Το κήρυγμα ως «performance» (α΄ μέρος)

24 Ιουλίου 2013

Παραδόθηκε στο αναγνωστικό κοινό από της εκδόσεις Αρμός το βιβλίο του καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Αθηνών με τίτλο: «Το κήρυγμα ως performance». Αντικείμενο του βιβλίου είναι να διευρύνει τον προβληματισμό γύρω από την παραστασιακή διάσταση τού κηρύγματος.  Βασικός στόχος αυτής της επιμελημένης έκδοσης είναι να μας μεταφέρει σε καιρούς όπου ο εκκλησιαστικός λόγος των πατέρων πρόσφερε από τον άμβωνα μία έντονη δραματική εμπειρία. Με αφορμή της έκδοσης αυτής η Πεμπτουσία έλαβε αποκλειστική συνέντευξη από τον κ. Ιωσήφ Βιβιλάκη.

bbibilakis

Πεμπτουσία: Ποια η πρόθεσή σας με αυτή τη εργασία;

Ιωσήφ Βιβιλάκης: Θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε να συνομιλήσουμε για την πρόσφατη μελέτη μου, μια μονογραφία για το μεταβυζαντινό κήρυγμα. Γνωρίζω ότι το θέμα του βιβλίου μπορεί να δημιουργήσει τριγμούς και άγχος διότι ίσως να σκεφθεί κάποιος: τί σχέση μπορεί να έχει το θείο κήρυγμα με την performance, με κάτι που δείχνει τελείως άσχετο ή και αντίθετο με τη λατρεία στην οποία εντάσσεται η διδασκαλία του θείου λόγου. Πόσο νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για θέατρο και ιερό κήρυγμα; Ωστόσο, δεν αναφέρομαι σε ένα ζήτημα άγνωστο αλλά για κάτι που ήταν, μάλλον, στο περιθώριο των σπουδών της εκκλησιαστικής ρητορικής. Για ένα θέμα που δεν έμπαινε στο επίκεντρο διότι υπήρχε μια πολύ παλαιά αντιθεατρική προκατάληψη που λέει ότι θέατρο και Εκκλησία είναι δύο χώροι ασύμβατοι. Εν τούτοις όσοι ειδικοί ασχολούνται με την ομιλητική ξέρουν πολύ καλά ότι άλλο είναι να γράφεις έναν εκκλησιαστικό λόγο και είναι τελείως διαφορετικό πώς θα τον παρουσιάσεις. Στην εργασία μου, λοιπόν, εστιάζω, κυρίως, στο εφήμερο γεγονός της παρουσίασης του λόγου, σε ένα στοιχείο που είναι κρίσιμο για την επιτυχία τού κηρύγματος όταν τελείται μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων.

