Ποια προηγήθηκε: Η Καινή Διαθήκη ή η Εκκλησία [3]

5 Ιουλίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ;

Με το πέρασμα του χρόνου, η Εκκλησία διέκρινε ποια συγγράμματα ήταν στ’ αλήθεια αποστολικά και ποια όχι. Επρόκειτο για έναν παρατεταμένο αγώνα που διήρκεσε πολλούς αιώνες.  Η Εκκλησία συγκάλεσε αρκετές συνόδους στην προσπάθεια της να επιτύχει αυτήν την διάκριση. Αυτές οι Σύνοδοι αντιμετώπισαν διάφορα θέματα, περιλαμβανομένου και του κανόνος της Γραφής. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο σκοπός των Συνόδων ήταν να διακρίνει και να επιβεβαιώσει αυτό που ήταν ήδη αποδεκτό από την Εκκλησία στην ολότητά της. Οι Σύνοδοι δεν νομοθέτησαν τόσο τον κανόνα, όσο αποδέχθηκαν αυτό που ήταν ήδη αυταπόδεικτη αλήθεια και πρακτική στις εκκλησίες του Θεού.

holy-bible

Οι Σύνοδοι προσπάθησαν να διακηρύξουν την κοινή γνώμη της Εκκλησίας και να αντικατοπτρίσουν την ομοφωνία της πίστης, της πρακτικής και της παράδοσης που ήδη υπήρχε στις τοπικές εκκλησίες που αντιπροσωπεύονταν. ΟΙ Σύνοδοι μάς παρέχουν ειδικά πρακτικά με τα οποία η Εκκλησία αποφάσισε ξεκάθαρα και ομόφωνα στο τι περιλαμβάνεται στη Γραφή. Ανάμεσα στις διάφορες συνόδους που πραγματοποιήθηκαν τους πρώτους τέσσερις αιώνες, δύο παρουσιάζουν ενδιαφέρον σ’ αυτό ειδικά το θέμα:

1)     Η Σύνοδος της Λαοδικείας  που συγκροτήθηκε στην Μικρά Ασία το 363 μ.Χ. Αυτή είναι η πρώτη Σύνοδος που κατέγραψε ξεκάθαρα τα σημερινά κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με εξαίρεση την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η Σύνοδος αποφάσισε ότι μόνο τα κανονικά βιβλία πρέπει να διαβάζονται στην εκκλησία. Οι αποφάσεις της έγιναν ευρύτερα αποδεκτές από την Ανατολική Εκκλησία.

2)     Η Τρίτη Σύνοδος της Καρθαγένης της Βορείου Αφρικής γύρω στο 397 μ.Χ. Η Σύνοδος στην οποία παρευρέθηκε και ο Αυγουστίνος, παρέδωσε ένα συμπληρωμένο κατάλογο των κανονικών βιβλίων τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Τα 27 βιβλία της σημερινής Καινής Διαθήκης έγιναν αποδεκτά ως κανονικά. Η Σύνοδος αποφάσισε ότι αυτά τα βιβλία πρέπει να αναγιγνώσκονται στην εκκλησία ως Θεία Γραφή, και να αποκλείονται όλα τα άλλα.

Η Σύνοδος έγινε ευρύτερα επίσημα αποδεκτή από τη Δύση.

«Η ΦΟΥΣΚΑ ΣΚΑΖΕΙ»

Ενώ εντρυφούσα βαθύτερα στην μελέτη μου της ιστορίας της Καινής Διαθήκης, έβλεπα τις προηγούμενες μου παρανοήσεις να καταρρίπτονται μία προς μία. Τώρα κατανοούσα αυτό που θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο τόσον καιρό: ότι η Καινή Διαθήκη αποτελείτο από 27 διαφορετικά έγγραφα, τα οποία- οπωσδήποτε θεόπνευστα και τίποτε δεν μπορούσε να μου αλλάξει αυτή τη γνώμη- είχαν γραφτεί και καταρτιστεί από ανθρώπους. Ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι αυτή η εργασία δεν είχε συντελεστεί από άτομα που εργάζονταν απομονωμένα, αλλά αποτελούσε συλλογική εργασία όλων των Χριστιανών παντού- του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.  Αυτή η διαπίστωση με ανάγκασε να αντιμετωπίσω δύο ακόμα θέματα που οι προηγούμενες μου προκαταλήψεις με οδηγούσαν στο να τα αποφεύγω:

1)     Την ευπρέπεια και την αναγκαιότητα της ανθρώπινης ανάμιξης στη συγγραφή της Γραφής, και

2)     Την εξουσία της Εκκλησίας

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ

Ήμουν απόλυτα αφοσιωμένος, όπως πολλοί ευαγγελικοί, στην πεποίθηση του θεόπνευστου της Γραφής και κατανοούσα ότι η Καινή Διαθήκη αποτελούσε αποκλειστικά τον Λόγο του Θεού και όχι του ανθρώπου. Υπέθετα ότι ο Θεός είχε πει στους Αποστόλους τι να γράψουν, όπως η γραμματέας καταγράφει αυτό που της υπαγορεύουν, χωρίς να συμβάλει προσωπικά. Τελικά η κατανόηση μου για το θεόπνευστο της Γραφής ξεκαθάρισε με τις διδαχές της Εκκλησίας για το Πρόσωπο του Χριστού.  Ο Ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν είναι μόνο Θεός αλλά και άνθρωπος. Ο Χριστός είναι ένα Πρόσωπο με δύο φύσεις- τη θεία και την ανθρώπινη. Το να δίνουμε μικρότερη σημασία στην ανθρώπινη φύση του Χριστού μάς οδηγεί στην αίρεση. Η αρχαία Εκκλησία δίδασκε ότι ο Ενσαρκωθείς Λόγος ήταν απόλυτος άνθρωπος- κατ’ ακρίβειαν όσο άνθρωπος θα μπορούσε να ήταν- αλλά χωρίς αμαρτία. Ως άνθρωπος, ο Ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού γεννήθηκε, μεγάλωσε και ωρίμασε ως άνδρας.

Άρχισα να κατανοώ ότι αυτή η άποψη για τον Ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού, τον Λόγο, τον Ιησού Χριστό, παραλλήλιζε την πρωτοχριστιανική άποψη του γραπτού Λόγου του Θεού, τη Βίβλο. Ο γραπτός Λόγος του Θεού αντικατοπτρίζει όχι μόνο την θεϊκή σκέψη αλλά και μια ανθρώπινη συμβολή.  Ο Λόγος του Θεού μάς μεταφέρει την αλήθεια όπως γράφτηκε από ανθρώπους, μεταφέροντας τις σκέψεις, τις προσωπικότητες ακόμα και τους περιορισμούς και τις αδυναμίες των θεόπνευστων, σίγουρα, συγγραφέων. Αυτό σημαίνει ότι το ανθρώπινο στοιχείο στην Βίβλο δεν υπερκεράζεται τόσο ώστε να χαθεί μέσα στον  ωκεανό του θείου. Γινόταν όλο και πιό ξεκάθαρο ότι όπως ο ίδιος ο Χριστός γεννήθηκε, μεγάλωνε και ωρίμαζε, το ίδιο και ο γραπτός Λόγος του Θεού, η Βίβλος. Δεν μάς ήρθε ουρανοκατέβατος αλλά είχε τόσο ανθρώπινη όσο και θεϊκή προέλευση. Οι Απόστολοι δεν κατέγραψαν απλώς τις Γραφές όπως ένας ζόμπι, αλλά συνεργάστηκαν ελεύθερα με το θέλημα του Θεού δια του Αγίου Πνεύματος.

ΘΕΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Το δεύτερο θέμα που είχα ν’ αντιμετωπίσω και το οποίο ήταν πιο δύσκολο για μένα ήταν το θέμα της εξουσίας της Εκκλησίας. Για μένα ήταν ξεκάθαρο από τη μελέτη μου ότι η Εκκλησία είχε προσδιορίσει ποια βιβλία θα αποτελούσαν τις Γραφές. Ακόμα όμως με βασάνιζε η ιδέα ότι είχε δοθεί στην Εκκλησία μια τέτοια εξουσία. Τελικά όλα κατέληγαν σ’ ένα θέμα. Ήδη πίστευα με όλη μου την καρδιά ότι ο Θεός μίλησε με εξουσία μέσω του γραπτού του Λόγου.

