Ποια προηγήθηκε: Η Καινή Διαθήκη ή η Εκκλησία; [2]

Η ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Αρχικά η στάση μου ήταν: ότι ήταν αρκετά καλό για τους Αποστόλους είναι αρκετά καλό και για μένα. Εδώ όμως συνάντησα την πρώτη μου έκπληξη. Όπως ανέφερα προηγουμένως, γνώριζα ότι ο Απ. Παύλος θεωρούσε τη Γραφή ως θεόπνευστη (Β΄ Τιμ. 3, 16). Ωστόσο είχα την εντύπωση ότι με τη ‘Γραφή’ εννοούσε εδώ ολόκληρη τη Βίβλο- τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή. Η αλήθεια είναι ωστόσο, ότι δεν υπήρχε ‘Καινή Διαθήκη’ όταν το έλεγε αυτό ο Απόστολος.  Ακόμα και η Παλαιά Διαθήκη βρισκόταν στο στάδιο της διατύπωσης, γιατί οι Εβραίοι δεν είχαν αποφασίσει για την τελική λίστα ή τον κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ενώ μελετούσα περαιτέρω, ανακάλυψα ότι οι πρώτοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν μια Ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης Septuagint- τη μετάφραση των Εβδομήκοντα.

openbible

Αυτή η μετάφραση που άρχισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον τρίτο αιώνα π.Χ., περιείχε ένα εκτεταμένο κατάλογο που περιλάμβανε ένα αριθμό βιβλίων τα λεγόμενα ‘δευτεροκανονικά’ (ή απόκρυφα). Παρόλο που υπήρχε ήδη μια συζήτηση γι’ αυτά τα βιβλία, τελικά έγιναν αποδεκτά από τους Χριστιανούς στον κατάλογο των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ως αντίδραση στην εξάπλωση του Χριστιανισμού, οι Εβραίοι μείωσαν τον δικό τους κατάλογο και τελικά δεν περιέλαβαν τα δευτεροκανονικά παρόλο που εξακολουθούν να τα θεωρούν ιερά. Ο νέος κατάλογος των Εβραίων δεν σταθεροποιήθηκε παρά τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτή η νέα μορφή του Εβραϊκού καταλόγου των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης ακολουθείται από τους περισσότερους σύγχρονους Προτεστάντες αντί του καταλόγου των πρώτων Χριστιανών. Όταν οι Απόστολοι έζησαν και έγραψαν δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη ούτε και τελικός κατάλογος των βιβλίων της Παλαιάς. Η έννοια ‘Γραφές’ ήταν λιγότερο σαφής απ’ ό,τι περίμενα.

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ

Η δεύτερη μεγάλη έκπληξη  ήρθε όταν αντιλήφθηκα ότι ο πρώτος πλήρης κατάλογος των βιβλίων της Καινής Διαθήκης όπως είναι σήμερα δεν εμφανίστηκε παρά 300 χρόνια μετά το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. (Ο πρώτος πλήρης κατάλογος δόθηκε από τον Μέγα Αθανάσιο στην Πασχαλινή Επιστολή του το 367 μ.Χ.) Φαντάσου! Αν το γράψιμο της Καινής Διαθήκης είχε αρχίσει ταυτόχρονα με το Αμερικανικό Σύνταγμα δεν θα βλέπαμε το τελικό αποτέλεσμα παρά το 2076! Τα πρώτα Ευαγγέλια γράφτηκαν 30-60 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού και την Ανάστασή Του. Στο μεσοδιάστημα, η Εκκλησία βασιζόταν στην προφορική παράδοση- τη μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων- καθώς και σε διάσπαρτα προ-ευαγγελικά κείμενα (όπως αυτά που αναφέρονται στα εδάφια Α΄ Τιμ. 3, 16 και Β΄ Τιμ. 2, 11-13) και στη γραπτή παράδοση.

Οι περισσότερες εκκλησίες διέθεταν μόνο αποσπάσματα αυτού που αργότερα θα αποτελούσε την Καινή Διαθήκη.

Καθώς οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής του Χριστού άρχισαν να πεθαίνουν, οι Απόστολοι άρχισαν να γράφουν καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα ώστε να διατηρήσουν και να στερεοποιήσουν τη διάσπαρτη γραπτή και προφορική παράδοση. Επειδή οι Απόστολοι ανέμεναν τον Χριστό να επιστρέψει σύντομα, φαίνεται ότι δεν είχαν στο μυαλό τους ότι κάποτε αυτές οι ευαγγελικές αναφορές και οι αποστολικές επιστολές θα αποτελούσαν μια καινούργια Βίβλο.

