι αδύνατον ένας ηθοποιός να μη νιώσει φόβο  πριν την πρώτητου εμφάνιση. Επιπλέον, στα εξής λόγια διακρίνεται μία έντονη και εμφανής εσωτερική αναζήτηση, στην οποία κυριαρχεί ο φόβος  “καταρρέω, το μυαλό μου φεύγει, χάνομαι…. απόψε είναι η μέρα μου, έστω και νεκρός θα παίξω τον ρόλο μου”.

Ο ηθοποιόςπαραταύτα προσπαθεί να σταματήσει τον φόβο του τονίζοντας την φράση: “είμαι ο Νικόλαος Δραγούμης”ο ρόλος δηλαδή τον οποίο ενσαρκώνει. Η φράση αυτή όπως είναι φυσικό, επαναλαμβάνεται εσκεμμένα στο έργο. Ομοίως φωνάζει «είμαι εγώ…..είμαι εγώ». Η εσωτερική  αναζήτηση συνεχίζεται με τη δήλωση: «έναν χρόνο ζω τη ζωή του, ανασαίνω τον αέρα του, σκέπτομαι με το μυαλό του». Λόγια που ταιριάζουν  σε έναν ηθοποιό που προσπαθεί να ταυτιστεί με τον ρόλο του. Ακριβώς παρόμοια ταύτιση βιώνει και ένας  νέος ερευνητήςο οποίος μελετά, στην αρχή της σταδιοδρομίας του,τη ζωή και το έργο μίας προσωπικότητας, π.χ. ενός φιλοσόφου. Η στιγμή που θα παρουσιάσει την εργασία του μοιάζει κάθε φορά να είναι η αρχή της ζωής του. Πριν ήταν άγνωστος, τώρα κρίνεται από αυτή. Τα λόγια «δεν υπήρξα με άλλο όνομα, παρελθόν  δε βίωσα, απόψε μιλώ για τη ζωή του»δεν έχουν ειπωθεί  μόνο από τον νέο ηθοποιό, αλλά στην πραγματικότητα λέγονται  και από τον νέο ερευνητή. Τα λόγια του είναι ενδεικτικά: «κάνω πρόβα, κι’ ύστερα εγώ και ο εαυτός μου, εγώ κι’ εκείνος».

Ο ζωγράφος Νικόλαος Δραγούμης παραμένει άγνωστος πριν την παράσταση. Αυτή τον αναδεικνύει. Θα μπορούσε ωστόσο να γίνει με τρόπο διαφορετικό, αντί να γίνει με ένα έργο γραμμένο γι΄αυτόν, όπου η προσωπικότητά του ενσαρκώνεται από έναν ηθοποιό; Ίσως. Εάν, για παράδειγμα, ένας νέος ζωγράφος κατά την διάρκεια  της φοιτήσεώς του λάμβανε ως θέμα μελέτης το δικό του έργο. Ή ακόμη, αν ένας νέος ψυχολόγος ή ψυχίατρος αποφάσιζε να εκπονήσει εργασία με θέμα την περίπτωση Νικόλαος Δραγούμης. Σε όλες τις περιπτώσεις θα έπρεπε να τονισθεί η αγωνία του ηθοποιού μας.

Η ανάγκη αποδείξεως και αποδοχής είναι παρούσα σε κάθε νέο  στα πρώτα του βήματα. Ο ηθοποιός μονολογεί σχετικά με την πρεμιέρα: «θα έχεις να αντιμετωπίσεις το αδηφάγο βλέμμα του κοινού μπρος στον μονόλογο της ζωής σου. Έχεις την πρωτιά, ο Ν. Δραγούμης υπήρξε μεγάλη μορφή, ζωντάνεψέ τον». Πρέπει λοιπόν ο ηθοποιός να ενσαρκώσει και να ζωντανέψει τον ρόλο.

