Θεός απρόσιτος (Β΄)

6 Ιουλίου 2013

Με το θέμα μας συμπλέκεται το ερώτημα, γιατί η Γρα­φή ομιλεί έτσι, γιατί η αποκάλυψη του Θεού πρέπει να δίδεται έτσι. Η απάντηση των Πατέρων, που πολλές φορές τη συναντήσαμε και στα όσα είπαμε να υποκρύπτεται, είναι, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί αλλιώς. Όπως ομιλούμε στα νήπια, έτσι ο Θεός μάς ομιλεί στη Γραφή για τον εαυτό του, λέει ο Ωριγέ­νης. Και κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι Γραφές, που ομιλούν περί του Θεού, «ώσπερ τινας νηπίους παιδαγωγούσαι τους εντυγχάνοντας, ανθρωπινότερον περί αυτού διαλέγονται, χείρας αυτώ και πόδας και οφθαλμούς και φωνάς και λόγους και στόματα και πρόσωπον και μυρία άλλα τοιαύτα περιάπτουσαι». Και πράγματι ο άνθρωπος απέναντι στον Θεό είναι κατά κυριολεξίαν νήπιος (από το νη και έπος), δεν έχει έπος, λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει. Γι’ αυτό και χρειάζεται για να εκφράσει το θείο εικόνες και σύμβολα. Γι’ αυτό, λέει ο συγ­γραφέας των Αρεοπαγιτικών συγγραφών, απιστούμε οι πολλοί στα λόγια των θείων μυστηρίων, διότι τα βλέ­πουμε μόνον διά μέσου των προσκολλημένων σ’ αυτά αισθητών συμβόλων. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να είναι αυτά όλα που βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη; Πώς είναι δυνατόν να έχει ο Θεός χέρια και πόδια; Πρέπει να τα ξεντύσει κανείς τα σύμβολα και να τα δει όπως έχουν, γυμνά και καθαρά. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός φρονεί ότι όλα όσα λέγονται περί Θεού σαν να είχε σώμα, λέγονται συμβολικώς και έχουν ένα υψηλότερο νόημα.

Αγία Τριάς Β (1)

Αυτά δεν ισχύουν μόνον για τις παραστάσεις περί Θεού. Επεκτείνονται και σε ένα μεγάλο αριθμό βι­βλικών διηγήσεων. Ανέφερα μερικές προηγουμένως. Για πολλές όμως από τις διηγήσεις πιστεύουν οι Πα­τέρες ότι η Γραφή χρησιμοποιεί ομοίως συμβολική γλώσσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για τον αστέρα που φάνηκε την ημέρα της γεννήσεως και οδήγησε τους Μάγους, λέει: αυτό το αστέρι δεν ήταν ένα από τα πολλά αστέρια· μάλλον δε ούτε καν αστέρι, όπως μου φαίνεται, αλλά κάποια δύναμη αόρατη που μετασχηματίσθηκε σ’ αυτήν την όψη. Τα αστέρια πώς μπο­ρεί να προχωρούν; Όταν κοιμόντουσαν οι Μάγοι, κοι­μόταν το αστέρι; Όταν προχωρούσαν, προχωρούσε το αστέρι; Όταν είχε συννεφιά, δεν έβλεπαν το αστέρι; Όταν στάθηκε πάνω από το μέρος που ήταν το παιδίον, πώς το είδαν και το κατάλαβαν; Συνεπώς πρέπει να είναι κάποια άλλη αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, που τους οδή­γησε και τους φώτισε να πάνε εκεί. Με αυτά βέβαια ο ιερός πατήρ απογοητεύει μερικούς ευσεβείς διαπρε­πείς επιστήμονες, που προσπαθούν να μας ορίσουν τι ήταν αυτό το αστέρι, και λένε ότι υπήρχε σύνοδος τριών αστέρων κ.λπ. Με αυτά όλα, όσο και να είναι φι­λότιμες οι προσπάθειες, άθελά τους, με τον ζήλο τους, μετατρέπουν αυτό το περιστατικό σε ένα απλό φυσικό φαινόμενο· ακόμη και αν αυτό το εξηγήσουμε φυσικώς, ένας άπιστος δεν πρόκειται να πιστέψει, παρ’ όλη την προσπάθειά τους, τη στιγμή που μένει ένα πλήθος άλλων που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη φυσική.