Η αφετηρία της ενασχόλησής μου με το κήρυγμα βρίσκεται στο ερώτημα εάν η καθιερωμένη πρακτική της διδαχής εντός της λατρείας ενδιαφέρει τις θεατρικές σπουδές. Το ζήτημα αυτό είχε τεθεί αρχικά από μία άλλη πλευρά σε συζητήσεις που είχα στο παρελθόν με τον δάσκαλό μου, τον καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ, δηλαδή τί θα μπορούσαμε να μάθουμε για το θέατρο μελετώντας τις εκκλησιαστικές ομιλίες. Η απάντηση στο ερώτημα ήρθε με τη διδακτορική μου διατριβή όταν μελέτησα τη θεατρική ορολογία σε κείμενα της πατρολογίας, όπου εκεί αποκαλύφθηκε η βαθειά γνώση των πατέρων για το θέατρο. Στη συνέχεια με απασχολούσε εάν το κήρυγμα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία δράματος αλλά και εάν έχει θέση σε μια ιστορία της ελληνικής υποκριτικής. Ήταν η περίοδος που ερευνούσα το ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο του 18ου αιώνα, προετοιμάζοντας τη δημοσίευση του έργου Αυξεντιανός μετανοημένος, μία ανέκδοτη πεντάπρακτη κωμωδία του 1752 (εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2010), που προέρχεται από κύκλους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Το 2008 σε μια ανακοίνωση που έκανα σε ένα ειδικό θεατρολογικό συνέδριο στη μνήμη της συναδέλφου μου Αγνής Μουζενίδου υποστήριξα ότι εάν δούμε το κήρυγμα μέσα στο φυσικό του πλαίσιο, δηλαδή ως προφορική παρουσίαση ενώπιον της σύναξης, τότε μπορεί να μας φανερωθεί ένας κρίκος που συνδέει τεχνικές υποκριτικής σε μια παράδοση που ενώνει τον μεταβυζαντινό κόσμο από την Κρήτη και τα Επτάνησα, έως το Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολη. Η ανταπόκριση στην εισήγηση ήταν εξαιρετικά θερμή και έντονη. Δεχόμουν για μεγάλο διάστημα ερωτήματα για τα ζητήματα αυτά από συνέδρους και συναδέλφους. Έτσι, αποφάσισα να δουλέψω στο θέμα του κηρύγματος έχοντας στο νου μου ότι αναφέρομαι σε έναν πολιτισμό, κυρίως, προφορικό, όπου το σώμα και η φωνή ήταν τα κύρια μέσα επικοινωνίας. Επομένως, με ενδιέφερε το σώμα του ιεροκήρυκα το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στα σώματα της σύναξης. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα ήταν πώς μπορώ να αντιληφθώ τη δραματικότητα του κηρύγματος ως κειμένου αλλά και πώς απευθύνεται στο κοινό του ο αγγελιαφόρος του Θεού, ο κήρυκας, και, βεβαίως, πώς ανταποκρίνεται το ακροατήριό του.

vivilakis4

Ὁ άμβωνας ως αρχιτεκτονικό τμήμα στο κέντρο του ναού διατήρησε κεντρική θέση στα δρώμενα της ορθόδοξης λατρείας. Ουσιαστικὰ λειτουργούσε όπως το θεατρικό πατάρι στο οποίο είναι ορατός όποιος στεκόταν εκεί περιμετρικά, από όλη τη σύναξη.

Π.: Πιστεύετε ότι η εργασία σας θα συμβάλει στο τρόπο του κηρύγματος σήμερα;

Ι.Β.: Δεν μπορώ να ξέρω εάν η δουλειά μου θα συμβάλει στον σημερινό τρόπο κηρύγματος. Προσπαθώ με τις μικρές μου δυνάμεις να βοηθήσω να βρει το κήρυγμα την αίγλη που είχε στην εκκλησιαστική ζωή. Και πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να ευαισθητοποιήσει κληρικούς οι οποίοι προβληματίζονται για τον ρόλο τους ως ιεροκήρυκες σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Σήμερα οι ενορίες δεν είναι συμπαγείς κοινότητες και οι απαιτήσεις των ακροατηρίων φαινομενικά αυξάνονται, αν και προσωπικά πιστεύω ότι οι προσωπικές ανάγκες του κοινού ενός ιεροκήρυκα παραμένουν οι ίδιες, όπως και παλαιά: ένταξη σε μια συλλογικότητα, προσωπική παραμυθία και απόλαυση. Πάντως, δεν σας κρύβω ότι στη διάρκεια της συγγραφής της εργασίας στο νου μου είχα διαρκώς στο νου μου μαζί με τους κληρικούς, τους ηθοποιούς και τους αφηγητές. Αισθανόμουν ότι όφειλα να τους δείξω έναν χώρο τελείως άγνωστο σε αυτούς, όπου μπορούν να βρουν συγγενείς. Σήμερα, όταν διαβάζουν το βιβλίο άνθρωποι του θεάτρου, η ανταπόκρισή τους στο εγχείρημά μου είναι κάτι παραπάνω από συγκινητική.