Όσο για την ανάγκη απόδειξης και αποδοχής, μοιάζει να απειλείται από τον φόβο και την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ο Νίκος λέει στον εαυτό του: «αν εντυπωσιάσεις, φαντάσου τι θρίαμβος θα είναι για σένα, αλλά και τους συντελεστές. Θα σε δουν μεγάλοι και σπουδαίοι». Γι’ αυτό η ίδια ταραχή. «τι μου συμβαίνει, είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω. Ενσαρκώνω όχι κάποιον, αλλά τον εαυτό μου». Στη συνέχεια αποδίδεται η ανάγκη αυτή, στην άρνηση της οικογενειακής στήριξης. Ο ηθοποιός σχολιάζει: «γιος πρωθυπουργού αυτός…εγώ γιός υπαλλήλου στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους…Διαφορά μεγάλη». Έχουν ωστόσο κάτι πολύ κοινό. Σε πείσμα των πατεράδων τους ακολούθησαν τον δρόμο της τέχνης. Ο ηθοποιός μάλιστα απορεί:  «Πώς θα παίξω τον γιο ενός πρωθυπουργού;». Σχολιάζει: «και τι σημαίνει γιος πρωθυπουργού;. Καταλήγει συγκρίνοντας: «Εγώ τουλάχιστον  το έκανα το κέφι μου….ηθοποιός…ενώ αυτός…». Στην περίπτωσή του, -παρατηρεί ο ηθοποιός- η άρνηση της στήριξής από την οικογένεια τον οδήγησε στην τρέλα και βεβαίως στην νοσηλεία. Η νοσηλεία όμως απεδείχθη μία δημιουργική περίοδος,  κατά την οποία ο ζωγράφος επιδόθηκε στη δημιουργία και αφιερώθηκε στην τέχνη, οδηγούμενος έτσι στην δική του σωτηρία. Λέει χαρακτηριστικά ο ηθοποιός: «Μπορεί ο Δραγούμης να κατέληξε παρανοϊκός, αλλά είχε λόγους που του συνέβη αυτό…πώς να αντέξει έναν πατέρα πρωθυπουργό βουτηγμένο στα πρέπει και στα μη….Και τι ήθελε ο άμοιρος να ζωγραφίζει, μόνο να ακολουθήσει το θείο χάρισμα…. Ο γιος ανεπιθύμητος. Και είδαμε τελικά που κατέληξε, στο ψυχιατρείο ο άνθρωπος. Βέβαια ο μπαμπάς τον ήθελε νομικό…».Ξεσπά αμέσως λέγοντας: «Ε όχι, ζωγράφος ήθελε…αυτό γούσταρε ρε φίλε. Και να τι έπαθε: βούτηξε στην ψύχωση…. γέμισε αδιέξοδα…στο Δρομοκαϊτειο…τι κατάληξη για τον γιο ενός πρωθυπουργού…Άραγε αν τρελαθώ και γω….παίζω τον Δραγούμη τις τελευταίες ώρες στο Δρομοκαϊτειο……»

Βασικό χαρακτηριστικό του έργου είναι η βαθμιαία κλιμάκωση, της οποίας κύριο μέσον είναι ο καθρέφτης. Κατά την προετοιμασία πριν την πρεμιέρα  (η οποία συμπίπτει με την εσωτερική αναζήτηση του ηθοποιού) ο Νίκος μιλά-δρα με το βλέμμα στον καθρέφτη, υπό την σκιά του άγχους, της αγωνίας, της προσέγγισης του ήρωα αλλά και των προσωπικών του βιωμάτων. Δημιουργείται έτσι μία μορφή διαλόγου με το είδωλό του, όπου οι παραπάνω ανάγκες καλύπτονται διαδοχικά: «Έλα Νίκο κοιτάξου…τον εαυτό σου φοβάσαι…δεν είσαι εσύ…είσαιαυτός….σκάρτε, ηλίθιε, μηδαμινέ». Παραδομένος λοιπόν στην ψευδαίσθηση που δίνει ο καθρέφτης ότι κάποιον άλλον βλέπει κι’ όχι τον εαυτό του, στη συνέχεια ξεκινά ο διάλογος του εαυτού του  και του ειδώλου.