 Κατά τους πρώτους τέσσερις αιώνες μετά Χριστόν, υπήρχε αρκετή διαφωνία ως προς το ποια βιβλία θα αποτελούσαν τον κατάλογο της Γραφής. Ο πρώτος που αποδεδειγμένα προσπάθησε να συγκροτήσει τον κατάλογο της Καινής Διαθήκης ήταν ο αιρεσιάρχης του δεύτερου αιώνος, Μαρκίωνας. Ήθελε την Εκκλησία να απορρίψει την Εβραϊκή της κληρονομιά και έτσι ο ίδιος απέρριψε την Παλαιά Διαθήκη ολότελα. Ο κατάλογος του Μαρκίωνα περιελάμβανε μόνο ένα ευαγγέλιο, το οποίο είχε ο ίδιος διορθώσει, μαζί με δέκα από τις επιστολές του Παύλου. Είναι λυπηρό αλλά αληθινό το γεγονός ότι η πρώτη προσπάθεια για συγκρότηση της Καινής Διαθήκης ήταν αιρετική. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι η πρώτη Εκκλησία αποφάσισε να συγκροτήσει ένα δικό της ξεκάθαρο κατάλογο  εξ’ αίτιας εν μέρη του στρεβλωμένου καταλόγου του Μαρκίωνα. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., η διάσπαση της Εβραιο-Χριστιανικής κοινότητας στην πόλη και η επαπειλούμενη διακοπή της συνέχειας της προφορικής παράδοσης πιθανόν να συνέβαλε επίσης στην επείγουσα ανάγκη της Εκκλησίας να τυποποιήσει τον κατάλογο των βιβλίων πάνω στα οποία οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να βασιστούν. Κατά τον καιρό που ο κατάλογος συγκροτούνταν, οι περισσότερες εκκλησίες είχαν στη διάθεσή τους λίγα ή καθόλου αποστολικά συγγράμματα. Τα βιβλία της Βίβλου έπρεπε να αντιγραφούν με το χέρι, με μεγάλο κόστος και χρόνο. Επίσης λόγω του ότι οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι, μόνο λίγοι προνομιούχοι μπορούσαν να τα διαβάσουν. Έτσι η επαφή των περισσότερων Χριστιανών με τις Γραφές περιοριζόταν στα κηρύγματα στις εκκλησίες- στο Νόμο και τους Προφήτες, στους Ψαλμούς και σε κάποια από τα απομνημονεύματα των Αποστόλων.

Ο διωγμός των Χριστιανών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η ύπαρξη πολλών κειμένων που δεν προέρχονταν από τους αποστόλους περιέπλεκε περισσότερο το πρόβλημα. Εδώ εξεπλάγην για τρίτη φορά. Με κάποιο τρόπο υπέθετα ότι κάθε σπίτι και ενορία διέθετε μια συγκροτημένη Παλαιά και Καινή Διαθήκη από την απαρχή της Εκκλησίας! Ήταν δύσκολο για μένα να πιστέψω ότι η εκκλησία επιβίωσε και άνθισε χωρίς μια συγκροτημένη Καινή Διαθήκη. Και όμως χωρίς αμφιβολία αυτό έχει συμβεί. Αυτό αποτέλεσε ίσως και την πρώτη ένδειξη ότι υπάρχει κάτι περισσότερο στην ολοκληρωμένη ζωή της Εκκλησίας από τον γραπτό Λόγο.

ΤΟ ΚΑΤΑ ΠΟΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ;

Ύστερα, ξαφνιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι πολλά ‘ευαγγέλια’, εκτός από αυτά της Καινής Διαθήκης κυκλοφορούσαν τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν το ευαγγέλιο κατα τους Εβραίους, τους Αιγυπτίους, το κατά Πέτρον ευαγγέλιο, και άλλα. Η ίδια η Καινή Διαθήκη αναφέρεται στην ύπαρξη τέτοιων εγγράφων. Ο Απ. Λουκάς αρχίζει το ευαγγέλιο του λέγοντας:

 «επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, …… έδοξεν  καμοί παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε» ( Λουκ. 1, 1-3)

Τον καιρό που έγραφε ο Λουκάς, ο Ματθαίος και ο Μάρκος ήταν οι μόνοι άλλοι δύο Ευαγγελιστές των οποίων τα συγγράμματα, που τελικά συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είχαν ήδη συγγραφεί. Με τον καιρό όλα τα ευαγγέλια εκτός από τέσσερα αποκλείστηκαν από τον κατάλογο. Ωστόσο στα πρώτα Χριστιανικά χρόνια υπήρχε διχογνωμία ακόμα και για ποιο από αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια θα χρησιμοποιούσαν. Οι περισσότεροι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν το ευαγγέλιο του Ιωάννη αντί εκείνα των Ματθαίου, Λουκά και Μάρκου. Με βάση την αναφορά του Ιωάννη στο Πάθος, οι πλείστοι χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα διαφορετική μέρα από τους Χριστιανούς στη Ρώμη. Οι τελευταίοι αντιστέκονταν στο ευαγγέλιο του Ιωάννη και χρησιμοποιούσαν τα άλλα.