Π.: Θεωρείτε ότι το σημερινό κήρυγμα «πάσχει» κατά το κινητικό του μέρος;

Ι.Β.: Αν πάσχει από κάτι το κήρυγμα σήμερα είναι περισσότερο ο προσωπικός λόγος του κήρυκα και λιγότερο το κινητικό μέρος της παρουσίασης. Δύσκολα, θα γίνουν δεκτές σήμερα διδαχές που είναι γραμμένες αιώνες πριν σε Κυριακοδρόμια και ούτε αφορούν τους σοβαρούς ανθρώπους τα copy paste κηρύγματα. Ο ιεροκήρυκας οφείλει να δημιουργήσει το δικό του κείμενο. Να βρει τον δικό του λόγο. Να ανακαλύψει τη δική του φωνή. Και αυτό είναι μια πρόκληση που μπορεί να αποβεί πάρα πολύ γόνιμη. Ακόμη, δεν αρκεί ο συλλογισμός ότι ο Θεός επιτρέπει να μιλάει έτσι ο δείνα ή ότι κάποιος είναι σκεύος εκλογής για να μεταφερθεί το μήνυμα του ευαγγελίου, οπότε, ενδεχομένως, δικαιολογούνται λάθη και αστοχίες. Για να αντιληφθεί κάποιος τον ρόλο του ως ιεροκήρυκα μπορεί να δει τον εαυτό του ως performer, ως έναν δημιουργό ο οποίος μέσα από την ομιλία του επιτελεί μια δράση που την μοιράζεται με άλλους ενεργούς συμμετέχοντες. Αυτή, εξάλλου, είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου.

Π.: Αναφέρεστε στο μεταβυζαντινό κήρυγμα γιατί όχι και στο βυζαντινό;

Ι.Β.: Σε μία επόμενη εργασία μπορεί να παρουσιαστούν ενοποιημένες οι δύο περίοδοι του κηρύγματος. Μελετώ το θέμα από μια ιδιαίτερη σκοπιά που έχει να κάνει με τις παραστασιακές αξίες. Πρόκειται για μια θεώρηση που δεν υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία. Στο βιβλίο αυτό με ενδιαφέρει το κήρυγμα στην περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας διότι είναι περισσότερο κοντά μας χρονικά αλλά και επειδή προϋποθέτει τη ρητορική παράδοση που είχε διαμορφωθεί στον βυζαντινό πολιτισμό, κάτι στο οποίο αναφέρομαι. Για μένα ήταν εξαιρετικά δελεαστικό να ψηλαφήσω το κήρυγμα σε έναν πολιτισμό που δεν είχε επίσημα θέατρο δυτικού τύπου, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ανεγείρονται θεατρικά κτήρια. Στον πολιτισμό αυτό σταθερό σημείο αναφοράς είναι η Εκκλησία όπου οι κήρυκες είναι φορείς ελπίδας, ελληνικής παιδείας και αναστοχασμού για το Γένος. Με εργαλείο τη δημώδη ελληνική γλώσσα έχουν μια ιερή αποστολή: τη συνοχή των μελών των εκκλησιαστικών κοινοτήτων.

Ένας ακόμη λόγος, πέρα από τον εύλογο χρονολογικό περιορισμό που οφείλει να έχει μια παρόμοια μελέτη, είναι ότι ήδη διαθέτουμε σημαντικές εργασίες για το κήρυγμα στη βυζαντινή αυτοκρατορία ενώ υπάρχει ένα κενό στην έρευνα της μεταβυζαντινής ομιλητικής. Βέβαια, έχουμε σημαντικές σύγχρονες μελέτες για την ορθόδοξη ομιλητική, όπως των καθηγητών Γιώργου Φίλια και Δήμητρας Κούκουρα. Ωστόσο, η δικιά μου ματιά στέκεται στον σύνδεσμο που έχει ο λόγος και το σώμα του ποιμένα που διδάσκει. Με ενδιαφέρει το κείμενο πώς εκφέρεται αλλά και η γλώσσα του σώματος.

(θα ακολουθήσει και δεύτερο μέρος)

Για λεπτομέρειες: https://www.facebook.com/ToKirigmaOsPerformance

http://www.theatre.uoa.gr/didaktiko-dynamiko/melh-dep/iwsif-bibilakhs.html