Το είδωλό του τον ρωτά: «γιατί τρέμεις, τι φοβάσαι;» και εκείνος απαντά: «εσένα». Όταν  το είδωλο πάλι τον ρωτά«γιατί», η απάντηση του ηθοποιού είναι «ξέρεις». Το είδωλο απαιτεί από εκείνον να πάψει να το κοιτά και αντί αυτού να στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του. Και εκείνος απαντά με φυσικότητα «αυτόν κοιτάω». Και ακολουθεί η φυσικότατη απάντηση του ειδώλου: «όχι, το είδωλό σου κοιτάς. Κοίτα μέσα σου». Και αφού ο νέος αναρωτιέται πού  πρέπει να κοιτάξει, το είδωλο του απαντά ότι πρέπει να δει μέσα στην ψυχή του, όπου ακριβώς πρέπει να ψάξει κάθε άνθρωπος που ζητά να ισορροπήσει τον εαυτό τoυ. Το είδωλο στην προκειμένη περίπτωση ωθεί τον νέο στο να γνωρίσει τον εαυτό του και να φιλοσοφήσει, όπως ακριβώς έγραφε και η γνωστή επιγραφή στο μαντείο των Δελφών «Γνώθι σαυτόν».

Η απάντηση του καθρέφτη μοιάζει να αποκρούει κάθε προσπάθεια του άλλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο νέος όμως επιμένει και αγανακτεί, λέγοντας :«εμένα πας να κοροϊδέψεις; Το είδωλό σου μπορεί, εμένα όχι….εαυτός μου είσαι ή δήμιος μου;». το είδωλο απαντά ψύχραιμα «και τα δυο». Σ’ αυτήν την τόσο ψυχοφθόρα-για όλους όσοι κάποτε το τόλμησαν- αναμέτρηση, προσπαθεί να δώσει τέλος ο νέος, επιλέγοντας εν τέλει το είδωλό του. Ο καθρέφτης όμως επιμένει: «βγάζουμε και γλώσσα στο άλλο μισό της ύπαρξής μας;». Ίσως αυτή να είναι η φράση που φοβόταν ότι θα άκουγε όταν άρχισε αυτήν την κουβέντα με τον καθρέφτη.  Και ίσως  αυτή να  είναι η φράση  που φοβάται κάθε νέος όταν αναμετράται με τον εαυτό του, πριν το μεγάλο βήμα. Έτσι ακριβώς ο ηθοποιός ακούει το είδωλό του να τον ρωτά θαρρετά: «πώς θέλεις να παίξεις μία προσωπικότητα όταν δεν έχεις διαχωρίσει εμένα από εσένα;». Γι’ αυτό του απαντά αμέσως: «τον τιμώ…ο πατέρας του τον οδήγησε στο ψυχιατρείο, ο ένοχος». Όμως με το ίδιο θάρρος και ενδεχομένως λίγο θράσος το είδωλο αποφαίνεται  ότι κανείς δεν μπορεί να μας τρελάνει, παρά μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός. Εντούτοις, ο ήρωάς μας υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στο είδωλό του, το οποίο τον αντικρούει σε ό,τι και να λέει. Ο παρακάτω διάλογος μεταξύ του Νίκου (Ν) και του ειδώλου (Ε) είναι σαφής:

Ν: Διαφωνώ. Όλοι μπορούμε να φτάσουμε ψηλά, αρκεί να μη μας τραβήξουν τη σκάλα

 Ε: οι φιλοσοφημένοι φροντίζουν να δένονται στην άνοδο.

Ν: Δηλαδή τρέμουν σε κάθε βήμα;

Ε: Όχι, με σοφία προλαμβάνουν τον κίνδυνο

Ν: Τότε εγώ τι φοβάμαι απόψε;

Ε: Εμένα, τον εαυτό σου βλάκα. Γιατί δεν έχεις ταυτιστεί με τον ρόλο σου.

Ν:  Μα έναν χρόνο τον μελετώ, τον προβάρω, ζω μαζί του, είμαι αυτός…ό,τι είναι αυτός.

Ε: Όποιος είναι κάτι ποτέ δεν το διαλαλεί. Η πίστη δε χρειάζεται πάλη αλλά προσευχή.

Ν: Πού να προσευχηθώ;

Ε: Πάντως όχι στο είδωλό σου. Ένας καθρέφτης είναι και τίποτα άλλο.

