Ξένες Προπαγάνδες και Λειτουργική Ζωή – 2

31 Ιουλίου 2013

Η όλη πράξη χαρακτηρίζεται αυθαίρετη, ενώ οι κύριες ευθύνες επιρρίπτονται τόσο στο πρόσωπο του μοναχού Γαβριήλ, ο οποίος χαρακτηρίζεται άθλιος, όσο και στο πρόσωπο του ηγουμένου Χρυσάνθου, ο οποίος υπέκυψε στις πιέσεις του Γαβριήλ και εισήγαγε τη βουλγαρική γλώσσα στη λατρευτική ζωή της μονής και των κατοίκων, οι οποίοι είχαν ακραιφνώς ελληνική συνείδηση και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι για την εφημερίδα τα γεγονότα είναι απροσδόκητα και θλιβερά και πρέπει να επιστήσουν την προσοχή της Μητέρας Εκκλησίας.

Μακεδονικός Αγώνας προεστοί1

Το δημοσίευμα του Φ.τ.Μ. δεν έμεινε αναπάντητο από τον ηγούμενο του μοναστηριού Χρύσανθο. Ο ηγούμενος στην απάντηση του, η οποία απευθυνόταν στη σύνταξη του Φ.τ.Μ. και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δημοσιεύτηκε στο φύλλο 1335 του Φ.τ.Μ.[1], παρακαλούσε τους συντάκτες να διαψεύσουν το δημοσίευμά τους, δίνοντας περαιτέρω εξηγήσεις για το περιστατικό και περισσότερες πληροφορίες για το μοναχό Γαβριήλ. Σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε ο ηγούμενος, ο μοναχός Γαβριήλ υπήρξε για πολλά χρόνια συνάδελφος των αδελφών της ιεράς μονής, στην οποία χειροτονήθηκε. Πριν από οκτώ χρόνια αποφάσισε να αναχωρήσει από τη μονή Σφινίτσης και έξι μήνες πριν το περιστατικό επέστρεψε στο μοναστήρι για να μείνει οριστικά σε αυτό. Δυστυχώς, ο ηγούμενος Χρύσανθος δεν αναφέρει που βρέθηκε ο Γαβριήλ κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η παραπάνω πληροφορία του Φ.τ.Μ. περί της ελεύσεως του μοναχού Γαβριήλ σε μοναστήρι της Επαρχίας Βοδενών.

Στη συνέχεια της απάντησής του ο Χρύσανθος αναφέρθηκε στο γεγονός της χρήσης της βουλγαρικής γλώσσας στη λατρευτική ζωή της μονής και δικαιολογούσε το Γαβριήλ υποστηρίζοντας ότι αυτός διάβασε την Ευαγγελική περικοπή στην ακολουθία της δεύτερης Ανάστασης, την Κυριακή του Πάσχα, βουλγαριστί και ελληνιστί. Ως εκ τούτου, για τον ηγούμενο Χρύσανθο, δεν ετίθετο θέμα εκβουλγαρισμού του μοναχού Γαβριήλ, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι πιστός ορθόδοξος χριστιανός και ακολουθούσε τα προστάγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Οι εξηγήσεις του ηγουμένου Χρυσάνθου φαίνεται πως δεν κρίθηκαν ιδιαίτερα πιστευτές από τη σύνταξη του Φ.τ.Μ., η οποία στο ίδιο φύλλο συνέχισε να επιτίθεται ιδιαιτέρως στο πρόσωπο του μοναχού Γαβριήλ και αμφέβαλε για τα αγαθά κίνητρά του[2]. Η σύνταξη της εφημερίδας φαίνεται ότι αποδεχόταν τη δικαιολογία του ηγουμένου περί ανάγνωσης του Ευαγγελίου βουλγαριστί τις ημέρες του Πάσχα, μεμφόταν όμως παράλληλα και κατέκρινε απροκάλυπτα τον Γαβριήλ στηριζόμενη σε διασταυρωμένες  πληροφορίες προερχόμενες από άλλες πηγές.

Ο Φ.τ.Μ. εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι ο μοναχός Γαβριήλ έκανε προσπάθειες για την εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στο ναό της μονής, άλλα αυτές εξουδετερώθηκαν και ματαιώθηκαν από τον ηγούμενο Χρύσανθο, ο οποίος ποτέ δε θα επέτρεπε την εκπλήρωση των πόθων του μοναχού Γαβριήλ. Παράλληλα, κλείνοντας το σχόλιό του, ο Φ.τ.Μ. προέτρεπε και υποστήριζε την αποπομπή του Γαβριήλ από τη μονή του Αγίου Αθανασίου, λόγω των προπαγανδιστικών συμφερόντων των οποίων εξυπηρετούσε.