Τη συμβολική γλώσσα βλέπουν οι Πατέρες και στις τε­λετές της Εκκλησίας. Με την κάθαρση π.χ. στο ύδωρ του βαπτίσματος εξεικονίζεται «εν συμβόλοις» η πνευ­ματική αποκάθαρση, κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Γι’ αυτό βαπτίζουμε το παιδί στο νερό, γι’ αυτό βαπτιζόμαστε στο νερό, επειδή αυτό είναι σύμβολο της πνευ­ματικής καθάρσεως. Και ο Απόστολος Παύλος το ονο­μάζει «λουτρόν παλιγγενεσίας»: βυθιζόμενοι στο ύδωρ συμμετέχουμε στον θάνατο του Χριστού, εξερχόμενοι συμμετέχουμε στην ανάστασή του, ξαναγεννημένοι σε μια καινούργια ζωή.

Εδώ επιτρέψτε μου να ρωτήσω: δεν είναι όσα ελέχθησαν μια απάντηση σε όλους εκείνους που βλέπουν μύθους στη Γραφή; Αυτοί βλέπουν μύθους, και τους απορρίπτουν. Οι Πατέρες βλέπουν σύμβολα, εικόνες, ανθρωποπαθείς, ανθρωποκεντρικές και ανθρωπομορφικές εκφράσεις και τις ερμηνεύουν.

Βεβαίως δεν ερμηνεύονται όλες οι διηγήσεις της Γραφής με αυτόν τον τρόπο. Για τους Πατέρες η βά­ση κάθε ερμηνείας είναι η πίστη. Πολλές φορές η ερμηνεία ευρίσκεται έξω από τις δυνατότητές μας. Οι Πατέρες εγνώριζαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατο­τήτων. Έτσι γράφει ο Χρυσόστομος: «Το πώς ορώσιν οι Προφήται ταύτα, άπερ ορώσιν, ουχ ημέτερον ειπείν, ου γαρ δυνατόν ερμηνευθήναι λόγω τον τρόπον της όψεως». Λογικά δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, ξέ­ρουμε όμως ότι έβλεπαν αυτό που έβλεπαν, με τον τρόπο που το έβλεπαν (την συγκατάβαση που είπαμε κ.λπ.), αλλά το πώς, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αυτή είναι η ερμηνεία των Πατέρων, εκείνων που γνώ­ριζαν να σταματούν τη σκέψη τους μπροστά στην πύ­λη του μυστηρίου και να μην υποκαθιστούν τον Θεό με υποκατάστατα, με είδωλα του Θεού. Όπου η χριστια­νική παράδοση απομακρύνθηκε από τον τρόπο σκέψεως των Πατέρων, μεταβλήθηκε σε ένα είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας (και εννοώ συγκεκριμένα τη Δύ­ση), ή μιας ευσεβούς φιλολογίας, ενώ με αυτόν τον τρόπο της πατερικής σκέψεως θα μπορούσε η ανθρώπινη σκέψη, η θεολογία η χριστιανική, να φυλαχθεί από πολλά ατοπήματα. Η σκέψη των Πατέρων εισήγαγε μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη σκέψη, μια διά­σταση που προσδιορίζεται από τα όσα είπαμε για το πώς βλέπουν οι Πατέρες την γνώση του Θεού. Αυτό είναι το μήνυμα των Πατέρων ανά τους αιώνες, ένα μήνυμα που δεν είναι αυτόνομο, αλλά είναι το μήνυμα της Γραφής ερμηνευμένο και υπομνηματισμένο. Γιατί και τη Γραφή πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε, αν θέλουμε να βρούμε απάντηση στα προβλήματά μας. Δίνει απάντηση στα προβλήματά μας, αλλά πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε. Στη Γραφή βρίσκεται ο Λό­γος του Θεού, που απεκαλύφθη στον άνθρωπο, με τρό­πο που να είναι προσιτός στο λόγο του ανθρώπου.