Η τελευταία αυτή συνομιλία θα μπορούσε και μόνη να αποτελέσει την πηγή της ερεύνης μας, καθώς τα λόγια τόσο του Νίκου όσο και του ειδώλου, αντικατοπτρίζουν τη σχέση της φιλοσοφίας με την κοινωνία. Όταν ο νέος αντιμετωπίζει την ειρωνεία του άλλου ο οποίος χρησιμοποιεί με έμφαση τους όρους “ξέρω”, “γνωρίζω”, “τιμώ”, στην πραγματικότητα απεικονίζει κάθε ερευνητή-μελετητή-ερμηνευτή  που θεωρεί τα αποκτήματα από το έργο του άλλου, ολοκλήρωση της δικής του πορείας στον χώρο του (κοινωνία). Όμως, ο καθρέφτης έχει εδώ το δικό του αντίβαρο, την σπουδαιότητα (οι φιλοσοφημένοι δένονται στην άνοδο, με σοφία προλαμβάνουν τον κίνδυνο), την ταπεινότητα («όποιος είναι κάτι ποτέ δεν το διαλαλεί») και την ηθική («η πίστη δεν χρειάζεται, πάλη αλλά προσευχήοχι στο είδωλό σου)», η οποία άλλωστε αποτελεί μία βασική παράμετρο του «φιλοσοφείν».

Διατηρώντας την σταθερότητα στις απόψεις του, το είδωλο βάζει τον ηθοποιό να κλείσει τα μάτια και να δει πραγματικά το βλέμμα του. Με κλειστά μάτια ο ηθοποιός συνεχίζει να συνομιλεί μαζί του, ενώ βλέπει (του λέει) τον πατέρα του που του ζητά να σπουδάσει, να γίνει επιστήμονας. Το είδωλό του τότε τον παροτρύνει  να μη χάσει την ευκαιρία να του μιλήσει. Ο Νίκος  το ακούει και λέει ΄: «Μπαμπά, θέλω να γίνω ηθοποιός». Καταλήγει στην άρνησή του και στην εγκατάλειψη των γονιών του. Τότε ακούει το είδωλό του να του λέει πως απόψε, στην πρεμιέρα του βρίσκονται στην πρώτη σειρά και περιμένουν να τον δουν.

Και ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του λέγοντας: «στο τέλος είσαι ό,τι είσαι. Είσαι ηθοποιός και ο συνονόματός σου ζωγράφος. Άνοιξε τα μάτια σου».

Η βαθιά σημασία των τελευταίων αυτών λόγων έχει τον αντίκτυπό της στο παιδί που μεγαλωμένο μέσα σε μία κοινωνία με συγκεκριμένα στερεότυπα, έχει απόψε πρεμιέρα. Αποφασίζει λοιπόν: «σε ένα λεπτό βγαίνω… ο κριτικός μπροστά, οι δημοσιογράφοι…η πρεμιέρα μου η πρώτη, ο μπαμπάς και η μαμά…είναι ευκαιρία, ο μπαμπάς οκτώ χρόνια αρνείται να μου πει ένα γεια… σήμερα θα βγω να παίξω…και δεν φοβάμαι τίποτα…παίζω γι’ αυτόν, για την μνήμη του, για μένα, για όλους εκείνους που δεν μπόρεσαν να πουν «μπαμπά θέλω να γίνω ηθοποιός»…. Για όλα τα παιδιά που τρελάθηκαν σαν έχασαν τη στήριξη από το σπίτι…παίζω για τον εαυτό μου… για μένα, για όλους σαν και μένα».

Ύστερα από αυτήν την ανάλυση εμφανίζεται έτοιμος πια στην σκηνή, όπου ξεκινά: «κυρίες και κύριοι, είμαι ο Νικόλαος Δραγούμης… συγγνώμη είμαι ο εαυτός μου…και θα σας παίξω τον Νικόλαο Δραγούμη…η παράσταση αρχίζει…σας ευχαριστώ!»

Στο σημείο αυτό η Σκιά του Ειδώλου τελειώνει. Ο ηθοποιός υποκλίνεται, στο κοινό που χειροκροτεί.