Τι έτρωγε η Στιλούδα

22 Ιουλίου 2013

Πλημμυρίζει τύψεις η συνείδησή μου, μαυρίζει η ψυχή μου, όταν μου έρχεται στο νου το περιστατικό με τη Στιλούδα το ανοιξιάτικο εκείνο δειλινό στην αλάνα των παιδικών μου παιχνιδιών. Η Στιλούδα ήταν ένα κοριτσάκι 4-5 χρονών, λεπτό και εύθραυστο σαν μίσχος λουλουδιού, ένα κοριτσάκι φοβισμένο και κλεισμένο στον εαυτό του σα πουλάκι λαβωμένο.

Ήταν η αμέσως μετά την κατοχή εποχή, η ταραγμένη, η φριχτή για την πατρίδα μας περίοδος, η εποχή του εμφυλίου.

Η Στιλούδα ζούσε με τη μάνα της σε ένα σκοτεινό κατώι ενός σπιτιού της γειτονιάς μου, όπου βρήκαν καταφύγιο, όταν ήρθαν πανικοβλημένες στον Πολύγυρο από ένα χωριό της Χαλκιδικής μέσα στη δίνη των καιρών. Η μάνα της Στιλούδας μια λιπόσαρκη ταλαιπωρημένη γυναίκα μαυροφορούσα και μαυρομαντηλούσα έχασε τον άνδρα της, όταν είχε ακόμα στην κοιλιά της τη Στιλούδα. Έτσι χωρίς πόρους, χωρίς στήριξη πήρε το παιδί της και ήρθε, όπως είπα, στον Πολύγυρο και προσπαθούσε να επιβιώσει ξενοδουλεύοντας.

45091-dsfg232131313

Η Στιλούδα έμενε κλεισμένη στο κατώι, όσο έλειπε η μάνα της στη δουλειά, όλο το πρωινό. Όταν όμως ερχόταν το απόγευμα και τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν σε κάποια αλάνα η στο δρόμο και ξεσήκωναν τον κόσμο με τα γέλια και τις φωνές τους, τότε έβλεπες και τη Στιλούδα να ξεμυτίζει και να έρχεται δειλά δειλά στη μάζωξη των παιδιών της γειτονιάς. Κούρνιαζε πάντα σε μία άκρη, μια ψυχούλα τόση δα, που φαινόταν ακόμα μικρότερη καθώς καθόταν συνεσταλμένη και μαζεμένη και παρακολουθούσε με τα μεγάλα μάτια της με ζέση και ενδιαφέρον όσα έκαναν τα άλλα παιδιά χωρίς να τολμάει όμως να συμμετέχει στο παιχνίδι.

Εκείνα τα χρόνια υπήρχε συνήθεια, τηρούμενη με θρησκευτική ευλάβεια από το σύνολο των παιδιών, κάθε παιδί, όταν έβγαινε για παιχνίδι, να κρατάει στο ένα του χέρι μια φέτα ψωμί (το λεγόμενο γουνίδ’ ή γουνίδα) και στο άλλο του χέρι κάποιο φαγώσιμο. Αυτό το άλλο φαγώσιμο οι παλιοί συνήθιζαν να το χαρακτηρίζουν «αυτό, που ξεγελάει το ψωμί να κατιβαίν’(ι) σιακάτ». Το σύνηθες συνοδό του ψωμιού ήταν το τυρί. Μια φέτα λοιπόν μεγάλη ψωμί στο ένα χέρι και ένα συνήθως μικρό κομμάτι τυρί στο άλλο χέρι, το λεγόμενο ψωμοτύρι, ήταν το παραδοσιακό απογευματινό των παιδιών, που το έτρωγαν, όπως είπαμε, πάντα παίζοντας στο δρόμο. Απαραίτητα η μάνα έδινε στο παιδί της κάθε φορά την οδηγία: «Να δαγκάνεις πολύ ψωμί αλλά τσιμούδα τυρί». Προφανώς για να επαρκέσει το λιγοστό τυρί να ξεγελάσει όλο το ψωμί για να κατεβεί σιακάτ’!

Εκτός όμως από το τυρί υπήρχαν και διάφορα άλλα συνοδά του ψωμιού για «να το ξεγελάσουν». Έτσι έβλεπες κάποια παιδιά να κρατούν μια φέτα ψωμί βρεγμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη, κάποια άλλα μια φέτα περιχυμένη με λάδι και επάνω αλάτι και ρίγανη ή αλειμμένη με λίγδα, ταραμά, πολτοποιημένες ελιές ή μέλι. Σπάνια έβλεπες κάποιο παιδί να έχει τη φέτα του αλειμμένη με βούτυρο και ζάχαρη ή βούτυρο με μέλι ή βούτυρο με μαρμελάδα. Αυτά ήταν το άκρον άωτον της γαστρονομικής πολυτέλειας της εποχής.