Για να γίνει προσιτός στο ανθρώπινο λογικό ο Θεός μέσω της Γραφής, χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο λόγο, τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη γλώσσα του. Η απόσταση μεταξύ ημών και του Θεού είναι άπειρη. Ο Θεός είναι άκτιστος, τελείως απρόσιτος, δεν υπάρχει ουδεμία δυνατότητα επαφής με τις δικές μας δυνάμεις. Έτσι ο Θεός μάς μιλάει με τη γλώσσα μας, μιλάει με τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αυτό πρέπει να γνωρίζουμε, όταν διαβάζουμε την Γραφή. Έτσι μόνον μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό και αυτό πρέπει να μάθουν και όλοι όσοι φεύγουν από τη Γραφή, επειδή τη θεωρούν κατώτερη του λόγου των, της λογικής των, σκανδαλιζόμενοι από τον τρόπο που ομιλεί. Ο σκανδαλισμός αυτός των «σοφών» και των «συνετών» δείχνει το επί­πεδο της θρησκευτικής τους μορφώσεως και της πνευ­ματικής τους καλλιέργειας.

Πρέπει να το παραδεχθούμε: το επίπεδο αυτό, παγκοσμίως, αλλά ας μείνουμε στη χώρα μας, είναι πολύ χαμηλό, είναι σε απελπιστική στάθμη. Δεν ξέρω αν όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται χειρότερη η κατάσταση. Για πολλούς ναι. Δεν θέλω να γενικεύσω. Υπάρχουν και οι εκλεκτοί που ξεχωρίζουν και ίσως αυτοί οι εκλεκτοί έχουν βαθύτερη γνώση από τις προηγούμενες γενιές. Αλλά η πλειονότης όσο πηγαίνει και υποβαθμίζεται. Ενώ μιλάμε για ανάπτυξη, είμαστε σ’ αυτό το θέμα υπανάπτυκτοι. Ενώ καταβάλλουμε τόσες προσπάθειες για την ανάπτυξη, το φράγμα της θρησκευτικής υπανάπτυ­ξης δεν επιχειρούμε να το σπάσουμε. Η οικονομική ανάπτυξη είναι η θεότητά μας, η υπαρξιακή αγωνία όμως δεν ικανοποιείται με τα ξυλοκέρατα του ασώτου υιού του Ευαγγελίου. Το πως θα καταξιώνουμε την ύπαρ­ξή μας στον 21ο  αιώνα, θα το μάθουμε μόνο στη Γραφή. Μόνο αν μάθουμε να μελετάμε τη Γραφή και αν μάθου­με να εμβαθύνουμε στη Γραφή και να την καταλαβαίνουμε, τότε μόνον θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε πνευματικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και χριστιανι­κά. Και δάσκαλοί μας σ’ αυτό είναι οι Πατέρες, μερικά δείγματα από τα οποία πήρα και σας μετέδωσα.

Ως τώρα προσπαθήσαμε να καταδείξουμε ότι ο Θε­ός είναι το αντικείμενο της απόλυτης αγνωσίας του ανθρώπου. Η γνώση όμως από τον άνθρωπο αυτής της απόλυτης αγνωσίας, το να αισθάνεται δηλαδή κα­νείς το αχώρητο, το απρόσιτο, το άρρητο του Θεού και το να ομιλεί περί του αρρήτου του Θεού και του απροσίτου και του αχωρήτου, αυτή είναι η μόνη δυνατή γνώση σχετικά με την ουσία του Θεού και ο μόνος δυνατός τρόπος αισθήσεως του Θεού και ομιλίας πε­ρί αυτού. Ακόμη περισσότερο, αυτό είναι μία πείρα, μία εμπειρία, στην οποία καταλήγει κανείς, όταν όλοι οι άλλοι δρόμοι που με την νόησή του άνοιξε για να φθάσει στον Θεό, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδοι. Έτσι ο Θεός παύει πλέον να είναι νοητικό ή συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο αντικείμενο, και γίνεται βίωμα: όπως  έλεγαν οι Πατέρες, «πάσχειν τα θεία». Ο δρόμος της γνώσεως δεν είναι ο νοητικός, αλλά ο βιωματικός. Ο Θεός δεν είναι το αντικείμενο της γνώσεως, αλλά το υποκείμενό της. Και η σχέση του ανθρώπου με Αυτόν, δεν είναι σχέση γνώσεως, αλλά ενώσεως, δηλαδή, όπως λένε οι Πατέρες και η Εκκλησία μας, «θεώσεως». Έτσι φθάνουμε στην καρδιά της ορθόδοξης θεολο­γίας, κατά την οποία ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Δημιουργό του για να μετάσχει στη θεία φύση και να γίνει θεός, θεός όχι κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν, εφόσον η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και άγνωστη, αλλά θεός κατά χάριν, ενούμενος μαζί του, δηλαδή θεούμενος.

