Τα βασικά χαρακτηριστικά της ρωσσικής φιλοσοφίας*

7 Ιουλίου 2013

rus_phil

Το παρόν έργο αποτελεί μία περιδιάβαση στην περιοχή της ρωσσικής φιλοσοφίας. Επειδή ωστόσο η ρωσσική σκέψη αποτελεί ένα ιδιαίτερο τομέα στην Ιστορία της φιλοσοφίας[1], κρίνεται σκόπιμο να παρουσιασθούν στο πρώτο κεφάλαιο του παρόντος τόμου τα βασικά χαρακτηριστικά της. Συγκεκριμένα θα υποστηριχθεί εν συνεχεία ότι η ρωσσική φιλοσοφία του ιθ’ και του κ’ αι. έχει κατ’ εξοχήν θρησκευτικό περιεχόμενο, με το οποίο συνδέονται τόσο ο εθνικός όσο και ο κοινωνικός χαρακτήρας της.

 
*Το παρόν άρθρο αποτελεί το Α΄ κεφάλαιο του βιβλίου
«Σταθμοί της ρωσσικής φιλοσοφίας» του Δημήτρη Μπαλτά
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008, ISBN: 978-960-427-100-9

Αν και η θρησκεία και η φιλοσοφία παραμένουν δύο αυτόνομες περιοχές του βίου, οι οποίες ασκούν επίδραση η μία επί της άλλης και αντιστρόφως, είναι δυνατό να συγκροτηθεί μία θρησκευτική φιλοσοφία, διακρινόμενη οπωσδήποτε από την θεολογία κυρίως κατά την μέθοδο και την αφετηρία της[2], όπως μπορεί να χαρακτηρισθεί η ρωσσική, η οποία εστιάζεται κυρίως στην σχέση του ανθρώπου και του κόσμου με τον Θεό. Έτσι ο Ν. Lossky (1870-1965) υποστηρίζει ότι «μόνον χάρις στην θρησκευτική εμπειρία μπορούμε να ολοκληρώσουμε την κοσμοθεωρία μας και να αποκαλύψουμε το βαθύ νόημα του σύμπαντος. Η φιλοσοφία, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν την εμπειρία αυτή, γίνεται αναπόφευκτα θρησκευτική»[3].

Επί του προκειμένου θα παρατηρηθεί ότι με την θρησκευτική εμπειρία και όχι απλώς με την αισθητική εμπειρία, την ορθολογιστική σκέψη ή την ηθική συγκρότηση είναι δυνατόν να κατανοήσει ο άνθρωπος το μυστήριο του σύμπαντος και να θεμελιώσει την σχέση του με τον Θεό. Αυτή η θρησκευτική εμπειρία συνιστά τον θρησκευτικό ρεαλισμό, που όμως δεν αποτελεί μία σύνθεση ιδεαλισμού και ρεαλισμού. Πάντως, από μιας άλλης πλευράς, θρησκευτική έχει θεωρηθεί και εκείνη η εμπειρία που είναι εκτός της Εκκλησίας.

Ενδιαφέρουσα είναι η σχετική προσέγγιση του Β. Zenkovsky (1881-1962), κατά την οποία ο Μ. Bakounine (1814-1876) είναι ένας αληθινός ρομαντικός καθότι διαθέτει μία λαϊκή θρησκευτικότητα που κινείται, ως γνωστόν, εκτός της επίσημης Εκκλησίας[4]. Ακόμη και αν είναι αληθές ότι στην εξέγερση της Δρέσδης κατά το 1849 ο Bakounine πρότεινε «να βάλουν μπροστά από τους επαναστάτες την Madonna του Rafaello, πεπεισμένος ότι ο στρατός δεν θα τολμήσει να την πυροβολήσει»[5], δεν αμφισβητείται από κανένα το γεγονός ότι ο Bakounine  υπήρξε ένας μαχόμενος αθεϊστής, πράγμα που φαίνεται, μεταξύ άλλων, στο έργο του Θεός και Κράτος, εκδοθέν κατά το 1882.