Ο γραπτός Λόγος είναι απτός και συγκεκριμένος. Μπορώ ν’ αγγίξω την Βίβλο και να τη διαβάσω. Αλλά για κάποιο παράξενο λόγο ήμουν απρόθυμος να πιστέψω το ίδιο πράγμα για το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία,  ότι ήταν ορατή και απτή και βρισκόταν φυσικά στη γη κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Η Εκκλησία για μένα ήταν ουσιαστικά ‘μυστηριώδης’ και απρόσιτη, και δεν μπορούσε να ταυτιστεί με κάποια γήινη συνέλευση. Αυτή η άποψη με βοηθούσε στο να θεωρώ κάθε Χριστιανό ως από μόνο του εκκλησία. Αυτό ήταν πολύ βολικό ειδικά όταν εμφανίζονται δογματικά και προσωπικά προβλήματα!

Ωστόσο αυτή η άποψη δεν συμφωνούσε με την πραγματικότητα για το πώς γινόταν κατανοητή η έννοια της Εκκλησίας το καιρό των αποστόλων. Η Καινή Διαθήκη έχει να κάνει με αληθινές εκκλησίες και όχι αιθέριες. Μήπως μπορούσα να δεχτώ ότι ο Θεός μιλούσε με εξουσία όχι μόνο μέσω της Βίβλου αλλά και μέσω της Εκκλησίας- της ίδιας Εκκλησίας που είχε παράξει, προστατεύσει και ενεργά διαφυλάξει τις Γραφές που τόσο εκτιμούσα;

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Σύμφωνα με τους πρώτους Χριστιανούς, ο Θεός αποκάλυπτε το Λόγο Του όχι μόνο πρός το Σώμα Του αλλά και μέσω του Σώματός του, την Εκκλησία. Ηταν μέσω του Σώματός Του, την Εκκλησία που ο Λόγος Του είχε επιβεβαιωθεί και καθιερωθεί. Χωρίς αμφιβολία οι Γραφές θεωρούνταν από τους πρώτους Χριστιανούς ως η ενεργός αποκάλυψη του Εαυτού Του Θεού στον κόσμο. Την ίδια ώρα, η Εκκλησία εθεωρείτο ως ο οίκος του Θεού

 “εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω τών αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού, εν ώ πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν κυρίω» (Εφ. 2, 20-21).

Ο Θεός είχε τον Λόγο Του αλλά και το Σώμα Του. Η Καινή Διαθήκη λέει:

 (1) «υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους»  (1 Κορ.12:27) συγκριτικά με το (Ρωμ. 12, 5).

(2)«και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας»· ( Κολ.1, 18)

(3)« και πάντα υπέταξεν υπό τούς πόδας αυτού και αυτόν έδωκεν κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησίαήτις εστίν το σώμα αυτούτο πλήρωμα του τα πάντα εν πάσιν πληρουμένου».  (Εφεσ.1, 22-23).

Τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε οργανικός διαχωρισμός μεταξύ της Βίβλου και της Εκκλησίας όπως αντιμετωπίζεται συχνά  το θέμα σήμερα. Το Σώμα χωρίς το Λόγο είναι χωρίς το μήνυμα, αλλά ο Λόγος χωρίς το Σώμα είναι χωρίς θεμέλιο. Όπως γράφει ο Παύλος, το Σώμα είναι “… στύλος και εδραίωμα της αληθείας.” (1 Τιμόθ. 3, 15)

Η Εκκλησία είναι το Ζωντανό Σώμα του Ενσαρκωμένου Θεού. Ο Απόστολος δεν λέει ότι η Καινή Διαθήκη είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αλήθειας. Η Εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αλήθειας γιατί η Καινή Διαθήκη κτίστηκε πάνω στην εν Θεώ ζωή της.  Με λίγα λόγια, αυτή την έγραψε! Αυτή είναι  ένα αναπόσπαστο μέρος του ευαγγελικού μηνύματος και είναι μέσω της Εκκλησίας που γράφτηκε και διαφυλάχτηκε η Καινή Διαθήκη.

 [Συνεχίζεται]