Εδώ ανακύπτει ένα πιθανό ερώτημα: αφού η ουσία και η φύση του Θεού είναι απρόσιτη στον άνθρωπο, με τί ενώνεται ο θεούμενος άνθρωπος; Θέωση σημαίνει ένωση με το Θεό. Αφού η ουσία είναι απρόσιτη, πώς ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Αν και η ουσία του Θεού μέ­νει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, όμως ο Θε­ός αποκαλύπτεται και γνωρίζεται και γίνεται προσιτός μέσω των ενεργειών του. Επειδή αφ’ ενός ο Θεός είναι  για τον άνθρωπο απρόσιτος κατά την ουσία· και επειδή  αφ’ ετέρου η θέωση του ανθρώπου πρέπει να νοηθεί ως μετοχή στη θεία φύση, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε  διάκριση ανάμεσα στην ασύλληπτη, απρόσιτη, άκτιστη θεία ουσία, και στις προσιτές, αλλά επίσης άκτιστες, αλλά και αχώριστες από τη θεία ουσία, ενέργειες, με τις οποίες αποκαλύπτεται και γνωρίζεται ο Θεός. Τέ­τοια ενέργεια είναι π.χ. η θεία χάρις. Λέγεται θεία χάρις, γιατί χαρίζεται στους ανθρώπους και τους οδηγεί στη σωτηρία, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Χαρίζει ο Θεός, αλλά πρέπει και εμείς να δεχθούμε τη δωρεά. Ο Θεός δεν μεροληπτεί, δίνει τη χάρη του σε όλους. Λέγει η Γραφή: «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονη­ρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Η χάρη είναι άκτιστη δωρεά του Θεού. Δεχόμενος κανείς τη χάρη του Θεού, διαποτίζεται από αυτήν. Δεχόμενος ο άνθρωπος τη θεία χάρη, ενώνεται με τον Θεό, θεούται. Αυτή είναι η θέωση. Το ίδιο είναι η δόξα του Θεού, μια άλλη άκτιστη ενέργεια του Θεού. Θέωση θα πει να βλέπεις τη δόξα του Θεού. Αυτό είναι ο παράδεισος. Και η κόλαση είναι αντίστοιχα να μην μπορείς να δεις τη δόξα του Θεού. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι η θέα ή η μη θέα της δόξης του Θεού. Η θέα της δόξας του Θεού είναι η άπειρη μακαριότητα του ανθρώπου. Γιατί ο Θεός είναι μεν το τελείως απρόσιτο ον, αλλά η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθιστά προσιτή τη δόξα του. Βλέποντας τη δόξα του Θεού, ενούται ο άνθρωπος με την άκτιστη αυτή ενέργεια του Θεού, που είναι για μάς το ανώτερο που μπορούμε να συλλάβουμε για τον Θεό, είναι ο ίδιος ο Θεός· το να δούμε τη δόξα του Θεού, αυτή είναι η μακαριότης μας, αυτός είναι ο παράδεισος, αυτή είναι η θέωση. Το να μη μπορεί να δει κανείς τη δόξα του Θεού, αυτό είναι το μεγαλύτερο βάσανο, αυτό είναι η κόλαση.