Εδώ επιβάλλεται να διευκρινισθεί ότι ο θρησκευτικός χαρακτήρας της ρωσσικής φιλοσοφίας δεν εξαντλείται αποκλειστικά και μόνον σε μία ηθική διδασκαλία. Αν και η ηθική έχει μεγίστη σημασία, θεωρούμενη υπό του Vl. Soloviev (1853-1900) ως αυτόνομη λειτουργία[6], είναι γεγονός ότι οι Ρώσσοι διανοητές τίθενται κατά της μονόπλευρης ηθικολογίας[7], δεδομένου ότι αυτή επιμένει κυρίως στην τήρηση ενός συνόλου   εντολών   νομικού   χαρακτήρα,   πράγμα   που   θυμίζει   την κατάσταση του πνευματικού βίου κατά τον μεσαίωνα, όταν ακριβώς «η σύλληψη του κόσμου θεμελιωμένη στην χριστιανική πίστη, υπό την μορφή του καθολικισμού, καθόριζε όλον τον ηθικό βίο»[8]. Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόρριψη της ηθικολογίας δεν σημαίνει την ανυπαρξία ηθικών αιτημάτων, περί της οποίας έχει μιλήσει και ο Fr. Nietzsche (1844-1900). Εξ αυτού του λόγου ο P. Strouve (1870-1944) υποστηρίζει ότι «η πραγματοποίηση του υψίστου καλού είναι εφικτή για τον άνθρωπο, alias υπεράνθρωπο, αλλά και για τους ανθρώπους, και άρα το ηθικό πρόβλημα καθ’ εαυτό είναι δυνατό να λυθεί»[9]. Αναφερόμενος, ειδικότερα, στην σχέση θρησκείας και ηθικής ο Boulgakoff δέχεται ότι «η θρησκεία θεμελιώνει μία ηθική αλλά δεν την εξαντλεί ούτε την προσδιορίζει»[10]. Επί του προκειμένου θα παρατηρηθεί ότι αυτή η ερμηνεία του Boulgakoff είναι σύμφωνη με την χριστιανική φιλοσοφική παράδοση, που απορρίπτει την αυτονομία της ηθικής. Μάλιστα θα ήταν ορθότερο να υποστηριχθεί ότι η ρωσσική φιλοσοφία έχει οντολογικό και όχι μόνον ηθικό περιεχόμενο, αφού το ήθος φανερώνει το είναι του ανθρώπου.

Εξ άλλου, θα πρέπει να προστεθεί ότι η ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία βρίσκεται μακριά από τον σχολαστικισμό, αφού, όπως επισημαίνεται, αυτή «μεταχειρίζεται όλα τα επιτεύγματα της επιστήμης και της σύγχρονης φιλοσοφίας, ειδικά της πολύ ανεπτυγμένης σήμερα γνωσιολογίας»[11]. Επί πλέον, στην ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία δεν υπάρχει μία θεώρηση, ανάλογη με αυτήν των σχολαστικών φιλοσόφων, της φιλοσοφίας ως θεραπαινίδος της θεολογίας (ancilla theologiae). Αντιθέτως, επιχειρεί η ίδια η φιλοσοφία δια λογικής διαδικασίας να «υπερβή την φύση της και να καταστή υπερβατική και θεία»[12].

Εάν γίνει δεκτό ότι η φιλοσοφία «εμπερικλείει τις χαρακτηριστικές ιδιότητες και τα ενδιαφέροντα των διαφορετικών λαών που έχουν ασχοληθεί με την επιστήμη αυτή»[13], τότε ένα δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας είναι ο εθνικός χαρακτήρας της. Στο ίδιο πλαίσιο γράφει ο  Ι. Α. Ilyine ότι «ομοίως με τον ποιητή, τον ζωγράφο και τον επιστήμονα, με τον πολιτικό και τον προφήτη, ο φιλόσοφος τρέφεται συνειδητά η ασυνείδητα, volens aut nolens, από την πνευματική εμπειρία του λαού του. Έχει πατρίδα, δηλαδή εθνικό πνευματικό πολιτισμό, μέσα στον οποίο έχει διαμορφωθεί το ατομικό του πνεύμα με τα αγαπημένα αντικείμενα και περιεχόμενα, με την πράξη της δημιουργίας και τις αντιλήψεις του για την ζωή- και από αυτόν τον πνευματικό πολιτισμό τρέφεται, θετικά η αρνητικά, η προσωπική του εμπειρία και η προσωπική γνωστική δημιουργία του. Η προσωπική πνευματική εμπειρία του φιλοσόφου συνδέεται κατά βάθος με την προέλευση και την αλληλεπίδραση της εμπειρίας του λαού του• όσο πιο υψηλή και ώριμη είναι η πνευματική εμπειρία του λαού του τόσο πιο εύκολα και γόνιμα επιτυγχάνει να καλλιεργήσει, να πραγματώσει και να κατανοήσει αυτήν την εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν λαοί που δεν έχουν ακόμη ή δεν έχουν πλέον εθνική φιλοσοφία»[14].

Ωστόσο, τίθεται το ζήτημα αν η ρωσσική φιλοσοφία, που έχει κυρίως οντολογικό χαρακτήρα, δηλαδή που επισημαίνει την αλήθεια του συγκεκριμένου είναι (être concret), είναι δυνατό να έχει και εθνικό χαρακτήρα. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αλήθεια του συγκεκριμένου είναι δεν σημαίνει την υποταγή στην αλήθεια της εθνικότητας[15]. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς την καθιέρωση της ελληνικής, γερμανικής κ.α. φιλοσοφίας στην ιστορική έρευνα. Πάντως είναι γεγονός ότι οι Ρώσσοι διανοητές, ιδιαιτέρως οι σλαβόφιλοι, έχουν σκοπό όχι μόνον να εντάξουν την ρωσσική σκέψη στην Ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά και να αναδείξουν την μοναδικότητα και την ιερή αποστολή της Ρωσσίας στον κόσμο.