Μέσα από τα δημοσιεύματα του Φ.τ.Μ. προκύπτει η προσπάθεια της προπαγάνδας να εισάγει τη βουλγαρική γλώσσα στη μονή Σφινίτσης. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και αποκαλύπτει το ενδιαφέρον της προπαγάνδας να προσεγγίσει ακόμα και μοναστήρια τα οποία διέθεταν τα Σταυροπηγιακά προνόμια και υπαγόταν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσπάθεια αυτή αποκαλύπτεται πρωτογενώς από τον τύπο, ο οποίος είναι και το μοναδικό μέσο το οποίο μας πληροφορεί για αυτήν.

Από τα δημοσιεύματα προκύπτει η ταυτότητα του «προπαγανδιστή» μοναχού καθώς και λίγα στοιχεία για την πολιτεία του, ενώ άλλη πηγή που να επιβεβαιώνει την παρουσία του και την δραστηριότητά του στο μοναστήρι, πέραν του Φ.τ.Μ., δεν υπάρχει[3]. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το κεντρικό πρόσωπο της προσπάθειας ήταν κάποιος μοναχός με το όνομα Γαβριήλ, ο οποίος σχετιζόταν με το μοναστήρι από το έτος 1881. Η μονή Σφινίτσης αποτελούσε για τον Γαβριήλ τη μονή της μετανοίας του, αφού σε αυτήν εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε. Τη μονή αυτή εγκατέλειψε για να μεταβεί σε άλλο μοναστήρι της επαρχίας Βοδενών. Τα κίνητρα που οδήγησαν τον Γαβριήλ σε αυτή την απόφαση θα μπορούσαν να σχετίζονται με μια σειρά διαφωνιών με τους συναδέλφους του μοναχούς και ιερομονάχους και τον ηγούμενο Χρύσανθο ή να είχαν σχέση με τις εκτοξευόμενες αργότερα κατηγορίες κατά του προσώπου του, οι οποίες σχετίστηκαν με τη διάδοση της βουλγαρικής προπαγάνδας στην περιοχή. Δυστυχώς, οι παραπάνω υποθέσεις παραμένουν ανεπιβεβαίωτες και δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την έρευνα στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τις πραγματικές διαθέσεις του μοναχού Γαβριήλ.

Επίσης, θα πρέπει να διερευνηθεί ποικιλότροπα το καθεαυτό γεγονός της προσπάθειας της εισαγωγής της βουλγαρικής γλώσσας στο ναό της μονής. Και αυτό για να εξακριβωθεί το αν πραγματικά επρόκειτο για προσπάθεια διάδοσης της βουλγαρικής προπαγάνδας και σφετερισμού του μοναστηριού και τελικά την προσκόλληση του στο άρμα της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με δεδομένη την κεντρική θέση και το ρόλο που διαδραμάτισε στις επαναστατικές κινήσεις των ελλήνων της περιοχής νωρίτερα αλλά και αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και του Α΄ Βαλκανικού πολέμου το μοναστήρι[4].

Ακόμα, θα πρέπει να αναφερθεί και το ενδεχόμενο ο μοναχός Γαβριήλ να ήθελε να εξυπηρετήσει τους κατοίκους της γύρω περιοχής, μέρος των οποίων, όντας χριστιανοί ορθόδοξοι και ακολουθώντας τα προστάγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μιλούσαν τη σλαβική γλώσσα[5]. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αντιγραφή της κίνησης που ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα στο χώρο της μητρόπολης Βοδενών, όπου με την άδεια του οικείου μητροπολίτη διαβάζονταν οι Ευαγγελικές και Αποστολικές περικοπές στις δύο γλώσσες, δηλαδή στα Βουλγαρικά και στα Ελληνικά, με σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες των ορθοδόξων σλαβόφωνων πληθυσμών και να αποτραπεί η μετακίνησή τους στους κόλπους της Εξαρχίας[6]. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται πολύ πιθανό, καθώς η δράση της προπαγάνδας είχε αυξηθεί και ήδη είχαν διαφανεί οι ιδιοτελείς σκοποί της.

Τέλος, δε θα πρέπει να αποκλειστεί και η περίπτωση την οποία αναφέρει ο ηγούμενος Χρύσανθος σύμφωνα με την οποία, στη μονή διαβάστηκε βουλγαριστί η Ευαγγελική περικοπή κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ανάστασης την Κυριακή του Πάσχα. Είναι όμως αναμφίβολα αποδεκτό, ότι αυτή η περίπτωση δεν άξιζε τόσο μεγάλης διάδοσης, διότι η ανάγνωση της συγκεκριμένης περικοπής σε διάφορες ξένες γλώσσες είθισται τη συγκεκριμένη μέρα και προβλέπεται από το τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας[7].