Η Δυτική Εκκλησία για κάποιο χρονικό διάστημα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη γιατί οι Γνωστικιστές αιρετικοί το χρησιμοποιούσαν μαζί με τα δικά τους ‘απόκρυφα ευαγγέλια’. Επίσης συζήτηση γινόταν για το αν θα έπρεπε να διατηρηθούν ξεχωριστά διαφορετικά ευαγγέλια ή να συμπεριληφθούν σ’ ένα σύνθετο ευαγγέλιο. Τον δεύτερο αιώνα, ο Τατιανός, που ήταν μαθητής του Μάρτυρος Ιουστίνου, δημοσίευσε ένα σύνθετο ‘’αρμονικό’ ευαγγέλιο το ‘Διατεσσάρων’. Η Συριακή Εκκλησία το χρησιμοποίησε κατά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αιώνα χωρίς να έχει αποδεχτεί όλα τα τέσσερα Ευαγγέλια παρά μόνο τον πέμπτο αιώνα. Επίσης αδιαφορούσαν για κάποιο χρονικό διάστημα για τις Επιστολές του Ιωάννη, τη Β΄ Πέτρου και το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Μια επιπλέον δυσκολία ήταν και το γεγονός ότι η  Εκκλησία της Αιγύπτου όπως φαίνεται από τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης του Αγίου Κλήμεντος Αλεξανδρείας του 2ου αιώνα, περιλάμβανε στον κανόνα της Καινής Διαθήκης και τα ‘ευαγγέλια’ των Εβραίων, των Αιγυπτίων και τoυ Ματθία.

Επίσης θεωρούσε ότι η Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης, η Επιστολή του Βαρνάβα, τα κηρύγματα του Πέτρου, η Αποκάλυψη του Πέτρου, οι Διδαχές, το Πρωτευαγγέλιο του Ιωάννη, οι Πράξεις του Ιωάννη, οι Πράξεις του Παύλου και ο Ποιμένας του Ερμάς (το οποίο θεωρούσαν ως ιδιαίτερα εμπνευσμένο) προέρχονταν από τους Αποστόλους. Ο Ειρηναίος (2ου αιώνας), Επίσκοπος Λιόν και μάρτυς, περιέλαβε και την Αποκάλυψη του Πέτρου στον κανόνα του της Καινής Διαθήκης.

ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

Ένα από τα πλέον αγαπημένα μου βιβλία της Καινής Διαθήκης, η Προς Εβραίους Επιστολή, είχε αποκλειστεί στη Δυτική Εκκλησία όπως φαίνεται από μια σειρά από αναφορές του δευτέρου, τρίτου και τέταρτου αιώνος. Η Προς Εβραίους Επιστολή έγινε τελικά αποδεκτή από τη Δύση στο τέλος του τέταρτου αιώνος κυρίως ύστερα από την επιρροή που εξάσκησε ο Αυγουστίνος σε κάποια συμβούλια της Νοτίου Αφρικής. Από την άλλη, το Βιβλίο της Αποκάλυψης, γνωστό και ως ‘Αποκάλυψη’ του Αποστόλου Ιωάννη, δεν ήταν αποδεκτό στην Ανατολική Εκκλησία για πολλούς αιώνες. Ανάμεσα στις αυθεντίες της Ανατολικής Εκκλησίας που το απέρριπταν συγκαταλεγόταν ο  Διονύσιος της Αλεξάνδρειας (3ος αιώνας), ο Ευσέβιος (3ος αιώνας), ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (4ος αιώνας), το Συμβούλιο της Λαοδικείας (4ος αιώνας), ο  Ιωάννης Χρυστόστομος (4ος αιώνας), ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (Αντιόχεια, 4ος αιώνας) και ο Θεοδώρητος (5ος αιώνας). Επιπλέον οι αρχικές Συριακές και Αρμενικές εκδοχές της Καινής Διαθήκης παρέλειψαν αυτό το βιβλίο.

Πολλά Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης πρίν τον 9ο αιώνα δεν περιλαμβάνουν την Αποκάλυψη και μέχρι σήμερα η Αποκάλυψη δεν χρησιμοποιείται στη λειτουργία στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Αθανάσιος υποστήριξε την συμπερίληψη της Αποκάλυψης και εξ αιτίας της επιρροής του έγινε τελικά αποδεκτή στον κανόνα της Καινής Διαθήκης στην Ανατολή. Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία φαίνεται να έχει προβεί σε ένα εσωτερικό συμβιβασμό  όσον αφορά την Αποκάλυψη και την Προς Εβραίους Επιστολή. Η Ανατολή θα περιλάμβανε την Αποκάλυψη στον κανόνα ενώ η Δύση την Προς Εβραίους Επιστολή.