Εξ άλλου, εάν γίνει δεκτό ότι ο βίος των Ρώσσων χαρακτηρίζεται από ένα μαξιμαλισμό (maximalisme), δηλαδή από μία μεγιστοποιημένη έκφραση των ψυχοσωματικών δυνάμεών τους, είναι δυνατό, στην περίπτωση του L. Tolstoi (1828-1910), να χαρακτηρισθεί αυτός ως «ηθικός»[16], συσχετιζόμενος με την ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου. Σε μία διαφορετική προσέγγιση, ο Zenkovsky υποστηρίζει ότι ο μαξιμαλισμός των Ρώσσων δεν είναι θρησκευτικής ή ηθικής αλλά «πολιτικής» προελεύσεως[17], έχοντας ίσως και ένα γεωπολιτικό προσανατολισμό, χωρίς όμως να φθάνει σε μία εθνικιστική εκδήλωση. Στο πλαίσιο αυτής της «πολιτικής» πλευράς του μαξιμαλισμού θα πρέπει να ενταχθεί και η ομολογουμένως ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του Bakounine, που γράφει ότι «οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αυτό είναι μία φυσική πραγματική αγάπη. Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα αλλά γεγονός, και πολιτικός πατριωτισμός, αγάπη του Κράτους δεν είναι η ακριβής έκφραση αυτού του γεγονότος αλλά μία εκφυλισμένη έκφραση μέσω μιας απατηλής αφαίρεσης και πάντα προς όφελος μιας εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας… Η Πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών, να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν κατά τον τρόπο τους, και ο τρόπος αυτός είναι πάντα το αναμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης»[18]. Είναι προφανές ότι, διακρινομένου οπωσδήποτε του έθνους από το κράτος, ο Bakounine θεωρεί εδώ τον πατριωτισμό του λαού ως φυσική και σεβαστή εκδήλωση. Πέρα από αυτά, ωστόσο, ο τι χαρακτηρίζεται ως ρωσσικός μαξιμαλισμός έχει συνάμα και ένα οντολογικό περιεχόμενο, εφ’ όσον αυτός, κατά τον Berdiaeff, εκδηλώνεται στον μηδενισμό[19]. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει «ασυνείδητη η ρωσσική εσχατολογία, η πορεία προς το τέλος, προς την τελική κατάσταση»[20]. Τελικά το Απόλυτο που αναζητεί κατά την πορεία της η ρωσσική ψυχή θα μπορούσε να ταυτισθεί κυρίως με τον προσωπικό τριαδικό Θεό.

Παράλληλα, μπορεί να γίνει λόγος και για τον κοινωνικό χαρακτήρα της ρωσσικής φιλοσοφίας, δεδομένου ότι οι Ρώσσοι διανοητές του ιθ’ αλλά και του κ’ αι. ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για την βελτίωση του κοινωνικού βίου, αποκλίνοντας όμως από την μαρξική θεωρία. Παραδείγματα αποτελούν η αναρχική θεωρία των σλαβόφιλων, ο επαναστατικός σοσιαλισμός του Bakounine, οι οικονομικές θεωρήσεις των «νομίμων» μαρξιστών. Θα προσέθετα ακόμη και την καυστική κριτική επί προσώπων και θεσμών εκ μέρους του Ν. Gogol (1809-1852). Πάντως είναι αναμφισβήτητο ότι ο κοινωνικός προβληματισμός προσλαμβάνει ένα ουτοπικό χαρακτήρα, αφού, κατά μία άποψη, κάθε κοινωνικό καθεστώς «πραγματώνει μόνον κάποιες μεμονωμένες βελτιώσεις και ταυτοχρόνως εμπεριέχει καινούργια ελαττώματα και ευκαιρίες για κακή τους χρήση»[21]. Να τονισθεί εδώ ότι το κοινωνικό συνδέεται αρρήκτως με το εθνικό στοιχείο, δεδομένου ότι οι Ρώσσοι διανοητές είναι πρωτίστως Ρώσσοι και σκέπτονται ρωσσικώς. Μάλιστα αυτό χαρακτηρίζει την φιλοσοφία όχι μόνον των σλαβόφιλων αλλά και των δυτικόφιλων, οι οποίοι αποδέχονται ο τι προέρχεται από την Δύση. Ωστόσο το κοινωνικό στοιχείο συσχετίζεται και με το θρησκευτικό, πράγμα που φαίνεται τόσο στον ιδιότυπο θρησκευτικό αναρχισμό[22] του F. Dostoievsky (1821-1881) και του L. Tolstoi όσο και στις θέσεις των «νομίμων» μαρξιστών και αργότερα των Ρώσσων της Διασποράς, οι οποίοι προτείνουν τον λεγόμενο «χριστιανικό σοσιαλισμό», δηλαδή ο τι, παλαιότερα, ο Strouve είχε χαρακτηρίσει «χριστιανο­δημοκρατική ηθική»[23]. Παρά την άποψη του Berdiaeff κατά την οποία «ο Ρώσσος είναι πρώτ’ απ’ όλα ικανός να συνδέει την θρησκευτική του δραστηριότητα με πράγματα που δεν είναι θρησκευτικά, να προσεγγίζει με το πνεύμα της θρησκείας τομείς σαν αυτόν της επιστήμης ή της κοινωνικής ζωής, όπου βασιλεύουν το σχετικό και το ιδιάζον»[24], είναι βέβαιο ότι η ρωσσική φιλοσοφία έχει κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Γι  αὐτό και ο N. Lossky, αναφερόμενος στην κοινωνική πραγματικότητα, γράφει ότι «όλο το ιστορικό γίγνεσθαι ανάγεται στην προετοιμασία της ανθρωπότητας για την μετάβαση από την ιστορία στην μετα-ιστορία, δηλαδή στην ερχόμενη ζωή στην Βασιλεία του Θεού»[25]. Κατά ταύτα, ο άνθρωπος, το ανώτερο των δημιουργημάτων στο σύμπαν, βρίσκεται μεν στο κέντρο της ιστορίας αλλά ζη sub specie aeternitatis, της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού

Σε γενικές λοιπόν γραμμές, μπορεί να κρατήσει κανείς την επισήμανση ότι με τον προσδιορισμό των κυριοτέρων χαρακτηριστικών της ρωσσικής φιλοσοφίας, ήτοι του θρησκευτικού, του εθνικού και του κοινωνικού, είναι δυνατό να κατανοηθεί καλύτερα η πνευματική πορεία αλλά και ο προσανατολισμός της σκέψεως των Ρώσσων διανοητών του ιθ’ και του κ’ αι.

Σημειώσεις
[1] Florovsky G., Les voies de la théologie russe…, σ. 237.
[2] Πβ. Evdokimov P., Le Christ dans la pensée russe…, σ. 146.
[3] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 144.
[4] Zenkovsky B., Histoire de la philosophie russe…, τ. I…, σ. 276.
[5] Berdiaeff N., Η Ρωσσική Ιδέα…, σ. 142.
[6] Soloviev Vl., La justification du bien…, σ. 160.
[7] Πβ. Kant Imm., Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνο…, σ. 22, σ. 157, σ. 196. Ο Florovsky (Les voies de la théologie russe…, σ. 405) γράφει ότι «ο ηθικισμός στην θεολογία σημαίνει την κρίση του εκλησιαστικού πολιτισμού, την κρίση του αληθούς πολιτιστικού χαρακτήρα της Εκκλησίας». Επίσης, Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σσ. 141-143.
[8] Soloviev Vl., La crise de la philosophie occidentale…, σσ. 296-297.
[9] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 47.
[10] Boulgakov S., La lumière sans déclin…, σ. 58.
[11] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 151.
[12] Boulgakov S., La lumière sans déclin…, σ. 83.
[13] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 137.
[14] Ilyine I. A., Φιλοσοφία και ζωή…, σ. 66.
[15] Berdiaev N., Khomiakov…, σ. 94.
[16] Berdiaeff N., Η Ρωσσική Ιδέα…, σ. 146. Zenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, τ. I…, σ. 434.
[17] Zenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, τ. I…, σ. 37. Πβ. Evdokimov P., Le Christ dans la pensée russe…, σ. 38.
[18] Bakounine M., Théorie génèrale de la Révolution…, σ. 304. Arvon H., M. Bakounine…, σσ. 103-104.
[19] Για τον ρωσσικό μηδενισμό βλ. αναλυτικώς Κροπότκιν Π., Αναμνήσεις ενός επαναστάτη…, σσ. 175-178.
[20] Berdiaeff N., Η Ρωσσική Ιδέα…, σ. 130.
[21] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 150. Πάντως είναι αληθές ότι το ουτοπικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικό όλης της εποχής. Βλ. Florovsky G., Les voies de la théologie russe…, σ. 236.
[22] Βλ. αναλυτικώς Berdiaeff N., Η Ρωσσική Ιδέα…, σσ. 144-149.
[23] Strouve P., «Πρόλογος»…, σ. 63.
[24] Berdiaev N., Les sources et le sens…, σ. 35.
[25] Μπαλτάς Δ. Β., Ρώσσοι φιλόσοφοι…, σ. 150.