Εξαίρεση στην απογευματινή αυτή συνήθεια των παιδιών δε θα μπορούσε βέβαια να αποτελέσει η Στιλούδα. Όπως καθόταν, μαζεμένη και θλιβερή στην ακρούλα της, κρατούσε κι αυτή κάποιο φαγώσιμο κι έτρωγε εναλλάξ μια μπουκιά ψωμί και μια από το άλλο φαγώσιμο. Και όλα συνέχιζαν το ρυθμό τους μέχρι που έγινε η μεγάλη αποκάλυψη, επακολούθησε ο μεγάλος χαμός και ο μεγάλος διασυρμός της Στιλούδας και η αιτία των μεγάλων τύψεων που με κατατρέχουν μέχρι σήμερα.

Ένα παιδί κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι η Στιλούδα στο ένα της χέρι κρατούσε βέβαια μια φέτα ψωμί, αλλά στο άλλο της χέρι δεν κρατούσε τυρί ή κάποιο άλλο φαγώσιμο, αλλά κρατούσε, άκουσον άκουσον, και στο άλλο της χέρι επίσης ένα μικρό κομμάτι ψωμί και το έτρωγε με πολύ μικρές μπουκιές εναλλάξ με τη φέτα του ψωμιού από την οποία δάγκωνε πολύ μεγαλύτερες μπουκιές.

Έγινε, όπως είπα, χαμός μετά τη φοβερή αυτή αποκάλυψη. Το παιδί που την έκανε το έβγαλε αμέσως βούκινο: «Όϊντε, αυτήν’(ι) τρώει ψουμί μι ψουμί αντί να τρώει ψουμί κι τυρί».

Σε λίγο όλο το τσούρμο των παιδιών, με εμένα ανάμεσά τους, είχε μαζευτεί γύρω από τη Στιλούδα χαχανίζοντας και φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας: «Όϊντε, αυτήν’(ι) τρώει ψουμί κι ψουμί. Γιατί, μαρή, τρως ψουμί μι ψουμί;» (είναι πολύ σκληρά τα παιδιά, έμαθα όταν μεγάλωσα πια).

Η Στιλούδα ζάρωσε, μίκρυνε πιο πολύ από ότι ήταν και σίγουρα ευχόταν να άνοιγε η Γη να την καταπιεί. Ήταν ένα θέαμα αξιοθρήνητο, εφιαλτικό με θύτες το σύνολο των παιδιών και θύμα τη φτωχή Στιλούδα. Τέλος όταν ύστερα από ώρα τα γιουχαΐσματα και τα ξεφωνητά άρχισαν να καταλαγιάζουν, κατόρθωσε η Στιλούδα ξέπνοα να ψιθυρίσει: «Ιμείς δεν έχουμι πατέρα στου σπιτ’ να μας αγουράζ’(ι) τυρί κι η μάναμ’ μι δίν’(ι) να τρώου μια φέτα ψουμί κι ένα κουμματούδ’ ψουμί να του τρώου για τυρί».

Νέα χάχανα και νέα «όϊντε» και νέος διασυρμός επακολούθησε μετά τα λόγια της Στιλούδας. Η δύστυχη μικρούλα πιο μαζεμένη από ποτέ σηκώθηκε κι έφυγε και δε θυμάμαι να ξαναφάνηκε στο απογευματινό παιχνίδι των παιδιών της γειτονιάς μου μετά το γεγονός αυτό.

Αργότερα έμαθα ότι κάποιες μάνες όταν δεν είχαν να δώσουν κάτι συνοδό της φέτας του ψωμιού, έδιναν στο παιδί τους μαζί με τη φέτα και ένα μικρό κομματάκι ψωμί και του έλεγαν αυτό να το τρώει λίγο λίγο με μικρές μπουκιές για τυρί, ενώ τη φέτα του ψωμιού να την τρώει κανονικά, όπως τρώνε το ψωμί με μεγάλες μπουκιές!

Η πρώτη μου όμως επαφή με το γεύμα της Στιλούδας «ψωμί με ψωμί» ήταν για μένα μια εμπειρία πρωτόγνωρη για τότε και πηγή, όπως είπα, συνεχών και μεγάλων τύψεων για το σήμερα. Τύψεων για τη βάρβαρη συμμετοχή μου στο διασυρμό της μικρής Στιλούδας, που ήταν λεπτή σα μίσχος λουλουδιού και πονεμένη σα πουλάκι λαβωμένο.

Πηγή: Παγχαλκιδικός Λόγος, τεύχος 15, Απρίλιος – Μάϊος – Ιούνιος 2013, σελ.31-32.