Απλά, κάθε πλευρά αποφάσισε να δεχτεί το αμφιλεγόμενο βιβλίο της άλλης. Είναι ενδιαφέρον ότι ο πατέρας της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, Μαρτίνος Λούθηρος, πίστευε ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης θα έπρεπε να ‘διαβαθμιστούν’ και ότι κάποια ήταν πιο εμπνευσμένα από άλλα (δηλαδή ήθελε να δημιουργήσει κανόνα μέσα στον κανόνα). Ο Λούθηρος θεωρούσε υποδεέστερες τις Επιστολές προς Εβραίους, του Ιακώβου, του Ιούδα καθώς και την Αποκάλυψη. Για φανταστείτε! Ο άνθρωπος που υποστήριξε το δόγμα ‘sola scriptura’ ( δηλ. ‘μόνο μέσω της Γραφής’)  έδωσε στον εαυτό του την εξουσία να διορθώσει το Λόγο του Θεού!

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΩΡΙΜΑΖΕΙ

Είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανακαλύψω τον παλαιότερο κανονικό κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Κανόνας του Muratori του 2ου αιώνα είναι ο παλαιότερος. Αυτός αποκλείει τις Επιστολές προς Εβραίους, του Ιακώβου και τις δύο Επιστολές του Πέτρου, αλλά περιλαμβάνει την Αποκάλυψη του Πέτρου και τη Σοφία Σολομώντος. Πήρε μέχρι το 200 μ.Χ. – γύρω στα 170 χρόνια μετά το Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού- για να δούμε για πρώτη φορά τον όρο ‘Καινή Διαθήκη’, που χρησιμοποίησε ο Τερτυλλιανός. Ο Ωριγένης, που έζησε τον 3ο αιώνα, συχνά θεωρείται ως ο πρώτος συστηματικός θεολόγος (παρόλο που ήταν συχνά συστηματικά λανθασμένος). Έθεσε υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητα της Β΄ Επιστολής του Πέτρου και της Β΄ Επιστολής του Ιωάννη. Μας αναφέρει επίσης, βασιζόμενος στα εκτενή ταξίδια του,  ότι υπήρχαν εκκλησίες που αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν τη Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή, γιατί αναφέρεται σε ‘απόκρυφο’ κείμενο- το Βιβλίο του Ιαννή και Ιαμβρή, που προέρχονται από την εβραϊκή προφορική παράδοση (Β΄ Τιμ. 3, 8). Ή Επιστολή του Ιούδα αμφισβητούνταν επίσης από κάποιους γιατί περιλάμβανε ένα απόσπασμα από το απόκρυφο βιβλίο ‘Η Διαθήκη του Μωυσή’, που επίσης προερχόταν από την εβραϊκή προφορική παράδοση( βλ. Ιούδα 9).

Προχωρώντας προς τον 4ο αιώνα, ανακάλυψα ότι ο Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισάρειας και ‘Πατέρας  της Εκκλησιαστικής Ιστορίας’ αναφέρει ως διαφιλονικούμενα βιβλία τις Επιστολές Ιωάννη, Ιούδα, Β Πέτρου, και Β και Γ Ιωάννη. Απορρίπτει μάλιστα εντελώς την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ο Σιναϊτικός Κώδικας, που είναι το αρχαιότερο, συμπληρωμένο χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης που σώζεται μέχρι σήμερα, ανακαλύφτηκε στο Ορθόδοξο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Χρονολογείται στον 4ο αιώνα και περιλαμβάνει όλα τα βιβλία που έχουμε στη σύγχρονη Καινή Διαθήκη μαζί με το βιβλίο του Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά.

Τον 4ο  αιώνα ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δυσανασχέτησε με τη διαμάχη μεταξύ των Χριστιανών και των Αρειανών αναφορικά με τη θεότητα του Χριστού. Και επειδή η Καινή Διαθήκη δεν είχε ακόμα προσδιοριστεί ξεκάθαρα, πίεσε για μια πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση και την τελική διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης, ώστε και να επιλύσει τη διαμάχη και να επιφέρει την ενότητα στη διαιρεμένη αυτοκρατορία. Ωστόσο, μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα ο Αλεξανδρινός Κώδικας περιλάμβανε και την 1η και 2η Επιστολές του Κλήμεντος, πράγμα που υποδείκνυε ότι η διαμάχη σχετικά με τον κανόνα δεν είχε ακόμα τακτοποιηθεί απόλυτα.