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτή η χρησιμότητα του τύπου στην ιστορική έρευνα, καθώς μέσα από αυτόν παρουσιάζονται γεγονότα και καταστάσεις για τα οποία δεν υπάρχουν άλλες πηγές επιβεβαίωσης. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και το παραπάνω εξεταζόμενο γεγονός το οποίο συνδέεται με την επίδραση των ξένων προπαγανδών στη Μακεδονία και ειδικότερα στο χώρο της Ημαθίας.

[1] Ἀνώνυμος, «Διατριβή», Φάρος τῆς Μακεδονίας, 1335 (17-5-1889), 3-4.

[2] Ἀνώνυμος, «Ὁ ἡγούμενος κ. Χρύσανθος», Φάρος τῆς Μακεδονίας, 1335 (17-5-1889), 2.

[3] Από την έρευνα στη βιβλιογραφία της τοπικής ιστορίας της Ημαθίας δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες που να σχετίζονται με την προσωπικότητα και τη δραστηριότητα του μοναχού Γαβριήλ. Ο μόνος που αναφέρεται στο μοναχό Γαβριήλ είναι ο Παπάζης, ο οποίος αντλεί τα στοιχεία από το Φ.τ.Μ. Βλ. Παπάζης, «Το μοναστήρι», ο.π., 674,680.

[4] Η εθνική δραστηριότητα του μοναστηριού ήταν ιδιαίτερα σημαντική και περιγράφεται αναλυτικά από τον Παπάζη στη μελέτη του. Βλ. Παπάζης, «Το μοναστήρι», ο.π., 682-695. Βλ. επίσης, Απόστολος Γλαβίνας, «Το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Σφίνιτζας», Μακεδονικά, 23 (1983), Θεσσαλονίκη, 1983, 364-366.

[5] Είναι γεγονός ότι κάποια από τα χωριά γύρω από το μοναστήρι της Σφίνιτσας κατοικούνταν από σλαβόφωνους κατοίκους. Αυτό ισχύει π.χ. για τα χωριά Τριλοφιά, Μυλοβός και Αγκαθιά στα οποία σύμφωνα με στατιστικές των αρχών του 20ου αι. (1905, 1910) κατοικούνταν από κατοίκους, οι οποίοι, αν και μιλούσαν τη σλαβική γλώσσα, είχαν παραμείνει στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Περισσότερα βλ. Χαλκιόπουλος Αθανάσιος, Εθνολογική στατιστική των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, Αθήναι 1910, D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne, Paris, 1905 και Παρθένιος Βαρδάκας (Μητρ. Κίτρους),Περιγραφή κυρίως εννέα ετών Τουρκοκρατίας της περιφέρειας επισκοπής Κίτρους από του 1903-1912, Αθήναι, 1918.

[6] Η πρακτική αυτή μαρτυρείται ήδη από τα χρόνια της αρχιερατείας του μητροπολίτη Βοδενών Νικοδήμου, οπότε κατά το έτος 1863 ο μητροπολίτης Νικόδημος επέτρεψε να διαβάζεται ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο στη βουλγαρική γλώσσα, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές και ο ίδιος κήρυττε στα βουλγαρικά με σκοπό να γίνεται κατανοητό το μήνυμα του Ευαγγελίου και να εμψυχώνεται ο πληθυσμός. Την θετική αυτή κίνηση προς τους σλαβόφωνους της περιοχής των Βοδενών μετέτρεψε ο διάδοχος του Νικοδήμου, μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Ο Αγαθάγγελος με την νέα πολιτική που εφάρμοσε μη αποδεχόμενος την ανάγνωση των βιβλικών κειμένων στη βουλγαρική, διέσπασε την ομάδα των υποστηρικτών του Νικοδήμου, η οποία διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα εκ των οποίων το μεν ένα τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων, ενώ το άλλο αποσκίρτησε και επέμεινε να διαβάζονται τα βιβλικά κείμενα στη βουλγαρική γλώσσα, ενώ άρχισε να καταφέρεται κατά του μητροπολίτη και να υποστηρίζει την πολιτική και τα συμφέροντα της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Για περισσότερα βλ. Κερκινέογλου Απόστολος, «Διακεκριμένοι Τενέδιοι», Η Τένεδος, 20 (Ιαν.-Μαρ. 2012), διαθέσιμο στην ηλ. διεύθ. http://users.otenet.gr/~Tened0s/DiakekrimenoiTenedioi10.htm. Βλ. επίσης Σταλίδης Κωνσταντίνος, «Ανεπιτυχείς Προσπάθειες Σλαβικής διεισδύσεως στην Έδεσσα κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», διαθέσιμο στην ηλ. διευθ. http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/05/blog-post_28.html.

[7] Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, Τυπικον Εκκλησιαστικόν, Ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1868, 209.