             Κριτήριο για τη θέα της δόξας του Θεού είναι η αγά­πη. Θυμηθείτε την παραβολή της μελλούσης κρίσεως. Ο Κριτής θα κρίνει με το κριτήριο της αγάπης. «Ο Θεός αγάπη εστίν», όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης (Α’ Ιω. 4, 8.10). Ο Θεός είναι αγάπη· δε λέμε έχει αγάπη, αλλά είναι αγάπη. Αφού είναι αγάπη, θα κρίνει με το μέτρο αυτό τους ανθρώπους. Εσείς οι εκ δεξιών μου, δείξατε αγάπη, μπορείτε να με δείτε: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομή­σατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Οι άλλοι πάλι θα δουν το Θεό, αλλά αν δεν έχουν αγάπη, η αγάπη του Θεού θα τους καίει. Και για τους μεν θα είναι φως που θα φωτίζει, για τους δε «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29). Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, χρησιμο­ποιώντας ως μαστίγιο την αγάπη του. Εμείς ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο Θεό θα απολαύσουμε τον παράδεισο, ή θα υποστούμε την κόλαση. Η ανταπόκριση ή μη στην αγάπη του Θεού είναι αυτή που κολά­ζει ή σώζει τον άνθρωπο.

Η προσέγγιση αυτή, για την οποία μίλησα, στις άκτι­στες ενέργειες του Θεού, είναι η μόνη δυνατή προ­σέγγιση του Θεού που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος.

Με όσα είπαμε, έγινε κατανοητό, ότι λέγοντας αγνωσία οι Πατέρες δεν εννοούν τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής αναφέρεται σ’ αυτή την ύπαρξη του Θεού. Φρονεί ότι, το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε. Για την Ορθοδοξία όμως η αγνωσία είναι η υψίστη μορφή της γνώσεως του Θεού, μιας γνώσεως που οδηγεί από την αλογία στην δοξολογία. Πολύ ωραία ψάλλει ένας ύμνος: «Αφού δεν μπορούμε να βρούμε λόγια να σημάνουμε την ασύλληπτο στο νου τριφεγγή σου θεότητα, φιλάν­θρωπε Δέσποτα, σε υμνούμε και τη δύναμή σου δοξά­ζουμε». Και ένας ύμνος των Χριστουγέννων: «Μυστή­ριον ξένον, ορώ, και παράδοξον! Ουρανόν, το σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν, την Παρθένον· την φάτνην, χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι το δοξολογικό τέ­λος και η δοξολογική αρχή στους ύμνους είναι κύριο χαρακτηριστικό της ορθοδόξου θεολογίας που εκφράζεται στην ορθόδοξη υμνολογία, γιατί η υμνο­λογία είναι η πεμπτουσία της θεολογίας. Η Οκτώηχος του Ιωάννου του Δαμασκηνού περιέχει όλη τη σύνοψη της θεολογίας. Όχι μόνον σύνοψη αλλά και ανάπτυξη, έκθεση της θεολογίας.

Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η ορθή δόξα περί του Θεού, η ορθή πίστη, αλλά είναι και η ορθή δόξα προς τον Θεό, η ορθή δοξολογία. Η ορθή δόξα του Θεού, η δοξολογία δηλαδή του Θεού, γίνεται στο πλαίσιο της ορθής δόξας περί του Θεού, είναι αχώριστη από την ορθή πίστη, το ορθό δόγμα. Και η δόξα ως πίστη και δι­δασκαλία είναι αχώριστη από τη δόξα ως αίνον και δο­ξολογία.

Όλη η ορθόδοξη θεολογία ως λόγος περί του Θεού και ειδικότερα η θεολογία των Πάτερων της Εκκλη­σίας καταλήγει διά μέσου του αποφατισμού ακριβώς στην δοξολογία του Θεού.

Η περιήγηση στο περιβόλι της ορθοδόξου θεολογίας με ξεναγούς τους θεοφόρους Πατέρες μάς έδειξε το απρόσιτο του Θεού. Όμως αυτός ο απρόσιτος Θεός είναι ο πατέρας μας, ο πλάστης και δημιουργός μας, είναι αγάπη, είναι η αγάπη· και η αγάπη του δεν θέλησε να αφήσει εαυτόν «αμάρτυρον» κατά την Γραφή (Πράξ. 14,17). «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) έγινε προσιτός και απεκάλυψε τον εαυτό του στο πρό­σωπο του Υιού και Λόγου του· «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιω. 1, 14). «Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε· και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς έφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ακούει παρά πάντων ούτως: Αλληλούια» (Ακάθιστος Ύμνος, Σ), «αινείτε τον Θεόν!»

(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.7-23)